Ο ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΟΣΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄. Ο ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΟΣΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ (8 Ἰουλίου 1303).
Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ἦταν ἕνας πλούσιος ἔμπορος, ρωμαιοκαθολικὸς στὴν ὁμολογία. Γεννήθηκε στὸ Λοῦμπεγκ τῆς Φιλανδίας καὶ ἔκανε ἐμπόριο στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσσίας κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ ἐμπορικοῦ συνδέσμου τῆς ἐποχῆς. Τὸν ὅσιο ἄγγιξαν βαθιὰ οἱ διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀρνήθηκε τὸν παπισμὸ καὶ βαφτίστηκε ὀρθόδοξος. Ἐπηρεασμένος λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ ὀρθόδοξα ἰδεώδη, μοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς καὶ κοινοβίασε στὴ Μονὴ Κιουτὶν κοντὰ στὸ Νόβγκοροντ. Ἀφοῦ ὡρίμασε στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ἁγνότητα γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ἄφησε τὸ μοναστῆρι καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ Μεγάλο Οὔστιουγκ ὅπου ἀκολούθησε τὸ δρόμο τῆς σαλότητας γιὰ τὸν Χριστό. Τὸ Οὔστιουγκ ἦταν μία πόλη μέ μισό πληθυσμό Φιλανδούς και πολλὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες. Ὁ καθεδρικὸς ναὸς ἦταν ἕνα ψηλὸ ξύλινο οἰκοδόμημα μὲ ἕνα μεγάλο ἐξώστη. Ὁ Ὅσιος Προκόπιος διάλεξε αὐτὸ τὸν ἐξώστη σὰν καταφύγιο γιὰ τὸ βράδυ. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας περπατοῦσε στὴν πόλη σὰν νὰ ἦταν ἕνας διανοητικὰ καθυστερημένος καὶ ὑπόμενε χλευασμούς, ἐπιπλήξεις καὶ γρονθοκοπήματα ἀπὸ τοὺς ἄσπλαχνους συμπολῖτες του. Τὰ παιδιὰ τῆς πόλης τὸν χλεύαζαν, ἀλλὰ καὶ οἱ μεγαλύτεροι ποὺ εἶχαν νοημοσύνη δὲν συμπεριφέρονταν καλύτερα ἀπέναντί του. Ὅταν σουρούπωνε κρυβόταν στὸν ἐξώστη τοῦ Καθεδρικοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ ἀγρυπνοῦσε ὅλη τὴ νύχτα. Προσευχόταν ἰδιαίτερα θερμὰ γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν εἶχαν βλάψει, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν φιλεύσπλαχνη προσευχὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου: «Πατέρ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ.κγ΄, 34). Ὅταν ὁ ὅσιος κουραζόταν, συνήθως ἔπεφτε νὰ ξεκουραστεῖ σὲ ἕνα σωρὸ ἀπὸ κοπριά, μία πέτρα ἢ καί στὸ γυμνὸ ἔδαφος ἀκόμη. Τὰ ροῦχα του ἦταν μόνο κουρέλια καὶ αὐτὰ τὰ χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ ὑπομένει τὸ ἀπίστευτο κρύο τοῦ ρωσικοῦ βορρᾶ. Δεχόταν τροφή μόνο ἀπὸ τοὺς θεοσεβούμενους φτωχούς και δὲν ἔπαιρνε τίποτα ἀπὸ τοὺς πλουσίους. Ὁ μοναδικὸς πραγματικός του φίλος ἦταν ὁ μογγολικῆς καταγωγῆς εἰσπράκτορας φόρων Ἰβάν Μπάγκα καὶ ἡ σύζυγός του Μαρία. Στὴν προηγούμενη ζωὴ του πρὶν νὰ γνωριστοῦν, ὁ Ἰβάν εἶχε ζήσει πολὺ ἁμαρτωλά. Εἶχε ἀπαγάγει τὴν