ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΖΩΑ ὑγιής συνύπαρξη καί παθογένειες κατά τόν Ὅσιο Παΐσιο τόν ἁγιορείτη
τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Στήν θεολογία γιά νά θεωρηθεῖ ἀπό κάποιους εἰδικούς ἕνα ἔργο ἀξιόπιστο θά πρέπει ὁ συγγραφέας νά ἔχει εἰδίκευση στό θέμα πού πραγματεύεται. Αὐτό ἐν πρώτοις εἶναι σωστό. Τί γίνεται ὅμως ὅταν στό νοῦ σου καρφώνεται ἡ ἰδέα προσέγγισης ἑνός θέματος γιά τό ὁποῖο δέν εἶσαι εἰδικός; Νομίζω τό ὀρθότερο εἶναι νά προστρέξεις στούς εἰδικούς καί κυρίως σέ αὐτούς πού ἔχουν κάνει τήν καλύτερη ἐπιστημονική ἔρευνα, πού στήν περίπτωσή μας εἶναι ἡ βιωματική ἔρευνα. Εἶναι ἡ ζωή καί ὁ καταγεγραμμένος λόγος τῶν ἁγίων μας. Γιά τά θέματα τῆς πνευματικῆς καί καθημερινῆς ζωῆς μας εἴμαστε πλούσιοι διότι ἔχουμε πολλούς εἰδήμονες, πού δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀστείρευτη αὐτή ἡ «βιβλιοθήκη τῶν ἁγίων». Στίς μέρες μας, πρίν λίγο καιρό, εἴχαμε τήν χαρά σέ αὐτήν τήν ἀμέτρητη χορεία τῶν ἁγίων νά προστεθεῖ ἕνα ἀκόμα λαμπρό καί λαοφιλές μέλος της, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ μεγάλος αὐτός ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία του ἔχει ἀποσαφηνίσει πολλά ζητήματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στήν σύγχρονη ἐποχή μας. Εἶναι ὁ λόγος του καθαρός καί σαφής. Εἶναι λόγος πού ἀναπαύει τίς ψυχές γιατί γράφεται μέ «πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο». Μέ βάση τά ὅσα ἐκεῖνος εἶπε θά διεξέλθουμε τό θέμα μας.
Τό περιεχόμενο τῆς προκείμενης ἐργασίας προέκυψε ἀπό τήν ἰδιαίτερη σχέση καί συμπεριφορά πού ὑπάρχει πλέον ἀνάμεσα στούς συνανθρώπους μας καί τά ζῶα. Πράγματι, παρατηροῦμε, μέρα μέ τήν ἡμέρα, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δεικνύουν μιά ἰδιαίτερη φροντίδα καί ἐνδιαφέρον γιά τά κατοικίδιά τους – καί ὄχι μόνο- ἀμελώντας ἀκόμα, σέ πολλές περιπτώσεις, καί αὐτούς τούς συγγενεῖς καί φίλους τους! Σέ ἄλλες περιπτώσεις μάλιστα, δέν θέλουν καθόλου νά συναναστρέφονται ἀνθρώπους ἀλλά μόνο τά ζωντανά τους; Ὄντως φθάνουν σέ ὑπερβολές. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ θέση τοῦ ἁγίου Παϊσίου, αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἁγίου μας, σχετικά μέ τό θέμα; Μέχρι ποίου σημείου φθάνει ἡ φροντίδα μας γιά αὐτά; Μήπως οἱ ὑπερβολές στήν φροντίδα αὐτή φανερώνει μιά ψυχική βλάβη; Ποιά εἶναι ἡ ὀρθή τοποθέτηση στό θέμα; Στά ἐρωτήματα αὐτά δίνει θεόπνευστες ἀπαντήσεις ὁ νεός ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, τίς ὁποῖες θά προσπαθήσουμε νά μεταφέρουμε. Ὡστόσο, γιά μιά καλύτερη προσέγγιση στό θέμα, προτρέπουμε τούς ἐνδιαφερομένους νά διαβάσουν τά ὅσα ὁ ἅγιος λέγει γιά τό προαναφερθέν θέμα ἀλλά καί γιά τόσα ἄλλα στήν σειρά πού ἔχει ἐπιμεληθεῖ τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο «Εὐαγγελιστῆς Ἰωάννης ὁ θεολόγος» στήν Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά καταθέσουμε ὅτι κατά τήν γνώμη μας κορυφαῖο ἀπό τήν σειρά τῶν κειμένων αὐτῶν εἶναι ὁ τόμος μέ τόν τίτλο «ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ». Δέν πρέπει νά ὑπάρχει χριστιανός πού δέν ἔχει διαβάσει τό βιβλίο αὐτό.
