Ὁ πρεσβύτερος υἱός τῆς παραβολῆς
1. «Τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρέ- βην…». Στήν περικοπή αὐτή περί τοῦ ἀσώτου προσέχουμε καί μι- λᾶμε μόνο γιά τόν νεώτερο υἱό, τήν ἀσωτία, τήν ἐπιστροφή του κλπ. ᾽Αλλά αὐτός ἁμάρτησε, πλήρωσε, μετάνοιωσε, ὁμολόγησε, σώθηκε. ῾0 πρεσβύτερος υἱός ὅμως τί ἔγινε; Αὐτός δέ φαίνεται νά μᾶς προκαλεῖ. Γιατί δέ διαφέρει ἀπό μᾶς, εἶναι λογικός καί φρόνι- μος. Οἱ ἀντιδράσεις του δικαιολογημένες καί τυπικές, δέν κάνουν ἐντύπωση. Εἶναι τό «καλό παιδί». Στό βάθος ὅμως δέν ὑποπτευόμα- στε τά ἐλαττώματά του. 2. ᾽Ασφαλῶς ἔχει ἀρετές. Παρουσιάζεται σεμνός καί ὑπάκουος. Δέ γλεντάει μέ ξενύχτια, οὔτε καί στό σπίτι του ἀκόμη. Γιατί ὅ- μως; Δέ θἄθελε; ῾Απλῶς φυλάγεται, γιατί φοβᾶται τίς κρίσεις τῶν ἄλλων. Κρύβεται καί θέλει νά εἶναι ἐξωτερικά ἄψογος. Δέν εἷναι ὅμως καί σοφός πέρα γιά πέρα. ῾Η σεμνότητά του εἶναι ἐπιφανεια- κή καί ξεσκεπάζεται, ὅταν ἔλθει ἡ κρίσιμη ὥρα: «Τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι.. ἐμοί δέ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον, ἵνα μετά τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ…». ῾Ολόκληρο τό κοσμικό φρόνημα κρυμμένο μέ ὑ- πολογισμούς. ῟Ηταν ἐπί χρόνια λανθανόμενο, χωρίς νά τό ὑπο- πτεύεται κανείς. 3. Μέχρι τή στιγμή αὐτή παρουσιάζεται ὡς ἄνθρωπος θυσίας. Δουλεύει καί δέ ζητάει «τίποτε». Βοηθάει τόν πατέρα του, τήν οἰ- κογένεια. Φροντίζει γιά τήν περιουσία τῆς οἰκογένειας, καταδικά- ζει κάθε διάσπαση. Ξαφνικά ὅμως τήν πιό ἀκατάλληλη στιγμή ξε- χωρίζει τελείως. Παρουσιάζεται ἄσχετος μέ τή χαρά τοῦ πατέρα του, τῆς οἰκογένειας. Δέν ἐπικοινωνεῖ μέ τόν τόσο σεβαστό του πα- τέρα. ᾽Από ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σπιτιοῦ μαθαίνει τά οἰκογενειακά συμ- βάντα, ὡς ξένος καί τά ἐπικρίνει στούς κατώτερούς του καί τούς ξένους. Μιλάει σ’ αὐτούς γιά τά δικαιώματά του. Ποῦ εἶναι ὅμως οἱ μέχρι τώρα «θυσίες» του; ῾Απλούστατα εἶχε πάντοτε τίς ψευδαι- σθήσεις τοῦ μοναδικοῦ κληρονόμου, πού τίς καλλιεργοῦσε μέ προ- σκόλληση σ’ αὐτές καί τώρα κλονίζονται ὅλοι οἱ ὑπολογισμοί του. Γι’ αὐτό καί δέ συγκρατεῖται πιά, ἀπογυμνώνεται τελείως. 4. Δέν εἷχε παρεκτραπεῖ καθόλου μέχρι τώρᾳ γιατί δέν ἤθελε νά ἐκτεθεῖ, ἔκρυβε ἀλλά καραδοκοῦσε νά βρεῖ τήν εὐκαιρία νά ἀ- παιτήσει κρυφά ἤ φανερά, ἐπίσημα ἤ ἄτυπα ὅσα ὑπολόγιζε καί ἐπι- δίωκε. ᾽Από αὐτῆς τῆς πλευρᾶς εἶναι ἐπικίνδυνος, γιατί δέν εἶναι φανερός ὁ χαρακτήρας καί οἱ προθέσεις του. Αὐτές φανερώνονται μόνο σέ δύσκολες ὧρες, ὅταν δέν τό περιμένει κανείς. Καί τότε ἄλλον ὑπολογίζεις ὅτι ἔχεις καί ἄλλος φανερώνεται ὅτι εἷναι νά σέ ἀπογοητεύσει. 5. Εἶναι πειθθρχικός καί ἀφοσ᾽Ιωμένος μέχρι τότε, Αὐτό φαίνε- ται κι ἀπό τά λόγια τοῦ πατέρα του: «Τέκνον, σύ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστιν». Δέν τόν ἱκανοποιεῖ ὅμως αὐτό, ἀλ- λά ὀργίζεται μέ τήν ὑποδοχή τοῦ ἀδελφοῦ του: «᾽Ωργίσθη καί οὐκ ἤθελε εἰσελθεῖν». Δέ συμμερίζεται φυσιολογικά τή χαρά τοῦ πατέ- ρα του καί τό δικαίωμά του αὐτό, γιατί δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του. Καί αὐτό κάνει προβληματική καί τήν ἀγάπη του στόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τόν παρακαλεῖ ἔξω νά ἔλθει νά χαρεῖ μέσα στό σπίτι καί τό «καλό παιδί» ὁ ὑπάκουος υἱός ἀρνεῖται, εἷναι ἀμετάπειστος μέ- χρι τέλους. ᾽Ακατανόητη συμπεριφορά, ὕστερα ἀπό μιά «ἐνάρετη ζωή». 6. ῾0 πειθαρχικσς υἱός γίνεται ὀξύς, εὐερέθιστος, κατήγορος καί ἐπιτιμητικός στόν πατέρα του, γιά ἀνεκτικότητα, μεροληψία στόν ἀδελφό του. Τόν θεωρεῖ ὡς ἀπόβρασμα: «῾0 υἱός σου οὑτος», ὄχι ὁ ἀδελφός μου… ῾0 ἐνάρετος καί εὐσεβής υἱός «οὐδέποτε ἐντο- λήν του εἷχε παραβιάσει». Δείχνει ὅμως τώρα, ὅτι αὐτό ἦταν ἐπί- χρισμα ἀρετῆς μόνο, εὐσεβοφάνεια καί συντηρητικότητα πού τήν ἔκρυβε. ῟Ηταν δηλαδή ἐπιφανειακή πάντοτε, ἡ εὐσέβειά του, χωρίς κανένα βάθος νά φανεῖ… 7. Τί κρὔΙει ἡ εὐσέβειά του αὐτῄ· Εἶναι σκληρή καί ἄψυχη, εἶ- ναι αὐστηρή καί ἀποκλειστική. ῾Υπερτιμᾶ τίς πραγματικές ὁπωσ- δήποτε ἀρετές του μέχρι σημείου νά κλονισθεῖ ἡ ἀξία τους καί ὁμι- λεῖ ὑποτιμητικά καί σκληρά γιά τή διαγωγή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί μάλιστα τοῦ ἀδελφοῦ του. ῾0 πρεσβύτερος αὐτός υἱός ὁμιλεῖ μέ λογική καί μέ σύνεση, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δέ διαφέρει σέ σκληρότητα ἀπό τό Φαρισαῖο τῆς περασμένης Κυριακῆς. ᾽Οχυρώνεται στή νομιμοφροσύνη του καί ζητάει περισ- σότερα δικαιώματα ἀπό τίς «θυσίες» πού ἔχει κάνει. 8. Καί ἡ μεγάλη αὐτή σκληρότητα, πού παραβλέπει τήν ὕπαρ- ξη τῶν ἄλλων, τίς ἀνάγκες καί τίς διαθέσεις τους, καλλιεργεῖ στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν τή νοοτροπία, πού διώχνει βασικά τήν ἀγάπη καί τήν ἀνεκτικότητα πρός τούς ἄλλους. ᾽Αντί νά τούς βοη- θήσουν στήν ἀπαλλαγή τοῦ κακοῦ, τούς ἐκθέτουν περισσότερο, τούς διαπομπεύουν καί ζητοῦν τή συντριβή τους. Οἱ ἐκπρόσωποι τῆς νοοτροπίας αὐτῆς προβάλλουν ἔμμεσα ἤ ἄμεσα μέ ἔργα καί μέ λόγια τή στερεότυπη εὐσέβειά τους, μέ τά δικά τους ἐξωτερικά κα- τορθώματα, ὡς τό τέλειο μέτρο τῆς εὐσέβειας. 