ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ -Το χρονικό της ομηρίας 1922-1924

 

ΜΑΡΤΥΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Το χρονικό της ομηρίας

19221924 

Ιφιγένεια   Χρυσοχόου

[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

 

 

Πριν φτάσουν στον Σαγγάριο, κατέλαβαν, με αρκετή αντίσταση, το Εσκή Σεχήρ. Πολλά παλικάρια πέσανε εκεί. Παρ’ ολίγο να συλλάβει η ομάδα του Πιλαφά τον Κεμάλ. Ήταν κρυμμένος σ’ ένα βαγόνι. Ώσπου να τον πάρουν χαμπάρι, πρόφτασαν και τον φευγάτισαν οι δικοί του. Στο Εσκή Σεχήρ ήρθε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Έδωσε τον Μεγαλόσταυρο. Παρασημοφόρησε τις σημαίες. Μοίρασε παντού παράσημα. Απ’ το Εσκή Σεχήρ ξεκίνησαν για την Άγκυρα. Καθώς προχωρούν, τους κυριεύει η απελπισία.

«Που πάνε; Τι ζητάνε εδώ στα βάθη της Μικρασίας; Μέρη άγονα. Αφιλόξενα. Που η ομορφιά κ’ η ευφορία των παραλίων; Πώς βρέθηκαν απ’ τη Γη της Επαγγελίας σε τούτον τον ξερότοπο; Ούτε νερό, ούτε πράσινο. Και παντού Τουρκιά. Τουρκιά πρωτόγονη, αμόρφωτη, φανατισμένη. Οι δυσκολίες όλο και μεγάλωναν. Φτάσανε στον Γόρδιο Δεσμό του Μεγάλου Αλέξανδρου. Στρατοπέδευσαν στο Καλέ Γκρότο, τρεις ώρες όξω απ’ την Άγκυρα. Εκεί κορυφώθηκε το δράμα. Πολεμούν σκληρά, λεονταρίσια. Πολεμούν χωρίς όπλα, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς τρόφιμα. Πολεμούν κάτω από συνθήκες αφόρητες. Κάνουν έκκληση στους συμμάχους. Ζητούν βοήθεια. Εκείνοι στέλνουν όπλα στους Τούρκους. Ρέγγες στους Έλληνες. Λύσσαξαν στη ρέγγα. Τα όπλα που διέθεταν λιγοστά και παμπάλαια. Σκουριασμένα, σχεδόν άχρηστα. Οι Τούρκοι με σύγχρονο οπλισμό. Άφθονα τρόφιμα. Σε προνομιούχες θέσεις. Ασύγκριτα περισσότεροι. Τους χτυπούν από παντού. Ο αγώνας άνισος. Κι όμως οι Έλληνες πολεμάνε! Πολεμάνε με το κορμί, με την ψυχή, με την καρδιά. Πολεμάνε απεγνωσμένα, χωρίς πια ελπίδα … Κι άρχισε η αγανάκτηση, το παράπονο, η διαμαρτυρία. Βρίζανε τον αίτιο: «φταίει ο Βενιζέλος. Αυτός έκανε την αρχή». «Όχι, φταίει που έχασε ο Βενιζέλος. Τώρα θα είχαμε τη Θράκη, την Πόλη, τη Σμύρνη, τα παράλια». «Φταίει ο βασιλιάς που μας έστειλε εδώ, στου διαβόλου τη μάνα». «Άλλοι αρχίσανε τον χορό. Αυτός έπρεπε να συνεχίσει». «Φταίνε οι σύμμαχοι. Αυτοί φταίνε. Ξεσηκώνουν τους λαούς. Μοιράζουν υποσχέσεις και τελικά πάνε με όποιον τους συμφέρει». «Για όλα τα δεινά μας φταίνε οι σύμμαχοι.» «Μας κορόιδεψαν οι σύμμαχοι. Μας πρόδωσαν. Έπρεπε να μπορούσαμε να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις. Να δούνε τι θα πει Έλληνας …» «Φταίει η διχόνοια κ’ η φαγομάρα μας». «Φταίει το παλάτι με τη Γερμανίδα». Φταίει τούτο, φταίει τ’ άλλο.