Μαρία, κόρη ἑνὸς ντόπιου, καὶ τὴν πίεσε νὰ γίνει παλλακίδα του. Μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ὁσίου, πάντως, ὁ Ἰβάν ἀσπάστηκε τὴν ὀρθοδοξία, βαπτίστηκε καὶ παντρεύτηκε τὴν Μαρία. Τελικά, οἱ ἄνθρωποι συμφιλιώθηκαν μαζί του καὶ ὁ Ἰβάν ἄλλαξε τὴ ζωὴ του ζώντας ἔντιμα μὲ τὴν σύζυγό του. Τὸσο εὐλαβεῖς ἔγιναν ποὺ ἔχτισαν δίπλα τους μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὁ Ὅσιος Προκόπιος μερικὲς φορὲς ἐπισκεφτόταν τὸν Ἰβάν καὶ τὴν Μαρία ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του νὰ χρησιμοποιήσει τὶς ἀνέσεις ποὺ τοῦ προσέφεραν. Ὁ πνευματικός του ἦταν ὁ ἐνάρετος Κυπριανός, ὁ κτήτωρ τῆς Μονῆς τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Οὔστιουγκ, ἀλλὰ οὔτε σὲ αὐτὸ τὸ μέρος ἀναπαύθηκε ποτὲ ὁ ὅσιος. Ὁ συγκεκριμένος διὰ Χριστὸν σαλὸς ἦταν ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς εὐλογημένους σαλοὺς τοῦ βορρᾶ ποὺ ἀκολούθησε σαλότητα μέσα στὸν κόσμο. Μιμήθηκε κατὰ πολὺ τὸν Ἅγιον Ἀνδρέα Κωνσταντινουπόλεως, τὸν πιὸ γνωστὸ ἀπὸ ὅλους τούς διὰ Χριστὸν σαλούς. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι μερικὰ γεγονότα στὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου Προκοπίου ἦταν σχεδὸν πανομοιότυπα μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ ἀκόλουθο περιστατικό: Μιὰ πολὺ παγερὴ νύκτα, ἡ δυνατὴ χιονοθύελλα μάζεψε πάνω στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν σωροὺς ἀπὸ χιόνι. Τὸ κρύο ἦταν τόσο ἔντονο, ποὺ τὰ πουλιὰ ἐνῷ πετοῦσαν ἔπεφταν νεκρὰ στὴ γῆ. Ἀκόμη καὶ τὰ ζῷα καὶ οἱ ἄνθρωποι πάγωναν. Μπορεῖ κάποιος νὰ φανταστεῖ πόσο θλιβερὸ ἦταν γιὰ τὸν σχεδὸν γυμνὸ Προκόπιο, ποὺ συνήθως πέρναγε τὶς νύχτες του στὸν ἐξώστη τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ. Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο προσπάθησε νὰ μπεί στὴ καλύβα κάποιων φτωχῶν ἀνθρώπων προκειμένου νὰ ζεσταθεῖ λίγο, ἀλλὰ αὐτοὶ τὸν ἔδιωξαν μακριὰ καὶ ἀμπάρωσαν τὴν πόρτα. Ὁ ταλαίπωρος σαλὸς πῆγε σὲ ἕνα ὑπόστεγο μὲ μερικὰ σκυλιὰ ποὺ εἶχαν στριμωχτεῖ στὴ γωνία. Κάθισε κάτω κοντὰ στὰ σκυλιὰ προκειμένου νὰ ζεσταθεῖ ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ τὰ σκυλιὰ σηκώθηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ αὐτόν. Ὁ πολυβασανισμένος ἀγωνιστής, βλέποντας πὼς ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ τὰ ἴδια τὰ ζῷα τὸν περιφρονοῦσαν, μονολόγησε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων» καὶ κατευθύνθηκε στὸ συνηθισμένο μέρος του, περιμένοντας τὸ θάνατο. Τρέμοντας μὲ ρίγη σὲ κάθε φύσημα τοῦ ἀέρα, προσευχόταν στόν Θεὸ, ὅταν ξαφνικὰ αἰσθάνθηκε μιὰ θαυμάσια ζεστασιά. Κοιτάζοντας πρὸς τὰ πάνω, εἶδε ἕνα ἄγγελο μὲ ἕνα ὄμορφο κλαδὶ στὰ χέρια νὰ στέκεται μπροστὰ του. Ὁ οὐράνιος ἀγγελιοφόρος ἀκούμπησε τὸ μέτωπο τοῦ ὁσίου Προκοπίου μὲ τὸ κλαδὶ καὶ μιὰ εὐχάριστη ζεστασιὰ περιέβαλε