Κήρυγμα Κυριακή Δ Νηστειών
Μέσα στό Μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ὁποῖο κτυπᾶ ἡ καρδιά τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποκαλύπτεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τιμᾶμε καί γεραίρουμε πάντοτε τήν ἱερά μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, γιά νά διδαχθοῦμε ἀπό τήν αἰωνόβια πεῖρα του περί τοῦ ὄντως Ὄντος Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί νά εἰσέλθουμε στό βάθος τῆς μεγαλουργίας τοῦ Θεοῦ, πού σοφά τόν ἐνέπνευσε γιά τήν οὐσιαστική ἀξία τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως.
Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ταυτίζεται καί ἐκφράζεται μέ τήν ὀρθόδοξη ἄσκηση. Γιατί ἡ ἄσκηση μέσα στή χάρη, πού μεταμορφώνει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο γιά νά ἀρχίσει συνομιλία μέ τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί του, εἶναι ἡ πιό γνήσια καί αὐθεντική καί ἀδιάφθορη ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἤ γιατί ἡ αὐθεντική ἐσωτερική ζωή δέν εἶναι κάποια παθητική-ψυχολογική κατάσταση, ἀλλά πρόοδος πνευματική καί ἀγώνας γιά τήν ἐργασία ὅλων τῶν θεανθρώπινων ἀρετῶν.
Ἡ πίστη, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦν τό μοναδικό νόημα καί σκοπό τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως. Τό νόημα τῆς ἀσκήσεως μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ φανερή προσπάθεια καί ὁ ἐλεύθερος συνειδητός ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἐν Χριστῷ τελειότητος. Ἐπειδή ἡ τελειότης δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινο καί δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ καί νά ἀποκτηθῆ μόνον ἀπό τίς προσπάθειες τῶν φυσικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς ἐκ τούτου ἡ ἄσκηση καθ’ ἑαυτήν ποτέ δέν ἀποβαίνει σκοπός, ἀλλά μόνο μέσον πρός ἀπόκτηση τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ.
Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ἡ δυνατότητα νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἐλεύθερη ἄσκηση καί τή χάρη τῶν μυστηρίων, τόν ἑαυτό του καί τόν προορισμό του, νά γίνει δηλαδή εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά στείρα καθηκοντολογία, μιά πιστή τήρηση ἑνός ἄκαμπτου τυπικοῦ, ἕνας τακτικός καθωσπρεπισμός, μιά ὑποκριτική εὐσεβοφάνεια. Ἄσκηση εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἄσκηση εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄσκηση σημαίνει ὑπακοή στήνἘκκλησία.
Ἡ καθολικότητα τῆς ἀσκήσεως ἀποκλείει κάθε ταύτισή της μέ τήν ἠθικολογία ἤ ἀρετολογία τῆς αὐτόνομης ἠθικῆς. Ἡ ἄσκηση ὅπως ὁρίζεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἕνα σύστημα ἀρετῶν ἤ μία ἠθική φιλοσοφία. Ἡ ἄσκηση δέν ἀποβλέπει σέ ἠθικά πρότυπα, δηλαδή σέ ἀντικειμενικά πιστοποιημένες ἀρετές, πού μπορεῖ νά εἶναι μόνο φυσικά προτερήματα. Ἀποβλέπει στήν δοκιμασία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας πού ἐπιμένει νά στρέφεται πρός τό Θεό παρά τήν ἐπαναστατημένη ἀντίπραξη τῆς ἴδιας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι γεγονός πώς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν τό νόημα τῆς ἀσκήσεως στή ζωή μας. Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅλος σῶμα, ὑποδουλωμένος σέ ἰδεολογήματα καί προκατασκευασμένες θεωρίες.
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία πολύ σοφά μέσα στόν χρόνο προβάλλει καί τά ἀθλήματα τῶν Ἁγίων Της καί ὁρίζει τρόπους ἀσκήσεως πού παιδαγωγοῦν τίς θελήσεις τῶν ἀνθρώπων, τῶν Κληρικῶν, τῶν Μοναχῶν, τῶν Λαϊκῶν καί τίς μεταστρέφουν ἀπό τά χείρονα στά κρείττονα καί μᾶς ἐνισχύουν, σήμερα πού καθημερινά δοκιμά-ζεται ἡ ἐλευθερία μας, νά διασώζουμε τήν αὐτογνωσία μας καί τήν αὐτογνωσία τῆς μοναχικῆς μας κλήσης.
Τό ἔργο δέν εἶναι εὔκολο. Ἀπαιτεῖ πόνο καί αἷμα. Ἄρση τοῦ Σταυροῦ μας μέσα στήν ἔμπονη καθημερινή μας πορεία. Ὅμως ὑπάρχει ὁ Χριστός “Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ… ὅτι ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι” (Ματθ. 11, 30). Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου σημαίνει τόν ἀνθρώπινο δυναμισμό κινητοποιημένο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται γιά κανένα ἀξιόμισθο ἔργο. “Οὐκ ἔστι μισθός ἔργων ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά χάρις Δεσπότου πιστοῖς δούλοις ἡτοιμασμένη” (Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἐρημίτης, P.G. 65, 929).
Ἡ ἄσκηση, μέ τήν ποικιλία τῶν μορφῶν καί τῶν κανόνων της, εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ἴδια τή ζωή καί τίς ἱστορικές συνθῆκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή στή βαθύτερή της ἔννοια εἶναι ἄσκηση, καί ἡ ἄσκηση στή δυναμική της ἔκφραση ζωή. Ἄν χωρίσουμε τή ζωή ἀπό τήν ἄσκηση, τότε ἡ ζωή ἐκπίπτει σ’ ἕνα καθαρά βιολογικό ἤ ἐνστικτῶδες ἤ στατικό φαινόμενο. Καί ἄν χωρίσουμε τήν ἄσκηση ἀπό τήν ζωή τότε ἡ ἄσκηση καταντᾶ ἕνας καθαρά ἀντικειμενικός ἤ τυραννικός κανόνας, ἕνας ἐξωτερικός ἤ νεκρός τύπος. Ἡ χριστιανική ἄσκηση δέν ἀρνεῖται τή ζωή, ἀλλά τή μεταμορφώνει καί τήν ὁλοκληρώνει μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ.