Μεταμοσχεύσεις: Δικαίωμά μας, Υποχρέωσή μας ή Άρνησή τους;

Μεταμοσχεύσεις:
Δικαίωμά μας, Υποχρέωσή μας ή  Άρνησή τους;
Oι μεταμοσχεύσεις αποτελούν άλλο ένα σύγχρονο θέμα, που ως και σήμερα μπερδεύει, δυσκολεύει και διχάζει πολλούς. Ωστόσο δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο πολύπλοκο, όσο παρουσιάζεται, αν δούμε ποια είναι η βάση του, όπως και άλλα θέματα αυτού του είδους.
Παρουσιάζεται όμως ότι δεν είναι απλό, καθώς λείπει και εδώ η σωστή και ακριβής ενημέρωση, όταν μάλιστα ο άμεσα συσχετισμένος όρος με αυτές, η γνωστή δηλαδή ταμπέλα που χρησιμοποιείται του ‘εγκεφαλικά νεκρός’, είναι στην πραγματικότητα ένας όρος παντελώς ασαφής και ανακριβής, και κατά συνέπεια απόλυτα παραπλανητικός σε ένα τέτοιο σοβαρό θέμα που έχει να κάνει με ιατρικές περιπτώσεις και ανθρώπινες ζωές. Έτσι πολλοί άνθρωποι οδηγούνται να δίνουν  αφελώς και ανυποψίαστα την σχετική συγκατάθεσή τους, κάτι το οποίο μπορεί κάποτε να πληρώσουν ακριβά τελικά, ενώ άλλοι, λόγω άνομων διαδικασιών, που παρερμηνεύουν και περιθωριοποιούν κάθε έννοια ανθρώπινων δικαιωμάτων, μπορεί να υποστούν τα ίδια, έστω και χωρίς να έχουν συγκατατεθεί ποτέ οι ίδιοι και χωρίς να ήθελαν ποτέ να το κάνουν. Αλλά και ακριβώς επειδή αυτό είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, πολλές φορές, ακόμα και αν του το πουν κάποιου που βρίσκεται σε κίνδυνο για να πεθάνει και το γνωρίζει ότι οι μεταμοσχεύσεις ξεφεύγουν πέρα από τα όρια της ηθικής, μπρος στο φόβο, στην πίεση και στην ανησυχία του επικείμενου θανάτου, είναι εύκολο να προτιμήσει να βρει τρόπο να υιοθετήσει την αντίθετη άποψη, ή απλά μπορεί να αγνοήσει την όποια πληροφόρηση περί αυτού του ζητήματος κατά το δοκούν, και να κοιτάξει να λάβει την προσφερόμενη ‘σωτηρία’ χωρίς να λογαριάσει κάθε τίμημα, αν του δίνεται το περιθώριο να το κάνει, όπως συμβαίνει με την υιοθέτηση του άστοχου όρου που αναφέραμε παραπάνω. Γι αυτό είναι μεγάλη ανάγκη να αποσαφηνίσουμε κάποια βασικά σημεία του ζητήματος αυτού.
Ποιο είναι το κριτήριο βάση του οποίου  απαντούμε το αν επιτρέπονται οι μεταμοσχεύσεις ή όχι; To βασικό κριτήριο δεν είναι άλλο από το αν ο άνθρωπος που δίνει το όργανο χρειάζεται να είναι οπωσδήποτε ζωντανός ή μπορεί να το κάνει ακόμα και αν είναι ήδη νεκρός. Γιατί αν χρειάζεται να είναι ζωντανός, αυτό σημαίνει ότι αφού θα δώσει το ζωτικό του όργανο (εκτός από την περίπτωση των διπλών οργάνων, όπως των νεφρών, όπου και μετά τη δωρεά του οργάνου, η ζωή του δότη μπορεί να συνεχίσει), αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τον άμεσο θάνατο, δηλαδή με τη δωρεά θα τερματιστεί και η ζωή του. Αν είναι αυτή η περίπτωση, ακόμα και αν πρόκειται για κάποιον που δεν μπορεί να αποφύγει τον θάνατο πολύ σύντομα, με ποιό δικαίωμα θα επέμβουμε κατά βούληση στην διαδικασία θανάτου του, και θα τον επισπεύσουμε έστω και ελάχιστα, ακόμα και αν έχουμε την πρόσφατη συγκατάθεσή αυτού; Kαι πράγματι αυτή είναι η περίπτωση που ισχύει εδώ, δηλαδή τα όργανα πρέπει να αφαιρεθούν από ζωντανό δότη, γιατί τα όργανα αμέσως μετά το θάνατο του δότη αρχίζουν να αχρηστεύονται (ενώ σε κάποιες περιπτώσεις με λίγο μεγαλύτερη παράταση στην μηχανικά υποστηριζόμενη ζωή του δότη, τα όργανα μπορεί να αχρηστευτούν, ενώ ακόμα αναπνέει και η καρδιά του χτυπάει). Αυτό επιμελώς  προσπαθούν να το αποκρύψουν στις μέρες μας, χρησιμοποιώντας το τεχνητό όρο ‘εγκεφαλικά νεκρός’ για τον ζωντανό δότη, όταν δεν λειτουργεί σε ένα μεγάλο βαθμό ο εγκέφαλός του, σύμφωνα πάντα με τις ενδείξεις των σχετικών οργάνων, τα οποία  δεν εμφανίζουν να έχει εγκεφαλική δραστηριότητα, ενώ ακόμα ζει, με την καρδιά του να χτυπάει, το αίμα του να κυκλοφορεί, το μεταβολισμό του να λειτουργεί. Σημειωτέων ότι για να συμβαίνουν όλα αυτά (καρδιακός παλμός, κυκλοφορία του αίματος, μεταβολισμός) χρειάζεται κάποια δραστηριότητα του νευρικού συστήματος, έστω και αν, όπως υποτίθεται, όχι του εγκεφάλου, αλλά οι εμπνευστές του όρου ‘εγκεφαλικά νεκρός’ θέλησαν να θεωρήσουν νεκρό αυτόν που δεν δουλεύει ένα τμήμα του νευρικού συστήματος, έστω και αν εξακολουθεί να δουλεύει ένα άλλο. Έτσι προσπαθούν να διεκδικούν μέσω της χρήσης του όρου το δικαίωμα να  χρησιμοποιούν όσους ασθενείς δεν λειτουργεί ο εγκέφαλός τους, ως δότες, αν έχουν δηλώσει κάποτε στο παρελθόν δότες, ή  χωρίς οι ίδιοι ποτέ να δηλώσουν δότες, αν συμφωνήσουν οι συγγενείς τους (και πως δικαιολογείται να έχουν ένα τέτοιο δικαίωμα πάνω τους οποιοιδήποτε  άλλοι, ακόμα και αν πρόκειται για συγγενείς τους;). Αλλά και εάν οι ίδιοι συμφωνήσαν κάποτε για κάτι τέτοιο, πως μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι η γνώμη τους στην πορεία δεν άλλαξε; Aλλά και να μην άλλαξε και συμφωνούν ακόμα, έχουμε το δικαίωμα και πάλι να επέμβουμε στην διαδικασία του θανάτου τους; Άραγε και όταν αυτοί συμφώνησαν είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν ακριβώς τι συμβαίνει κατά την διαδικασία της λήψης των  οργάνων από τον δότη (θα πρέπει τουλάχιστόν να γνωρίζουν αυτό – το να γνώριζαν βέβαια παραπέρα το τι συμβαίνει κατά τη διαδικασία του θανάτου, είναι φύση αδύνατο αφού για να το γνωρίζουν πρέπει να συμβεί αυτός); Μάλλον στο πλείστον των περιπτώσεων δεν γνωρίζουν τίποτα για το τι συμβαίνει τότε.