Ὁ ἁγιασμένος γέροντας κάνει καταρχήν ἕναν σαφῆ διαχωρισμό μεταξύ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ζώων καί γενικότερα τῆς κτίσης, πρίν καί μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων.
«Μέσα στόν Παράδεισο τά ζῶα αἰσθάνονταν τήν εὐωδία τῆς Χάριτος καί ἀναγνώριζαν τόν Ἀδάμ γιά ἀφέντη τους.[1] Μετά τήν παράβαση ὅμως βγήκαν καί αὐτά ἀπό τόν Παράδεισο, χωρίς νά φταῖνε, καί δέν ἀναγνώριζαν τόν Ἀδάμ γιά ἀφεντικό τους, ἀλλά ὁρμοῦσαν νά τόν ξεσχίσουν. Ἦταν σάν νά τοῦ ἔλεγαν «Εἶσαι κακός·δέν εἶσαι τό ἀφεντικό μας».[2]
Αὐτό πού ἀναφέρει ὁ γέροντας εἶναι πασιφανές ἀκόμα καί στίς μέρες μας. Βλέπουμε τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσης σέ ὅλο αὐτό πού ὀνομάζουμε οἰκολογικό πρόβλημα. Ὅμως τά πράγματα μποροῦν νά διορθωθοῦν ὄχι τόσο μέ τίς ἐνέργειες τῶν ὀμάδων πού σκοπό ἔχουν νά εὐαισθητοποιήσουν τούς ἀνθρώπους περί τοῦ θέματος- ἄν καί αὐτό εἶναι σημαντικό- ἀλλά κυρίως μέ τήν μετάνοια, τήν ἀλλαγή δηλαδή τοῦ νοῦ. Τί ἐννοοῦμε; «… ὁ ἄνθρωπος μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πλησιάζη ξανά στόν Θεό, ντύνεται καί πάλι τήν θεία Χάρη, ὁπότε ἐπανέρχεται στήν κατάσταση πού εἶχε πρό τῆς πτώσεως καί τά ζῶα τόν ἀναγνωρίζουν γιά ἀφεντικό τους. Τότε κινεῖται ἄφοβα ἀνάμεσα στά ἄγρια ζῶα, τά ὁποῖα παύουν πιά νά εἶναι ἄγρια, ἀφοῦ τό ἀφεντικό τους ἔχει ἡμερέψει.»[3]
Ἀκόμα, ὁ ἅγιος γέροντας περιγράφει πῶς ὁ πιστός μπορεῖ νά «καταμερίζει» τήν ἀγάπη του. Σχετικά μέ τό θέμα αὐτό, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἀναφέρει: «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως…».[4] Ἑρμηνεύοντας τόν λόγο αὐτό ὁ γέροντας Παΐσιος λέει: « Ναί, ἔτσι εἶναι…ὁ πνευματικός ἄνθρωπος δίνει τήν ἀγάπη του πρῶτα στόν Θεό, ἔπειτα στούς ἀνθρώπους, καί τήν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης του τήν δίνει στά ζῶα καί σέ ὅλη τήν κτίση».[5]
Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ἄν τά ζῶα ἀπό τήν μεριά τους κατανοοῦν αὐτήν τήν ἀλλαγή. Ὁ γέροντας ἀπαντᾶ:
« Αὐτή ἡ θεϊκή ἀγάπη πληροφορεῖ καί τά ζῶα, τά ὁποῖα καταλαβαίνουν τόν ἄνθρωπο πού τά ἀγαπάει καί τά πονάει καί τόν πλησιάζουν, χωρίς νά φοβοῦνται. Ἀκόμη καί τά τά ἄγρια ζῶα μποροῦν νά διακρίνουν ἕναν ἄνθρωπο πού τά ἀγαπάει ἀπό ἕναν κυνηγό πού θέλει νά τά σκοτώση. Τόν κυνηγό τόν ἀποφεύγουν, τόν ἄνθρωπο πού τά ἀγαπάει τόν πλησιάζουν. Νόμιζα ὅτι δέν συμβαίνει τό ἴδιο καί μέ τά φίδια, γιατί τό φίδι εἶναι τό μόνο ζῶο πού δέν ἀγαπιέται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Διαπίστωσα ὅμως ἀργότερα ὅτι καί τά φίδια διαισθάνονται τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου καί πιάνουν φιλία μαζί του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔρθη στήν θέση τοῦ φιδιοῦ καί τό πονέση, τό φίδι ἀμέσως τό καταλαβαίνει καί τόν πλησιάζει σάν φίλος. Εἶναι σάν νά λέη: ´Δόξα σοι ὁ Θεός, βρῆκα κι ἐγώ ἐπιτέλους ἕναν φίλο!᾽».[6]
Στό ζήτημα ἄν ἔχουν τά ζῶα ψυχή θά λέγαμε ὅτι ὑπάρχει ἕνα εἶδος ψυχῆς πού δέν ἔχει ὅμως καμμία σχέση μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης, τά ζῶα δέν ἔχουν μεταθανάτια ζωή. Αὐτό πού κυρίως ἔχουν εἶναι ἔνστικτα. Λέγει ὁ γέροντας: « Ὁ Θεός γιά νά ἐξυπηρετοῦνται, ἔχει δώσει καί σ᾽αὐτά ὅ, τι χρειάζονται· τούς ἔδωσε τήν διαίσθηση. Μετά τήν πτώση ὁ ἄνθρωπος στερήθηκε τό ὑπερφυσικό, ἀλλά τοῦ ἔμεινε ὁ νοῦς, ἡ λογική. Π.χ. οἱ ἄνθρωποι βλέπουν κάπου πλατάνια καί καταλαβαίνουν ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει καί νερό· ψάχνουν καί τό βρίσκουν. Ἐνῶ τά ζῶα τό πληροφοροῦνται σάν νά ἔχουν ραντάρ. Ἡ καμήλα, ὅταν εἶναι ἔρημο καί διψάη, τρέχει μόνη της πρός τό μέρος πού ὑπάρχει νερό καί ὁ καμηλιέρης τήν ἀκολουθεῖ. Εἶναι σάν νά παίρνη τηλεγράφημα.»[7]
Ἄκουσα κάποτε ἕναν ἁγιασμένο γέροντα νά λέει ὅτι γιά τά ζῶα θεός εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὁ πατήρ Παΐσιος διασαφηνίζει τό θέμα αὐτό λέγοντας: « Τά καημένα τά ζῶα θεό ἔχουν τόν ἄνθρωπο. Ὅπως ἐμεῖς ζητοῦμε βοήθεια ἀπό τόν Θεό, ἔτσι καί αὐτά ζητοῦν βοήθεια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Στό Ἅγιον Ὄρος ἄκουγα γιά τόν Γερό- Θεοφύλακτο ἀπό τήν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ὅτι εἶχε μεγάλη φιλία μέ τά ἄγρια ζῶα. Αὐτά διαισθάνονταν τήν ἀγάπη του καί πήγαιναν στήν Καλύβη του, ὅταν εἶχαν καμμιά ἀνάγκη. Κάποτε μάλιστα ἕνα ζαρκάδι πού εἶχε σπάσει τό πόδι του πῆγε ἔξω ἀπό τό Κελλί του καί βάλαζε θλιμμένα. Βγῆκε ὁ γέροντας καί τό εἶδε νά τεντώνει τό σπασμένο του ποδαράκι σάν νά τοῦ τό ἔδειχνε. Ἐκεῖνος τοῦ ἔφερε λίγο παξιμάδι νά φάη καί πῆρε δύο ξυλάκια, μέ τά ὁποῖα ἔδεσε σταθερά τό πόδι του. Μετά εἶπε στό ζαρκαδάκι: Πήγαινε τώρα στό καλό καί μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα νά ξαναπεράσης νά τό δῶ». Ὁ καλός Γέροντας συννενοήθηκε μέ τό ζῶο σάν γιατρός μέ πονεμένο ἄνθρωπο, ἐπειδή εἶχε γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ!»[8]Παρόμοιο περιστατικό ἀναφέρεται ὅτι ἔκανε ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης στό λιοντάρι πού εἶχε μπῆ στό πόδι του ἕνα καλάμι.[9]
Οἱ προοδευμένοι στήν πνευματική ζωή ἄνθρωποι γίνονται εὐαίσθητοι σέ ὅλα τους, προσέχουν τήν κάθε λεπτομέρεια καί πονοῦν γιά τά «φάλτσα» τῆς ζωῆς μας. Ἔχουν προχωρήσει καί βιώνουν τούς «λόγους τῶν ὄντων». Δηλαδή ἀναγνωρίζουν τό λόγο ὕπαρξης κάθε ὄντος. Στό θρόϊσμα τῶν φίλων, στό κελαϊδιμα τῶν πουλιῶν, στόν ἦχο τοῦ τρεχούμενων νερῶν ἀναγνωρίζουν τήν ἀκατάπαυστη δοξολογία τῆς δημιουργίας πρός τόν Θεό.[10] Συχνά παραφωνία σέ αὐτήν τήν δοξολογία εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ τό χάρισμα τῆς ἐλευθερίας του λειτουργεῖ οὐσιαστικά ἐναντίον του. Ὅμως, ἄς μιλήσουμε γιά αὐτόν πού ἀπέκτησε τήν πραγματική ἐλευθερία διά τῆς ὑπακοῆς. Ἄς δοῦμε κάποιες λεπτομέρεις γιά τόν τρόπο πού προσέγγιζε τά ζῶα καί πῶς ἐκείνα ἀναγνώριζαν τήν στάση του.
«Μιά φορά, τότε πού ἤμουν μέ τήν κήλη,[11] κάποιοι ἐργάτες κουβαλοῦσαν ξύλα μέ τά ζῶα ἐκεῖ στήν περιοχή τοῦ Καλυβιοῦ. Βλέπω σέ μιά στιγμή ἕνα ζῶο νά πέφτη, τό καημένο, κάτω καί τό σαμάρι μέ τά ξύλα νά πέφτη ἀπό πάνω του. Διπλώθηκαν τά πόδια του καί δέν μποροῦσε νά τά ἱσιώση. Ἐγώ ξέχασα ὅτι εἶχα κήλη, ξέχασα ὅτι δυσκολευόμουν ἀκόμη καί νά περπατήσω. Τρέχω, πετάω τά ξύλα. Πάω νά σηκώσω τό σαμάρι, δέν μποροῦσα. Δίνω μιά, τραβάω τά σχοινιά καί ἐλευθέρωσα τό ζῶο. Ὁπότε ἕνας Πατέρας πού ἦταν ἐκεῖ κοντά φώναξε: <Πρόσεχε, ἔχεις κήλη, θά πάθης καμμιά ζημιά>. Τότε θυμήθηκα ὅτι εἶχα κήλη. <Καλά, τοῦ λέω, ἐγώ ἔχω κήλη· ἐσύ πού δέν ἔχεις κήλη, γιατί δέν ἔτρεξες;>. <Φοβήθηκα μήπως μέ κλωτσήση>, μοῦ λέει. <Εὐλογημένε, τοῦ λέω, τό ζῶο, καί λύκος νά εἶναι, ὅταν τό καημένο βρίσκεται σέ ἀνάγκη, ζητάει βοήθεια καί δέν κάνει κακό στόν ἄνθρωπο>. Ἀλλά καί ἄν πεινοῦν κι ἄν διψοῦν στόν ἄνθρωπο καταφεύγουν, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἀφεντικό τους. Θυμᾶμαι, στό Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,[12] ἕνα καλοκαίρι, μιά ὀχιά κατέβηκε ἀπό τήν λαμαρίνα τῆς σκεπῆς καί κουλουριάστηκε μπροστά μου. Σήκωνε τό κεφάλι της ψηλά, ἔβγαζε τήν γλῶσσα της καί σφύριζε. Διψοῦσε πολύ-εἶχε καῆ ἀπό τόν πολύ καύσωνα- καί μέ ἀπειλοῦσε. Ζητοῦσε νερό, ἀλλά μέ ἐπιτακτικό τρόπο, λές καί ἤμουν ὑποχρεωμένος νά πάω νά τῆς φέρω νερό. «Βρές, τῆς λέω, ἐσύ, ἔτσι πού κάνεις, δέν συγκεινεῖς τόν ἄλλον!». Τῆς ἔβαλα μετά νεράκι καί ἤπιε. Ἐνῶ τά τσακάλια πολύ μέ συγκινοῦν, γιατί, ὅταν πεινοῦν, κλαῖνε σάν τά μωρά παιδιά. Νά δῆτε τί ἔχω πάθει μέ τά γατάκια τώρα στό καλύβι.[13] Πρόσεξαν πώς, κάθε φορά πού χτυποῦσε τό καμπανάκι, ἔβγαινα ἔξω, καί πότε-πότε τούς ἔριχνα κάτι νά φᾶνε. Ὅταν λοιπόν πεινοῦν, τραβοῦν τό σχοινί καί χτυπάει τό καμπανάκι. Βγαίνω καί βλέπω νά χτυποῦν αὐτά τό καμπανάκι καί τά ταΐζω. Πῶς τά ἔχει κάνει ὅλα ὁ Θεός!»[14]
῎Ας καταγράψουμε μερικές ἀκόμη ἐμπειρίες τοῦ γέροντα μέ τά ζῶα.
«Ἔρχονται, Γέροντα, ζῶα στό Καλύβι σας;»
Πῶς δέν ἔρχονται! Ἔρχονται τσακάλια, ἀγριόχοιροι…Ἔρχεται ποῦ καί ποῦ καί μιά μικρή ἀλεποῦ. Ὅταν φεύγουν οἱ γάτες, ἔρχεται ἡ ἀλεπουδίτσα. Οἱ ἀγριόχοιροι, τό καλοκαίρι, δέν ἐμφανίζονται, ἐπειδή φοβοῦνται τούς κυνηγούς· τότε μόνο φίδια ἐμφανίζονται, γιατί τά φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι.
Ἔρχονται καί πουλιά, κοπάδια, μικρά-μεγάλα. Τούς βάζω βρεγμένο παξιμάδι καί τρῶνε. Τό ἰνδοκάρυδο ἀπό τά λουκούμια τό κρατῶ ξεχωριστά γιά κάτι πουλιά πού φέρνουν τήν ἄνοιξη. Τά καημένα καλαηδοῦν ἀνοιξιάτικα ἀκόμη ἀπό τόν χειμώνα μέ τά χιόνια. Φέρνουν παρηγοριά δηλαδή. Αὐτά πεθαίνουν γιά τό ἰνδοκάρυδο.
-Γέροντα, στό Σινᾶ, ἐκεῖ πού μένατε, εἶχε ζῶα;
– Στό Σινᾶ, ἐπειδή ἦταν ἔρημος, πλησίαζαν πιό πολύ τά ἄγρια ζῶα, καθώς καί τά πουλιά. Εἶχε καί πέρδικες, εἶχε καί ὀρτύκια, σάν αὐτά πού ἔτρωγαν οἱ Ἑβραῖοι στήν ἔρημο.[15]Εἶχε καί κάτι ὄμορφα ποντίκια, σάν χελωνάκια, χωρίς οὐρά, πού εἶχαν ἐπάνω στήν ράχη τους ἕνα τρίχωμα σάν βούρστα! Τά ταίζα ὅλα, τίς πέρδικες, τά ὀρτύκια, τά ποντίκια! Ἔβαζα ὅ, τι εἶχα ξεχωριστά πάνω σέ πλάκες, γιατί μάλωναν! Πήγαινε τό πουλάκι νά φάη, πήγαινε καί τό ποντίκι, ὁπότε σηκωνόταν τό πουλάκι νά φύγη.
Τά πουλιά ὅπου πήγαινα, μέ ἀκολουθοῦσαν.Ὅταν ἀνέβαινα πάνω στά βράχια καί ἄρχιζα νά ψάλλω, μαζεύονταν ἐκεῖ καί στό τέλος τούς ἔρριχνα λίγο ρύζι. Ἄμα ἤθελα ἡσυχία, δέν ἔπρεπε νά ψάλω καθόλου, γιατί μαζεύονταν ὅλα γύρω μου! Θυμᾶμαι μιά φορά πού πιάστηκε ἡ μέση μου καί ἔμεινα μερικές μέρες ξαπλωμένος, ἕνα πουλάκι, τό καημένο, μπῆκε μέσα στό κελλί μου καί ἦρθε πάνω στό στῆθος μου. Στάθηκε ἐκεῖ, μέ κοιτοῦσε στό πρόσωπο καί κελαηδοῦσε, ὦρες, πολύ γλυκά.Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση!»[16]
Τί μποροῦμε νά ποῦμε γιά τήν συνηθισμένη ἔκφραση: «Προτιμῶ νά κάνω παρέα μέ τά ζῶα παρά μέ τούς ἀνθρώπους, εἶμαι ἀπογοητευμένος ἀπό αὐτούς». Αὐτή εἶναι μιά ἔκφραση πού δηλώνει τήν ἀπογοήτευση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Πράγματι, δέν εἶναι ἄγνωστη καί στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Ὅμως ἡ λύση δέν εἶναι νά μήν συναναστρεφόμαστε πλεόν μέ ἀνθρώπους καί τήν θέση τους νά πάρουν τά ζῶα. Νά σκεφτόμαστε ὅτι μετά τήν πτώση κουβαλᾶμε ὅλοι μας τήν φθορά καί κυρίως εἴμαστε δέσμιοι τοῦ ἐγωισμοῦ. Νά σκεφτόμαστε ὅτι ὑπάρχει τό ἀνθρώπινο καί ἔτσι νά συγχωροῦμε. Ὅμως, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔλεγε ὅτι ἀπό τά ζῶα μποροῦμε νά πέρνουμε πολλά καί πολύτιμα παραδείγματα.
«-Γέροντα, τί εἶναι αὐτό τό βουητό πού ἀκούγεται;
- Ἕνα μελίσσι ἐγκαταστάθηκε στό παράθυρό μου[17] καί τώρα ἐργάζεται ἐντατικά. Τί τραβάω τό βράδυ μέ τίς φωνές τους! Ἐλᾶτε νά σᾶς δείξω τήν κυψέλη μου. Νά δῆτε μέ τί ἀρχιτεκτονική ἐργάζονται οἱ μέλισσες, ἐνῶ δέν ἔχουν οὔτε ἀρχιτέκτονα οὔτε ἐργολάβο!Εὔχομαι νά δουλέψετε καί ἐσεῖς σωστά, πνευματικά, νά φτιάξετε πνευματική κυψέλη, νά βγάζη μέλι πνευματικό, νά ἔρχονται οἱ λαϊκοί νά τρῶνε καί νά γλυκαίνωνται πνευματικά.
-Τί σημαίνει, Γέροντα, αὐτό πού λέει ὁ Ψαλμωδός: <Ἀνθρώπους καί κτήνη σώσεις, Κύριε>[18];
-Ἐννοεῖ ὅτι ὁ Θεός βοηθάει καί τά ζῶα. Πόσοι ἄγιοι εἶναι προστάτες τῶν ζώων! Ἀλλά καί τί τραβάνε τά καημένα! Ἐμεῖς οὔτε μιά ἑβδομάδα δέν θά μπορούσαμε νά κάνουμε τήν ὑπακοή τού κάνουν αὐτά στόν ἄνθρωπο. Ἄν τά ταΐσουν, τά τάισαν·διαφορετικά μένουν νηστικά. Ἄν δέν κάνουν αὐτό πού θέλει τό ἀφεντικό τους, τά χτυποῦν. Καί τί κόπο κάνουν, χωρίς νά περιμένουν κανέναν μισθό. Ἐμεῖς ἕνα <Κύριε ἐλέησον> νά ποῦμε, Παράδεισο ἔχουμε νά λάβουμε. Μικρό πράγμα εἶναι αὐτό; Μᾶς πέρασαν ἐπομένως καί στήν ἀκτημοσύνη καί στήν ὑπομονή καί στήν ὑπακοή.
Ὅλα νά τά παρακολουθῆτε, γιατί ὅλα βοηθοῦν. Παρατηρῶ τά μυρμήγκια πόσα φιλότιμα ἐργάζονται, χωρίς νά ἔχουν ἐπιστάτη. Ἐγώ δέν βρῆκα σέ κανέναν ἄνθρωπο τήν λεπτότητα πού εἶδα στά μυρμήγκια. Τά νέα μυρμηγκάκια πᾶνε καί κουβαλοῦν στήν φωλιά ξυλάκια καί ἕνα σωρό ἄχρηστα πράγματα, ἐπειδή ἀκόμα δέν ξέρουν τί πρέπει νά φέρουν. Τά παλιά μυρμήγκια τά ἀφήνουν νά τά κουβαλήσουν, χωρίς νά τούς κόβουν τήν προθυμία, καί μετά τά βγάζουν ἔξω ἀπό τήν φωλιά. Ὕστερα, σιγά-σιγά τά νέα βλέπουν τί κουβαλοῦν τά παλιά καί μαθαίνουν τί πρέπει νά φέρνουν. Ἄν ἤμασταν ἐμεῖς, θά λέγαμε: <Ἔλα ἐδῶ ἐσύ, τί εἶναι αὐτά πού κουβαλᾶς; Πέταξέ τα γρήγορα ἔξω!>
Τά ζῶα τά ἔκανε ὁ Θεός, γιά νά ἐξυπηρετῆται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά καί γιά νά παραδειγματίζεται. Ὁ ἄνθρωπος, ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ἀπό ὅλα ὠφελεῖται.»[19]
Θά ἀναφέρουμε καί ἄλλο ἕνα παράδειγμα σχετικό μέ τό θέμα ὅπως ὁ ἴδιος ὁ ἁγιασμένος γέροντας περιγράφει, τό ὁποῖο φανερώνει τή λεπτότητα τῆς προοδευμένης καρδιᾶς του καί τήν ἀρμονική σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τά ζῶα:
« Στό τελευταῖο σας γράμμα[20] μοῦ εἴχατε στείλει μιά εἰκόνα μέ τόν Ἀδάμ καί τά ζῶα στόν Παράδεισο. Σκέφθηκα λοιπόν νά σᾶς στείλω καί ἐγώ μέ τήν σειρά μου ζωγραφισμένο ἕνα πουλί, τόν πιό στενό μου φίλο, γιατί, ἄν σᾶς ἔστελνα ζωγραφισμένο ἕνα φίδι, νομίζω, θά σᾶς ἔπιανε φόβος. Τόν ἔχω ὀνομάσει Ὄλετ, πού σημαίνει στά ἀραβικά «παιδί». Μένει στό ραχώνι,[21] πεντακόσια μέτρα μακριά ἀπό τό καλύβι μου.[22] Κάθε μεσημέρι τοῦ πηγαίνω καλούδια καί φιλεύματα. Μόλις τοῦ δίνω κάτι νά φάη, παίρνει λίγο καί φεύγει. Ἐγώ τό φωνάζω νά ἔρθη, ἀλλά αὐτό φεύγει καί σέ λίγο ἔρχεται κρυφά ἀπό πίσω καί κρύβεται κάτω ἀπό τήν ζακέτα μου. Ὅτα πάω νά φύγω, μέ ξεπροβοδίζει σέ ἀπόσταση ἑκατό μέτρων περίπου, κι ἐγώ, γιά νά μή συνεχίση νά ἔρχεται ἀπό πίσω μου καί κουρασθῆ, τοῦ ἀφήνω κανένα ψίχουλο, γιά νά ἀπασχοληθῆ, καί φεύγω γρήγορα, γιά νά μέ χάση.
Τώρα τελευταῖα ἄφησε τήν ἄσκηση καί ζητάει καλοπέραση!…Οὔτε σπασμένο ρύζι τρώει οὔτε βρεγμένο παξιμάδι, ἀλλά μόνο σκουληκάκια, πού θέλει νά τά βάζω στό…πιάτο- στήν χούφτα μου- καί νά ἀνεβαίνη ἐκεῖ νά τά τρώη.Πρόοδος!
Εἶναι μέρες πού πανηγυρίζω μέ τόν Ὄλετ καί τήν συντροφιά του. Μπορεῖ νά πῆ κανείς: <Γιατί κάνεις ἐξαιρέσεις στόν Ὄλετ; Γιατί δέν κάνεις τό ἴδιο μέ τά ἄλλα πουλιά;>. Ἀπαντῶ: <Ὅταν φωνάζω τόν Ὄλετ νά ἔρθη, φέρνει μαζί του καί ἄλλα πουλιά, φίλους του, τά ὁποῖα τρέχουν ἀμέσως στό φαΐ, ἐνῶ ὁ Ὄλετ ἔρχεται ἀπό ὑπακοή καί ἀγάπη.Ἀκόμη καί ὅταν εἶναι νηστικός, κάθεται ἀρκετή ὥρα μαζί μου καί ξεχνάει τό φαγητό· ἐγώ τοῦ τό θυμίζω. Καί τώρα πού καλωσύνεψε ὁ καιρός καί βρίσκει ζουζούνια νά φάη, ὅταν τό φωνάζω, πάλι ἔρχεται, γιά τήν ὑπακοή, ἐνῶ εἶναι χορτάτο καί δέν τό ἀναγκάζει ἡ πεῖνα. Ἔ, πῶς νά μήν τό χαίρεσαι περισσότερο ἀπό τά ἄλλα πουλιά αὐτό τό φιλότιμο πουλάκι;>.
Πολλές φορές μοῦ ἔρχεται ἀπό τήν πολλή μου ἀγάπη νά τό σφίξω μέσα στήν χούφτα μου, ἀλλά φοβᾶμαι μήπως κάνω σάν τήν μαϊμοῦ πού ἀπό ἀγάπη σφίγγει τά παιδιά της καί τελικά τά πνίγει. Γι᾽αὐτό σφίγγω τήν καρδιά μου καί τό χαίρομαι ἀπό μακριά, γιά νά μήν τό βλάψω.[23]
Μιά μέρα ἄργησα νά πάω στό ραχώνι καί ὁ Ὄλετ, ἐπειδή φυσοῦσε πολύ, εἶχε λουφάξει ἀπό νωρίς. Ἄφησα τό φαγητό του καί ἔφυγα, χωρίς νά τόν δῶ. Τήν ἄλλη μέρα ξεκίνησα νά πάω πολύ νωρίς, γιατί ἀνησύχησα μήπως τό ἔφαγε κανένα γεράκι. Αὐτό, ὅταν εἶδε τό πρωί τό φαγητό πού τοῦ εἶχα ἀφήσει ἀποβραδίς, «τό πείραξε ὁ λογισμός» καί κατέβηκε στά μισά τοῦ δρόμου καί μέ περίμενε. Ὅταν μέ εἶδε, ἔκανε σάν τρελλό ἀπό τήν χαρά του.Τοῦ ἔδινα νά φάη, ἀλλά αὐτό περισσότερο ἤθελε συντροφιά παρά φαγητό. Τό θαυμάζω γιά τήν ἄσκησή του καί γιά τήν ἀγάπη πού ἔχει, καθώς καί γιά τήν εὐγνωμοσύνη του. Εὔχεσθε νά μιμηθῶ τίς ἀρετές του.