Τώρα, που θα πάει αυτό; Κι αρχίζει στον Σαγγάριο η σύμπτυξη, η υποχώρηση. Απελπισμένοι, κακοπαθιασμένοι φτάνουν με το Τρίτο Σώμα στο Εσκή Σεχήρ. Εκεί τους φόρτωσαν στα βαγόνια και τους κατέβασαν στην Κίο. Απ’ την Κίο πάλι στη Ραιδεστό.

Σκοπός τώρα να πάρουν την Τσατάλτζα και συνέχεια να μπούνε στην Πόλη.

Ξαναφούντωσαν τα όνειρα. Φτέρωσαν οι ελπίδες. Θέριεψαν οι λαχτάρες… «To 1922 θα είναι η πιο σημαντική χρονιά για τη ρωμιοσύνη! Σταθμός για την ιστορία! Η Κωνσταντινούπολις, το Σύμβολο των Συμβόλων, πάλι ελληνική!» Ξαφνικά, αντί για την Πόλη, διαταγή να φύγουν το 27ο, το 28ο και το 29ο Σύνταγμα στη Σμύρνη. Να ενισχύσουν, λέει, το μέτωπο… Στην Πούντα τους περίμενε η πιο οδυνηρή έκπληξη. «Ποιο μέτωπο; Το μέτωποέσπασε. Ο στρατός μας φεύγει, φεύγει… Η Μικρασία αδειάζει…»Πάει ο υπασπιστής Κορφόπουλος στο Αρχηγείο του Χατζηανέστη. Η διαταγή ήταν να τραβήξουν τα καράβια για τη Χίο. Κακώς ήρθαν στη Σμύρνη. Όσοι Μικρασιάτες θένε, μπορούν να πάνε στα σπίτια τους, να δούνε τους δικούς τους και να γυρίσουν μέσα σε δυο μέρες.

Πήγε ο Γιάγκος στη Μαινεμένη. Όλοι στο πόδι. Έτοιμοι για φευγιό. Η μισή πόλη άδειασε κιόλας. Οι αδερφές του, η Αιμιλία και το Δεσποινιό στα μαύρα, πρησμένες από το κλάμα. «Που είν’ ο πατέρας»; «Πέθανε χτες. Σήμερα τον θάψαμε. Του κατέβηκε νταμπλάς!» «Πώς; Γιατί;» «Δεν μπόρεσε να αντέξει στο ξαφνικό.» «Που θα πάμε; Τι θα γίνει τόσο βιος; Που θα αφήσουμε τα ζωντανά; Αν σκοτώθηκε ο γιος μου;» Μοιρολογούσε ολόκληρη την προχθεσινή μέρα. Εκεί που έκλαιγε, απόμεινε στον τόπο».

Ετοίμασε ένα αραμπά ο Γιάγκος. Φόρτωσαν ό,τι μπορούσαν και τράβηξαν για το Κορδελιό. Φεύγει ο Γιάγκος για τη Σμύρνη να μπαρκάρει για την Ελλάδα. Τα βαπόρια είχαν φύγει. Οι Μικρασιάτες στρατιώτες απόμειναν με ανοιχτό το στόμα. Τώρα, τι θα κάνουν; Που να πάνε; Γυρίζει ο Γιάγκος στο Κορδελιό.Είχαν κουβαληθεί κιόλας οιπρώτοι τσέτες. Άγριοι, βρώμικοι, κουρελιάρηδες χύμηξαν στο πλιάτσικο. Άρχισαν το μακελειό. Χρύσωναν τα κέρατα απ’ τα κουρμπάνια, που άρπαξαν απ’ τους Ρωμιούς, τα έσφαζαν, τα έψηναν και ρίχνονταν στο φαγοπότι. Πατούσαν τα σπίτια. Σκότωναντους άντρες. Χαλνούσαν τα κορίτσια.Κρύφτηκε ο Γιάγκος με τον ξάδερφό του, τον Νικολάκη Μελένκογλου στο ταβάνι. Δυο μέρες δεν το κούνησαν απ’ εκεί. Τα πράγματα όλο και χειροτερεύουν. Οι αδερφές του ετοιμάστηκαν να φύγουν. Να φύγουν όσο είναι καιρός. Με το καμπανί ο Γιάγκος δείχνει ίδιος Τουρκοκρήτης. Έτσι ξεγέλασε και κάτι τσέτες. Πήρε το καραβάκι για τη Σμύρνη. Εκεί τον γνώρισε ο Χουσεΐν. Και τώρα; Ως που θα τραβήξει αυτό; Οι σύμμαχοι τι κάνουν; Θα τους αφήσουν έτσι στα χέρια των Τούρκων; Ένα σφύριγμα, και χύμηξαν τα καμουτσίκια στον αγέρα. Φωνές, βρισιές, ξεφωνητά…