Αν οι ασθενείς ζουν με μηχανική υποστήριξη ζωής, γιατί απλά να μην δικαιούμαστε να την διακόψουμε όμως, και να πάρουμε τα όργανα; Aν δεν γνωρίζει κάποιος την όλη διαδικασία, αυτό μπορεί να φαίνεται λογικό και συζητήσιμο. Αν όμως διαβάσει κάποιος ένα ιατρικό εγχειρίδιο περί της σχετικής διαδικασίας που ακολουθείται, θα διαπιστώσει ότι σε αυτό το σοβαρό σημείο στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό να είναι τόσο απλά τα πράγματα, και ο θάνατος επέρχεται, όχι απλά μετά από μια διακοπή της μηχανικής υποστήριξης της ζωής, αλλά ύστερα από άκρως ελεγχόμενη ιατρική επέμβαση, κατάλληλη ώστε να μπορέσουν να αφαιρέσουν τα όργανα ακέραια και αβλαβή από την καταστρεπτική σε αυτά επίδραση της παύσης της κυκλοφορίας του αίματος (φαινόμενο της ισχαιμίας), που συνοδεύει αναπόφευκτα την διαδικασία του θανάτου, αχρηστεύοντάς τα. Και επειδή κατά την διαδικασία της αφαίρεσης ο οργανισμός μπορεί να αντιδράσει πολύ βίαια στην αφύσικη επέμβαση που υπομένει, χορηγούνται στον δότη….παυσίπονα, αν και ‘εγκεφαλικά….νεκρός’, που καταστέλλουν αυτές τις αντιδράσεις και προφυλάσσουν τα όργανα από αυτές. Ο σκοπός πάντα είναι η ασφαλής αφαίρεση των οργάνων, αφού άλλωστε ο δότης είναι…‘εγκεφαλικά νεκρός’.  ‘ Όμως τελικά αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, του πόνου και της οδύνης του δότη που βιώνει σε όλη αυτή την διαδικασία; Θα μπορούσε να πει κάποιος βέβαια ότι ο εγκέφαλος του δεν λειτουργεί για να μπορεί να καταλάβει πόνο και οδύνη, όπως και δεν μπορεί να τον εκφράσει. Ωστόσο, αν μελετήσουμε καλύτερα την έννοια του όρου ‘εγκεφαλικά νεκρός’, θα δούμε αυτό στο οποίο κάναμε ήδη μια σύντομη αναφορά παραπάνω, ότι είναι ένας όρος αυστηρά αναφερόμενος σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκέφαλος-νωτιαίος μυελός), και όχι σε όλο το κεντρικό νευρικό σύστημα (πολύ περισσότερο όχι σε όλο το νευρικό σύστημα στο σύνολό του). Με άλλα λόγια κάποιες περιοχές του ακόμα λειτουργούν!!! Κι αυτό βέβαια σύμφωνα πάντα με ότι δείχνουν τα ιατρικά όργανα ή καλύτερα με ότι δεν δείχνουν, αφού μας ενδιαφέρει η περίπτωση της μη λειτουργίας, όπου πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη μας ότι στην περίπτωση που τα όργανα δεν ‘βλέπουν’ κάτι, δεν μετρούν κάτι, αυτό δεν σημαίνει πάντα απόλυτα ότι δεν υπάρχει τίποτα και γι αυτό δεν το ‘βλέπουν’ τα όργανα.  Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε σε καμιά περίπτωση την πιθανότητα μέσω αυτών των περιοχών ο δότης να εξακολουθεί να βιώνει την αίσθηση του πόνου και της οδύνης.  Και αυτό είναι το πιο πιθανό να συμβαίνει, αλλά εν πάσι περιπτώση εδώ δεν μπορούμε να εξετάζουμε τις πιθανότητες, γιατί πρόκειται για ανθρώπινες ζωές με τις οποίες δεν υπάρχει περιθώριο για να ρισκάρουμε ποτέ. Και γι αυτό οφείλει ο καθένας, αν έχει την παραμικρή συνείδηση, ανθρωπιά και λογική, να το λάβει ως δεδομένο και όχι ως ζητούμενο το ότι, όπως και να το εννοήσουμε, ο δότης βιώνει πόνο, θλίψη και δυσφορία, έστω και αν όχι έτσι ακριβώς όπως κάποιος που διατηρεί τις αισθήσεις του, άλλα ίσως κάπως διαφορετικά, ίσως όπως όταν βλέπουμε ένα πολύ ζωντανό εφιάλτη. Μετά βέβαια την χορήγηση των παυσίπονων τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα γι αυτόν…. Μπορεί βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν τίποτα από την στιγμή που ο δότης δίνει την συγκατάθεσή του. Κατ’ αρχήν ακόμα και να την δίνει, τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζει πολλά σημαντικά πράγματα περί του τι συμβαίνει στην πραγματικότητα σε αυτό το ζήτημα, όπως και αυτός δεν το έχει ξαναζήσει αυτό, και είναι και αυτό ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να γνωρίζει τι τον περιμένει πριν συμβεί και το ζήσει, όπως αναφέραμε και παραπάνω. Από τη άλλη πλευρά, όταν έρθει εκείνη η ώρα, ο δότης και να θελήσει, φυσικά είναι  πια αργά για να μιλήσει προκειμένου να σταματήσει την διαδικασία με οποιοδήποτε τρόπο, πριν καταλήξει σε λίγο στον θάνατό του.
Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι εκτός του ζητήματος που δημιουργείται με την υιοθέτηση του παραπλανητικού όρου ‘εγκεφαλικά νεκρός’ για ανθρώπους που ακόμα χτυπάει η καρδιά τους και αναπνέουν, έστω και με τεχνητά μέσα, οι οποίοι και να είναι ετοιμοθάνατοι, δεν έχουν όμως ακόμα πεθάνει, εκτός δηλαδή του ζητήματος της  ορθής έγκυρης διάγνωσης για το αν πέθανε κάποιος ή ακόμα ζει, υπάρχει επίσης και το ζήτημα και του πότε ακριβώς επέρχεται ο θάνατος. Θρησκευτικά αυτός ορίζεται ως ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, που οδηγεί στην νέκρωση του σώματος και τελικά στην αποσύνθεσή του. Την ακριβή στιγμή που συμβαίνει αυτό, η ιατρική δεν μπορεί να την γνωρίζει, αλλά μόνο μπορεί να ελέγξει αν κάποιος πέθανε ή ζει ακόμα, σύμφωνα με το δικό της πάντα ορισμό. Σημαίνει όμως αυτό ότι μπορεί για κάποιον άνθρωπο σε μια δεδομένη στιγμή, η διάγνωση για το αν ζει ή όχι να είναι διαφορετική σύμφωνα με τον ορισμό της θρησκείας και διαφορετική σύμφωνα με αυτόν της ιατρικής; Επειδή σύμφωνα με τον Χριστιανισμό το σώμα δεν μπορεί να ζει χωρίς την ψυχή, αποκλείεται, για κάποιον που η ιατρική δίνει διάγνωση ότι είναι ζωντανός, που εννοεί έτσι ότι το σώμα του είναι ζωντανό, να είναι νεκρός σύμφωνα με το Χριστιανισμό, αφού αν ζει το σώμα του, η ψυχή του είναι οπωσδήποτε μαζί με αυτό και άρα τότε αυτός βρίσκεται στη ζωή. Υπάρχουν βέβαια σπάνιες περιπτώσεις εξαιρέσεων στην κοινή πραγματικότητα της νέκρωσης του σώματος με το χωρισμό της ψυχής από το σώμα, όπου μετά από θαυματουργική παρέμβαση του Θεού, κάποιοι άνθρωποι, αν και στην πραγματικότητα ήταν νεκροί, εννοώντας η ψυχή τους είχε εγκαταλείψει το σώμα τους και επομένως το σώμα τους θα έπρεπε να είναι νεκρό και ως νεκρό ακίνητο, το σώμα τους παρουσιάστηκε ζωντανό και κινούμενο από το Θεό για κάποιο λόγο (άλλοι νεκροί περπάτησαν, όπως έκανε ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ενώ ήταν αποκεφαλισμένος, άλλοι κινήθηκαν, όπως παρουσιάστηκε ότι έκανε η Άγια Ευφημία μέσα στην λάρνακά της στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο, άλλοι μίλησαν, όπως έκανε η κόρη του Άγιου Σπυρίδωνα μέσα από τον τάφο της, όταν της ζήτησε ο πατέρας της να του απαντήσει). Στην περίπτωση της διάγνωσης κατά την ιατρική ότι κάποιος είναι νεκρός, κατά τον κλασικό ορισμό, δηλαδή όταν δεν αναπνέει πλέον και έχει σταματήσει η καρδιά του, χωρίς να υπάρχει ελπίδα επαναφοράς, αν μάλιστα έχουν περάσει και τα απαραίτητα λεπτά σε αυτή την κατάσταση, ώστε να επιβεβαιωθεί οριστικά το γεγονός του θανάτου, αυτό δεν σημαίνει πάντα από την πλευρά της θρησκείας ότι ο άνθρωπος έχει ήδη πεθάνει, γιατί όπως είπαμε αυτή δέχεται ότι πεθαίνει ο άνθρωπος όταν χωρίζει η ψυχή από το σώμα του.  Έτσι ο άνθρωπος μπορεί να μην έχει καρδιακό παλμό και να μην αναπνέει, όμως για λίγο χρόνο μετά είναι δυνατόν η ψυχή του να μην έχει φύγει ακόμα από το σώμα του. Και δεν υπάρχει βέβαια καμιά περίπτωση να συμβαίνει κάτι τέτοιο, δηλαδή να έχει αποχωριστεί οριστικά η ψυχή του από το σώμα, όπως εξηγείται στα παραπάνω, όταν ο άνθρωπος, έστω και με μηχανική υποστήριξη, αναπνέει και έχει καρδιακό παλμό, όσο και ‘εγκεφαλικά νεκρό’ να τον αποκαλούν οι ιατροί, σύμφωνα με τον νέο παραπλανητικό ορισμό του θανάτου. Αλλά αν όμως η ψυχή του ανθρώπου βρίσκεται ακόμα στο σώμα του, τουλάχιστον μέχρι να σταματήσει η αναπνοή του και η καρδιά του, χωρίς να γνωρίζουμε και για πόση ώρα ακόμα μετά είναι ενωμένη με αυτό, αποτελώντας ένα πραγματικό μυστήριο το όλο αυτό γεγονός, πως κάποιοι παραβλέποντας όλα αυτά που διδάσκει η θρησκευτική πίστη τολμούν άφοβα να επεμβαίνουν στο ανθρώπινο σώμα και να σταματούν και την καρδιά και την αναπνοή με τον τεχνητό ‘ιατρικό’ τρόπο που θέλουν, για να το οδηγήσουν στο θάνατο, παραβλέποντας τι συνέπειες μπορεί να έχει η επέμβασή τους στην ψυχή του ασθενή που πεθαίνει; Βέβαια δεν είναι δικαιολογία για να κάνουν κάτι τέτοιο, το ότι οι ίδιοι μπορεί να μην ασπάζονται την θρησκευτική θέση στο ζήτημα, όπως για παράδειγμα αν δεν πιστεύουν καν στη ύπαρξη της ψυχής, γιατί εκτός του ότι δεν μπορούν να αποδείξουν κατί διαφορετικό, επίσης ο ασθενής μπορεί να πιστεύει και την ύπαρξη της ψυχής και ότι ο θάνατος είναι ο χωρισμός της από το σώμα, και αυτό και μόνο καθιστά υποχρέωσή τους να ενεργήσουν έτσι ώστε να του δείξουν το δέοντα σεβασμό με το καλύτερο τρόπο προς το πιστεύω του, όπως αρμόζει σε ιατρούς προς ασθενή. Επίσης ακόμα και μετά την παύση της καρδιάς και της αναπνοής του ανθρώπου, το σώμα του θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με προσοχή και σεβασμό, γιατί εκτός του ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε ακριβώς αναχωρεί η ψυχή από το σώμα, που είναι ένα μυστήριο, όπως είπαμε, επιπλέον οι άνθρωποι σε όλη την ιστορία της ύπαρξής τους πάντα απόδιδαν τον σεβασμό στον νεκρό και τον περιποιούνταν, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα για την φροντίδα των αναγκαίων του και είναι στα χέρια τους. Όποτε συνέβαιναν πράξεις αντίθετες σε αυτό από τους οποιουσδήποτε, αυτές τύχαιναν αποδοκιμασίας από τους πολλούς ως βέβηλες και ασεβείς. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, πολύ περισσότερο δεν έχει και κανείς δικαίωμα να μετατρέψει το σώμα κάποιου, ακόμα κι αν είναι πια πράγματι νεκρό, είτε ολόκληρο, είτε κάποια μέλη του, σε αντικείμενο προς πώληση και εμπόριο.
Πίσω από το μυστήριο του θανάτου, όσο και να θέλουν κάποιοι να την παραβλέψουν,  υπάρχει άλλη μια πολύ σημαντική πτυχή να εξετάσουμε αυτού του θέματος μας. Αν ο δότης ακόμα αναπνέει και χτυπάει η καρδιά του, μέχρι να σταματήσουν αυτά, όχι με απλή αποσύνδεση των μηχανημάτων τεχνητής υποστήριξης, αλλά με κατάλληλη ειδική τεχνητή επέμβαση των ιατρών προς επίτευξη του σκοπού τους, της λήψης δηλαδή των οργάνων του, τότε, ακόμα και αν η ζωή του ήταν καταδικασμένη να τελειώσει πολύ σύντομα, αν και γι αυτό ποτέ δεν μπορεί να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, ακόμα κι αν είχε ακόμα μόνο λίγα δευτερόλεπτα ζωή, στην περίπτωση που οι γιατροί δεν επενέβαιναν, θα πρέπει να καταλάβουμε καλά ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση και πάλι δεν έχουν το δικαίωμα αυτοί να επέμβουν στο θάνατό του. Ο λόγος γι αυτό είναι φυσικά ότι οι γιατροί δεν μπορούν να επεμβαίνουν τεχνητά στο θάνατο του ασθενούς και να σταματούν την καρδιά και την αναπνοή του, πέρα από  το να αποσυνδέουν τα μηχανήματα υποστήριξης, όταν πέρα από ένα σημείο δεν βοηθάει η συνέχιση της υποστήριξης αυτής ή και αν δεν υπάρχει δυνατότητα για συνέχισή αυτής της υποστήριξης, όπως αν είναι πολυκαιρινή ή υπάρχει μεγάλο πλήθος ασθενών.  Μια επέμβαση στο θάνατο του ασθενή, πέρα από την περίπτωση που μόλις αναφέραμε, όχι μόνο ξεφεύγει από την δεοντολογία της ιατρικής, αλλά μπορεί ακόμα βάσιμα να κατηγορηθεί και ως φόνος. Επίσης ακόμα κι ο ασθενής-δότης να πρόκειται να πεθάνει από λεπτό σε λεπτό δεν συνιστά με κανένα τρόπο ελαφρυντικό αυτό για να επέμβουν στο θάνατό του και για τον παρακάτω λόγο. Όταν κάποιος άνθρωπος είναι ετοιμοθάνατος βιώνει όπως είναι κοινώς μαρτυρούμενο τις προθανάτιες εμπειρίες, ή τις επιθανάτιες εμπειρίες κατά την ώρα του θανάτου του, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το μυστήριο του θανάτου του. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος φυσικά ζει ή περνάει σε μια μεταβατική κατάσταση, ωστόσο σε κάθε περίπτωση είναι ακόμα στο σώμα του και άρα ζει κάθε στιγμή, και μάλιστα μάλλον μπορεί να την βιώνει πολύ έντονα, είτε φαίνεται εξωτερικά, είτε όχι, και οπωσδήποτε αποτελεί αυτό πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωή του, όπου ακόμα και σε μια στιγμή μπορεί να δέχεται μεγάλες αλλοιώσεις και εμπειρίες, με το χρόνο να μετράει και να βιώνεται διαφορετικά σε μια τέτοια κατάσταση (ως γνωστό και κατά την σύγχρονη επιστήμη ο χρόνος είναι σχετικό μέγεθος, και σε καμιά περίπτωση δεν είναι απόλυτος, οπότε και ένας άνθρωπος μπορεί να τον αντιλαμβάνεται πολύ διαφορετικά σε σχέση με έναν άλλο). Υπό τέτοιες συνθήκες λοιπόν ο άνθρωπος προετοιμάζεται για το χωρισμό της ψυχής του από το σώμα, και μπορεί ακόμα και μέσα σε δευτερόλεπτα σύμφωνα με το δικό μας χρόνο να αλλάξει κατά πολύ ως άνθρωπος, και αυτό να τον βοηθήσει μπρος στο γεγονός του θανάτου που έρχεται αντιμέτωπος. Σε αυτή την αλλαγή θα μπορούσαν να είναι σημαντικές και εξωτερικές επιδράσεις, όπως ένα βίωμα αγάπης από τους γύρω μας, για παράδειγμα ένα άγγιγμα ή μια παρηγορητική κουβέντα, ακόμα και αν φαινομενικά δεν υπάρχει καμιά επαφή με το περιβάλλον. Υπό αυτές τις συνθήκες αντιλαμβάνεται κανείς τι σημαίνει για κάποιον που ετοιμάζεται να αναχωρήσει από αυτή τη ζωή, αν αντί να αισθάνεται με τον οποιοδήποτε τρόπο την αγάπη των γύρω του, κάποιοι του δίνουν αναισθητικά και παυσίπονα και ετοιμάζονται, όχι απλά με αποσύνδεση, αλλά με βίαιο επεμβατικό τρόπο, να σταματήσουν την καρδιά του, δίνοντας αυτοί σημασία στον άλλο ασθενή που περιμένει να παραλάβει κάποιο όργανο, ο οποίος μπορεί να έχει ακόμα και μήνες ζωής, και μάλλον δεν έχει ανάγκη σε τέτοιο βαθμό που έχει ο άνθρωπος, που είναι στα πρόθυρα του θανάτου. Εκτός αν μπορούσαν να αποδείξουν το αντίθετο, που φυσικά κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει και ούτε πρόκειται να γίνει, καθότι είναι αδύνατον  να αποδειχθεί η μια ή η άλλη θέση ως θέμα στο οποίο η τοποθέτηση του καθενός εκπηγάζει από την πίστη του, που επομένως οι ιατροί δεν μπορούν το ρυθμίζουν ανάλογα με τις δικές τους τοποθετήσεις και πεποιθήσεις, αλλά αν μπορούν ανάλογα με αυτές των δύο ασθενών, δότη και λήπτη, και αν δεν μπορούν (και πώς είναι δυνατόν να μπορούν;), ας μένουν αμέτοχοι σε τέτοιες πρακτικές και να μην τις εφαρμόζουν. Αλλά όλα αυτά μπορούν να συμβαίνουν, γιατί απλά ο άνθρωπος αυτός κάποτε συναίνεσε να γίνει δότης, το πιο πιθανό χωρίς να ξέρει τι σημαίνει αυτό και χωρίς να μπορεί να μάθει πέρα από ένα σημείο τι σημαίνει αυτό, όπως επίσης και μπορεί από τότε που συναίνεσε να άλλαξε γνώμη και να μην συμφωνεί πια με κάτι τέτοιο, τώρα μάλιστα που πλησιάζει και στο θάνατο. Όποια και να είναι η περίπτωση όμως, δεν μπορεί πια ακόμα και αν θα το ήθελε, να εκφράσει την άρνηση του τώρα. Βέβαια δεν αποκλείεται και να μην συναίνεσε ποτέ,  και να εικάζεται αυτό με την συγκατάθεση άλλων, εφαρμόζοντας την ‘εικαζόμενη συναίνεση’, οπότε οι άλλοι αποφασίζουν, αντί γι αυτόν, την επέμβαση στο μυστήριο του θανάτου του.