ὁλόκληρο τὸ σῶμα του. Τὸ ἀγαπημένο σημεῖο τοῦ ὁσίου ἦταν μιὰ μεγάλη πέτρα στὴν ἀκτὴ τοῦ ποταμοῦ Σουκχόνα. Ἐδῶ, παρακολουθώντας τὰ ἐμπορεύματα ποὺ ἔπλεαν ἀπὸ μπροστά του, προσευχόταν γιὰ κείνους ποὺ ἐμπιστεύονταν τὴν ζωή τους στὰ στοιχεῖα τῆς φύσης. Γιὰ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες, ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε μὲ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῶν θαυμάτων. Ἔτσι μιὰ Κυριακή, ὁ ὅσιος εἶπε στὸ ἐκκλησίασμα: «Μετανοῆστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σας, ἀδελφοί! Βιαστεῖτε νὰ εὐχαριστήσετε τὸν Θεὸ μὲ νηστεία καὶ προσευχές, ἀλλιῶς ἡ πόλη θὰ καταστραφεῖ ἀπὸ ἕνα φλογερὸ χαλάζι»! Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τούς πιστούς ποὺ τὸν ἄκουσαν τὸν χλεύαζαν. Μετὰ τὴ λειτουργία, ὁ ὅσιος κάθισε στὸν ἐξώστη καὶ θρηνοῦσε ὅλη τὴ μέρα καὶ ὅλη τὴ νύχτα. Οἱ περαστικοὶ τὸν ρώτησαν γιατί θρηνοῦσε τόσο πολύ καί αὐτός ἀπάντησε: «Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε γιὰ νὰ μὴν πέσετε σὲ πειρασμό»! Ἀλλὰ καί αὐτὸ του τὸ κήρυγμα, παρέμεινε ἀπαρατήρητο. Τὴν τρίτη μέρα, καθὼς περιδιάβαινε τὴν πόλη, ὁ δακρυσμένος Προκόπιος ἐπαναλάμβανε: «Κλᾶψτε φίλοι! Θρηνεῖτε μὲ τὶς προσευχές σας∙ προσευχηθεῖτε γιὰ νὰ μὴν παραδοθεῖτε σὲ πειρασμό, μὴ τυχὸν ὁ Κύριος σᾶς καταστρέψει ὅπως τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμαρα, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν σας». Ὅμως, οἱ κάτοικοι τοῦ Οὔστιουγκ μὲ τίποτε δὲν πρόσεχαν τὸ κήρυγμα τοῦ εὐλογημένου σαλοῦ. Μιὰ ἑβδομάδα μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη προειδοποίηση τοῦ ὁσίου, ἕνα μαῦρο σύννεφο ἐμφανίστηκε στὸν ὁρίζοντα. Σὰν πλησίαζε τὴν πόλη μεγάλωνε σὲ μέγεθος ἀπό λεπτὸ σέ λεπτὸ ἕως ὅτου τελικά, ἕνα ὑπερβολικὰ μεγάλο μαῦρο σύννεφο κρεμόταν πάνω ἀπὸ ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα. Ἀστραπὲς ἔφευγαν ἀπὸ αὐτὸ σὰν φλογερὲς ἀκτῖνες. Μιὰ σφοδρὴ καταιγίδα ξέσπασε καὶ οἱ βροντὲς της γέμισαν τὸν ἀέρα. Οἱ τοῖχοι τῶν κτιρίων κουνήθηκαν ἀπὸ τοὺς κρότους τῆς καταιγίδας. Οἱ φωνὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἀκούγονταν ἀπὸ τοὺς ἐκκωφαντικοὺς ἤχους. Ξαφνικά, οἱ κάτοικοι τῆς πόλης συνειδητοποίησαν τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὶς προειδοποιήσεις τοῦ ὁσίου καὶ ἔτρεξαν στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου. Ὁ ὅσιος ἦταν ἤδη ἐκεῖ, προσευχόμενος μετὰ δακρύων μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Παρακαλοῦσε τὴν Κυρία Θεοτόκο ὅπως μεσιτεύσει στὸν Χριστὸ γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἁμαρτήσει. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης ἄρχισαν νὰ προσεύχονται μὲ ἀναφιλητὰ καὶ νὰ μετανοοῦν γιὰ τὶς πράξεις τους. Τότε ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς ἕνα μεγάλο θαῦμα: εὐωδιαστὸ μύρο ἄρχισε νὰ τρέχει ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὸ ἄρωμά του γέμισε ὅλη τὴν ἐκκλησία. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὁ ἀέρας ἄλλαξε. Ἡ ἀσφυκτικὴ πνιγηρότητα ἔφυγε καὶ τὸ σύννεφο τῆς καταιγίδας μὲ τὶς ἀστραπὲς ἀπομακρύνθηκε. Μαθεύτηκε ἀργότερα ὅτι κόκκινες καυτὲς πέτρες εἶχαν πέσει μαζὶ μὲ τὸ χαλάζι σὲ μιὰ κοντινὴ δασικὴ κοιλάδα σπάζοντας ὅλα σχεδὸν τὰ δέντρα. Πάντως, οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ζῷα πληγώθηκαν ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταιγίδα. Ἐν τῷ μεταξύ, τόσο πολὺ μύρο βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ οἱ ἱερεῖς γέμισαν πολλὰ δοχεῖα καὶ οἱ ἄρρωστοι ποὺ χρίστηκαν μὲ αὐτὸ θεραπεύτηκαν ἀπὸ τίς παθήσεις τους. Μετά ἀπό αὐτό το θαυματουργικό περιστατικό ὁ ὅσιος Προκόπιος συνέχισε τὴ ζωὴ τοῦ εὐλογημένου σαλοῦ ὅπως καὶ πρίν. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποκριτὴ τρέλα, ἔκρυβε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴν Θεία Χάρη ποὺ κατοικοῦσε σὲ αὐτόν. Εἶχε τὸ δικό του σαλὸ τρόπο νὰ βοηθάει καὶ νὰ προειδοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Λόγου χάρη, συνήθιζε νὰ μεταφέρει τρία μικρὰ ἀρτίδια στὸ ἀριστερό του χέρι. Παρατηρήθηκε ὅτι ὅταν τὰ κουβαλοῦσε μὲ τὴν κανονική τους ὄψη, τότε ἐκείνη τὴ χρονιὰ θὰ εἶχαν καλὴ συγκομιδή, ἀλλὰ ἂν τὰ κουβαλοῦσε μὲ τὴν ἐπιφάνεια ἀνάποδα, τότε θὰ ὑπῆρχε ἀνεπάρκεια σὲ ὅλα. Ὁ ὅσιος κοιμήθηκε σὲ μεγάλη ἡλικία, στις 8 Ἰουλίου τοῦ 1303 μπροστὰ ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Μονῆς τῶν Ἀρχαγγέλων. Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του, τὸ σκήνωμά του ἐνταφιάστηκε στὴν ἀκτὴ τοῦ ποταμοῦ Σουκχόμα κοντὰ στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως. Ἡ μεγάλη πέτρα πάνω στὴν ὁποία καθόταν συχνὰ κοντὰ στὸν ποταμό, προσευχόμενος γιὰ κείνους ποὺ ἔπλεαν, τοποθετήθηκε πάνω στὸν τάφο του. Τὸ 1458, κάποιος ἐπ’ ὀνόματι Ἰβάν, ᾖρθε ἀπὸ τὴν Μόσχα στὸ Οὔστιουγκ. Εἶχε μία ἁγιογραφημένη εἰκόνα τοῦ Ὁσίου καὶ ἀφοῦ ἔκτισε ἕνα μικρὸ παρεκκλῆσι πάνω ἀπὸ τὸν τάφο του, τοποθέτησε τὴν εἰκόνα μέσα στὸ παρεκκλῆσι γιὰ προσκύνημα. Σύντομα ἄρχισαν μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ὁσίου νὰ πραγματοποιοῦνται πολλὰ θαύματα. Τὸ 1471, στρατεύματα ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ συμμετεῖχαν σὲ μία ἐκστρατεία, προσβλήθηκαν ἀπὸ μία ἐπιδημία. Ὁ ὅσιος Προκόπιος ἐμφανίστηκε σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μὲ τὴ ὑπόσχεση νὰ τοὺς βοηθήσει ἐνάντια στὴν τρομερὴ ἐπιδημία. Μετὰ τὴν ἐκστρατεία οἱ στρατιῶτες ἔχτισαν μία μεγάλη ἐκκλησία πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ ὁσίου καὶ οἰκοδόμησαν μία ἐπιτύμβια στήλη πάνω στὴν ὁποία τοποθέτησαν μία εἰκόνα του σὲ ἀνάμνηση τῆς προστασίας του.
|
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |