τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Εἶναι γεγονός ὅτι μερικοί ἐκ τῶν ἀγωνιστῶν καί ἡρώων τοῦ ᾽21 δέν εἶναι τόσο γνωστοί στούς περισσότερους συμπολίτες μας καί ἰδίως στίς νέες γενεές. Εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα ἤ καί οἰκογένειες πού πραγματικά ξεκληρίστηκαν στούς ἀγῶνες τοῦ γένους χωρίς κἄν νά τιμηθοῦν ἤ ἀντίθετα τιμωρήθηκαν ἀπό ἀρχές καί ἐξουσίες.[1] Νομίζω ὅτι μιά τέτοια περίπτωση εἶναι καί ἡ οἰκογένεια τῶν Πλαπουταίων, τῶν κορυφαίων αὐτῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπανάστασης.[2] Μάλιστα, κορυφαῖος ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁμολογουμένως ὁ Δημητράκης Πλαποῦτας.
Γιά τήν ἔρευνα τοῦ θέματός μας δέν βρήκαμε ἄπειρες πληροφορίες ἀλλά ὅσες ἐντοπίσαμε ἦταν ἱκανές γιά νά θίξουμε τήν ἱστορική γορτυνιακή μορφή τῆς Ἐπανάστασης ἀπό τό χωριό Παλούμπα. Τά ὅσα θά σᾶς ἀναφέρω ἀφοροῦν στίς πηγές τῆς ἱστορίας μας καί ἄρα εἶναι πιστοποιημένες καί ἔγκυρες πηγές. Εἰσαγωγικά σᾶς ἀναφέρω ὅτι τά στοιχεῖα πού ἐντοπίστηκαν γιά τόν μεγάλο Πλαποῦτα ἐκμαιεύθηκαν ἀπό περιστατικά τῆς ζωῆς καί τῆς δράσης του.
Τό κοινωνικό περιβάλλον τοῦ Πλαποῦτα
Ἄς δοῦμε ὅμως ἀρχικά ποιά ἦταν ἡ περιρέουσα ἀτμόσφαιρα τῶν χρόνων πού ἀναφερόμαστε στό Παλούμπα. Εἰδικά γιά τήν σχέση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μέ τήν πίστη, ἀναφέρουμε ἕνα περιστατικό ἀπό ἄρθρο τῆς ἐφημερίδας Ἑβδομάς πού ἀφορᾶ σέ ἕναν συμπατριώτη τοῦ Πλαποῦτα, τόν Λιάκο Παλουμπιώτη. Ὁ κλέφτης αὐτός συναντιέται ἀπρόσμενα μέ δύο τούρκους, πού τόν ἀναγκάζουν νά ἀποδώσει τό χαράτσι καί ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀρνήθηκε τόν ἀπείλησαν γιά τήν ζωή του. Ὁ γρήγορος ὅμως Παλουμπαῖος μέ τό «δίκοπον χατζάριον» ἔκοψε τήν χεῖρα τοῦ ἑνός, ἐνῶ τοῦ ἄλλου ἔσκισε τήν κεφαλή. Μετά τό γεγονός αὐτό « ποιήσας τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ τρίς, ἔσπευσε εἰς Παλούμπα, νά εἰδοποιήσῃ τούς ἀδελφούς καί τούς συγγενεῖς αὑτοῦ».[3] Δέν εἶναι εὔκολο νά ἀξιολογήσουμε τήν πράξη αὐτή. Ὑπάρχει πάντως ἡ ἐσωτερική αἴσθηση τῆς ἀπολογίας γιά τήν ἀπώλεια μιᾶς ζωῆς, ὅμως σέ μιά ἐποχή πού οἱ ἀνθρώπινες ζωές δέν ὑπολογίζονταν ὅπως θά ἔπρεπε.
Ἄλλο σημαντικό γεγονός πού ἀφορᾶ στήν ἀτμόσφαιρα πού ἔζησε ὁ Πλαποῦτας καί μᾶς ἀποκαλύπτει τήν σχέση τοῦ συναγωνιστῆ του Κολοκοτρώνη γιά τήν Πίστη του εἶναι τά συγκλονιστικά πού εἰπώθηκαν κατά τήν κοινή τους δίκη. Ὁ μεγάλος ἱστορικός μας Κωνσταντῖνος Παπαρηγόπουλος ἀναφέρει τά λόγια τοῦ Γέρου τοῦ Μωριᾶ ἀκούγοντας τήν θανατική του ποινή περί τῆς δήθεν ἐσχάτης προδοσίας: «Κύριε ἐλέησον· μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλεία σου».[4] Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι σέ μιά τέτοια δύσκολη στιγμή ὁ μεγάλος Κολοκοτρώνης καί ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Πλαπούτα ἀναφέρει ὅσα εἰπώθηκαν τήν στιγμή τῆς Σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ.
Οἰκογενειακές καταβολές
Ἄς δοῦμε τώρα περιστατικά πού σχετίζονται μέ τήν οἰκογένεια τοῦ Δημητράκη Πλαποῦτα. Γνωρίζουμε ὅτι γιά τήν θρησκευτική πίστη ἤ ἀπιστία, πολλές φορές, παίζουν ρόλο οἱ γονεῖς καί γενικότερα τό οἰκογενειακό περιβάλλον. Ὁ Πλαποῦτας ἦταν βαπτισμένος, Ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀφοῦ ὁ Ἀγησίλαος Τσέλαλης ἀναφέρει ὅτι τό μυστήριο ἔγινε τήν 25η Ἰουνίου 1786. Καί συνεχίζει λέγοντας :«Ἐκεῖ στήν ἰδίαν τῆς γεννήσεώς του γῆν, ὡς καθ᾽αὐτό πατρίδα του, ἐδιδάχθῃ ἐκεῖ τήν μέ τόν παλαιόν τρόπον προπαιδείαν, ἤτοι τό ἀναγινώσκειν καί γράφειν».[5] Στήν συνέχεια ὁ Πλαποῦτας νυμφεύεται, ἐννοεῖται μέ θρησκευτικό γάμο, σέ ἡλικία μόλις 17 ἐτῶν καί ἐνῶ ἦταν ἤδη ἀρματωλός. Νυμφεύτηκε τήν Στεκοῦλα Κολοκοτρώνη στίς 20 Μαΐου 1803, ἡ ὁποῖα ἦταν κόρη τοῦ Ἀναγνώστη Κολοκοτρώνη καί πρώτη ξαδέλφη τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἡ οἰκογένειά του λοιπόν ἦταν θά λέγαμε μιά παραδοσιακή χριστιανική οἰκογένεια. Αὐτό ἄλλωστε τό βλέπουμε καί σέ κάτι σχετικό μέ τόν θάνατο τοῦ πατέρα του Κόλια.
Ὁ Θάνατος τοῦ πατέρα του στήν μονή ἁγίου Ἰωάννου
Θά ἀναφέρω ἕνα περιστατικό σχετικό μέ τόν θάνατο τοῦ πατέρα, ὅπως τό περιγράφει ὁ Φωτάκος, στό μνημειῶδες ἔργο του «Ἀπομνημονεύματα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως»: « Ὁ δέ Κολοκοτρώνης καί ἡμεῖς οἱ ἄλλοι ἀφοῦ ἐχωρίσθημεν εἰς τά Λαγκάδια ἀπό τούς περί τόν Ζαΐμην καί τούς λοιπούς, ὡς προείπαμεν, ἐτραβήξαμεν εἰς τό χωρίον Παλούμπα καί ἐκεῖ ἐκοιμήθημεν. Τήν δέ ἐπομένην ἡμέραν ἡ οἰκογένεια τοῦ Δημητρίου Πλαποῦτα ἐτοιμάσθη νά φύγῃ ἀπό τό χωρίον, φοβούμενοι μήπως ἔλθουν καί ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Δ. Πλαποῦτας εἶχε τόν πατέρα του Κόλιαν Πλαπούταν, παλαιόν κλεφτοκαπετάνιον καί ἀρματωλόν τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνας. Αὐτός δέ καί οἱ λοιποί Παλουμπαῖοι πρίν ἐπαναστατήσωμεν ἦσαν τό φόβητρον τῶν Λαλαίων Τούρκων. Ἐπείδη δέ εἶχε φθάσει εἰς βαθύτατον γῆρας καί ἦτο σωματώδης, δέν ἐδύνατο νά βαδίσῃ, οὔτε ἐπάνω εἰς ζῶον νά σταθῆ. Ἀφοῦ δέ πλέον δέν ἐδυνήθημεν νά τόν πάρωμεν, τά παιδιά του ἀπεφάσισαν νά τόν ἀφήσουν ἐκεῖ κατά τήν θέλησίν του, καί μέσα εἰς ἕνα σπίτι, τό ὁποῖον νά ἔχῃ μόνον τήν μίαν θύραν ἀνοικτήν, τήν δέ ἄλλην νά τήν κλείσουν, καί νά τοῦ δώσουν τά ὅπλα του καί ὁλίγα φουσέκια, ὥστε ἄν οἱ Τοῦρκοι ὑπάγουν νά τόν σκοτώσουν, νά σκοτώσῃ καί αὐτός ἀπό αὐτούς, καί νά