Ἀπόστολος: Ρωμ. ιγ´ 11 – ιδ´ 4
Εὐαγγέλιον: Ματθ. στ´ 14 – 21
Η περίοδος της Αγίας Μεγάλης Τεσσαρακοστής συνιστά την πνευματικότερη λατρευτική διαδρομή του εκκλησιαστικού έτους, κατά την οποία η Εκκλησία μας καλεί σε μια πορεία εσωστρέφειας και διαρκούς και ειλικρινούς ενδοσκόπησης. Δικαίως υμνωδός την ονομάζει Στάδιον των αρετών, αφού στο στίβο της καλούμαστε να αναμετρηθούμε με τον κακό μας εαυτό να νικήσουμε την παθογόνο ανθρώπινη φύση μας και να καλλιεργήσουμε τα πνευματικά χαρίσματα που ο Θεός μας χάρισε.Πρόκειται για έναν αγώνα, επίπονο και διαρκή, κοπιώδη μα και συναρπαστικό, στόχος του οποίου είναι η ίδια η θνητότητα μας.
Η Σαρακοστιανή αυτή πορεία θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν ένα προσκύνημα στα ιερά της πίστης και της πνευματικής ζωής, σαν ένα ταξίδι με προορισμό την αυτογνωσία που οδηγεί στη Θεογνωσία. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να το πραγματώσουμε στηριζόμενοι μόνο στις δικές μας δυνάμεις. Το προσκύνημα αυτό διεξάγεται με τη συνάντηση δυο θελήσεων, της Θείας και της ανθρώπινης, γι’ αυτό και, στη διάρκεια του, η Εκκλησία μας εφοδιάζει με πλείστα όσα πνευματικά εφόδια, που δίνουν το αληθινό νόημα και αποκαλύπτουν τον πραγματικό σκοπό της ύπαρξης μας. Και αυτά τα εφόδια είναι οι υψίστου πνευματικού περιεχομένου Ιερές Ακολουθίες, η προσευχή, η νηστεία, η ελεημοσύνη, η πορεία της μετάνοιας, η συχνή Θεία Κοινωνία. Όλα αυτά συντελούν στο να μαλακώσει η καρδιά μας «τόσο ώστε να μπορεί να ανοιχτεί στις πραγματικότητες του πνεύματος, να αποκτήσει την εμπειρία της κρυμμένης «δίψας και πείνας» για επικοινωνία με το Θεό».
Η πλημμυρίδα των ιερών ακολουθιών αυτής της περιόδου δίνει στην προσωπική μας προσευχή, αλλά και στην προσευχή της εκκλησιαστικής κοινότητας, τη μορφή μιας αγωνιώδους ικεσίας προϊόν της αποκάλυψης που εξελίσσεται μέσα μας. Φανερώνει την πραγματική μας κατάσταση, το κενού, της ανεπάρκειας, της πνευματικής ένδειας, αλλά και της απογοήτευσης που προκαλεί η απομάκρυνση από τη ζωή της Εκκλησία και το θέλημα του Θεού. Όταν αποφασίσουμε να δούμε κατάματα και χωρίς υποκρισίας τον εαυτό μας, όταν αποβάλουμε την εγωπάθεια και τον ναρκισσισμό μας, δεν μπορούμε παρά να ψελλίσουμε αυτομεμφόμενοι: «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου… δώρησαι μοι του οράν τα εμά πταίσματα…» Δεν μπορούμε παρά τραγικά να αναρωτηθούμε «πόθεν άρξωμαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις» και να ικετεύσουμε προσευχόμενοι: «Μη αποστρέψης το πρόσωπον σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι…».
Αυτή η τελευταία υμνολογική ικεσία αποκαλύπτει ένα γεγονός που, όσο κι αν θέλουμε να το αγνοήσουμε ή να το αποφύγουμε, απασχολεί και επηρεάζει τη ζωή και τα έργα, τόσο ώστε να ζητούμε από το Θεό να εγκύψει πάνω μας για να σωθούμε. Το συναίσθημα της θλίψης, προϊόν πολλών και ποικίλων παραγόντων, επισκέπτεται συχνά τη ζωή μας και αναστατώνει τον εσωτερικό μας κόσμο. Ένα πελώριο «γιατί’ ορθώνεται τότε μπροστά μας, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την προσπάθεια μας να ξεπεράσουμε και να νικήσουμε τις θλίψεις. Ένα «γιατί» ικανό να μας εξεγείρει ακόμα και κατά του Θεού, στον οποίο συχνά επιρρίπτουμε τις ευθύνες των προβλημάτων μας αρνούμενοι να κοιτάξουμε, με ειλικρίνεια, πίσω από τα πράγματα για να δούμε την αλήθεια. Μια αλήθεια που διδάσκει, τελικά, ότι «η ζωή δεν αποτελεί αυτοσκοπό για τον άνθρωπο. Από εκείνον εξαρτάται προς ποίους στόχους θα τη στρέψει για να την αιτιολογήσει, να τη δικαιώσει, να την εκμεταλλευτεί, αλλά και να την εξευτελίσει ακόμα».
Ποιος είναι αυτός που μπορεί να σταθεί στήριγμα στις δοκιμασίες και στις αγωνίες της ζωής; Ποιος μπορεί να σπογγίσει τα δάκρυα του πόνου, να θεραπεύσει την οδύνη του θανάτου να άρει το ζυγό της αμαρτίας, παρέχοντας την άφεση, εκτός από το Θεάνθρωπο Ιησού; Εκτός από Εκείνον που προειδοποίησε τους δικούς του ανθρώπους ότι «εν των κόσμω τούτω θλίψιν έξετε. Αλλά θαρσείτε, εγώ γαρ νενίκηκα τον κόσμον». Γι’ αυτό και ο υμνωδός συνεχίζει προσευχόμενος: «Ταχύ επάκουσον μου, πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν».
Ο Κύριος περιμένει να ερεθίσουμε τη σταυρωμένη αγάπη Του με τους χτύπους και τους παλμούς της πίστης μας, για να σπεύσει να σηκώσει το δικό μας σταυρό των θλίψεων, σαν άλλος Κυρηναίος. Και αυτή είναι η ελπίδα μας, τελικά, η ελπίδα που μπορεί να μας κάνει να ξεπεράσουμε τα ανθρώπινα για να νικήσουμε και να καταξιώσουμε την ύπαρξη μας. Ας μην αφήσουμε να χαθεί η ελπίδα. Και αυτή τη Σαρακοστή ας την καλλιεργήσουμε, όντας βέβαιοι ότι όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους, ότι την παγωνιά του χειμώνα διαδέχεται η άνοιξη, τη Μεγάλη Παρασκευή η Κυριακή του Πάσχα, το Πάθος ακολουθεί η Ανάσταση. Καλή Σαρακοστή.
Γιώργος Σαββίδης – Μ. Πάφου