ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Σαράντα ἡμέρες μετά τήν Γέννησι τοῦ Ἰησοῦ, τό Παιδίον προσεφέρθη στόν Ναό κατά τόν τότε Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος, πρίν σαρκωθῆ, εἶχε δώσει ρητή ἐντολή περί καθαρισμοῦ τῆς λεχοῦς στόν θεόπτη Μωϋσῆ: «Εἶπε δέ Κύριος πρός Μωϋσῆν λέγων ”ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενές διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους˙ ἐμοί ἐστιν”» (Ἔξοδος ΙΓ´ 1, 2). Λέγει λοιπόν ὁ μέχρι τότε ἄσαρκος Λόγος τοῦ Πατρός στόν Μωϋσῆ: «Ἀφιέρωσε σέ Μένα κάθε πρωτότοκο, δηλαδή πρωτογέννητο, τό ὁποῖο, μεταξύ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀπό ἀνθρώπου ἕως κατοικιδίου ζώου, πρωτοανοίγει κάθε μήτρα, διότι αὐτό ἀνήκει σέ Μένα».
Τότε, ἡ ἐντολή αὐτή ἐδόθη, ἐπειδή εἶχαν μέν ἐξολοθρευθῆ τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, εἶχαν διασωθῆ ὅμως οἱ Ἰσραηλῖται μέ ὅλα τους τά ὑπάρχοντα καί ἀπέφυγε τότε τήν καταστροφή ὁ ἠγαπημένος Ἰσραηλιτικός λαός.
Ἀμέσως μετά ἀπό αὐτήν τήν πάταξι τῶν πρωτοτόκων παιδιῶν τῶν Αἰγυπτίων ἐδόθη αὐτή ἡ ἐκ Θεοῦ ἐντολή. Τότε ὁ Φαραώ ἠναγκάσθη καί ἔδωσε ἄδεια στούς Ἑβραίους γιά νά φύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Ὅλα αὐτά ἔλαβαν χώρα πρίν τήν θαυμαστή διάβασι τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης.
Σέ ἐλεύθερη ἑρμηνεία τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, τό σχετικό κομμάτι ἀποδίδεται ὡς ἑξῆς: «Διότι θά διαβῶ – Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός – θά περάσω κατά τήν νύκτα ταύτην τήν χώραν τῆς Αἰγύπτου καί θά φονεύσω πᾶν πρωτότοκον τῆς Αἰγύπτου ἀπό ἀνθρώπου ἕως κατοικιδίων ζώων. Θά ἐκδικηθῶ ὅλους τούς θεούς τῶν Αἰγυπτίων. Ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος. Τό αἷμα τοῦτο τοῦ ἀμνοῦ ἤ ἐρίφου ἐντός τῶν οἰκιῶν ὅπου σεῖς μένετε, θά εἶναι σημεῖον εὐνοίας Μου πρός ὑμᾶς. Θά ἴδω δηλαδή τό αἷμα τοῦτο καί θά σᾶς προφυλάξω καί δέν θά σᾶς πλήξῃ ἡ θανατική πληγή ὅταν θά κτυπῶ τήν Αἴγυπτο» (Ἔξοδος ΙΒ´ 12, 13).
Σέ ἄλλο σημεῖο μᾶς λέγει τό βιβλίο τῆς Ἐξόδου: « Ὁ Μωϋσῆς παρεκάλεσε ὅλην τήν γερουσία τῶν Ἰσραηλιτῶν καί εἶπε πρός αὐτούς. Πηγαίνετε καί λάβετε δι᾽ ἑαυτούς ἀνά ἕναν ἀμνόν κατά οἰκογένειαν καί θυσιάσατε τόν πασχαλινόν τοῦτον ἀμνόν διά τό πάσχα. Θά λάβετε δέσμην ριγάνεως ἀνθισμένης, θά ὑγράνετε αὐτήν διά τοῦ αἵματος εὑρισκομένου πλησίον τῆς θύρας. Θά ἀλείψετε τό ἀνώφλιον τῆς θύρας σας καί τάς δύο παραστάδας ταύτης διά τοῦ αἵματος τούτου, τό ὁποῖον θά εἶναι πλησίον τῆς θύρας. Οὐδείς ἐξ ὑμῶν θά ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ οἴκου του μέχρι τῆς πρωΐας, διότι ὁ Κύριος θά διέλθῃ νά φονεύσῃ τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων. Θά ἴδῃ τό αἷμα εἰς τό ἀνώφλιον καί εἰς τάς δύο παραστάδας τῆς θύρας σας καί δέν θά ἀφήσῃ τόν διά τήν καταστροφήν τῶν Αἰγυπτίων ὁρισθέντα ἄγγελον νά εἰσέλθῃ καί νά πλήξῃ θανατηφόρως τούς εὑρισκομένους εἰς τάς οἰκίας σας.
Φυλάξατε τήν ἐντολήν ταύτην ὡς νόμον διά τόν ἑαυτόν σας καί τούς ἀπογόνους σας πάντοτε. Ὅταν εἰσέλθητε εἰς τήν γῆν Χαναάν, τήν ὁποίαν θά σᾶς δώσῃ ὁ Κύριος, καθώς σᾶς τό ὑπεσχέθη, φυλάξατε τήν ἑορτήν ταύτην. Καί ὅταν σᾶς ἐρωτήσουν οἱ υἱοί σας ”τί εἶναι ἡ ἑορτή αὕτη;” θά ἀπαντήσητε εἰς αὐτούς: ”Τό πάσχα τοῦτο εἶναι θυσία χάριν τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἐπροστάτευσε τάς οἰκογενείας τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, ὅταν διά θανάτου ἔπληξε τούς Αἰγυπτίους, τάς δέ οἰκογενείας μας ἀπήλλαξε τοῦ ὀλέθρου τούτου”. Ὁ λαός, ἀκούσας ταῦτα, εὐγνωμωνῶν κύψας προσεκύνησε. Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπελθόντες ἔπραξαν ὅσα διέταξεν ὁ Κύριος τόν Μωϋσῆ καί Ἀαρών. Ναί, συνεμορφώθησαν οὗτοι ἀπολύτως μέ τά διαταχθέντα.
Πράγματι, λοιπόν, κατά τό μεσονύκτιον ἔγινε τοῦτο. Ὁ Κύριος δηλαδή ἐκτύπησε διά θανάτου πᾶν πρωτότοκον ἐν Αἰγύπτῳ, ἀπό τοῦ πρωτοτόκου τοῦ Φαραώ, τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου του, μέχρι τοῦ πρωτοτόκου αἰχμαλώτου γυναικός φυλακισμένης ἐντός λάκκου καί μέχρι πρωτοτόκου παντός κατοικιδίου ζώου. Ὁ Φαραώ ἠγέρθη τήν νύκτα καί μετ᾽ αὐτοῦ οἱ αὐλικοί του καί ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι καί ἔγινε κραυγή μεγάλη εἰς ὅλην τήν Αἴγυπτον, διότι δέν ἦτο οἰκία ὅπου δέν ὑπῆρχε νεκρός.
Ὁ Φαραώ, ἐν συνεχείᾳ, ἐκάλεσε τόν Μωϋσῆ καί Ἀαρών ἐν καιρῷ νυκτός καί εἶπε εἰς αὐτούς. Σηκωθῆτε καί φύγετε ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ μας σεῖς καί οἱ Ἰσραηλῖται. Βαδίζετε καί λατρεύσατε Κύριον τόν Θεόν σας, ὅπως εἴπατε. Παραλαβόντες τά πρόβατα καί τούς βόας σας πηγαίνετε· προσευχήθητε δέ καί ὑπέρ ἐμοῦ. Οἱ Αἰγύπτιοι ἐβίαζον τόν Ἰσραηλιτικόν λαόν, ὥστε νά φύγουν τό συντομώτερον ἐκ τῆς χώρας των, διότι ἔλεγον, ἄν δέν φύγουν, θά ἀποθάνωμεν ὅλοι!» (Ἔξοδ. ΙΒ´ 21-33).
Τί καταπληκτικά πράγματα πού συνέβησαν! Οἱ ἴδιοι οἱ Αἰγύπτιοι ἠναγκάσθησαν νά πιέσουν τούς Ἰσραηλῖτας διά νά φύγουν τό συντομώτερον δυνατόν διά νά μή ἀποθάνουν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι μετά ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη θεϊκή τιμωρία.
Στό Λευϊτικό τώρα, δίδονται περισσότερες πληροφορίες, καί μάλιστα ὑπάρχουν διαφορές μεταξύ τῶν γεννηθέντων ἀγοριῶν ἀπό τά κορίτσια. Ἐάν ἡ γυνή γεννήση ἄρρεν, θά εἶναι αὐστηρῶς ἀκάθαρτη ἐπί ἑπτά ἡμέρες. Ἐάν δέ ἡ γυνή γεννήση θῆλυ, θά εἶναι αὐστηρῶς ἀκάθαρτη στό διπλάσιο, δέκα τέσσαρες δηλαδή ἡμέρες. Καί ἄλλες βέβαια ὁδηγίες δίδονται ἐκεῖ.