Αλλά ποιος βεβαιώνει ότι αυτός που παίρνει το όργανο ο ασθενής, τελικά θα μπορέσει να ζήσει φυσιολογικά και για πολύ καιρό ακόμα, αφού το όργανο στο οποίο στηρίζεται η ζωή του, το έχει πάρει από άλλον και δεν είναι δικό του, γι αυτό και κινδυνεύει να το αποβάλλει ο οργανισμός του αν δεν πάρει τα απαραίτητα φάρμακα για να μην γίνει αυτό; Και βέβαια αυτή η αβεβαιότητα και ο περιορισμός σχετικά με την επιτυχία της μεθόδου, καθώς και η μεγάλη εξάρτηση από φάρμακα, καταγγέλλουν και αυτά, ότι αποτελεί κάτι αφύσικο και μη αποτελεσματικό στην ουσία,  που είναι σε κάθε περίπτωση αμφισβητήσιμο ιατρικώς. O ασθενής που ζει από μεταμόσχευση οργάνου που έγινε σε αυτόν, έχει σε όλη του τη ζωή πάνω του (ή μάλλον μέσα του) ένα όργανο ξένο στον οργανισμό του, που δημιουργήθηκε ως μέλος άλλου οργανισμού, με διαφορετικό DNA και γενετικό υλικό να απαρτίζουν κάθε κύτταρο του, με άλλα λόγια άλλης ποιότητος. Αυτό μπορεί να μας θυμίσει τα ανταλλακτικά στα αυτοκίνητα που καθένα έχει γίνει από διαφορετικό υλικό από το άλλο και μπορεί να αντικατασταθεί από ένα άλλο ίδιο με αυτό, οποιουδήποτε άλλου αυτοκινήτου που έχει τέτοιο ανταλλακτικό, χωρίς κανένα πρόβλημα. Ωστόσο η κατασκευή ενός έμβιου οργανισμού, όπως είναι ο άνθρωπος, είναι τελείως διαφορετική από μια άψυχη κατασκευή, αποτελούμενος από κύτταρα με ίδιο DNA και γενετικό υλικό, στον οποίο η παρουσία ενός διαφορετικής κατασκευής και σύστασης ξένου σώματος δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πως πραγματικά επιδράει στον οργανισμό, όταν μάλιστα πρόκειται για ανθρώπινο οργανισμό, με τον άνθρωπο να είναι λογικός, έχοντας ψυχή. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποια πραγματικά ψυχοσωματική επίδραση μπορεί να έχει στον άνθρωπο αν πάρει από κάποιον άλλο ένα όργανο, του οποίου στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζει ούτε καν το όνομά του πριν γίνει η μεταμόσχευση, αλλά ούτε και μετά από αυτήν, με την τήρηση του ιατρικού απορρήτου, ως ένα τρόπο αντιμετώπισης αυτών των επιδράσεων. Κάθενας όμως πριν τοποθετηθεί σχετικά με αυτό το ζήτημα χρειάζεται να σκεφτεί και να αναρωτηθεί μήπως τελικά η ζωή ενός ανθρώπου που λαμβάνει ένα όργανο, μετά από την μεταμόσχευση δεν θα μπορέσει να είναι ποτέ όπως ήταν πριν. Μήπως υπάρχει έτσι απόκλιση από αυτό που είναι φυσικό και λογικό και που μόνο με αυτό μπορεί να έχουμε ζωή και ευτυχία; Mήπως αντί για αυτοθυσία του δότη, η διαδικασία αφαίρεσης των οργάνων είναι μια παρέμβαση των ιατρών σε μια διαδικασία έξω από τον χώρο της δικαιοδοσίας τους, την οποία οφείλουν αυτοί, όπως και όλοι οι άνθρωποι να την σέβονται ως ιερότατη, αυτήν δηλαδή του θανάτου ενός ανθρώπου, για την οποία δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει.
H αφαίρεση των οργάνων από τον δότη είναι λοιπόν στην πραγματικότητα, όπως περιγράψαμε παραπάνω, μια βίαιη για τον οργανισμό διαδικασία κατά την οποία γίνεται οπωσδήποτε παρέμβαση στην διαδικασία θανάτου του. Μπορεί όμως να υποστηρίξει κάποιος ότι δεν έχει σημασία αν ο δότης πεθαίνει με αυτό τον τρόπο, δηλαδή όπως, και όταν, το κρίνουν οι γιατροί προκειμένου να γίνει δυνατή η επιτυχής αφαίρεση των οργάνων του, κι ας είναι ακόμα κι οδυνηρό για τον ίδιο, αρκεί που κάνει την μέγιστη αυτή πράξη φιλανθρωπίας, αυτή την πράξη αλτρουισμού. Το θέμα όμως είναι ότι η φιλανθρωπία που φτάνει ως την αυτοθυσία έχει ακόμα κι αυτή κάποια όρια ως προς τον δρόμο της, τον προσανατολισμό της και τον δέκτη της.  Ναι, να θυσιάσει κάποιος την ζωή του για τον πλησίον του, το έθνος του ή την πίστη του, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνεται με…πρόγραμμα και σημειώσεις στο ιατρικό ημερολόγιο, κατά την κρίση έκαστου γιατρού. Θυσία είναι αυτή που γίνεται με την μάχαιρα ενός δημίου ή ενός αλλοεθνή-αλλόθρησκου εισβολέα, ή με το πυρ μιας φωτιάς, ή με τα κύματα μιας θάλασσας ή μιας πλημμύρας, σε απρογραμμάτιστη και ανύποπτη ώρα, χωρίς να χρειάζονται και να κρατούνται σημειώσεις, και όχι με το νυστέρι γιατρού, ούτε την συγκεκριμένη ώρα που αυτός όρισε μέσα στο ιατρείο του, με πολλά όργανα μετρήσεων να καταγράφουν κάθε λεπτομέρεια και με το γιατρό να παίρνει τον ρόλο του μεσάζων αυτής της θυσίας. Όπου ο γιατρός τις περισσότερες φορές μεσολαβεί, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όχι αφιλοκερδώς, αλλά αμειβόμενος αδρά. Ο ρόλος των γιατρών είναι να κάνουν ότι μπορούν για να ζήσει ένας άνθρωπος κι άλλο, όταν αυτό είναι δυνατόν, παρατείνοντας τη ζωή του, και όχι να θανατώνουν έναν άνθρωπο και να του μειώνουν έστω και ελάχιστα την ζωή του, ή να κάνουν ακριβώς το αντίθετο, να του την  παρατείνουν, όμως με μη φυσικό τρόπο, τεχνητώς, όχι ελπίζοντας ότι μπορεί να ζήσει, αλλά επιδιώκοντας την κατάλληλη στιγμή να τον οδηγήσουν και πάλι, με την κατάλληλη ακριβή τεχνητή επέμβασή τους, στο θάνατο, ώστε κάποιος άλλος να μπορέσει να ζήσει με τον θάνατο αυτού, με τα όργανα που μπορούν να λάβουν από αυτόν.
Έτσι και αυτή η πράξη προσφοράς στον πλησίον διαφέρει από τις  άλλες γνωστές πράξεις αυτοθυσίας, γιατί αντίθετα από εκείνες σε αυτή ο θυσιαζόμενος δεν διατηρεί τις αισθήσεις του κατά την ώρα που προσφέρει στο πλησίον του αυτό που χρειάζεται, και μάλιστα η συναίνεσή του είναι αμφισβητήσιμη, τόσο για το αν έχει πράγματι γίνει και δεν είναι ‘εικαζόμενη’, και αν πράγματι γνώριζε στο τι συναινούσε, όσο και για το αν αυτή ισχύει ακόμα, στην περίπτωση που έγινε, χωρίς να έχει αλλάξει γνώμη πλέον. Τις αισθήσεις του διατηρούσε και ο Χριστός κατά την σταύρωσή Του, η οποία είναι το πρότυπο της αυτοθυσίας, η μέγιστη αιώνια αυτοθυσία στην ιστορία  της ανθρωπότητας για τον άνθρωπο (‘ωσπερ ο υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών’, Μθ. 20, 28). Ο θυσιαζόμενος Χριστός διατηρούσε εκούσια τις αισθήσεις του στη διάρκειά της σταυρώσεως, αρνούμενος να λάβει το ναρκωτικό που του πρόσφεραν (‘έδωκαν αυτω πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον· και γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν’, Μθ. 27,34), που αν το λάμβανε θα μειωνόταν η ένταση του μαρτυρίου του που έπασχε στα χέρια των σταυρωτών του, που ήταν δήμιοι, δήμιοι και όχι γιατροί. Και μη μας διαφεύγει ότι ο Χριστός προσφέρθηκε θυσία ολόκληρος, και όχι προσφέροντας μόνο κάποια μέλη Του, πράγμα που δεν θα ήταν αυτό σωτήριο για μας. Και μάλιστα χωρίς καν να του συντρίψουν τα μέλη (‘εγένετο γαρ ταύτα, ίνα η γραφή πληρωθή, οστούν ου συντριβήσεται αυτού’, Ιω. 19, 36). Αυτό το παράδειγμα αυτοθυσίας μας έδωσε ο Χριστός, και ποιόν άλλο μπορούμε, αν θελήσουμε, να μιμηθούμε ως προς το αυτοθυσιαστικό πνεύμα, παρά Εκείνον; Πνεύμα αυτοθυσίας δεν έχει κάποιος με πρόωρες ή ‘εικαζόμενες’ συναινέσεις, σε κατάσταση ‘εγκεφαλικού θανάτου’ και αναισθησίας, για να κερδίσει πρόσκαιρες παρατάσεις, αλλά με συναίνεση της ίδιας της παρούσας στιγμής, έχοντας όταν την πράττει φωτεινή αντίληψη και δυνατή πίστη, προκειμένου να πετύχει πνευματικές κατακτήσεις. Αυτός που θυσιάζεται δεν προσφέρεται παθητικά στην σφαγή χωρίς ελπίδα, αλλά προσπαθεί να σώσει και τη ζωή του αν είναι δυνατόν, όταν κάνει το θυσιαστικό του αγώνα, έως και την τελευταία στιγμή. Ακόμα και αν ο θάνατος είναι αναποφευκτός, η ελπίδα υπάρχει, και γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποδράσει ο άνθρωπος από αυτόν.
Αυτό κάνει ο άνθρωπος, που είναι δημιούργημα του Θεού. Δεν το έκανε όμως ο ίδιος ο Θεός, αφού ως Παντοδύναμος και έχων εξουσία επί της ζωής και του θανάτου (‘δια τούτο ο πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι την ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν’, Ιω. 10,17), δεν χρειάζεται να πράξει κάτι τέτοιο. Ο θάνατος δεν είναι δυνατός για το Θεό, αλλά μόνο στον πεπερασμένο και φθαρτό άνθρωπο μπορεί να έχει δύναμη και να αποτελεί τον έσχατο εχθρό του που έχει να αντιμετωπίσει. Έτσι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αν και μπορούσε ως Θεός να μην γευθεί θάνατο, προσφέρθηκε να το κάνει, και καταδέχθηκε να περιγελαστεί ως νικημένος από το θάνατο πάνω στον σταυρό, έστω για χρόνο άκρως βραχύ, καθώς ο ζωοδότης δεν μπορούσε να κρατηθεί δέσμιος του Άδου, αλλά σαν αστραπή έσπασε τα δεσμά του θανάτου, και ευθύς ανέτειλε από τον τάφο καθώς είχε προαναγγείλει. Θυσιάστηκε λοιπόν ο Κύριος για εμάς εκουσίως και δεν έκανε τίποτε να το αποφύγει αυτό, αφού Εκείνος είναι που δίνει και ξαναπαίρνει τη ζωή και κανείς δεν μπορεί να του την πάρει (‘ουδείς αίρει αυτήν απ’ εμού, αλλ’ εγώ τίθημι αυτήν απ’ εμαυτού· εξουσίαν έχω θείναι αυτήν, και εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν·’, Ιω. 10, 18), οπότε πως θα μπορούσε να προσπαθήσει να  αποφύγει να θυσιαστεί δίνοντας τη ζωή Του; Προσπαθεί να αποφύγει κάποιος κάτι το οποίο μπορεί να είναι καταστροφικό γι αυτόν, και όχι κάτι που είναι αδύναμο να αποβεί εις βάρος του, που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του, και αν θέλει μπορεί να μην το αφήσει να συμβεί, χωρίς να χρειάζεται κάποια προσπάθεια, αλλά με την απόφασή του και το λόγο του να αρκούν. Και εκουσίως γεύθηκε το θάνατο για να γίνει δυνατή η σωτηρία η δική μας, παρόλο που είναι ο Θεός και είναι απαθής, αθάνατος, ως πηγή της ζωής πάντων, η ίδια η ζωή. Πέθανε ως άνθρωπος, έχοντας γίνει κι αυτός ένας ανάμεσά μας, έχοντας προσλάβει ταπεινά την ασθενή ανθρώπινη φύση μας, και καταδέχθηκε με το θάνατο του έτσι, αυτό που ήταν, όχι τίποτα άλλο από το δάγκωμα στην πτέρνα, το οποίο αναφέρει η πρωτευαγγελική προφητεία της Γένεσης (‘και είπε Κύριος ο Θεός τω όφει· …και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν’, Γεν. 3,14-15), η οποία εκπληρώθηκε ακριβώς με τον θάνατο αυτό του Χριστού. Όμως, όπως καταδέχθηκε το δάγκωμα αυτό στην πτέρνα, δηλαδή το θάνατο, αν και δεν έχει εξουσία ο θάνατος πάνω του, αλλά ο Χριστός, ως Θεός, έχει εξουσία πάνω σε αυτόν, στο θάνατο, έτσι και σύντριψε αυτού την κεφαλή, ως έχων εξουσία, δηλαδή τον κατήργησε οριστικά αυτόν και αμετάκλητα, που και ο θάνατός του ακριβώς αυτό το νόημα είχε, και έτσι μας έσωσε (αν και ο φυσικός θάνατος παρέμεινε, καταργήθηκε όμως ο πνευματικός που είναι και ο πραγματικός θάνατος, όχι σαν το φυσικό ο οποίος είναι απλώς ένα Πάσχα, ένα πέρασμα από την Αίγυπτο, δηλαδή τον πρόσκαιρο επίγειο κόσμο, στην Χαναάν, δηλαδή στην Άνω Ιερουσαλήμ, την αιώνια, Ουράνια Πόλη). Η ένωση και κοινωνία της θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Θεού και Ανθρώπου Χριστού έκανε δυνατή την μετάδοση της θείας απάθειας και αθανασίας κατά Χάρη στον άνθρωπο, απελευθερώνοντάς τον από τον θάνατο, κάνοντας τον μέτοχο της αναστάσεως και χαρίζοντάς του αιώνια ζωή και αφθαρσία. Εμείς βέβαια δεν είναι δυνατόν να νικήσουμε από μόνοι μας το θάνατο, αφού λαμβάνουμε την ύπαρξη και την ζωή μας από τον Θεό, που Εκείνος μόνο είναι αυθύπαρκτος, αλλά μόνο με την δύναμη  του Χριστού, που νίκησε για χάρη μας τον θάνατο, μπορούμε να το καταφέρουμε. Μόνο που λόγω αυτής ακριβώς της ανάγκης της θείας παρουσίας και επέμβασης του Θεού στη ζωή μας είναι αναγκαία η μέχρι τέλους μάχη μας για τη ζωή, όταν μιμούμαστε το Χριστό ως προς τη σωτήρια θυσία, που οδηγεί στη ζωή μέσω του δρόμου που άνοιξε πρώτος ο Χριστός, καθώς  εμείς δεν την έχουμε τη ζωή στην εξουσία μας, όπως Εκείνος που μας την δωρίζει. Σε αυτή την μάχη χρειάζεται να διατηρούμε ζωντανή την ελπίδα και να έχουμε δυνατή πίστη, τα οποία βέβαια δεν μπορούν να συμβαδίζουν με τα όσα χαρακτηρίζουν τις μεταμοσχεύσεις, στις οποίες ο άνθρωπος παραδίδεται άμαχος στις εκτός του ιατρικού δέοντος διαδικασίες που εφαρμόζονται. Αυτή η μάχη για ζωή είναι που τελικά έχει σημασία και αξίζει, υπομένοντας τις δυσκολίες δεόντως και καρποφορώντως έως τέλους («ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται», Μτ. 24, 13), και όχι το αν ο επίγειος βίος, ο έτσι και αλλιώς σύντομος και πρόσκαιρος, διαρκέσει λίγο περισσότερο ή λιγότερο. Είναι αυτή που καθορίζει την ποιότητα της ζωή μας και  που μας οδηγεί στην άλλη ζωή, η οποία δεν είναι ανασφαλής και δεν έχει χρονικούς περιορισμούς, αντίθετα από αυτήν εδώ    που τώρα ζούμε.