Πιστεύω νά μήν ἔχετε παράπονο· σᾶς τά εἶπα ὅλα, χωρίς νά πάρω τήν συγκατάθεση τοῦ Ὄλετ. Ἐλπίζω νά μήν τόν στεναχωρήσω, μιά πού δέν θά γίνουν γνωστά ἔξω…Ἔχετε τούς χαιρετισμούς τούς δικούς του καί τούς δικούς μου τούς πολλούς».[24]
Ὁ γέροντας Παΐσιος κάνει σαφές ὅτι μποροῦμε νά παραδειγματιζόμαστε ἀπό τά ζῶα, νά τά φροντίζουμε ἀλλά ὄχι νά ἀντικαταστήσουν τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Τά βλέπει σάν μέρος καί αὐτά τῆς δημιουργίας πού μέ τό τρόπο τους δοξάζουν τόν Δημιουργό τους καί δίνουν παρηγοριά καί βοήθεια στούς ἀνθρώπους. Ὡς κατακλείδα ἀναφέρουμε τά λόγια του:
«Στό καλύβι μου ὄχι μόνον τά πετούμενα πουλάκια ἀλλά ὅλα τά ζῶα πού ἔρχονται ἐκεῖ- τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελῶνες, σαῦρες, φίδια- χορταίνουν ἀπό τήν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μου καί χορταίνω καί ἐγώ, ὅταν χορταίνουν αὐτά, καί ὅλοι μαζί, <τά θηρία καί πάντα τά κτήνη, ἑρπετά καί πετεινά πτερωτά>[25], <αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καί προσκυνοῦμεν τόν Κύριον>[26] ».[27]
Στήν παροῦσα σύντομη ἐργασία ἀναφέραμε μέ συντομία, ὅσα ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης λέει σχετικά μέ τήν σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τά ζῶα. Ὁ λόγος του σαφής καί κατατοπιστικός γιατί εἶναι λόγος ἁγιοπνευματικός. Τά ὅσα μέ ἁπλότητα ἔλεγε ὁ ἅγιος αὐτός γέροντας δέν ἀπομειώνουν τά λεγόμενά του, ὅπως μερικοί θά ὑποστήριζαν, ἀλλά ἀντίθετα τοποθετοῦν τό θέμα στήν σωστή θεολογική του βάση. Ὁ ἅγιος δέν χρειάζεται νά λέει πολλά καί νά διανθίζει τόν λόγο μέ βαρύγδουπες ἐκφράσεις. Μιλᾶ μέ λίγα λόγια, μέ σαφήνεια χρησιμοποιώντας ὅμως παραδείγματα γιά νά γίνεται καταληπτός σέ κάθε ἄνθρωπο. Ὁμοιάζει σέ αὐτό μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Τά ὅσα ὅμως θά πεῖ δέν εἶναι θεωρίες ἀλλά βιωμένες ἀλήθειες.
Ἔγραψα στήν Δημητσάνα
στίς 7 Φλεβάρη 2015
ἡμέρα μνήμης τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ
τοῦ ἐν Στειρίῳ
[1] Γεν. 1,28.
[2] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σ.232.
[3] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σ.232.
[4] Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοί Λόγοι, Λόγος ΠΑ´, σ.270.
[5] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σ.232.
[6] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σσ.232-233.
[7] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σ.233.
[8] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σσ.233-234.
[9] Ὁ βίος του μέ λεπτομέρειες στό www.iordanitis.net
[10] Ψλ.103.
[11] Τό 1987.
[12] Τήν περίοδο 1968-1979.
[13] Στό καλύβι «Παναγούδα».
[14] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σσ.234-235.
[15] Ἔξ.16,13. Ἀριθμ.11, 31-32.
[16] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σσ.236-237.
[17] Τόν Ἰούνιο τοῦ 1993.
[18] Ψλ. 35,7.
[19] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σσ.237-238.
[20] Τό γράμμα εἶχαν στείλει οἱ μοναχές ἀπό τήν Σουρωτή στόν Γέροντα τήν ἄνοιξη τοῦ 1975.
[21] Σημαίνει λόφος, βουναλάκι.
[22] Τό καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
[23] Ἡ σχέση οῦ Γέροντα μέ τά ζῶα δέν ἦταν μιά ἐκδήλωση ζωοφιλίας ἀλλά ἔκφραση «ἐλεήμονος καρδίας», τῆς ὁποῖας ἡ ἀγάπη ξεχυνόταν πρός ὅλη τήν κτίση.
[24] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σσ.238-240.
[25] Ψλ.148,10.
[26] Στήν ὀγδόη ὠδή, Ὡρολόγιον τό Μέγα, ἔκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθήνα 2001, σ.76.
[27] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Πάθη καί Ἀρετές, Λόγοι Ε´, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2011, σ.242.