μήν ὑπάγη παραπονεμένος καί χαθῆ δωρεάν, χωρίς νά ἐκδικηθῆ καί ν᾽ἀνταλλάξη τό αἷμά του. Νά τοῦ ἀφήσουν δέ καί δύο τρεῖς ἀνθρώπους νά τόν προσέχουν. Αὐτή ἦτο ἡ θέλησίς του, καί αὐτά μᾶς εἶπε καί μᾶς ἐζήτησε, τά ὁποῖα ὅλα ἔγιναν. Ἕπειτα ἐσυγχωρέθημεν μέ τόν σεβάσμιον γέροντά μας, τόν ἀσπάσθημεν ὅλοι, οἱ δέ μικρότεροι τοῦ ἐφίλησαν τό χέρι μέ τά δάκρυα εἰς τά μάτια καί κατόπιν κλαίοντες ὅλοι καί θλιβόμενοι ἀπεχωρίσθημεν. Μετά ταῦτα ἐμάθαμεν, ὅτι τά παιδιά του καί οἱ ἄλλοι συγγενεῖς ἀπεφάσισαν νά τόν μεταφέρουν εἰς τήν μονήν τοῦ Προδρόμου εἰς Στεμνίτσαν. Πῶς δέ τόν ἔκαμαν καί πῶς τόν ἐπῆγαν ἐκεῖ δέν ἐμάθαμεν».[6]
Μιά σύντομη ἀναφορά γιά τόν θάνατο τῆς συζύγου του. Διαβάζω ἀπόσπασμα ἀπό τήν «Ἀρκαδία», ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς: «Ἀπεβίωσε πρό ὁλίγων ἡμερῶν εἰς Παλούμπα τῆς Ἠραῖας ἡ σύζυγος τοῦ Στρατηγοῦ Κ.Δ Πλαποῦτα πλήρης ἡμερῶν, πάσχουσα πρό τριῶν ἐτῶν ἐξ ἡμιπληγίας, καί ἐτάφη μεθ᾽ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρατάξεως ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου Γόρτυνος καί ὅλων τῶν ἱερέων τῶν πέριξ Δήμων, συνοδευθεῖσα εἰς τόν τάφον ὑπό ἀπείρου πλήθους ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παίδων. Ἡ ἐνάρετος αὔτη γυνή, πρώτη ἐξαδέλφη τοῦ Γέροντος Ἀρχιστρατήγου Κολοκοτρώνη τυγχάνουσα, εἶχεν ἐφελκύσει εἰς ἑαυτήν τήν ἀγάπην καί τό σέβας πάντων τῶν κατοίκων τῆς ἐπαρχίας καί ὅσων ἄλλων ηὐτήχησαν νά γνωρίσωσιν αὐτήν. Χριστιανή πιστῶς ἀφοσιωμένην εἰς τόν Θεόν καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πιστοτάτη σύζυγος, φιλόστοργος μήτηρ, φιλελεήμων εἰς ἄκρον πρός τούς πτωχούς, συμπαθεστάτη πρός τούς πάσχοντας, καί ἐν ἐνί λόγω ἐνάρετος καθ᾽ὅλην τήν σημασίαν τῆς λέξεως, παρέδωκεν ἐν Κυρίῳ τό πνεῦμα, ἀφοῦ ἔσχεν τήν τύχην νά ἴδῃ καλῶς ἀποκατεστημένα ὅλα τά τέκνα της, καί τόν Γηραιόν καί σεβαστόν σύζυγόν της εἰς τήν ἀνήκουσαν αὐτῷ δόξαν καί τιμήν, ἀφῆκεν ὅμως αὐτόν γέροντα ἀνάγκην ἔχοντα γεροντικῆς περιποιήσεως, ἥν ἕξει βεβαίως ὑπό τῶν ἀγαθῶν τέκνων του, ἀλλ᾽οὐχ ἦττον πενθοῦντα καί λυπούμενον διά τήν στέρησίν της, καθόσον οὐδείς ποτέ ἄνθρωπος ἐν τῷ κοινωνικῷ βίῳ εὐχαριστεῖται νά μένη καί μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς του ἄνευ τοῦ συζύγου, μεθ᾽οὗ θείᾳ ἐντολή συνεδέθῃ».[7] Γνωρίζουμε τώρα πλέον τίς ἀρχές πού ὑπῆρχαν στήν οἰκογένεια τοῦ Πλαποῦτα ἔχοντας ὁ ἴδιος ὡς σύντροφο τήν σπουδαία αὐτή γυναίκα.
Κτήτορας ναοῦ
Σημαντικό στοιχεῖο τῆς βιογραφίας τοῦ ἥρωα, τό ὁποῖο προσδιορίζει καί τήν εὐσέβειά του, ἦταν ἡ μέριμνα γιά τήν ἀνοικοδόμηση τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ χωριοῦ του. Πράγματι, ὁ Πλαποῦτας εἶχε βαθειά εὐσέβεια. Πίστευε καί κήρυττε ὅτι κάθε ἄνθρωπος θά δώσει μία ἡμέρα λόγο γιά τίς πράξεις του στό Θεό. Μέ γνώμονα αὐτήν τήν καθαρή πίστη τό 1805[8] τόν βλέπουμε νά φροντίζει γιά τό κτίσιμο τῆς ἐκκλησιᾶς τοῦ Ἁγιώργη στήν ὁποία «πήγαινε ν᾽ἀκούση τήν λειτουργία».[9] Ἐκτός ἀπό τό κτίσιμο μερίμνησε καί γιά τό ἐσωτερικό τοῦ ναοῦ.[10] Γιά τό ξυλόγλυπτο τέμπλο, γιά τά στασίδια, γιά τό δεσποτικό,[11] γιά τό κανδήλι τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ.[12] Γίνεται λοιπόν σαφές ὅτι ἡ μέριμνά του γιά τόν ἱστορικό αὐτό ναό ἦταν σημαντική καί δηλώνεται χωρίας ἀμφιβολία ἡ ἀγάπη του πρός τό Θεό.
Περιστατικά ἀπό τήν ζωή του
Παρατηρεῖται ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ στίς ἐπιστολές, στούς λόγους του καί γενικά στήν συμπεριφορά του. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν βασιλιά Ὄθωνα ἔγραφε μεταξύ τῶν ἄλλων: « Τα δάκρυα τα οπήα εχησαν κε την ληπην την οπηαν εσθανθηκαν εξεναντηας αλην τοσην χαραν αλαβαμεν εμης οπου αξιοθηκαμε να ελθουμε μαζη με τον βασιλεαν μας…τουτο δοξαζο τόν θεόν οτη δεν εψεφθην αλα ληπουμε κε ληπουμε πολη…».[13] Ἡ ἔκφραση «δοξάζω τόν Θεό» ἀπαντᾶ συχνᾶ στά κείμενά του.
Τόν Μάρτιο τοῦ 1821 μαζί μέ τό ἀδελφό του Γεώργιο, πῆγαν στό χωριό Μπέτσι τῆς Λιοδώρας μέ δύο σημαῖες στά χέρια καί συγκάλεσαν τούς κατοίκους λέγοντάς τους μεταξύ ἄλλων: «…ἀδελφοί πρέπει νά κινηθῶμεν κατά τῶν τυράννων Τούρκων, γιά νά ἐλευθερώσωμεν τήν πατρίδα μας, τά παιδιά μας, τάς γυναίκας μας, νά φτιάσωμεν ἐκκλησίας, ὅπου οἱ Τούρκοι δέν μᾶς ἀφίνουν, νά γίνωμεν ὅλοι εὐτυχεῖς καί νά μήν εἴμεθα σκλάβοι τῶν Τούρκων».[14]
Μιά ἄλλη σημαντική ἀναφορά κάνει ὁ Πλαποῦτας ὅταν ἄκουσε γιά τόν θάνατο τοῦ ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ του: «…Δέν ἐδείλιασε, δέν ἐλυπήθη, δέν ἔκλαυσε εἰμή εἶπε εἰς τούς στρατιώτας του παρηγορώντας τους: Ὁ Θεός ἄς φυλάξη τούς ζωντανούς κι᾽ὁ Γεωργάκης ἄς πάει στό συχώριο».[15]
Ἡ πίστη γίνεται σπουδαία ὅταν περιλαμβάνει τήν ὀρθοπραξία στόν καθημερινό βίο. Ἔτσι ἔζησε ὁ Πλαποῦτας ἐφαρμόζοντας ὅ,τι πίστευε. Διαβάζουμε ἀπό τή βιογραφία του:« Ἡ ἐδῶ ζωή τοῦ Δημ. Πλαποῦτα ἦτο κατά πάντα ἄμεμπτος, ἐπειδή ποτέ δέν ἐφάνη καταχρηστικός, κανέναν δέν ἀδίκησε, κανέναν δέν ἀτίμησε…».[16] Ἐπίσης, ὑπῆρξε λιτός στό βίο του. Ζοῦσε μέ τήν μικρή περιουσία πού τοῦ ἄφησε μέ τή διαθήκη του ὁ γέρο Κόλιας, καί τή μικρή σύνταξη. Εἶχε καί μία οἰκία στήν Τρίπολη, ὅπου ἔμενε ὅταν πήγαινε. Ὅ,τι εἶχε τό διέθεσε στόν ἀγώνα χωρίς νά λογαριάσει ἀποκατάσταση μέ προῖκες στά κορίτσια του. «Ὅ, τι τοῦ ἔδωσαν γι᾽ἀποζημίωση τῶν θυσιῶν του, τά διέθεσε νά ἐξοφλήση ὑποχρεώσεις, πού εἶχε ἀναλάβη προσωπικά κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀγῶνος».[17]
Τώρα ὅμως θά σᾶς διαβάσω ἕνα κείμενο ἀπό τήν ἀπολογία του Πλαποῦτα στήν προαναφερθεῖσα δίκη αὐτοῦ καί τοῦ Κολοκοτρώνη. Εἶναι ζωηρά τά σημεῖα τῆς ταπείνωσης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πεμπτουσία τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν ἀλλά καί ἔνδειξη πνευματικῆς ἀρχοντιᾶς: «-Ἐγώ εἶπα ὅτι θαρθοῦν ἄνθρωποι ἀπό τά σοκάκια γιά νά ψευτομαρτυρήσουν ἐναντίον μας. Μιά χάρη ὅμως σᾶς ζητῶ. Ὅταν παρουσιασθοῦν οἱ κατήγοροί μας αὐτοί, ρωτῆστε τους:« ‘Ποῦ ἤσαστε σεῖς κρυμμένοι τόσα χρόνια ὅταν ἄναβε τό ντουφέκι πάνω στίς κορφές, στίς πλαγιές καί στούς κάμπους τῆς πατρίδας; Ποῦ ἤσαστε θαμμένοι ἐτότε καί ξετρυπώσατε τώρα, αὐτήν τή στιγμή, γιά νά ρίξετε πέτρες καί λάσπες πάνω στά κεφάλια μας; Πῶς τολμᾶτε, σεῖς, γυναῖκες ντυμένες ἀνδρικά φορέματα, νά κατηγορήσετε αὐτόν πού πολέμησε 50 χρόνια γιά τή λευτεριά σας; Αὐτός- δείχνει τόν Κολοκοτρώνη- πού ἀντίκρυσε χίλιες φορές τό θάνατο γιά τήν πατρίδα εἶναι προδότης; Αὐτός τήν ἐπρόδωσε τήν πατρίδα; Ποιός ἀπό σᾶς μπορεῖ νά εἰπῆ ὅτι ἀγαπάει περισσότερο ἀπό ἐμᾶς τήν Ἑλλάδα; Καί ἄν τό εἰπῆ κανένας σας, ποιός θά τό πιστέψη;»[18]’Εκεῖνος ὁ μπαρουτοκαπνισμένος μιλᾶ γιά τό ἐμεῖς καί προτάσσει τόν συναγωνιστή του, τόν Κολοκοτρώνη καί ὄχι τόν ἐαυτό του· δέν εἶναι αὐτό βίωμα τοῦ χριστιανισμοῦ;
Μποροῦμε νά ἐκμαιεύσουμε καί ἄλλα στοιχεῖα γιά τόν Πλαποῦτα ὡς πρός τήν ἐπικοινωνία καί οἰκειότητα του μέ θρησκευτικές προσωπικότητες, ὅπως ὁ μητροπολίτης Παροναξίας Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλε ἔγραφε:« Ἔχεις τόσους στύλους ἀκλονήτους, οἵτινες δέ σέ ἀφίνουν νά γύρης (…).Συγχώρησον ὅσας ὡς ἀρχιερεύς καί πιστός φίλος σοί γράφω μέ θάρρος. Ἀγαπῶ τήν δόξα σου καί τήν εὐτυχίαν σου. Ἀγάπα μας καί ἡ γενναιότης σου ὡς σέ ἀγαπῶ….Ἐν Ναυπλίῳ 1825 Φεβρουαρίου 25. Τῆς φιλτάτης μοι Γενναιότητος πρός Θεόν εὐχέτης καί ὅλος αὐτῆς πρόθυμος, ὁ πατριώτης Παροναξίας Ἱερόθεος».[19] Εἶναι φανερό λοιπόν ὅτι ὄχι μόνο τό Θεό πίστευε καί προσκυνοῦσε ἀλλά καί μέ τούς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, τούς κληρικούς, συνομιλοῦσε καί ἔτρεφε σεβασμό.
Καρπός τῆς θρησκευτικότητάς του καί τοῦ χαρακτήρα του εἶναι οἱ προσπάθειες πού κατέβαλε νά συμφιλιώσει τίς ἀντιμαχόμενες παρατάξεις ( Κολοκοτρώνη, Κουντουριώτη κ.ἄ.).[20] Εἶναι μεγάλη ἡ ὠφέλεια νά ἀναγνώσει καί μελετήσει κάποιος τίς ἐπιστολές πού ἀντάλλαξαν μεταξύ τους, θά ὑποκλιθεῖ στίς μεγάλες αὐτές μορφές καί στό ὅραμα πού εἴχαν γιά τό γένος.[21] Σημαντική καί ἡ διαμαρτυρία πρός τήν προσωρινή διοίκηση τῆς Ἑλλάδος γιά τά ἔκτροπα ( κλοπές, βανδαλισμοί κ.τ.λ.) τῶν ρουμελιώτικων στρατευμάτων στά Λαγκάδια, στά Μαγούλιανα, στό Ζυγοβίστι.[22] Δέν ἀρεσκόταν στό ἄδικο καί στό ἄτιμο γιατί θεωροῦσε ὅτι τό ἔργο τῆς ἀπελευθέρωσης ὄχι μόνον ἔργο σοβαρό ἦταν ἀλλά ἔργο σημαντικό καί ὑπεύθυνο, τό ὀνόμαζε δέ : «Ἔργον θεῖον καί πατριωτικόν…».[23]
Κορυφαῖο ὅμως σημεῖο τοῦ βίου του, πού πρέπει νά σταθοῦμε, εἶναι ἡ συγχωρητικότητα ἀκόμα καί στούς ἀχάριστους ἐχθρούς.[24] Ἀκόμα ἕνα σημεῖο τῶν χαρισμάτων του, ἡ φιλοξενία ἀλλά καί ἡ ἐλεημοσύνη πού κατά τήν Ἐκκλησία μας «καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν».[25] Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ διαβάζουμε: « Ἐκτός τῶν ἀπείρων ἐλεημοσυνῶν εἰς τούς δυστυχοῦντας, τῶν ἀμέτρων καλῶν, ἐκτός τῶν προσπαθειῶν του νά κατευνάζη τά ἐξημμένα πάθη καί κατά τό διχασμόν καί κατά τάς μεταπολιτεύσεις, καθ᾽ἅς διά τῆς σωφροσύνης του κατώρθωνε ν᾽ ἀποφευχθοῦν αἱ αἱματοχυσίαι φυλακίσεις καί ἀντεκδικήσεις, εἶχε τήν οἰκίαν του ἑστία ὅλων τῶν φίλων, συγγενῶν και συμπατριωτῶν».[26]
Ὁ Θάνατός του
Στόν Πλαποῦτα συνέβη κάτι πού δέν συναντᾶς εὔκολα ἤ πιό σωστά συναντᾶς σπάνια καί μάλιστα σέ πνευματικά προοδευμένους ἀνθρώπους. Προΐδε τόν θάνατό του καί τό λείψανο του ἦταν χαμογελαστό. «Μίαν ἡμέραν πρό τοῦ θανάτου, προϊδών τοῦτον, ἠτοίμασε μόνος τά τοῦ θανάτου του, προεῖπεν εἰς τούς οἰκείους του ὅτι θά ταξιδεύση ἀνεπιστρεπτί, ἀποχαιρέτησε ὅλους καί ἤρεμος τό βράδυ τῆς 27 Ἰουλίου 1864 ξεψύχησε μέ τό γέλιο στό στόμα, σάν νά χαιρόταν τόν θάνατο, γιατί πέθαινε μέ δόξα, περηφάνεια κι᾽εὔφρανση, πού πλήρωσε τό μέγα καθῆκον καί πηγαίνει νά σμίξη στόν ἄλλον κόσμο μέ τ᾽ἄλλα παληκάρια τῆς λευτεριᾶς».[27] Ἐντύπωση μᾶς προξενεῖ πῶς περιγράφονται οἱ ἱερές αὐτές στιγμές τοῦ ἀγωνιστοῦ Πλαποῦτα στήν ἐφημερίδα «Αὐγή» τό ἔτος 1864. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀρχικά πλέκεται ὁ δίκαιος στέφανος τοῦ ἥρωα, στό τέλος διαβάζουμε: « Τοιοῦτος ἦτο ὁ ἀποθανών κατά τήν 5 Ἰουλίου ἀφανῶς ἐν τῷ χωρίῳ του Δημήτρης Πλαποῦτας».[28] Αὐτή ἡ λέξη «ἀφανῶς» προσδιορίζει τήν ἁπλότητα καί ταπεινότητα πού χαρακτήρισε ὁλόκληρη τήν ζωή του ἀκόμα καί τήν θανή του. Δέν ἔγιναν καί δέν ἤθελε ὁ ἴδιος νά γίνουν ἰδιαίτερες ἐκδηλώσεις καί τιμές στήν κηδεία του. Πραγματοποιήθηκε λιτά στήν γενέτειρά του,[29]ἐπανερχόμενος στήν γῆ, πού ἀποτελεῖ τήν κοινή μας μάνα.[30] Ἐτάφη «παρά τῇ συζύγῳ του».[31] Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὄφειλε, τίμησε τόν νεκρό. Ὁ Δεσπότης Γόρτυνος καί οἱ ἱερεῖς τῆς περιοχῆς προέπεμψαν μέ εὐλάβεια καί ἄπειρο σεβασμό τήν σορό τοῦ ἥρωα. Τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ λοιποί πολιτικοί καί στρατιωτικοί ἀλλά καί ὁ λαός. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἀνώνυμοι, ἀλλά ταυτόχρονα τόσο ἐπώνυμοι, «ἔρραναν μέ τά δάκρυά τους τό σεπτόν λείψανόν του».[32] Ἔτσι συμβαίνει συνήθως. Μετά τήν παρέλευση μιᾶς πολυτάχαρης ζωῆς ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς ὠριμότητας καί τῆς ἐπίγνωσης τῆς ματαιότητας τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Σέ αὐτήν τήν στράτα βλέπουμε νά βάδισε καί ὁ δικός μας Γορτύνιος Δημητράκης Πλαποῦτας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Νά ποῦμε τήν ἀλήθεια: Μέ τά ὅσα προαναφέραμε δέν πᾶμε νά ὡραιοποιήσουμε, πολλώ δέ μάλλον νά ἁγιοποιήσουμε τόν Πλαποῦτα. Κλέφτης στά βουνά ἦταν, μέ ὅτι σημαίνει αὐτό, ἀλλά τόν διακατεῖχε μιά θρησκευτικότητα, μία λεβεντιά καί μιά σύνεση, στοιχεῖα ἀναγκαῖα γιά κάθε ἄνθρωπο καί κάθε ἐποχή καί πολύ περισσότερο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τήν τόσο δυσκολεμένη καί ταλαιπωρημένη. Τελειώνω μέ μιά ἔκφραση: «Καυχωμένη καί ἀγαλλομένη ἡ εὔανδρος Γόρτυς διά τόσους Πατριάρχας καί ἰδίως τόν Γρηγόριον, διά τόν Γερμανόν, διά τούς Κολοκοτρωναίους, Δεληγιανναίους καί τόσους ἄλλους, καυχᾶται καί διά τόν ἐκ τοῦ τόπου τούτου ἔνδοξον ἀντιστράτηγον».
Ἄς εἶναι αἰωνία του ἡ μνήμη!