9. ῾Υποκριτική καί φαινομενική ἡ συντηρητικότητα, Δέν τή ζοῦν βαθειά τήν εὐσέβεια οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, γιατί τήν πιστεύουν, ὡς θέλημα Θεοῦ, ἐνώπιόν Του, μέ φόβο καί ἀγάπη, ἀλλά ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων μονάχα, γιατί ἡ ἀξιοπρέπειά τους ἀπαιτεῖ νά τή δεί- χνουν. ῾Η συντηρητικότητα αὐτή καί ἡ σύνεση γίνεται τό καταφύ- γιο, πού προστατεύει τή δειλία τους. Προβάλλουν τή συντηρητικό- τητα, ὡς ἀρετή καί κλείνονται στόν ἑαυτό τους γιά νά καταλήξουν στήν ἰδιοτέλεια, διεκδικώντας κεκτημένα δικαιώματα καί συμφέρο- ντα. ῾Ολόκληρο τό ἐσωτερικό τοῦ συντηρητικοῦ ἀνθρώπου φανε- ρώνεται, ὅταν τό διαταράξουν ἀπρόβλεπτα γεγονότα (ὅπως ἡ μετά- νοια τοῦ ἀδελφοῦ κἄ.) καί φέρουν τήν δοκιμασία νά ὑποχρεωθεῖ νά λάβει θέση σέ ὅσα συμβαίνουν γύρω του καί τόν θίγουν. 10. ῾0 συντηρητικός ἄνθρωπος τρέφει τήν αὐτοϊκανοποίησή του, ὅταν καταφέρνει νά συμμορφώνεται μέ ὁρισμένες ὑποχρεώ- σεις πνευματικῆς ζωῆς (ἐκκλησιασμός, μυστήρια, προσευχή, κή- ρυγμα κἄ.). Δίνει τήν ἐντύπωση τοῦ ἄριστου καί καλοῦ χριστια- νοῦ. Τοῦ λείπει ἴσως μόνο ὁ φωτοστέφανος τοῦ ἁγίου. ῾Η «νομική» ὅμως αὐτή εὐσέβεια (ἡ τήρηση τοῦ νόμου), πού τόσο φαινομενικά καλλιεργοῦσαν οἱ Φαρισαῖοι, βαθύτερα παρουσιάζεται, ὡς ἰδιότρο- πος καί ἰδιοτελής, ἐγωϊστικός καί εὔθικτος, ζηλότυπος καί φθονε- ρός. ῾0 λαός τόν διακρίνει καί ἀποφαίνεται, ὅτι «αὐτός δέν εἶναι εὐσεβής, ἀλλά κάνει τόν εὐσεβῆ». 11. ῾0 ἀληθινά εὐσεβής δέν ἱκανοποιεῖται εὔκολα ἀπό τόν ἑαυ- τό του, ἀλλά γνωρίζει, ὅτι ὑστερεῖ. «Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἤ ἤδη τε- τελείωμαι, διώκω δέ εἰ καί καταλάβω, ἐφ’ ᾧ καί κατελήφθην ὑπό ᾽1- ησοῦ Χριστοῦ» (Φιλιπ- γ’ 12). Γι’ αὐτό εἶναι φανερό, ὅτι ὁ συντη- ρητικός, ὡς ἐκπρόσωπος τῶν θρησκευομένων εἷναι κακέκτυπο χρι- στιανοῦ. Προβάλλει μάλιστα συνεχῶς τήν παράδοση τῆς ἐκκλη- σίάς, ἀλλά χωρίς νά τή γνωρίζει τήν ἀληθινή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Μιλάει γιά νεωτερισμό καί χρησιμοποιεῖ τήν 1. παράδοση, ὡς τρο- χοπέδη, γιά νά ἐπιδιώξει αὐτά πού θέλει. Εἶναι ἐκπρόσωπος αὐτῶ πού ὑποστηρίζουν τά κεκτημένα δικαιώματα τοῦ κατεστημένου. 