–Σηκωθείτε!

Τινάχτηκαν όλοι απάνω.

Ξημέρωσε. Στη μέση στον αυλόγυρο Γάλλοι και Ιταλοί καβαλάρηδες. Σουλατσάρουν και επιβλέπουν.

Τους έδωσαν από μια φούχτα κουραντί και τους βγάλανε στο δρόμο. Τούρκοι, Γάλλοι και Ιταλοί καβάλα στ’ άλογα τούς γύριζαν απ’ τα σοκάκια. Περνώντας απ’ το Μπασοτουράκι, χύμηξε το Τουρκομάνι. Γυναίκες, γέροι, παιδιά. Κι ανάμεσά τους πολλοί Εβραίοι. Πετούσαν πέτρες, ξύλα, παλιοντενεκέδες, σπασίματα, κοπριές.

–Αφήστε να τους ξεκοιλιάσουμε!

–Δώστε τους να τους γδάρουμε! Η παρουσία των ξένων δεν εμπόδιζε το λεφούσι.

Στο Χαλκά Μπουνάρ φύγανε οι Σύμμαχοι. Τους άφησαν στο έλεος των Τούρκων. Μια ατέλειωτη φάλαγγα, κοντά δυο χιλιάδες σε τετράδες, ξεκίνησε για το εσωτερικό της Μικρασίας. Αρχίζει η τρεχάλα. Λες και βιάζονται να φύγουν μακριά απ’ τη Σμύρνη. Τρέχουν καβάλα στ’ άλογα οι Τούρκοι. Ούτε τριάντα σωστοί. Τρέχουν κ’ οι Ρωμιοί. Πολλοί λαχάνιασαν απ’ το τρέξιμο. Άλλοι δεν αντέχουν. Μένουν ξωπίσω.

–Περπατάτε! Τσαμπούκ!

Το καμουτσίκι χτυπά τους καθυστερημένους. Κάμποσοι πέφτουν χάμω. Αν δε σηκωθούν, εκεί τους αποτελειώνουν. Απανωτές καμουτσικιές στην πλάτη, στο μούτρο, στο στήθος. Καμιά φορά χρειάζεται και το πιστόλι. Ο τρόμος βάζει φτερά στα πόδια. Τρέχουν, τρέχουν… Τρέχουν με κρεμασμένες τις γλώσσες. Με κοφτή την ανάσα. Με την καρδιά να βροντοχτυπά γρήγορα, σα γύφτικο νταούλι. Συχνά χαλνούν τη γραμμή. Παλαβιασμένα πρόβατα που ξέφυγαν από το κοπάδι. Κοιτάνε πώς να ξαναμπούν στη σειρά.

–Στην αράδα, στην αράδα! Θυμίζουν αγριοφωνάρες, καμουτσίκια και κουρσουμιές.

Σταμάτησαν στο Μπουνάρ Μπασή. Ατέλειωτοι οι φρουτομπαξέδες. Νερά γάργαρα, λαχταριστά τρέχουν παντού. Ξέχειλες οι ποτισταριές. Ήπιαν, ήπιαν οι Τούρκοι. Κόψανε ρόδια, κυδώνια, μήλα, απίδια. Κάθισαν να φάνε.