Τώρα, ἐν προκειμένῳ γιά τόν Χριστό, ἡ σχετική τελετή εὐγνωμοσύνης καί ἀφιερώσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: Τήν ὀγδόη ἡμέρα ἔχομε Περιτομή καί τήν τεσσαρακοστή ἔχομε προσφορά στόν Ναό. Ἡ αἰτιολογία ὅλων αὐτῶν εὑρίσκεται, ἐκτός ἀπό τόν στίχο 26 τοῦ ΙΒ´ Κεφαλαίου πού ἤδη ἀναφέραμε, καί στούς στίχους 14-15 τοῦ ΙΓ´ Κεφαλαίου, ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ὁ υἱός σου – ἕνας Ἰσραηλίτης ἀπόγονός σου -, σέ ἐρωτήση μετά ταῦτα λέγων˙ ”τί εἶναι αὐτό τό ὁποῖο κάνεις;” Θά ἀπαντήσης σέ αὐτόν: ”Τό κάμνω, διότι ὁ Κύριος μέ τό παντοδύναμο χέρι μᾶς ἔβγαλε ἀπό τήν Αἴγυπτο, τόν τόπο ἐκεῖνο τῆς δουλείας. Ὅταν ὁ Φαραώ δέν ἐκάμπτετο νά μᾶς ἀφήση ἐλευθέρους, ὁ Θεός ἐφόνευσεν ἐν Αἰγύπτῳ πᾶν πρωτότοκον, ἀπό ἀνθρώπου μέχρι τῶν κατοικιδίων ζώων. Γι᾽ αὐτό τώρα ἐγώ κάνω ὅλα αὐτά εἰς ἀνάμνησιν ὅλων ἐκείνων”». Βλέπομε δηλαδή, πῶς ὁ Θεός θέλει καί ἐπιζητεῖ νά εἴμεθα εὐγνώμονες σέ Αὐτόν γιά τίς παρελθοῦσες εἰς ἡμᾶς ἐκ Θεοῦ εὐεργεσίες Του.
Ἐφ᾽ ὅσον ὅμως ὁ ἄσαρκος τότε Χριστός – γιατί καί τότε ὁ Χριστός ἦτο ὁ ἐνεργῶν ὡς πρόσωπο, ἀλλά πρίν σαρκωθῆ, ἐννοεῖται – τότε ἔδωσε ἕναν τέτοιο νόμο στόν Μωϋσῆ, ἔπρεπε τώρα, ὡς ἄνθρωπος, νά τόν ἐφαρμόση καί ὁ Ἴδιος. Καί αὐτό φυσικά, ὄχι ἐπειδή ὑπῆρχε τέτοια ἀνάγκη – ἄπαγε τῆς βλασφημίας -, ἀλλά ἁπλῶς γιά νά μή φανῆ στούς ἄλλους, πού δέν ἤξεραν μέχρι τότε τήν πλήρη ταυτότητα τοῦ Μεσσίου Χριστοῦ, ὅτι ἦτο παραβάτης τοῦ Νόμου ὁ νομιζόμενος υἱός τοῦ Ἰωσήφ τοῦ μαραγκοῦ. Ὅπως λέγει σχετικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς «πάντως οὐκ ἦν χρεία καθαρισμοῦ, ἀλλ᾽ ὑπακοῆς ἦν ἔργον». Δηλαδή, ὅ,τι συνέβη, ἔγινε μόνον λόγῳ ὑπακοῆς.
Τώρα, νά τονίσωμε ὅτι, γενικῶς, τό κάθε παιδί καί ἡ κάθε μητέρα ἔπρεπε νά καθαρισθοῦν ἀπό τίς ἐπιπτώσεις καί τίς συνέπειες τῆς γεννήσεως. Διότι, προσφέρονται μέν θυσίαι μετά τήν γέννησι τοῦ τέκνου, γιά νά δηλώσουν κατ᾽ ἀρχάς, ὅτι ἀρχηγός τῆς ζωῆς εἶναι μόνον ὁ Θεός, ἡ λεχώ ὅμως εἶναι ἀκάθαρτος, διότι διά τῆς γεννήσεως μοιραίως γίνεται ἡ μετάδοσις τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Καί, γενικῶς, ὁ τρόπος τῆς ἀνθρωπίνης γεννήσεως, ἀπό τήν μία μέν μεριά ἀναμφισβήτητα εἶναι μεγάλη εὐλογία, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ἐκφράζει τό κατά παραχώρησιν καί ὄχι τό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι καρπός τῆς πτώσεως, διότι ὁ γάμος ἐθεσμοθετήθη ἐκτός τοῦ Παραδείσου. Ἡ παρθενία εἶναι τό κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού θά ξαναανατείλη ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μετά τήν Δευτέρα Παρουσία. Ἔτσι ἐξηγοῦνται ὅλες αὐτές οἱ διαδικασίες τοῦ καθαρισμοῦ.