Πως όμως είναι δυνατόν μια κοινωνία (απευθυνόμενοι στους κάθε λογής χειραγωγούς της και σε όσους αποδέχονται χωρίς αντίδραση με γόνιμη κριτική το υποδουλωτικό  έργο αυτών) που προσπαθεί να μας πείσει να αγαπούμε τον εαυτό μας και να καταναλώνουμε, η οποία δεν αρέσκεται στο να μας παροτρύνει να πάμε μια επίσκεψη στους αρρώστους στα Νοσοκομεία ή στους φυλακισμένους στις Φυλακές, ή να προσφέρουμε τρόφιμα και ρούχα στους φτωχούς, ωστόσο μας ενθαρρύνει να γίνουμε θυσία για τον πλησίον, να αυτοθυσιαστούμε γι αυτόν, δίνοντας τα όργανά μας, όταν έρθει η ώρα του θανάτου. Λίγη αγάπη στον συνάνθρωπό μας δεν μας ζητά να δείξουμε την καθημερινή ζωή, αλλά από την άλλη ζητά να γίνουμε δότες οργάνων, και εφόσον δεν ανταποκρινόμαστε, δεν συναινούμε σε αυτό, μας παρουσιάζει να συναινούμε με την ‘εικαζόμενη συναίνεση’, δηλαδή κατασκευάζει την πλαστή συναίνεσή μας, ζητώντας μας όχι απλά, όπως κάθε λογικός άνθρωπος θα περίμενε, να δηλώσουμε ότι συναινούμε στην περίπτωση που το δεχόμαστε αυτό, αλλά μας ζητάει να δηλώσουμε ότι δεν συναινούμε αν δεν το δεχόμαστε, πράγμα φυσικά πρωτάκουστο και παράλογο, να απαιτείται μια τέτοια δήλωση λαμβάνοντας αυτόν που δεν δηλώνει ότι δεν συναινεί, ως πιθανόν δότη, που είναι κάτι εντελώς αβάσιμο, αυθαίρετο και τελικά σκοπίμως παραπλανητικό, και μπορεί να οδηγήσει τελικά σε φοβερό εκβιασμό και αδικία. Όλα αυτά βέβαια δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν στην πραγματικότητα κίνητρο το ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τον πλησίον, αλλά πίσω τους οπωσδήποτε υπάρχουν σκοπιμότητες, τις οποίες αυτοί που τις υποκινούν και υπηρετούν, οπωσδήποτε δεν είναι αυτοί που θα περιμέναμε να προσφερθούν να γίνουν οι ίδιοι δότες, δίνοντάς το καλό τους (κατά την άποψή τους) παράδειγμα έτσι και στους άλλους γύρω τους για να κάνουν το ίδιο, στην υπηρεσία του έργου τους που προωθούν. Από την άλλη πλευρά, το να γίνουν λήπτες αν οι ίδιοι το χρειάζονταν, θα μπορούσε να είναι και μια από τις σκοπιμότητές τους για της προώθηση όλης αυτής της κίνησης υπέρ των μεταμοσχεύσεων. Πέρα από τα παραπάνω όμως σχετικά με τα κίνητρα των μεταμοσχεύσεων, ο σκοπός της κάλυψης των αναγκών μοσχευμάτων είναι ουτοπικός, καθώς οι άρρωστοι είναι σχετικά πάρα πολλοί και δεν μπορούν βρεθούν τόσοι δότες για να καλύψουν όλες τις ανάγκες τους. Εκτός και αν αρχίσουν κάποιοι, προκειμένου να βοηθήσουν μερικούς αρρώστους, να…σκοτώνουν άλλους. Γιατί δεν προσπαθούμε να βοηθούμε τους ανθρώπους όσο ζούνε, και να τους βελτιώνουμε τότε την ζωή, αντί να ζητάμε με κάθε τρόπο να παρατείνουμε τη ζωή των ανθρώπων όταν πλησιάζει στο τέλος της, όταν πρώτα, ενώ η επιστήμη προσφέρει ότι μπορεί, δεν καταφέρνει τελικά αυτή να παρατείνει τη ζωή τους από μόνη της. Και εννοούμε με την έκφραση να  παρατείνει την ζωή τους, να την παρατείνει χωρίς να ζητάει ‘εθελοντές’ ετοιμοθάνατους, για να τους αποδώσει μέσω κοντινών συγγενών ή άλλων τρίτων την ‘εικαζόμενη συναίνεση’, κι ας μην έχουν συναινέσει ποτέ πραγματικά, και τότε να τους ονομάσει ‘εγκεφαλικά νεκρούς’, και να μπορέσει έτσι να τους καταστήσει δότες και συνεργούς της στη θεραπεία των συνανθρώπων τους και στη παράταση ζωής τους, με μόνο τίμημα για να κάνουν αυτό… την μείωση της δικής τους ζωής, των δοτών δηλαδή, και το απότομο βίαιο, πλην όμως με ακριβή ‘ιατρική τεχνική’, άδοξο τέλος της. Και τι νόημα και όφελος έχει να παρατείνουμε με αυτό τον τρόπο μια ζωή, η οποία θα ζήσει στη συνέχεια τότε σε συνθήκες χωρίς ανθρωπιά, όπως είναι αυτές στον καιρό μας; Αυτό που χρειάζεται να  “μεταμοσχεύουμε” στον συνάνθρωπο οπωσδήποτε, δεν είναι τα μοσχεύματα που η ιατρική ορίζει, αλλά λίγο από τα αγαθά μας τα υλικά, όπως τρόφιμα, ρούχα, σε όποιον αυτά χρειάζεται, και από τα αγαθά μας τα ψυχικά, όπως κατανόηση και συμπαράσταση, σε όποιον αυτά χρειάζεται, ζώντας καλύτερα αυτό που του μένει να ζήσει έκαστος, και πεθαίνοντας, χωρίς παρατάσεις ζωής με τίμημα την παρέμβαση στο θάνατο του άλλου, ή χωρίς παρέμβαση στο δικό μας θάνατο, πράγματα ασυμβίβαστα με τους τρόπους της φύσης και την ώρα την κατάλληλη κατά Θεό και κατά φύση για να συμβεί κάτι, όπως ο θάνατος.
Θα ολοκληρώσουμε με αναφορά στο τέλος στην  πίστη στο Θεό. Αυτός που πιστεύει στο Θεό, μπορεί να δει το σώμα του με τα όργανά του ως δώρο του Θεού ώστε με αυτά να ζήσει τούτον το βίο για τη σωτηρία της ψυχής του, αντιλαμβανόμενος και χρησιμοποιώντας το σώμα, ως σπίτι αυτής. Έτσι ο Θεός δεν μας έδωσε τα σωματικά μας όργανα, ούτε για να τα δωρίζουμε σε άλλον, αλλά και ούτε για να τα αντικαθιστούμε ζητώντας άλλα από άλλον.  Το σώμα δεν είναι όπως τα υπάρχοντά μας, που μπορούμε να τα δανείζουμε ή να τα δωρίζουμε σε όποιον θέλουμε, και αυτό μάλιστα μας προτρέπει να κάνουμε το πνεύμα του Χριστιανισμού, δηλαδή να δίνουμε σε όποιον έχει ανάγκη, τασσόμενο υπέρ της κοινοκτημοσύνης ως ένα ιδανικό που καλό είναι να το επιδιώκουμε. Το σώμα μας είναι το αναγκαίο για να μπορούμε να παραμένουμε όσο μας δίνεται χρόνος στην παρούσα ζωή και δεν μπορεί να δωρηθεί ή να δανειστεί (αν δώσουμε ένα όργανο δεν μπορούμε να το ξαναπάρουμε πίσω, ούτε αναπληρώνεται από άλλο, καθώς και η αξία του δεν μπορεί να αποδοθεί από οτιδήποτε άλλο, ενώ την ίδια στιγμή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι θα βοηθήσει εκείνον που θα το λάβει), αν και θα μπορούσε να εξαιρεθεί η περίπτωση δωρεάς ενός εκ των διπλών οργάνων, η οποία, αν και προκαλείται κενό που δεν μπορεί να αναπληρωθεί, ωστόσο αυτό συμβαίνει στο ένα από τα δύο όργανα που δωρίζονται, και έτσι δεν εμποδίζεται ο δότης να συνεχίσει τη ζωή του. Είναι σαν την περίπτωση της δωρεάς του ενός από τους δύο χιτώνες που μας ανήκουν, ή κάποιων από τα τρόφιμα που έχουμε, σε εκείνον που δεν έχει, την οποία μας προτρέπει να κάνουμε το Ευαγγέλιο (‘αποκριθείς δε λέγει αυτοίς· ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι, και ο έχων βρώματα ομοίως ποιείτω’, Λκ. 3,11). Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι δεν γίνεται προτροπή να δώσουμε το χιτώνα μας, αν έχουμε μόνο ένα, τον οποίο τότε αν τον δίναμε θα μέναμε γυμνοί και εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Έτσι και αν δώσουμε όργανα που είναι μονά, δεν έχουμε δυνατότητα να ζήσουμε περισσότερο. Βέβαια δεν σημαίνει ότι όπως οφείλουμε να δίνουμε τα πέρα των απολύτων αναγκαίων υπαρχόντων μας στους φτωχούς, αν θέλουμε να τηρούμε τις ευαγγελικές εντολές, το ίδιο είμαστε υποχρεωμένοι να δίνουμε και τα διπλά όργανά μας σε κάποιον ασθενή, καθώς το όργανο δεν είναι ρούχο να το φοράει τη μια μέρα ο ένας, και την άλλη μέρα ο άλλος.