Βρήκαν ευκαιρία οι ρωμιοί, χύθηκαν στα νερά. Σταμάτησαν οι Τούρκοι το φαΐ. Πατάνε τις φωνές. Ρίχνουν στο ψαχνό.Σκότωσαν, σκότωσαν… Γιόμισε πτώματαο τόπος.Σήκωσαν τους ρωμιούς απ’ εκεί. Τους πήγαν παραπέρα. Τους μάντρωσαν στα σύρματα. Τι κακό είναι αυτό που τους βρήκε; Πολλοί κλαίνε. Άλλοι κούρνιασαν χάμω και κλείσανε τα μάτια. Μερικοί σκέφτονται τους δικούς τους. Τι να γίνανε; Φύγανε; Θα φύγουν; Πότε θα σταματήσει το κακό; Δε θα βοηθήσουν οι σύμμαχοι;

ΟΠιλαφάς δεν πεινά, ούτε διψά. Κι ας έχει δυο μέρες να βάλει κάτι στο στόμα του. Οι σταφίδες ακόμα στην τσέπη. Κοιτάει τα περιβόλια. Τι; Τι βλέπει! Τίναξε το κεφάλι να φύγει η ζάλη. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Αυτός είναι ο μπαξές του ξαδέρφου του, του Θεράπη… Να στο βάθος κι ο κούλας! Να, τα ντάμια. Τουρκιά πηγαινοέρχεται μέσα… «Που να βρίσκεται τώρα ο Θεράπης»; Έχει να τον δει από τότε που πήγε στην Άμυνα. Μικρός ερχόταν κάθε Μάη με τους γονιούς του εδώ για το πανηγύρι του Αγίου Θεράποντα. Γιόρταζε ο ξάδερφός του, ο Θεράπης. Τον είχαν ταμένο στη Χάρη του Αγίου. Πριν τον βαφτίσουν, είχε αρρωστήσει βαριά. Μόλις τον βάφτισαν και τον βγάλανε Θεράπη, θεραπεύτηκε το παιδί… Θυμάται τι παιχνίδια παίζανε τότε με τον Θεράπη… Ξεποδαριάζονταν στο τρέξιμο. Σκαρφάλωναν στα δέντρα. Όλη μέρα τσαλαβουτούσαν στις ποτισταριές «Τι πολλά νερά έχετε, θείο Γρηγόρη!» ρωτάει ο Γιάγκος τον θείο του, τον αδερφό της μητέρας του. «Πουθενά δεν έχει τόσα μπουνάρια. Γι’ αυτό και το λένε Μπουνάρ Μπασή». «Τι θα πει «Μπουνάρ Μπασή;» «Μπουνάρ Μπασή θα πει, «κεφαλή, πώς να το πω, κεφαλάρι των πηγών». «Καλά, γιατί τόσες ποτισταριές; «Πώς να κουμαντάρεις τόσο πολλές πηγές; Κάναμε μπόλικα αυλάκια. Έτσι, γυροφέρνει το νερό στις ποτισταριές και ποτίζονται οι μπαξέδες». «Γιατί, θείο, όλοι οι μπαξεβαναίοι είναι ρωμιοί;» «Τις δουλειές και τις τέχνες τις κρατάμε εμείς στα χέρια μας. Πάνω από δυο χιλιάδες οι κάτοικοι του Μπουνάρ Μπασή. Όλοι είναι χριστιανοί. Όλοι νοικοκυραίοι, κτηματίες και ισναφλήδες. Καμιά τρακοσαριά οι Τούρκοι δουλεύουν σε χουσμέτια και μερεμέτια. Αυτούς παίρνουμε στα μεροκάματά μας. Τις μόνες τέχνες που ξέρουνε, είναι να κάνουνε σαμάρια και ζεμπίλια. Να πλέκουν κόφες, πανέρια, καλάθια. Να γανώνουν μπακιρικά. Να ακονίζουν μαχαίρια. Να πεταλώνουν ζα»…

 

 

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟONLINE

 

Ἀντιαιρετικὸν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com

1  ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ  2012

Read more:http://www.egolpion.com/marturiki_poreia.el.aspx#ixzz3lRLnKxNp