Κυριακή των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου – «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ούς δεδωκάς μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς»

Ευαγγέλιο: Ιωάν. ιζ΄ 1-13
«Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ούς δεδωκάς μοι, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς» (Ιωάν. ιζ΄ 11)
   Το Ευαγγέλιο της σημερινής Κυριακής των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου αποτελεί μέρος της γνωστής σαν «Αρχιερατικής Προσευχής» του Ιησού και που απεύθυνε προς τον Θεό Πατέρα λίγο πριν από το πάθος. Αυτή αναφέρεται εις το έργο του Ιησού πάνω στη γη, την δόξα η οποία πλησιάζει μέσα από το πάθος την Ανάσταση και την Ανάληψη και τέλος με τη συνέχιση του έργου Του μέσα από την Εκκλησία.
   Έργο, λοιπόν, του Ιησού είναι να καταστήσει τους ανθρώπους κοινωνούς της αιώνιας ζωής μέσα από την γνώση του αληθινού θεού, καθώς και εκείνον που έστειλε, τον Ιησού Χριστό. Αυτή η αιώνια ζωή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Είναι το «παν» που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο με την αποστολή του Υιού του στον κόσμο. Και αυτό το «παν» αποτελεί την επανασύνδεση του ανθρώπου και παράλληλα την αληθινή γνώση για το Θεό. Και αληθινή γνώση του Θεού σημαίνει την ίδια στιγμή και γνώση του Ιησού Χριστού ως αληθινού Θεού. Άρνηση της Θεότητας του Ιησού σημαίνει ουσιαστικά άρνηση και της Θεότητας του Πατέρα, αφού κατά τον Ιησού «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιώαν. Ι΄ 30).
   Αυτό το «ομοούσιον» του Υιού με τον Πατέρα υπερασπίστηκαν οι 318 Πατέρες της Εκκλησίας που πήραν μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο και που συνήλθε το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας. Μάλιστα με τη σύνταξη των επτά πρώτων άρθρων του συμβόλου της πίστεως καθόρισαν την πίστη στον ένα και μόνο αληθινό Θεό και παράλληλα τόνισαν τη διάκριση των προσώπων του Πατέρα και του Υιού, με την αναγνώριση του Υιού ως «ομοουσίου» με τον Πατέρα, άρα ισότιμου με τον Πατέρα. Παράλληλα αναγνωρίζουν το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας ως «Υιόν του θεού», «Μονογενή», «τον εκ του Πατρός Γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων». Με την ομολογία δε ότι ο Υιός είναι Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού και ότι «Εγεννήθη» δεν εδημιουργήθη και ότι είναι ομοούσιος με τον Πατέρα «δι ου τα πάντα εγένετο» επιτυγχάνουν από τη μια να διατυπώσουν τη σωστή διδασκαλία της Εκκλησίας για το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Υιό και από την άλλη να καταδικάσουν τη διδασκαλία του Αρείου που έλεγε ότι ο Υιός είναι «κτίσμα», δημιούργημα, το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, που προβάλλουν ακόμα και σήμερα κάποιοι αιρετικοί.
   Έργο, λοιπόν, της Εκκλησίας και κατ’ επέκταση των Πατέρων, είναι η διατήρηση της ορθής διδασκαλίας. Και αυτή η ορθή διδασκαλία έχει άμεσο αντίκτυπο στην ενότητα της Εκκλησίας καθώς και των πιστών. Η αλλοίωση του περιεχομένου της πίστεως επηρεάζει αρνητικά την ζωή των πιστών, αφού αντί της Χριστιανικής αγάπης προβάλλουν τα πάθη, το μίσος και η εχθρότητα και που κρατούν τον άνθρωπο μακριά από το στόχο που είναι, τόσο η δική του σωτηρία, όσο και η σωτηρία του κόσμου.
  Είναι για τούτο που ο Ιησούς παρακαλεί τον Θεό Πατέρα για τους μαθητές του: «Διατήρησε τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματος σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς».
    Όμως, παρά το ότι οι Μαθητές είναι άνθρωποι του Θεού, την ίδια στιγμή παραμένουν και μέσα στον κόσμο, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά τη ζωή και συμπεριφορά τους. Έτσι, πέραν από την αρνητική επίδραση της αμαρτίας και του διαβόλου, σημαντικός είναι ο κίνδυνος με την προβολή εγωιστικών τάσεων με αποτέλεσμα να ξεχνούν ότι έχουν επιλεγεί από το θεό και ότι το Άγιο Πνεύμα τους έχει αναθέσει συγκεκριμένη αποστολή.
   Οι εγωιστικές τάσεις καθώς και η προβολή «προσωπικής» διδασκαλίας, που έρχεται μάλιστα σε πλήρη αντίθεση με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, πέραν από την αλλοίωση της πίστεως καταστρέφει την ενότητα της Εκκλησίας και των πιστών, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση τόσο με την ουσία, όσο και την αποστολή της Εκκλησίας.
    Η επιλογή μόνο μερικών αληθειών της πίστεως, η απόρριψη άλλων και η παράλληλη προσθήκη προσωπικών απόψεων οδήγησαν στη δημιουργία των αιρέσεων. Είναι γεγονός ότι η Εκκλησία αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους δια μέσου των αιώνων, με σημαντικότερο εκείνο των διωγμών. Όμως η Εκκλησία και η πίστη επέζησαν χάρις στη θυσία των μαρτύρων, γιατί αυτοί έθεσαν την πίστη πάνω από οποιανδήποτε εγωιστική αντίληψη. Αντίθετα θυσίασαν το εγώ και μέσα από το μαρτύριο τους έδωσαν την καλύτερη μαρτυρία – απόδειξη για την πίστη τους. Μέσα από την δική τους ομολογία ενισχύθηκε η πίστη των υπολοίπων, με τη θυσία τους δε έγιναν φωτεινός φάρος για όλους. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώθηκαν οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι «η Εκκλησία πολεμούμενη νικά».
    Η Εκκλησία ποτέ δεν κινδύνευσε με αφανισμό λόγω διωγμών. Κινδύνευσε όμως πραγματικά εξαιτίας των αιρέσεων, γιατί οι αιρετικοί διέστρεψαν την πίστη, πρόβαλαν την προσωπική πίστη αντί της πίστεως της Εκκλησίας, κατέστρεψαν τη βάση του Χριστιανικού ήθους, την αγάπη και επιδόθηκαν σε ένα αγώνα μίσους και αλληλοεξόντωσης. Αυτούς τους αιρετικούς τους χαρακτηρίζει σήμερα ο Απόστολος Παύλος ως «λύκους βαρείς». Τον ακούσαμε σήμερα να τονίζει στους επισκόπους της Μικράς Ασίας: «Προσέχετε, λοιπόν, τον εαυτό σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε επισκόπους για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Κυρίου και Θεού, που την έκανε δική του με το αίμα του. Εγώ το ξέρω ότι μετά την αναχώρησή μου θα εισβάλουν σ’ εσάς λύκοι, άγριοι, που δεν θα λυπηθούν το ποίμνιο. Ακόμα και από ανάμεσα σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους».
  Αδελφοί μου, μοναδικό θεμέλιο της πίστης μας ο Χριστός που θυσίασε τη ζωή του και έχυσε το αίμα του για την Εκκλησία και για τον κάθε ένα από εμάς ξεχωριστά. Όμως δεν αρκεί αυτή η διαπίστωση . Δεν αρκεί να λέμε ότι ο Χριστός είναι το θεμέλιο της ζωής μας και την ίδια στιγμή να κτίζουμε τη ζωή μας χωρίς τη διδασκαλία του Χριστού και ιδιαίτερα τη διδασκαλία της αγάπης. Μιας αγάπης που σαρκάζεται από «Εχθρούς» επειδή δεν έχουν τη δύναμη να αγαπήσουν, αλλά και που σκοτώνεται από «φίλους» που περιόρισαν την πίστη τους σε μια εξωτερική και τυπική πράξη. Αλήθεια που πάμε; Ας μην ξεχνάμε ότι μέρος αυτού του κόσμου είμαστε κι εμείς. Έτσι η πρόσκληση για ενότητα απευθύνεται και σε μας. Μιας ενότητας στη βάση της πίστης, αλλά και ενός τρόπου ζωής που θα αποτελεί πρότυπο για τους άλλους. Αε συμβάλουμε σ’ αυτή την ενότητα για την οποία προσευχήθηκε ο Κύριος «ίνα ώσιν έν» Αμήν
Θεόδωρος Αντωνιάδης