Κήρυγμα Κυριακής Β’ Ματθαίου
Τα έργα και τα λόγια (Ρωμ. 2, 10-16)

Τρία πράγματα μάς λέει σήμερα ο απόστολος Παύλος· ότι ο Θεός τιμά και δοξάζει κάθε άνθρωπο ο οποίος εργάζεται το αγαθό, ότι δίκαιος είναι εκείνος που πράττει το θέλημα του Θεού και ότι ακόμα και σε όσους δεν έχουν ακούσει τον λόγο του Θεού υπάρχει μέσα τους αυτός γραμμένος.
«Αδελφοί», μάς λέει, «δόξα και τιμή και ειρήνη στον καθένα που εργάζεται το αγαθό, Ιουδαίο πρώτα και Έλληνα, διότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. Γιατί όσοι αμάρτησαν δίχως νόμο, χωρίς νόμο και θα χαθούν· και όσοι αμάρτησαν έχοντες νόμο, με τον νόμο θα κριθούν. Διότι ενώπιον του Θεού δεν γίνονται δίκαιοι όσοι ακούν τον νόμο, αλλά όσοι τον εφαρμόζουν. Όταν λοιπόν τα έθνη που δεν έχουν (τον Μωσαϊκό) νόμο, εφαρμόζουν με φυσικό τρόπο τις διατάξεις του νόμου, αυτοί παρόλο που δεν έχουν νόμο είναι οι ίδιοι νόμος, καθότι αποδεικνύουν ότι έχουν γραμμένο στις καρδιές τους το έργο του νόμου, στον οποίο συνηγορεί η συνείδησή τους και αναμεταξύ τους θα κατηγορούνται και θα απολογούνται οι λογισμοί, κατά την ημέρα που ο Θεός, διά του Ιησού Χριστού, θα κρίνει τα κρυπτά των ανθρώπων σύμφωνα με το ευαγγέλιο που έχω κηρύξει».
Ήταν έντονη η πεποίθηση στους Ιουδαίους, ότι αποτελούν τον «περιούσιο λαό» του Θεού, ότι δηλαδή ο Θεός προόριζε τα αγαθά της Βασιλείας του μόνο για εκείνους, αφήνοντας απ’ έξω όλους τους άλλους. Νομίζουμε κι εμείς πολλές φορές, ότι επειδή είμαστε Έλληνες, ή επειδή κρατούμε απαρασάλευτη την ορθόδοξη πίστη, ότι είμαστε ξεχωριστοί, διακεκριμένοι, ο περιούσιος λαός του Θεού. Δεν παύουμε μάλιστα να το διακηρύττουμε, δίχως ωστόσο να εργαζόμαστε τις εντολές του Ευαγγελίου, επαναπαυμένοι στις δάφνες της εθνικής και θρησκευτικής καταγωγής μας.
Ο απόστολος Παύλος μάς προσγειώνει σήμερα από τους αιθέρες της περιαυτολογίας, και μάς βγάζει από αυτή την πνευματική ραστώνη, η οποία μόνο όλεθρο προξενεί. Δόξα και τιμή και ειρήνη παρά Θεού, μάς λέει, απολαμβάνει ο κάθε άνθρωπος που εργάζεται το αγαθό. «Οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ· τουτέστιν, οὐ προσώπων ποιότητα, ἀλλὰ πραγμάτων ἐξετάζει διαφοράν»[1].
Τί εξετάζει λοιπόν ο Θεός; εξετάζει εάν οι άνθρωποι εργάζονται το αγαθό, ανεξάρτητα από το αν τους έχει δώσει νόμο ή όχι. Και αν μεν τους έχει δώσει νόμο (τότε τον Μωσαϊκό, σήμερα το Ευαγγέλιο), η αμαρτία τους θα κριθεί σύμφωνα με τον παραδοθέντα νόμο· αν πάλι όχι, με άλλα κριτήρια, τα οποία εξηγεί πιο κάτω. Αυτό το νόημα έχει και η παραβολή των Ταλάντων· ο Θεός εμπιστεύεται σε άλλον πολλά και σε άλλον λιγότερα, και η απαίτησή του από τον καθένα είναι ανάλογη της ευεργεσίας. Κατά συνέπεια, ακόμα και εάν θεωρούμε τον εαυτό μας πιο ευνοημένο από την πρόνοια του Θεού, δεν δικαιολογούμαστε να βλέπουμε αφ’ υψηλού τα παιδιά του Θεού τα οποία τυχόν δεν έχουν γνωρίσει το Ευαγγέλιο. Απεναντίας, οφείλουμε να εφαρμόζουμε όσα μάς έχουν παραδοθεί διά του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας του Χριστού.
Ο απόστολος Παύλος μάς εφιστά την προσοχή, και τονίζει ότι δίκαιοι ενώπιον του Θεού δεν είναι οι ακροατές του νόμου, αλλά εκείνοι που τον εφαρμόζουν. Γνώστες του νόμου του Θεού ήταν οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι σταυρωτές του Κυρίου· με τον Κύριο συνομιλούσε καθημερινά ο Ιούδας· το Ευαγγέλιο το γνώριζαν πολύ καλά πολλοί, ανεξαρτήτως εθνικότητας ή ιδιότητας· κι όμως, έπραξαν τα ενάντια, διέπραξαν εγκλήματα, διέφθειραν ανθρώπινες ψυχές. Το Ευαγγέλιο επικαλούμαστε κι εμείς, πιο πολύ για να κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, παρά για να ελέγξουμε τις πράξεις μας.
Ο Κύριος όμως, δεν βλέπει τα μεγάλα λόγια, αλλά τα έργα μας· γι αυτό και είπε ότι «ός δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών»[2].
Γι αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν ότι αντί να κρίνουμε με τα λόγια τις πράξεις των αδελφών μας, δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα, ωφελιμότερο είναι να φροντίζουμε να καλλιεργούμε τον έσω άνθρωπο και να γινόμαστε φως, και έτσι να φωτίζεται η ζωή η δική μας και όλου του κόσμου γύρω μας. Εξάλλου, τιμούμε τους Αγίους όχι για τους λόγους που τυχόν είπαν ή έγραψαν, αλλά για την κατά Χριστόν βιοτή τους και για τα έργα τους, επειδή δηλαδή έκαναν έργο τα λόγια του Ευαγγελίου, και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις με τρόπο ήσυχο, μυστικό, γιατί γνώριζαν ότι η αρετή δεν διαφημίζεται, αλλά ο Κύριος ο οποίος βλέπει εν τω κρυπτώ, εκείνος και αποδίδει την δόξα και την τιμή στους αγίους[3].
Όσο για εκείνους που δεν έχουν γνωρίσει τον Θεό και το Ευαγγέλιο, μάς λέει σήμερα ο απόστολος Παύλος ότι έχουν χαραγμένο μέσα στην καρδιά τους τον νόμο του Θεού, τον οποίο οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «σπερματικό λόγο» [4], ο οποίος υπαγορεύει στην συνείδηση τί είναι αγαθό και τι πονηρό. Αυτός ο έμφυτος νόμος, κατά την ημέρα της κρίσεως, θα ανακρίνει τους λογισμούς τους και θα ανακρίνει εκείνους που δεν γνώρισαν τον Θεό. Σε αυτόν τον νόμο, τον οποίο οι νεώτεροι στοχαστές αποκάλεσαν «φυσικό νόμο», στηρίζεται η σύγχρονη νομοθεσία για την ισότητα, για την ελευθερία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε κάθε περίπτωση, η Κρίση είναι έργο του Θεού, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[5]. Έχουμε ευεργετηθεί από τον Θεό να γνωρίζουμε το Ευαγγέλιο, γεγονός το οποίο μάς επιφορτίζει με περισσότερη ευθύνη.
Επομένως, ας αφήσουμε την καταστροφική αυτοδικαίωση, η οποία γεννά φαρισαίους και προξενεί βεβαία απώλεια· ας μεριμνάμε να εργαζόμαστε το Ευαγγέλιο, να το εφαρμόζουμε δηλαδή στη ζωή μας, να έχουμε μετάνοια, να καλλιεργούμε την αγάπη, την υπομονή, την μακροθυμία, την χρηστότητα, ότι αγαθό και ότι χρήσιμο πνευματικά, ώστε να βρεθούμε κατά την ημέρα εκείνη της Κρίσεως μαζί με τους σεσωσμένους και δικαιωμένους ενώπιον του Θεού. Αμήν.
Από το γραπτό κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας(14-6-2015)