Ο Χριστιανός στην πορεία του προς την σωτηρία και τον αγιασμό φέρει μαζί του και απαραιτήτως και το σώμα του, και προχωράει συνεργαζόμενος με αυτό. Το να δώσει ένα μέλος του σώματος του δημιουργεί το ερώτημα ποια θα είναι η κατάληξη αυτού του μέλους, που εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση και τον ηθικό τρόπο ζωής του λήπτη. Λέει ο Απόστολος Παύλος δεν μπορώ να πάρω το μέλος του σώματος που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και να το κάνω μέλος μιας πόρνης (‘ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστιν; άρας ουν τα μέλη του Χριστού ποιήσω πόρνης μέλη; μη γένοιτο΄, Ά Κορ. 6,15). Πως λοιπόν υπό αυτό το πρίσμα, εμείς θα μπορούσαμε να γίνουμε δότες, χωρίς καν να γνωρίζουμε ποιος μπορεί να είναι ο λήπτης; Bέβαια από την άλλη πλευρά, το να γίνουμε λήπτες δεν φαίνεται να δημιουργεί τόσους δισταγμούς, καθώς οποιαδήποτε και να είναι η πνευματική κατάσταση του δότη, με τον καλό αγώνα μας θα μπορούσαμε να θεραπεύσουμε πνευματικά το μέλος αν έπασχε. Ωστόσο και το να γίνουμε λήπτες προξενεί πνευματικά δισταγμούς, γιατί κατά τον αγιογραφικό λόγο, είναι καλύτερα να δίνεις, παρά να παίρνεις. (‘μακάριόν εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν’, Πρ. 20, 35) Το να είναι ένας λήπτης του οργάνου που κάποιος άλλος το έδωσε ενώ ήταν εν ζωή ακόμα, παύοντας να ζει όταν έδινε το όργανο, αφού χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να ζήσει περισσότερο, δημιουργεί ένα ανεξόφλητο χρέος μας απέναντι στο δότη, που δεν το μειώνει αυτό το χρέος το γεγονός ότι μπορεί να μην τον γνωρίζει ποιος είναι. Γι αυτό και θα πρέπει να τον ευχαριστεί σε κάθε του αναπνοή σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Πολύ περισσότερο μάλιστα εφόσον ο ευεργέτης του μπορεί να έγινε δότης παρά την θέλησή του, αδίκως, κατά ‘εικαζόμενη συναίνεση’, ή με άλλα λόγια ψευδο-συναίνεση, και όχι με δική του πραγματική συγκατάθεση.
Το πιο σημαντικό από όλα όμως είναι ότι η σχετική με το ανιδιοτελές κίνητρο, βάση του οποίου υποστηρίζονται οι μεταμοσχεύσεις, ευαγγελική εντολή για συμπαράσταση στον συνάνθρωπο κατά τις δυνατότητες που έχει ο καθένας να το κάνει, δεν είναι αυτή που προέχει, αλλά αυτή είναι η εντολή για αγάπη αφιερωτική και λατρευτική προς το Θεό, με όλη την ύπαρξή μας και με κάθε δύναμή μας, η οποία είχε δοθεί ήδη από τον καιρό του Μωυσέως, ως η πρώτη από τις δέκα εντολές που παρέλαβε από τον ίδιο το Θεό στο όρος Σινά, και η οποία βέβαια ακολουθείται αμέσως από την εντολή για αγάπη προς τον συνάνθρωπο («αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», Λκ. 27-28, και Δτ. 6, 5, Λευ. 19,18). Οπωσδήποτε η εντολή της αγάπης προς τον συνάνθρωπο δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εντολή της αγάπης προς το Θεό και είναι αναγκαίο να τηρούνται και οι δύο, οι οποίες και περικλείουν όλες τις υπόλοιπες θείες εντολές, ωστόσο συγκεκριμένα ως προς την εφαρμογή της δεύτερης εντολής με την άσκηση φιλανθρωπίας στους φτωχούς δίνοντάς τους ο καθένας από τα υλικά του αγαθά, ο Κύριος την τοποθετεί σαφώς να έπεται της εκδήλωσης της αγάπης και της λατρείας στο Πρόσωπό Του, όπως μαρτυρεί το συμβάν της μυρώσεώς  Του από την Μαρία (« είπεν ουν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε», Ιω. 12, 7-8). Κατά συνέπεια, καθώς το σώμα μας είναι προορισμένο να γίνει δοχείο της θείας Χάρης και ναός του Αγίου Πνεύματος («ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών;», Α΄ Κορ. 6, 19) και άρα τόπος αφιερωμένος στην λατρεία του Θεού («δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού», Α΄ Κορ. 6, 20), το να διαφυλάττουμε το σώμα μας και να μετέχουμε με αυτό στην λατρεία του Θεού, αυτό προέχει από το να το καταστήσουμε αντικείμενο άσκησης φιλανθρωπίας προσφέροντάς τα όργανά του ως μοσχεύματα, εφόσον και οι μεταμοσχεύσεις μπορούν θεωρηθούν ως ένα είδος φιλανθρωπίας υλικών αγαθών, τοποθετώντας στη θέση των  υλικών αγαθών το ίδιο το σώμα του ανθρώπου και στη θέση του συνάνθρωπου που ζητάει βοήθεια στην υλική ανάγκη του, τον ασθενή που ζητά να βρεθεί μόσχευμα. Γιατί όπως καταλαβαίνουμε δεν έχει κανείς μας το δικαίωμα να πάρει τους ναούς λατρείας του αληθινού Θεού και να τους χαρίσει στους άστεγους φτωχούς για να τους καταστήσουν τόπο διαμονή τους, αφού οι ναοί δεν είναι ιδιοκτησία κανενός μας. Και επομένως, καθώς η αληθινή και ζωντανή λατρεία του Θεού μπορεί να ανθήσει μόνο μέσα στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας που διασώζει την ορθή πίστη, μόνο εντός Αυτής ως πραγματικό μέλος της, είναι δυνατόν κανείς να αντιληφθεί την κεντρική θέση που κατέχει η λατρεία του Θεού, ψύχη τε και σώματι, χωρίς να την συγχέει ή και να την αντικαθιστά με οτιδήποτε, είτε αυτό είναι η φιλανθρωπία, είτε είναι ανθρωπιστικά και άλλα ρεύματα, και κάθε λογής φιλοσοφικά και ιδεολογικά οικοδομήματα και κοσμοθεωρίες, πράγμα που δεν μπόρεσαν να το πετύχουν όλες οι άλλες αυτοαποκαλούμενες Εκκλησίες και θρησκείες. Στους χώρους που κυριαρχεί ο ανθρωπισμός, το ιδανικό της φιλανθρωπίας μάλλον οδηγεί στην αποδοχή των μεταμοσχεύσεων ως πράξη αλτρουισμού του δότη που σώζει τον λήπτη, όμως δεν αποκλείεται, λόγω φιλανθρωπίας και πάλι, και η απόρριψή τους ως πράξη που στρέφεται κατά του δότη, όταν μάλιστα ο σχετικός όρος που υιοθετείται του ‘εγκεφαλικά νεκρός’ είναι άκρως αμφιλεγόμενος επιστημονικά. Οι μεταμοσχεύσεις βέβαια είναι συμβατές με το υλιστικό πνεύμα που επικρατεί, προωθούμενες με την ‘εικαζόμενη συναίνεση’ που καταπατά το πρωταρχικό ανθρώπινο δικαίωμα ελευθερίας βούλησης, και υπηρετώντας την παράταση του παρόντος ανθρώπινου βίου, παρέχοντας έτσι την δυνατότητα επίγειων απολαύσεων για επιπρόσθετο χρονικό διάστημα. Τέλος, ας παρατηρήσουμε εδώ το ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί σε κάποιον, ότι αν και κατά κανόνα οι μεταμοσχεύσεις δεν μπορούν προφανώς να γίνουν αποδεκτές από την Ορθόδοξη πλευρά, ούτε και με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, ούτε και με άλλο κανένα τρόπο, μήπως όμως σε κάποιες κατ’ εξαίρεση σπάνιες περιπτώσεις, υπό κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες, μεταξύ ανθρώπων που έχουν προσωπική σχέση δυνατής μεγάλης αγάπης, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές τότε; Θα απαντούσαμε ότι και πάλι νομίζουμε πως όχι, γιατί αν πράγματι δύο άνθρωποι αγαπούν πολύ ο ένας τον άλλο, προτιμούν να μην χωριστούν με το θάνατο του ενός και την παράταση ζωής του άλλου, αλλά να μείνουν μαζί, δεχόμενοι και οι δύο, υποψήφιος δότης και λήπτης, το επικείμενο θάνατο που αντιμετωπίζουν στο παρόν. Βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση ισχύει το ακριβώς αντίθετο, όταν πρόκειται για μεταμόσχευση διπλού οργάνου, όπου ο δότης μπορεί να είναι υγιής και παραμένει στη ζωή μετά την δωρεά, οπότε μετά την μεταμόσχευση τα δύο αγαπημένα πρόσωπα, δότης και λήπτης, μπορούν να συνεχίζουν παραπέρα μαζί τον παρόν βίο.
Όταν υπάρξει κάποια βλάβη στα όργανα, που δεν λειτουργούν σωστά, το καλύτερο σε αυτήν την περίπτωση που μπορούμε να κάνουμε είναι χρησιμοποιώντας την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης να τα γιατρέψουμε και να αποκαταστήσουμε την ορθή λειτουργία τους. Αν τελικά δεν τα καταφέρει η ιατρική να μας βοηθήσει, ας αναρωτηθούμε μήπως πρέπει να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει ως ένα θέλημα του Θεού, που τα δημιούργησε και μας τα έδωσε αυτά, για εμάς, ο Οποίος οπωσδήποτε μας τα έδωσε για να εκπληρώσουν την αποστολή τους για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, που άλλοτε είναι πιο μικρό, άλλοτε είναι πιο μεγάλο, πάντα όμως είναι περιορισμένο. Γιατί αν είναι έτσι εμείς, αφού κάναμε ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για θεραπεία με την ιατρική, από εκεί και πέρα δεν έχουμε πια παρά να σεβαστούμε το θέλημα του Θεού, έχοντάς του εμπιστοσύνη. Υπό αυτή την θεώρηση του θέματος, δεν έχει νόημα σε καμιά περίπτωση να επιδιώκουμε την εύρεση άλλων οργάνων για την αντικατάστασή τους, μπαίνοντας σε τέτοιες διαδικασίες ψυχοφθόρες και αγχωτικές, προκειμένου να πετύχουμε ωφελούμενοι από το θάνατο του άλλου, μια πρόσκαιρη παράταση ζωής, που όμως δεν βρίσκεται σε αυτή το αληθινό νόημα, αλλά αυτό βρίσκεται στην πνευματικότερη και ανώτερη αναζήτηση πέρα από τα όρια του παρόντος πρόσκαιρου βίου. Και αν ακόμα ο δότης δεν στερείται της δυνατότητας να  συνεχίσει να ζει, δηλαδή αν πρόκειται για όργανο που υπάρχει διπλό στον οργανισμό, ίσως καλύτερα και τότε να μη ζητάμε τη βοήθεια του άλλου, την οποία για να μας τη δώσει πρέπει να πληγώσει το σώμα του και να πλήξει την αρμονία του, την ομορφιά του (που η ομορφιά δεν είναι μόνο εξωτερική, αλλά βρίσκεται αυτή και στην δομή του σώματος εσωτερικά), αφού αφαιρεί το όργανό του (όπου κάθε όργανο με τη συγκεκριμένη σύστασή του, μορφολογία του και θέση του, επιτελεί κάποια συγκεκριμένη λειτουργία και αν αφαιρεθεί είναι αναντικατάστατο από τον οργανισμό). Και εις βάρος της αρμονίας και της ομορφιάς του σώματος οπωσδήποτε δεν είναι μόνο η αφαίρεση κάποιου οργάνου, αλλά και η λήψη του, αφού γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε άλλο σώμα, για να είναι εναρμονισμένο με αυτό. Γι αυτό το λόγο και κάποιος θα πρέπει να το σκεφτεί καλά πριν θελήσει να κάνει μια δωρεά διπλού οργάνου, και αν είναι να την κάνει, μάλλον θα έπρεπε να την κάνει προς κάποιο που αγαπά πολύ χωρίς κανένα δισταγμό, ώστε να αποφευχθεί παν ενδεχόμενο να αλλάξει γνώμη στο μέλλον για το ότι έκανε την δωρεά αυτή. Πάντως αυτή, αν επιτευχθεί, είναι πράγματι δωρεά, γιατί γίνεται με την παρούσα συναίνεση του δότη, και όχι με συναίνεση εκ των προτέρων, που κανείς δεν ξέρει αν ισχύει πλέον, ή χωρίς πραγματική συναίνεση, αλλά με ‘εικαζόμενη’. Μπορούν από εκεί και πέρα όσοι θέλουν να προσφέρουν κάτι από το σώμα τους για να βοηθήσουν τον πλησίον τους, να το κάνουν και χωρίς να το ζημιώσουν, δίνοντας κάτι που μπορεί να αντικατασταθεί (αυτό συμβαίνει με την αιμοδοσία και με την μεταμόσχευση ιστών, όπως μυελού των οστών, αντί της μεταμόσχευσης των οργάνων). Ο ρόλος της ιατρικής δεν είναι να βγάζει από τον ένα, τραυματίζοντας τον, που δεν το δικαιολογεί αυτό ούτε αν αυτός έχει εισέλθει στην διαδικασία του θανάτου, και να βάζει αυτή αυτό που του έβγαλε στον άλλο, πετώντας ότι δεν δουλεύει από αυτόν. Ο ρόλος της είναι  να προσπαθεί να διορθώσει, να γιατρέψει, ότι πάσχει, ότι δεν δουλεύει, και αν δεν μπορεί να προσφέρει μια βοήθεια σε αυτό, τότε απλά συμπαραστέκεται στον πόνο, στην ταλαιπωρία και στην αγωνία του κάθε ασθενή με οποιοδήποτε τρόπο, κάνοντας την ζωή του πιο ανεκτή, πιο ανθρώπινη, πιο αισιόδοξη, κάνοντάς του λιγότερο τον πόνο και την θλίψη. Γιατί πολλοί άνθρωποι κατάφεραν να παρατείνουν την ζωή τους κάνοντας πετυχημένες μεταμοσχεύσεις, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι κατάφεραν να ξαναβρούν και πάλι την ζωή τους όπως ήταν πριν, και ότι είχαν το χαμόγελο στα χείλη τους. Όμως αυτή τη ζωή με χαμόγελο είναι αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος, και μπορεί αυτήν να την έχει μόνο καταφέρνοντας την αληθινή υπέρβαση του θανάτου κοντά στο Χριστό.
1. Αρχ.Αρσενίου Κατερέλου, Περί Μεταμοσχεύσεων.
2. Αγιορείτη Μοναχού Δαμασκηνού, Η Ορθόδοξη ανθρωπολογία και η ανθρωπολογία της Επιστήμης.
3. Αγιορείτη Μοναχού Ησαΐα, Μεταμοσχεύσεις-«Εγκεφαλικά νεκροί» δότες. Οι θέσεις των σύγχρονων αγίων γερόντων: Παισΐου, Πορφυρίου, Σωφρονίου.
4. Πρεσβυτέρου Ευθυμίου Μουζακίτη, Η παγίδα της δωρεάς των οργάνων και η αλήθεια της Εκκλησίας.
5. κ. Ιωάννη Καρδάση, Εκκλησία και Μεταμοσχεύσεις.
6. κ. Αθανάσιου Αβραμίδη, Ο λεγόμενος ‘εγκεφαλικός θάνατος’, είναι πραγματικός θάνατος;
7. κ. Εμμανουήλ Παναγόπουλου, ‘Eγκεφαλικός θάνατος’, η άλλη θέση.
8. κ. Αλκ. Κωστάκη,  Ηθικά Προβλήμματα & Διλήμματα των Μεταμοσχεύσεων.
9. κ. K.Γ.Kαρακατσάνη, Μεταμοσχεύσεις ανθρώπινων οργάνων και ‘εγκεφαλικός θάνατος’. Διακήρυξη επιστημόνων, Ο  «εγκεφαλικός θάνατος» δεν είναι θάνατος, Παρακαταθήκη, αρ.45.
10. Εικόνες από Google.