Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥἩ ὑπόθεσι τῆς ἐνάτης ᾠδῆς αὐτῆς ὑπῆρξε ἡ ἑξῆς· Ὅταν ἡ Κυρία καί Δέσποινά μας Θεοτόκος Μαρία[1] εὐηγγελίσθη ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ἄκουσε νά φέρη ὡς παράδειγμα σ’ αὐτήν τήν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, βεβαίως τήν πρώτη της ἐξαδέλφη∙ (διότι πρῶτες ἐξαδέλφες εἶναι ἡ Θεοτόκος καί ἡ Ἐλισάβετ∙ δεύτεροι ξάδελφοι κατά σάρκα εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, καί βλέπε στίς ὀκτώ τοῦ Σεπτεμβρίου στό Συναξαριστή). Ἄκουσε, λέω, ἡ Θεοτόκος τόν Γαβριήλ νά φέρνη ὡς παράδειγμα σ’ αὐτήν τήν Ἐλισάβετ καί νά λέη, ὅτι καί ἐκείνη, ἄν καί ἦταν στείρα καί μεγάλη σέ ἡλικία, εἶχε συλλάβει υἱό, τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἤδη πρίν ἀπό ἕξι μῆνες∙ «Καί ἰδού Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, καί αὐτή συνειληφυῖα υἱόν ἐν γήρᾳ αὐτῆς, καί οὗτος μήν ἕκτος ἐστίν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρα, ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1,36). Ὁπότε, ἀφοῦ συνέλαβε στήν ἀπείρανδρη κοιλία της τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνες τίς ἡμέρες σηκώθηκε καί πῆγε γρήγορα στήν ὀρεινή, ὅπου κατοικοῦσε ἡ Ἐλισάβετ· καί, μπαίνοντας στόν οἶκο τοῦ Ζαχαρία, βεβαίως χαιρέτισε τήν Ἐλισάβετ. Γιά τρεῖς αἰτίες πῆγε ἡ Θεοτόκος πρός τήν Ἐλισάβετ· πρῶτον μέν, γιά νά συγχαρῆ τήν συγγενῆ της, πού ἀξιώθηκε νά συλλάβη υἱό στά γεράματά της· δεύτερον, γιά νά πληροφορηθῆ μέ τά λόγια αὐτά, τά ὁποῖα τῆς εἶπε ὁ Ἄγγελος, ὅπως λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος· τρίτο καί τελευταῖο, γιά νά δώση παράδειγμα καί σέ μᾶς νά πηγαίνουμε στούς γεροντότερους καί νά τούς ρωτᾶμε, ὅταν τυχαίνη νά ἔχουμε κάποια ἀνάγκη ἤ ὑπόθεσι, σύμφωνα μέ τό «ρώτησε τόν Πατέρα σου καί θά σοῦ ἀναγγείλη, τούς πρεσβυτέρους σου καί θά σοῦ ποῦν» (Δευτ. 32,7). Ἡ Ἐλισάβετ λοιπόν ἀμέσως μόλις ἄκουσε τά λόγια τοῦ χαιρετισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἤ καλύτερα, ἄς ποῦμε, μόλις ἄκουσε τά λόγια τοῦ κυοφορουμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στήν κοιλία τῆς Παρθένου (ἐπειδή κατά τόν Θεοφύλακτο «ἡ φωνή τῆς Παρθένου, ἦταν Θεοῦ φωνή, πού ἦταν σαρκωμένος σ’ αὐτήν, γι’ αὐτό καί τόν Πρόδρομο στήν μήτρα τόν χαρίτωσε καί τόν ἔκανε νά προφητεύη)∙ μόλις ἄκουσε, λέω, αὐτά ἡ Ἐλισάβετ, ὄχι μόνο αὐτή χάρηκε, ἀλλά καί τό βρέφος, πού εἶχε στήν κοιλία της, βεβαίως ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης, μόλις ἄκουσε μέσα ἀπό τά αὐτιά τῆς Μητέρας του Ἐλισάβετ, τά λόγια τοῦ χαιρετισμοῦ τῆς Θεοτόκου, μᾶλλον ἐπειδή αἰσθάνθηκε τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο ἔφερε ἐγγάστριο ἡ Παρθένος, ἀμέσως ἀπό τήν χαρά του καί ἀγαλλίασι σκίρτησε μέσα στήν κοιλία[2]. Πνευματικό ὅμως ἦταν τό σκίρτημα ἐκεῖνο, διότι ὁ Ἰωάννης ἐκ κοιλίας Μητρός του ἦταν γεμᾶτος ἀπό Πνεῦμα ἅγιο, ὅπως ὁ Γαβριήλ εἶπε πρός τόν Ζαχαρία, ὅταν τόν εὐηγγέλισε∙ «Καί θά γεμίση ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο, ἐνῷ ἀκόμη θά εἶναι στήν κοιλία τῆς μητέρας του» (Λουκ. 1,15). Ἀπό δέ τό πνευματικό ἐκεῖνο σκίρτημα τοῦ Ἰωάννου, γέμισε Πνεύματος ἁγίου καί ἡ Μήτηρ του Ἐλισάβετ∙ μετέδωσε λοιπόν ὁ Υἱός στήν Μητέρα τό προφητικό χάρισμα τοῦ Πνεύματος, ὅπως καί ὁ Προφήτης Σαμουήλ μετέδωσε στήν Μητέρα του Ἄννα τό προφητικό χάρισμα, ὅπως λέει ὁ Θεοδώρητος στό α΄ κεφάλαιο τῆς Α΄ Βασιλειῶν∙ καί ὁ Θεοφύλακτος ἐπίσης λέει∙ «Ἐάν δέν σκιρτοῦσε τό βρέφος, δέν θά προφήτευε ἡ Ἐλισάβετ». Γεμάτη λοιπόν ἀπό Πνεῦμα ἅγιο ἡ Ἐλισάβετ, καί ὅπως ἦταν ἐνθουσιασμένη ἀπό τήν πνευματική χαρά, μέ μεγάλη φωνή ἀνεβόησε πρός τήν Θεοτόκο∙ «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου∙ καί πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Καί μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου» (Λουκ. 1,42). Ἡ δέ Παρθένος μόλις ἄκουσε αὐτά καί πληροφορήθηκε τό τελειότερο, ἔκανε τήν ᾠδή αὐτή καί μέσῳ αὐτῆς δοξολογεῖ καί μεγαλύνει τόν Κύριο. Πράγματι εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ καί γλυκύτατη καί κοσμοπόθητη ἡ ἐνάτη[3] αὐτή ᾠδή τῆς Θεοτόκου, περισσότερο ἀπό τίς τρεῖς ᾠδές τοῦ Μωυσῆ (Ἐξ. 15,1. Ἀριθ. 21,17. Δευτερ 31,1)∙ περισσότερο ἀπό τίς ᾠδές τοῦ Δαβίδ (Ψαλμ. 29,1)∙ περισσότερο ἀπό τίς πέντε χιλιάδες ᾠδές τοῦ Σολομῶντος (Γ΄ Βασιλ. 4,32)∙ περισσότερο ἀπό τήν ᾠδή τοῦ Ἀββακούμ (Ἀββ. 3,1) καί ὁμοίως περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἅγιους ἄνδρες∙ περισσότερο ἀπό τήν ᾠδή τῆς Μαριάμ, ἀδελφῆς τοῦ Ἀαρών (Ἐξ. 15)∙ περισσότερο ἀπό τήν ᾠδή τῆς Δεββώρας (Κριτ. 4,12)∙ περισσότερο ἀπό τήν ᾠδή τῆς Ἰουδήθ (Ἰουδ. 16,1). Ἐπειδή ὅλες οἱ παραπάνω ᾠδές, ἦταν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔγιναν εὐχαριστήριες πρός τόν Θεό γιά σωματικές εὐεργεσίες, καί γιά πρόσκαιρη σωτηρία αὐτῶν πού τίς πρόσφεραν∙ ἡ ᾠδή ὅμως αὐτή τῆς Θεοτόκου, εἶναι ᾠδή τῆς νέας χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου καί συντάχθηκε ὡς εὐχαριστήρια ᾠδή, ὄχι γιά σωματικές καί γήινες εὐεργεσίες, ἀλλά γιά ἄυλες καί οὐράνιες χάριτες∙ ὄχι γιά πρόσκαιρη σωτηρία, ἀλλά γιά σωτηρία αἰώνια καί τέτοια πού μένει γιά πάντα σ’ ὅλον τόν κόσμο, γιά τήν ὁποία εἶπε ὁ Ἡσαΐας∙ «Ὁ Ἰσραήλ σῴζεται ἀπό τόν Κύριο μέ σωτηρία αἰώνια» (Ἡσ. 45,17). Ἀπό αὐτά ἐμεῖς μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἡ ᾠδή αὐτή τῆς Θεοτόκου δέν εἶναι ἀπό τίς ᾠδές τῶν ἐπιγείων ἀνθρώπων, ἀλλά εἶναι ἀπό τίς καινούριες ᾠδές ἐκεῖνες, πού ψάλλουν πρός τόν οὐρανό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ μακάριοι, ὅπως ἀναφέρει ἡ ἱερή Ἀποκάλυψι∙ «Καί ὅταν πῆρε τό βιβλίο, τά τέσσαρα ζῷα καί οἱ εἰκοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι, ἐπεσαν ἐνώπιον τοῦ ἀρνίου καί ψάλλουν νέα ᾠδή» (Ἀποκ. 5,8). Καί γιά νά πῶ μέ συντομία, τί ἄλλο εἶναι ἡ ᾠδή αὐτή, ἐκτός ἀπό γέννημα καί συνθήκη καί ἐκφώνημα ἐκείνου τοῦ θεοειδέστατου ναοῦ, ἐκείνης τῆς καθαρώτατης καρδιᾶς, καί ἐκείνου τοῦ ἁγιότατου στόματος, αὐτῆς βεβαίως τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας, καί αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ; Ἄς συγκεντρωθοῦν λοιπόν σ’ ἕνα μέρος ὅλες οἱ ἄλλες ᾠδές τῶν ἀπό αἰώνων ἁγίων, καί ἄς δώσουν ὅλα τά πρωτεῖα σ’ αὐτήν τήν ᾠδή, πού εἶναι ἁγιώτερη ἀπό ὅλες τίς ἅγιες ᾠδές∙ καί ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἄς τήν μελετοῦν καί ἄς τήν ψάλλουν μέ περισσότερο σεβασμό καί μέ μεγαλύτερη εὐλάβεια ἀπό ὅλες τίς ἄλλες, καθώς καί πράγματι τήν ψέλνουν μέ μεγάλη εὐλάβεια, τήν ὥρα πού ὁ μέν ἡ ἱερέας ἤ ὁ διάκονος θυμιάζουν ὅλον τόν ναό, ὁ δέ λαός καί οἱ ψάλτες, κατεβαίνοντας ἀπό τά στασίδιά τους καί στεκόμενοι ὄρθιοι, χωρίς νά φοροῦν τίποτα στά κεφάλια τους∙ διότι ἐμεῖς συνηθίζουμε νά τιμοῦμε ἄνισα ἕνα ἔργο σέ σχέσι μ’ αὐτόν πού τό δημιούργησε∙ καί ὅσο ὁ δημιουργός τοῦ ἔργου εἶναι μεγαλύτερος, τόσο μεγαλύτερη τιμή ἀποδίδουμε καί πρός τό ἔργο. Ποιός δέν ὁμολογεῖ, ὅτι καί τήν ᾠδή αὐτή πρέπει νά τήν τιμοῦμε περισσότερο ἀπό τίς ἄλλες ᾠδές τῶν ἁγίων, διότι καί ὁ δημιουργός της ὑπῆρξε μία παντοβασίλισσα καί μία Μητέρα τοῦ δημιουργοῦ τῶν πάντων; Ὅσο λοιπόν εἶναι ἀνώτερη ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τόσο καί ἡ τιμή πρός τήν ᾠδή, πού εἶναι γι’ αὐτήν, εἶναι χρέος νά ἀποδίδεται ὡς ἀνώτερη ἀπό τίς ἄλλες ᾠδές[4]. Ὄχι μόνο αὐτή ἡ ᾠδή εἶναι τέτοια, ὅπως εἴπαμε, θαυμάσια καί ἄξια προσοχῆς, ἀλλά καί ὁ καιρός, κατά τόν ὁποῖο ὡρίσθηκε νά ψάλλεται, ἀπό τούς θεοφόρους πατέρες, πού τακτοποιοῦν τά θεῖα γραπτά μέ καλό τρόπο, εἶναι ὁ πιό κατάλληλος καί ἰδανικός. Ψάλλεται λοιπόν κατά τό τέλος σχεδόν τοῦ Ὄρθρου, ὅταν ἀρχίζη νά ζωγραφίζεται πάνω στόν ἀνατολικό ὁρίζοντα τοῦ οὐρανοῦ ἡ κροκοειδής καί λευκοφόρος αὐγή. Διότι, ὅπως ἡ αὐγή διώχνει τό σκοτάδι τῆς νύχτας καί προμηνύει τήν γλυκύτατη ἡμέρα καί φέρνει στόν κόσμο τόν αἰσθητό ἥλιο, ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος, ἡ μυστική αὐγή, ἀφοῦ ἔδιωξε τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καί ἁμαρτίας, προμήνυσε τήν νοητή ἡμέρα τῶν ψυχῶν καί ἔφερε στούς ἀνθρώπους τόν μυστικό Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό καί ὁ Σολομών στό Ἆσμα μέ θαυμασμό φώναξε πρός αὐτήν∙ «Ποιά εἶναι αὐτή πού σκύβει ὅπως ὁ ὄρθρος;» (ᾎσμ. 6,9). Ἔτσι, γνωρίζοντας αὐτά, εἶναι ὥρα νά ἔλθουμε καί στήν ἀναλυτική ἑρμηνεία[5] τῆς ᾠδῆς αὐτῆ
[1] Τό πανσέβαστο καί παμπόθητο καί κεχαριτωμένο ὄνομα τῆς Μαρίας, ἐνδεδειγμένα καί καταλλήλως δόθηκε στήν Ἀειπάρθενο Θεοτόκο καί, ὅπως λέει ὁ Ἱερώνυμος, κατά πρόγνωσι καί θέλησι τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο ἦταν προωρισμένη νά γίνη Μητέρα του. Καί ἐπειδή συμμετεῖχαν μαζί της στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου τά τρία αὐτά∙ Παντοδυναμία, ἡ ὁποία ἕνωσε τά δύο ἄκρα ἀντικείμενα, Θεό καί ἄνθρωπο∙ Σοφία, ἡ ὁποία βρῆκε τόν τρόπο, γιά νά ἑνώση δύο φύσεις σέ μία ὑπόστασι, χωρίς νά μπερδέψη τά χαρακτηριστικά τῶν φύσεων∙ καί Ἀγαθότητα, δηλαδή χάρις, ἡ ὁποία θεοποίησε τήν ἀνθρώπινη φύσι καί τήν ὑπερύψωσε πάνω ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις∙ γι’ αὐτό καί τό ὄνομα τῆς Μαρίας, πού ἐπρόκειτο νά ὑπηρετήση σέ τόσο μεγάλο Μυστήριο, περιέχει αὐτά τά τρία: Πρῶτον λοιπόν, τό ὄνομα Μαρία, παραγόμενο ἀπό τό Ἑβραϊκό ὄνομα Ἀϊά, πού σημαίνει Κύριος, ἑρμηνεύεται Κυρία, διότι κυριεύει καί ἐξουσιάζει ὅλα τά κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια, ὡς Μητέρα Θεοῦ καί κατά τοῦτο ἔχει τήν τελειότητα τῆς δυνάμεως∙ ἐπειδή τό θεμέλιο τῆς κυριότητας εἶναι ἡ δύναμις καί ὅπου ὑπάρχει κυριότητα καί ἐξουσία, ἐκεῖ ἐξ ἀνάγκης πρέπει νά ὑπάρχη καί δύναμις. Δεύτερον, Μαρία ἑρμηνεύεται φωτισμός, κατά τόν Νεοκαισαρείας Γρηγόριο, ὁ ὁποῖος λέει∙ «Μαρία λοιπόν ἐκλεκτή, πού φωτισμός ἑρμηνεύεται»∙ ἐπειδή δέ ἡ Σοφία ἐτυμολογεῖται ἀπό τό σῶον φῶς, καί εἶναι, κατά τόν Σολομῶντα, «ἀπαύγασμα φωτός ἀϊδίου», γι’ αὐτό τό ὄνομα τῆς Μαρίας ἐμπεριέχει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν τελειότητα τῆς Σοφίας. Τρίτον, Μαρία ἑρμηνεύεται Πέλαγος, κατά τόν θεῖο Ἀμβρόσιο, ὁ ὁποῖος λέει∙ «Πέλαγος Ἐβραϊστί Μαριάμ ἑρμηνεύεται»∙ ἀλλά καί στή Λατινική Μάρια λέγονται οἱ θάλασσες. Τό δέ πέλαγος καί ἡ θάλασσα, εἶναι σύμβολο τῆς ἀγαθότητας καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία εἶχε ἡ Θεοτόκος∙ καθώς λοιπόν ἡ θάλασσα καί τό πέλαγος ἐμπεριέχει πλῆθος ὑδάτων καί δέχεται ὅλους τούς ποταμούς τῶν δωρεῶν, ὅπου κατά μέρος ἔχουν ὅλα τά κτίσματα νοητά καί αἰσθητά, Ἄγγελοι μαζί καί ἄνθρωποι. Λαμβάνοντας λοιπόν ἡ Θεοτόκος, κατά θεία πρόγνωσι, τό μυστηριῶδες ὄνομα Μαρία, ἔλαβε μέ αὐτό καί ὅσα συμβολικά σημαίνουν ἀπό τό ὄνομά της∙ ἔλαβε ἀπό τόν Πατέρα τήν δύναμι, ὡς θυγατέρα αὐτοῦ, γιά νά ὁλοκληρώση ὡς Μητέρα στήν γῆ ἐκεῖνο, πού ὁ Θεός ὁλοκληρώνει ὡς Πατέρας στόν οὐρανό· ἔλαβε τήν Σοφία ἀπό τόν Υἱό, ὡς Μητέρα αὐτοῦ, γιά νά ξέρη νά συμφιλιώνη τόν οὐρανό μέ τήν γῆ καί τόν Θεό μέ τόν ἄνθρωπο∙ ἔλαβε καί τήν ἀγαθότητα καί χάρι ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὡς Νύμφη αὐτοῦ, γιά νά μεταδίδη σέ ὅλα τά κτίσματα, οὐράνια καί ἐπίγεια, τίς πνευματικές της δωρεές καί χάριτες. Δηλώνει ὅμως καί ἄλλα τό ὄνομα τῆς Μαρίας∙ διότι τά πέντε στοιχεῖα τοῦ ὀνόματος, Μαρία, σημαίνουν κατ’ ἄλλους μέν, τά ἑξῆς∙ τό μ Μέλισσα∙ τό α Αὐγή∙ τό ρ Ράβδο∙ τό ι Ἴρι∙ καί τό α Ἄμπελο. Κατ’ ἄλλους πάλι δηλώνουν τά ἑξῆς∙ τό μ τή Μαριάμ, τήν ἀδελφή του Μωϋσέως, ἡ ὁποία ἦταν ἴδιος τύπος μέ τήν Θεοτόκο, ὅσον ἀφορᾶ τήν παρθενία, ὅπως λέει ὁ Νύσσης Γρηγόριος, καί γι’ αὐτό ἔλαβε προφητικά καί τό ὄνομά της∙ τό α σημαίνει τήν Προφήτιδα Ἄννα τήν Μητέρα τοῦ Σαμουήλ∙ τό ρ τήν ὡραιοτάτη Ραχήλ, τό ι τήν ἀνδρειότατη Ἰουδήθ∙ καί τό α τήν φρονιμώτατη Ἀβιγαία. Ἤ σύμφωνα μέ ἄλλους, τά στοιχεῖα τοῦ ὀνόματος Μαριάμ δηλώνουν τά ἑξῆς∙ τό μ μόνη∙ τό α αὐτή· τό ρ ρύσεται∙ τό ι ἰοῦ∙ τό μ μισοκάλου. Διότι μόνον ἡ Θεοτόκος γλύτωσε τούς πάντες ἀπό τό φαρμάκι τοῦ μισόκαλου διαβόλου, καί σ’ αὐτήν ὑπῆρχαν ὅλων τῶν ἀνώτερων, τόσο πραγμάτων, ὅσο καί θαυμαστῶν γυναικῶν, αὐτῶν πού δηλώνονται συμβολικῶς ἀπό τό ὄνομά της, οἱ ἀρετές καί τελειότητες. Βλέπε καί στήν ἀρχή τοῦ Νέου Θεοτοκαρίου, πού συλλέχθηκε ἀπό ἐμένα, γιά νά μάθης πῶς τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου, τό Μαριάμ, γραφόμενο, ἀποτελεῖ σχῆμα τετραγώνου καί κύκλου καί χιαστοῦ, καί πῶς οἱ λόγοι αὐτῶν τῶν σχημάτων προσαρμόζονται στήν Θεοτόκο. [2] Πράγματι, τότε ἦταν νά γνωρίση κανείς ὁλοκληρωμένο τόν λόγο ἐκεῖνο τοῦ Προφήτη Δαβίδ, ὁ ὁποῖος ἔλεγε∙ «Ἡ μία ἡμέρα διακηρύττει λόγο στήν ἑπόμενη ἡμέρα, καί ἡ μία νύκτα διακηρύττει στήν ἑπόμενη νύκτα τήν γνῶσι γιά τήν δημουργία τοῦ Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,2). Σύμφωνα λοιπόν μέ κάποιους ἑρμηνευτές, στήν περίπτωσι τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἐλισάβετ, καί στήν περίπτωσι τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Προδρόμου ἀλληγορεῖται τό ρητό αὐτό χαριέστατα καί γλαφυρώτατα∙ «ἡμέρα γάρ τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ρῆμα»∙ βεβαίως ἡ Θεοτόκος στήν Ἐλισάβετ ἀπέδωσε τόν συνηθισμένο ἀσπασμό καί χαιρετισμό∙ καί ἀντίστροφα ἡ Ἐλισάβετ στήν Θεοτόκο∙ ἡμέρα λοιπόν ἦταν ἡ κάθε μία, βεβαίως φαινόταν ξεκάθαρη στούς ἀνθρώπους, καθώς εἶναι ξεκάθαρη καί ἡ ἡμέρα∙ «νύξ νυκτί ἀναγγέλλει γνῶσιν»∙ ὅπως βεβαίως ὁ Χριστός στήν κοιλιά τῆς Παρθένου, ὅπου κρυμμένος μέσα σέ σκοτεινή νύχτα, ἐνημέρωσε τόν Πρόδρομο, ὅπου καί αὐτός βρισκόταν μέσα στήν κοιλιά τῆς Ἐλισάβετ, κρυμμένος μέσα σέ σκοτεινή νύχτα, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ∙ ἀπό ὅπου καί ὁ Πρόδρομος μέσα ἀπό τήν κοιλιά, μόλις γνώρισε τήν παρουσία Του, ἀπό τή χαρά του σκίρτησε καί τρόπον τινά, καί μέ πόδια καί μέ χέρια Τόν ἔδειχνε μέ τό δάκτυλό του καί ἔλεγε∙ «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ὅπως λέει ὁ Ἀέτιος. Γιατί ὅμως σκίρτησε πρῶτα καί ἔπειτα προφήτευσε; Ἐπειδή, κατά τόν Θεοφύλακτο, ὅπως οἱ προφῆτες, καθώς λένε, πρῶτα ἐνθουσιάζονταν ἀπό τό Πνεῦμα καί ἔπειτα προφήτευαν∙ ἔτσι λοιπόν καί ὁ Ἰωάννης, πρῶτα σκίρτησε, κατά κάποιον τρόπο ἐνθουσιασμένος, καί ἔπειτα ἄρχισε νά προφητεύη μέ τό στόμα τῆς Μητέρας του. [3] Προσθέτει δέ ὁ σοφός Νικηφόρος Ξανθόπουλος, στήν ἑρμηνεία τοῦ τροπαρίου «τῆς Τιμιωτέρας», τόν μυστικό αὐτό λόγο καί τήν αἰτία, γιά τήν ὁποία εἶναι ἐνάτη ἡ ᾠδή αὐτή τῆς Θεοτόκου, δηλαδή, γιά νά φανῆ συμβολικά μέσῳ τοῦ ἀριθμοῦ ἐννέα, ὅτι ἡ Θεομήτωρ τόν Ἕνα της Τριάδος γέννησε∙ ἐπειδή ὁ ἀριθμός τρία, πολλαπλασιάζοντας τόν ἑαυτό του, γεννᾶ τόν ἐννέα∙ ἀφοῦ τρεῖς φορές τό τρία κάνει ἐννέα, καί ἀντιστρόφως, ὁ ἀριθμός ἐννέα περιέχει τρεῖς φορές τόν ἀριθμό τρία. Εἶναι μάλιστα καί νά ἀπορῆ κανείς καί γιά τό γιατί ἡ Ἐκκλησία μοίρασε αὐτήν τήν ᾠδή σέ ἕξι στίχους, καθώς τήν ψάλλει; Καί ἀποκρινόμαστε, ὅτι γιά νά φανῆ συμβολικά μέσῳ τοῦ ἀριθμοῦ ἕξι, ὅτι ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν Θεό Λόγο, αὐτόν τόν ὁποῖον σέ ἕξι μέρες δημιούργησε τόν κόσμο. [4] Σημειώνουμε λοιπόν κι αὐτό ἐδῶ ὡς ἄξιο, γιά νά ἀκουσθῆ, ὅτι μαζί μέ τούς ἕξι στίχους τῆς ἐνάτης αὐτῆς ᾠδῆς τῆς Θεοτόκου, ὡρίσθηκε ἀπό τήν ἐκκλησία νά ψάλλεται ἕξι φορές καί τό γλυκύτατο καί κοσμοπόθητο τροπάριο «Τήν τιμιωτέραν» (γιά ὅποιες μέρες δηλαδή αὐτή στιχολογεῖται) καί ὄχι ἄλλο τροπάριο· αἰτία αὐτοῦ εἶναι τά παρακάτω∙ Πρῶτον, ἐπειδή ὁ θεσπέσιος δημιουργός αὐτοῦ Κοσμᾶς τό μελοποίησε στήν ἐνάτη ᾠδή τοῦ Τριωδίου τῆς μεγάλης Παρασκευῆς, μέ γλυκό καί χαριέστατο μέλος καί μέ μεγάλα καί ψηλά καί μέ νοήματα καί ἐγκώμια, πού πραγματικά ταιριάζουν στήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, γιά νά παρηγορήση μ’ αὐτά τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τότε λυπόταν καί θλιβόταν ὑπερβολικά γιά τό πάθος τοῦ παμφιλτάτου καί γλυκυτάτου Υἱοῦ της. Ὁπότε, γιά νά φανῆ, ὅτι τό τροπάριο αὐτό εἶναι προσαρμοσμένο στήν ἐνάτη ᾠδή τῆς Θεοτόκου, γι’ αὐτό στό τέλος αὐτοῦ ἀναφέρεται ἡ ἀρχή τῆς ᾠδῆς∙ τό «μεγαλύνομεν», πού περιέχεται στό τροπάριο τῆς Τιμιωτέρας, δανείστηκε ἀπό τό «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον». Δεύτερον, διότι τόση μεγάλη παρηγοριά καί ἀρέσκεια καί εὐχαρίστησι ἔλαβε ἡ Κυρία Θεοτόκος στό τροπάριο αὐτό, ὥστε ἐμφανίσθηκε ἀμέσως στόν ἱερό Κοσμᾶ καί, μέ πρόσωπο γεμᾶτο ἀπό χάρι καί φαιδρότητα, τόν εὐχαρίστησε, λέγοντάς του, ὅτι στόν ὕμνο αὐτό ἀναπαύεται περισσότερο, ἀπ’ ὅ,τι σ’ ὅλους τούς ἄλλους ὕμνους. Καί ὅτι ὅπου ψάλλεται αὐτός ὁ ὕμνος, ἐκεῖ καί αὐτή θά βρίσκεται μυστηριωδῶς μέσῳ τῆς θείας δύναμης, καί θά ἀνταποδίδη τίς εὐλογίες σέ ὅλους αὐτούς πού τήν εὐλογοῦν, καθώς καί πράγματι πολλοί καθαροί καί θεωρητικοί ἄνδρες εἶδαν τήν Θεοτόκο, κατά τήν ὥρα τῆς ἐνάτης ᾠδῆς, νά βρίσκεται παροῦσα, ὅπως ἔχει ὑποσχεθῆ, καί νά εὐλογῆ αὐτούς πού τήν εὐλογοῦν, καί αὐτούς πού ψάλλουν τήν ᾠδή της μαζί μέ «τήν Τιμιωτέρα». Ἔτσι λοιπόν, φαινομενικά μόνο ἦταν δημιουργός τοῦ τροπαρίου τῆς Τιμιωτέρας ὁ ἱερός Κοσμᾶς. Διότι στήν πραγματικότητα ἦταν ἡ Θεοτόκος, πού τοῦ ἐνέπνεε μέ μυστικό τρόπο τά νοήματα καί προσάρμοζε τήν μελῳδία καί χειραγωγοῦσε τό χέρι καί τό καλάμι αὐτοῦ πού τό ἔγραφε. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί μέ ἀκάλυπτα κεφάλια, μέ φόβο καί εὐλάβεια ψάλλουμε, παρομοίως μέ τήν ᾠδή τῆς Θεοτόκου, σάν νά εἶναι παροῦσα καί τήν βλέπουμε νοερά καί μᾶς εὐλογεῖ αὐτή ἡ Θεομήτωρ, πού ὑμνεῖται ἀπό ἐμᾶς, καθώς ὅλα αὐτά τά διηγεῖται μέ ἕναν κομψότατο καί γλαφυρώτατο ἑλληνισμό ὁ σοφός Νικηφόρος Ξανθόπουλος, γράφοντας πρός τόν Νεόφυτο ἀπό τήν Ὁδηγήτρια, καί ἑρμηνεύοντας τό τροπάριο τῆς Τιμιωτέρας. Εἶναι δέ συνήθεια νά ψάλλεται μετά τήν Ἐνάτη, ὅταν δέν εἶναι δοξολογούμενος ὁ Ἅγιος τῆς ἡμέρας, καί τό Ἄξιόν ἐστιν, ἀμέσως μετά ἀπό τήν Τιμιωτέρα ἑνωμένο, ἐξ αἰτίας τοῦ θαύματος, πού ὑπῆρξε στό Ἁγιώνυμο Ὄρος τοῦ Ἄθωνα, σέ ἕνα κελλί τῆς Ἱ. Μ. Παντοκράτορος, ὅπου ἐμφανίσθηκε ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τό ἔψαλε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος. Βρίσκεται λοιπόν αὐτό τό θαῦμα γραμμένο στό τέλος τοῦ νέου Μαρτυρολογίου καί, ὅποιος θέλει, ἄς τό διαβάση. [5] Τήν ᾠδή αὐτή τῆς Θεοτόκου πολύ σύντομα ἑρμήνευσε ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας, ὁ ὀνομαζόμενος καί θαυματουργός, στόν λόγο του γιά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Λέει λοιπόν γι’ αὐτήν τά ἑξῆς∙ «Ὡραῖα βλέπουμε καί τά λόγια αὐτά λαμπρά τῆς στείρας (αὐτά τῆς Ἐλισάβετ δηλαδή), τά ὁποῖα εἶπε πρός τήν Θεοτόκο, λέγοντας∙ «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί, καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου»∙ ἀκόμη πιό λαμπρή πάλι ἡ ἁγία Παρθένος φώναξε λόγια καί ᾠδή εὐχαριστίας καί εὐωδίας καί λόγια γεμᾶτα ἀπό θεολογία, ἀναθέτοντάς τα στόν Θεό μετά ἀπό τά παλιά ἀνέφερε τά νέα, μετά ἀπό αἰῶνες κήρυξε αὐτά πού ἔφερε ἡ συντέλεια τῶν αἰώνων, μέ λίγα λόγια ἀνακεφαλαίωσε τά μυστήρια τοῦ Χριστοῦ∙ «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον», καί τά ἐπόμενα |