Κήρυγμα ΚΥΡΙΑΚΗ του ΑΣΩΤΟΥ

Ἄσωτος σημαίνει μὴ σωζόμενος. Ἀλλὰ ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς σώθηκε. Καὶ σώθηκε, ὅταν ἐγκατέλειψε τὶς ἀσωτίες, ὅταν ἐπέστρεψε στὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν ἀγαποῦσε, ἀκόμη κι ὅταν ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά του. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πατέρα ἦταν σίγουρα μεγαλύτερο, ὅταν ὁ γιός του βρισκόταν σὲ ξένη γῆ. Ἔτσι εἶναι συχνὰ οἱ γονεῖς· χαίρονται, ὅσο τὰ παιδιά τους εἶναι κοντά, καὶ πονοῦν, ἀγωνιοῦν γι’ αὐτά, ὅταν ἐκεῖνα τοὺς ἐγκαταλείπουν. Πικραίνονται, μὰ περιμένουν…
Δὲν τὸν μάλωσε, ποὺ ζήτησε τὴ μισὴ κληρονομιά· δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ἀνοίξῃ τὰ φτερά του καὶ νὰ πετάξῃ· γνώριζε καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα τὸν παρορμητισμὸ καὶ ἴσως τὴν ἐπιπολαιότητα τοῦ γιοῦ του παιδιόθεν καὶ πιθανῶς νὰ ὑποψιαζόταν τὸν οἰκονομικό του καὶ κοινωνικὸ κατήφορο, ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ φύγῃ, κι ἂς καταλάβαινε ὅτι ὅλα τὰ χρήματα ποὺ ἔδινε στὸν γιό του ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἦταν χαμένα.
Περιουσία τοῦ Θεοῦ εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου. Καὶ αὐτὴν τὴν περιουσία ἔρχεται ὁ διάβολος νὰ κλέψῃ καὶ νὰ ἀτιμάσῃ. Περιουσία ἀνεκτίμητη, μὲ τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ, γιατὶ εἶναι αἰώνια καὶ ποτὲ δὲν χάνει τὴν ἀξία της, ἀκόμη κι ἂν βρεθῇ ἀνάμεσα σὲ ἀκαθαρσίες. Αὐτὴν τὴν περιουσία τὴν πανάκριβη ὁ Θεὸς τὴν ἀντάλλαξε μὲ τὸν μονάκριβο θησαυρό Του, τὸν Συνάναρχο καὶ μονογενῆ Υἳό Του, ἔτσι ὥστε νὰ τὴν ἀποθησαυρίσῃ στὰ μέχρι τότε ἄδεια ταμεῖα τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας προσκαλεῖ σὲ πανηγύρι τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ νοσταλγοῦμε τὸν παράδεισο· ἡ ζωή μας, ἡ σωτηρία μας, χρειάζεται κίνηση, ὤθηση, ἀνακατεύθυνση. Ὁ ἄσωτος νοσταλγοῦσε τὴν ἀσφάλεια καὶ θαλπωρὴ τοῦ πατρικοῦ του σπιτιοῦ, ἀλλὰ ὅσο ἔβοσκε χοίρους, ἡ νοσταλγία δὲν τὸν χόρταζε. Βουτῆξτε, ἀδελφοί μου, τὸ παξιμάδι τῆς νοσταλγίας τοῦ παραδείσου στὸ λασπωμένο τσάϊ τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ δῆτε ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ μείνῃ στὸ στόμα θὰ εἶναι ἡ ἀπαίσια γεύση τῆς λάσπης. Ὅσο μένουμε στὴ βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν μᾶς καθαρίζει ἡ λαχτάρα τοῦ παραδείσου. Θέλει ἕνα ἀποφασιστικὸ «κλίκ», ἕνα γενναῖο δευτερόλεπτο, μιὰ μεγαλειώδη στιγμὴ τοῦ χρόνου, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ καλὴ ἀρχή. Ἀπὸ‘κεῖ καὶ πέρα τὸ τέρμα εἶναι κοντά. Ὁ Θεὸς συντέμνει τὴν διαδρομή, ἁπλώνει τὰ χέρια Του, τρέχει καὶ ἀγκαλιάζει τὰ χαμένα παιδιά Του.
Ὁ ἄσωτος μᾶλλον δὲν ἤξερε καλὰ τὸν πατέρα του· δὲν περίμενε ὅτι θὰ τὸν δεχόταν ὡς υἱό, οὔτε ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ τὸν δεχόταν ὡς μίσθιο, ὡς ἔμμισθο ἐργάτη, γιατὶ δὲν εἶπε: «ὁ πατέρας μου σίγουρα θὰ μὲ δεχθῇ ὡς ἕνα τῶν μισθίων του», ἀλλὰ «θὰ τοῦ ζητήσῳ νὰ μὲ κάνῃ ἔμμισθο ἐργάτη του». Ἴσως νὰ εἶχε κατὰ νοῦ νὰ ἐπιστρέψῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἔμμισθη ἐργασία ὅσα εἶχε πρὶν ἀπαιτήσῃ, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν εἶναι βέβαια ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο θέλει νὰ γυρίσῃ σπίτι· εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἡ προσωπικὴ ἀνάγκη τῆς ἐπιβίωσης, τὸ θλιβερὸ γεγονὸς ὅτι «λιμῷ ἀπόλλυται».
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς σηκωθοῦμε ἀπὸ τὴν λάσπη τῆς ἁμαρτίας, ἂς ἀφήσουμε τὰ ξυλοκέρατα τῶν χοίρων ἡδονῶν, τῶν χειρόνων παθῶν, κι ἂς λάβουμε τὴν ἔμπρακτη ἀπόφαση, τὴν ἀπόφαση γιὰ ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἐπιστροφή μας πρὸς Ἐκεῖνον, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ, μᾶς συγχωρεῖ, μᾶς ξαναδέχεται ὡς υἱούς Του.