12. ῾Η 1. παράδοση δέν εἶναι συντηρητική, οὔτε ὁ λόγος τοῖ Θεοῦ καί ἡ ἀλήθεια τῆς ἐκκλησίας, πού εἶναι μία καί αἰώνια. ῾Η ε- νυπόστατη ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐκκλησία Του δέν εἶναι οὔτε προοδευτική οὔτε συντηρητική, ἀλλά ἀναλλοίωτη και αιωνια αλήθεια καί ζωή: «᾽Ιησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (῾Εβρ. ιγ’ 8). ῾Η ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέ θέλει συντήρηση, δέ φοβᾶται νά ξεπεραστεῖ, νά καταργηθεῖ, ἔχει τή δύ- ναμη νά μείνει, ὅπως εἶναι ἐξ’ ἀρχῆς καί στούς αἰῶνες. Οὔτε οἱ «πύλες τοῦ ῞Αδου δέν μποροῦν νά κατισχύσουν ἐπ αὐτῆς» (Ματθ.
ιστ’ 1138)..Ποιός δίκαιος ἄνθρωπος ὅμως θά μποροῦσε νά πεῖ ὅσα εἷπε ὁ πρεσβύτερος υἱός; Εἷναι ὁ δίκαιος ἐκ τοῦ νόμου καί ὄχι ἐκ τῆς χάριτος. Εἶναι ὁ «πρωτότοκος υἱός μου ᾽Ισραήλ» τῆς ὑμνολογίας, πού ἐνσαρκώνει τό γράμμα τοῦ νόμου καί εἷναι μακρυά ἀπό τό πνεῦμα του. ᾽Απεικονίζει τόν ᾽Ιουδαῖο, πού προσκαλούμενος «ἕνα τῶν παίδων» συμβουλεύεται κάποιο προφητικό βιβλίο, γιατί «παῖ- δες Θεοῦ» ἦταν οἱ προφῆτες (῾Ιερεμ. μβ’ 15, να’ 4). ᾽Ερευνᾶ νά μά- θει ἀπό τούς προφῆτες γιά τή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἐθνικούς, τά ἄσωτα καί μετανοημένα τέκνα τοῦ Θεοῦ καί βρίσκοντας ὅτι δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ αὐτούς, ὀργίζεται καί δέν εἰσέρχεται στή χαρά τοῦ πατρός του, στήν υἱοθεσία τῶν ἐθνικῶν. Παραπονεῖται ὅ- τι δέν ἔλαβε οὔτε ἔριφον νά φάει μέ τούς φίλους του. Θέλει νά φάει τό δικό του Πάσχα χωρίς προσήλυτους, ξένους καί ἀπερίτμητους, κατά τό νόμο (᾽Εξόδ. ιβ’ 43-49). 14. Σήμερα διδασκόμαστε, ἀπό τήν εὐαγγελική περικοπή, ὅτι εἶναι κακό ἡ ἀσωτία καί ὅτι πληρώνεται ἀκριβά στή ζωή μας κάθε παρεκτροπή ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μακρυά ἀπό τό κατάντημα αὐτό καί ἀγώνας νά διατηρηθοῦμε σῶοι καί ἀβλαβεῖς. ᾽Αλλά καί ἡ τυπική καί ψεύτικη ἀρετή πληγώνει ἀργά ἤ γρήΥορα καί τούς ἴ- διους πού τήν ἐπιδιώκουν καί τούς ἄλλους. Μία εἶναι ἡ ἁμαρτία ἐ- νώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέ διαφέρει πολύ ἡ ἀσωτία καί’ ἡ ἀσέβεἱα ἀπό τή νοθευμένη καί 1>ποκριτική ἀρετή τῆς έξωΤερικῆς εὐσέβειας. ῾Η πρώτη ὅσο προκλητική κι ἄν εἶναι φέρνει ὅμως τή μετάνοια, ὡς φανερή παράβαση καί ἐπιδέχεται τή διόρθωση. ῾Η δεύτερη ὅμως μένει κρυμμένη καί ἀνύποπτη γιά τίς ἐνοχές της, εἶναι περισσότε- ρο ἀδιόρθωτη μέχρι τέλους. 15. Πέρα ἀπό τά λαθεμένα αυτα σχηματα ὑπαρχει ἡ ἀληθινὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ μέση καί βασιλική ὁδός, πού χρεἱάζεται διάκριση, γιά νά τήν ἀκολουθήσουμε, χωρίς τή μεγάλη «τόλμη» τῆς ἀσωτίας, ἀλλά οὔτε καί τή δειλία τῆς «συνέσεως», ῾Η ἀληθινή εὐσέβεια τῆς ἐκκλησίας θέλει τά γνήσια χαρακτηριστικά της. Χρειάζε ται μόνο τό φωτισμό τοῦ νοῦ μας «τοῦ συνιέναι τάς γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45) καί τή σοφία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ τήν ἁγνότητα καί μέ τήν τόλμη τῆς ἀγάπης Χριστοῦ. 16. Οἱ θεῖοι ἄγγελοι θεωροῦνται τελειώτεροι καί ἀνώτεροι τῶν ἀνθρώπων. ῾Η ἐκτίμηση ὅμως αὐτή εἷναι ἐπιφανειακή, λόγῳ ἐπι- δράσεως τῆς διαρχίας, ὕλης καί πνεύματος. Οἱ 1. πατέρες μέ τήν ἐ- σχατολογική προοπτική τῆς θεώσεως θεωροῦν, ὡς ὑπέρτερη τήν φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τούς ἁγίους ἀγγέλους. ῾0 ἄνθρωπος μετέ- χει καί στούς δύο κόσμους, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι μόνο στόν πνευματικό. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν εὐρύτερη γνώση καί ἐμπειρία, πού ἔχει δη- μιουργήσει τήν γονιμοποιό κατάσταση στό βίο τους. 17. Οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ὅμως, ὡς πρεσβύτεροι υἱοί εἶναι οἱ δί- καιοι ἐκ τῆς χάριτος. Τό «οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν» θά ἐννοηθεῖ γιά τούς ᾽Αγγέλους, ὅτι δέν συμμετέχουν στό 8. μόσχο, ὡς μή δυνάμε- νοι. ῏Ηταν τόση ἡ ὑπεροχή τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ στούς ἀν- θρώπους, ὥστε καί οἱ ῎Αγγελοι ἐπιθύμησαν νά παρακύψουν (Α’ Πέτρ. α’ 12) καί νά δοῦν τό μέγα δεῖπνο καί τά φρικτά μυστήρια, πού χαρίσθηκαν στούς ἀνθρώπους μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ 8. Λό- γου. ᾽Αλλά καί ὁ ᾽Αβραάμ (προφανῶς καί οἱ ἄλλοι δίκαιοι) «ἐπε- θύμησε νά δεῖ τήν ἡμέρα Κυρίου, τήν εἶδε καί ἐχάρη» (᾽Ιωάν. η’ 56), 18. Δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθεῖ ἡ γνώση καί ἐμπειρία τῆς πτώσεως καί τοῦ προπατορικοῦ, ὡς φοβερό «μέγεθος» ἀπό τό ὁποῖο ἐπιστρέ- φουν στό Θεό, Καί μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ σεσωσμένος ἄνθρωπος, πού εἷναι ἑνωμένος μέ τόν Β’ Αδάμ, τόν Θεάνθρωπο Κύριο, εἶναι πολύ ἀνώτερος τοῦ Α ‘ Αδάμ, τοῦ ᾽Εδεμικοῦ, παρά τήν πτωτική ἐ- μπειρία του. Γι’ αὐτό λοιπόν καί ὁ ἄσωτος, ἀλλά μετανοημένος καί σωσμένος νεώτερος υἱός τῆς παραβολῆς εἶναι προτιμότερος καί ὑ- πέρτερος τοῦ «πρεσβυτέρου υἱοῦ» πού ὑπῆρξε «ἄπειρος κακῶν», ἀλλά χωρίς τήν τελείωση. |