Ἡ Παναγία ὅμως δέν εἶχε σπερματισθῆ, δέν ἐδέχθη δηλαδή μέσα Της σπέρμα ἀνδρός, διότι συνέλαβε πάνω ἀπό τήν ἀνθρωπίνη δυνατότητα. Μόνον ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἑπομένως, δέν εἶχε ἀνάγκη τεσσαρακονθήμερης καθάρσεως. Οἱ Ἑβραῖοι ὅμως μή γνωρίζοντες τοῦτο, δικαιολογημένα δέν θά Τῆς ἐπέτρεπαν νά προχωρήση καί νά εἰσέλθη ἐντός τοῦ Ναοῦ, ἐάν ἡ Παναγία ἐπήγαινε στόν Ναό πρίν τίς σαράντα ἡμέρες. Ἔτσι λοιπόν ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπῆγε στόν Ναό ὄχι διότι ὑπῆρχε κάποια πραγματική ἀνάγκη, ἀλλά μόνο γιά νά τηρήση τόν Νόμο, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο εἶχαν τήν συνήθεια καί ἐπήγαιναν τά παιδία καί τά ἀφιέρωναν στό Ἱερό. Διότι, κατά τόν Νόμο τοῦ Μωϋσέως, κάθε παιδίο τό ὁποῖο θά πρωτοάνοιγε τήν μήτρα τῆς μητέρας του θά ἦταν ἅγιο καί χρισμένο ἀπό τόν Θεό.
Ὁ λόγος αὐτός φαινομενικῶς μέν ἐκπληρώνεται σέ κάθε παιδίο πού θά πρωτογεννηθῆ. Ἄν ὅμως τό ἐξετάσωμε βαθύτερα καί κατά κυριολεξία, ἐφαρμόζεται καί ἐκπληρώνεται μόνο στόν Χριστό. Γιατί;
Ἀνατρέχοντας στήν ἱστορία, εὐθύς ἀμέσως διαπιστώνομε τά ἑξῆς: Ὁ Κάϊν κάθε ἄλλο παρά ἅγιος ἦτο, ἐφ᾽ ὅσον ἐσκότωσε τόν μικρότερο ἀδελφό του Ἄβελ. Ὁ Ἠσαῦ, πού ἀντί πινακίου φακῆς ἐπώλησε τά πρωτοτόκια, ἔδωσε τά πρωτεῖα του στόν ἀδελφό του Ἰακώβ, καί ἐπί πλέον λόγῳ τῶν πολλῶν πορνειῶν του, ὠνομάσθη Ἐδώμ, λόγῳ τῆς θερμασίας τῆς πορνικῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά καί ὁ Ρουβίμ, ὁ πρωτόγονος τοῦ Ἰακώβ, δέν ἐπώλησε τόν ἀδελφό του Ἰωσήφ; Καί ἀκόμη ὁ ἴδιος ἔπεσε σέ ἁμαρτία μέ τήν παλλακίδα τοῦ πατρός του, ὀνόματι Βαλάν, κι ἔτσι ἐμίανε τήν κοίτη τοῦ πατρός του.
Ὁπότε, ὅλοι αὐτοί οἱ πρωτότοκοι ἀπορρίπτονται καί ἡ προηγουμένη ρῆσις παίρνει ἀποκλειστικά χριστολογικό καί μεσσιανικό χαρακτῆρα, ἐφ᾽ ὅσον ἐφαρμόζεται μόνον στόν Μεσσία Χριστό. Καί συνδέεται μέ τήν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα, πού λέγει «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστί μεθερμηνευόμενον μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ἡσ. Ζ´, 14). Διότι, καί μέ τίς δύο αὐτές ρήσεις δηλώνεται ἡ παρθενική γέννησις τοῦ Χριστοῦ. Διότι, ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, «τοῦ δέ νόμου λέγοντος ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν μόνον εἰς τόν Χριστόν ἐπληρώθη τοῦτο καθολικά, διότι μόνον ὁ Χριστός ὄντως διήνοιξε τήν μήτρα τῆς παρθένου Μαρίας, ἐπειδή εἰς τάς ἄλλας μητέρας ὁ ἄνδρας ἀνοίγει τήν μήτραν». Ἐν προκειμένῳ τονίζει χαρακτηριστικά καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι δέν ἀνοίγουν τά ἑκάστοτε βρέφη τήν μήτραν τῆς μητέρας τους, «ἀλλά ἡ τοῦ ἀνδρός πρός τήν γυναῖκα συνέλευσις», δηλαδή συνεύρεσις. Αὐτό εἶναι παραπάνω ἀπό προφανές καί ἀναντίρρητο ἀπό ὅλους, ὅτι ἡ μήτρα διανοίγεται κατά τήν συνέλευσι ἀνδρός καί γυναικός καί τήν σύλληψι τοῦ παιδίου.
Μοναδικωτάτη τώρα ἐξαίρεσις σέ ὅλην τήν παγκοσμία ἱστορία διανοίξεως μήτρας, ὄχι ἀπό ἄνδρα, ἀλλά ἀπό τό γεννώμενον παιδίον, ἀποτελεῖ ὁ Μεσσίας Χριστός, διότι μόνον Ἐκεῖνος ὄντως διήνοιξε τήν μήτραν τῆς ἀειπαρθένου Μητέρας Του, χωρίς μάλιστα στό ἐλάχιστο νά καταστρέψη τήν παρθενία Της, ἀφοῦ Τήν ἄφησε καί πάλι κεκλεισμένη. Ὅπως ψάλλομε τό Πάσχα «ὁ τάς κλεῖς τῆς Παρθένου μή λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ Σου». Ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει χαρακτηριστικά: «Μηδενός κρούσαντος ἔξωθεν, αὐτό τό Βρέφος ἔσωθεν διανοίγει».
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶχε ὁρίσει αὐτή ἡ προσφορά τοῦ ἀρσενικοῦ πρωτοτόκου νά γίνεται ταυτόχρονα μέ προσφορά, ἤ ἀμνοῦ ἐνιαυσίου καί ἀμώμου, ἄνευ δηλαδή κάποιου ἐλαττώματος, ἤ ζεύγους τρυγόνων, ἤ δύο νεοσσῶν περιστερῶν. Ὁ Ἰωσήφ, ὁ νομιζόμενος πατέρας τοῦ Ἰησοῦ, καί ἡ Παναγία, ἐπειδή ἦσαν πτωχοί, δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά προσφέρουν ἀμνό. Βέβαια, ἡ κατ᾽ ἐξοχήν «πτωχεία» τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ αὐτήν ταύτην τήν ταπεινή ἐνανθρώπισί Του, πού θεληματικά ἐπτώχευσε «ἵνα ἡμεῖς πλουτίσωμεν τῇ αὐτοῦ Θεότητι». Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐνανθρωπήσεως.
Ἔτσι, ὁ νόμος τώρα, γιά τούς πτωχοτέρους, ὅπως ἦταν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, εἶχε προνοήσει νά προσφέρουν, ἤ ἕνα ζευγάρι τρυγόνων, δείχνοντας ὅτι καρπός σώφρονος συζυγίας εἶναι ἡ παιδοποιΐα, διότι λέγουν ὅτι ἡ τρυγόνα εἶναι πολύ σῶφρον πουλί, ἔτσι ὥστε ὅταν χάση τό ταῖρι της δέν συνουσιάζεται πλέον μέ ἄλλο τρυγώνι. Ἤ προσέφεραν δύο μικρά περιστερόπουλα γιά νά γίνη ἡ ζωή τοῦ παιδίου ἐκείνου πολύτεκνος, ἐφ᾽ ὅσον ἡ περιστερά εἶναι πολύτεκνον ζῶον.
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τά δύο μικρά περιστέρια προετύπωναν τήν παρθενία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητέρας Του Παναγίας. Γενικῶς, ὅπως ἀναλύουν οἱ θεοφόροι Πατέρες καί ὅπως τονίζει καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, αὐτή ἡ προσφορά πού καθώριζε τότε ὁ Νόμος ἦτο τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν δηλαδή μία ἄφθογγος προφητεία τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτό θά πῆ ”τύπος”. Ἕνα γεγονός, πού ἀπό μόνο του προφητεύει κάτι ἄλλο, ἀλλά χωρίς νά ὑπάρχουν λόγια.
Καί νά περάσωμε τώρα στόν δίκαιο Συμεών, ὁ ὁποῖος ἐπερίμενε τήν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ. Ἀνέμενε δηλαδή νά ἔλθη στόν ἰσραηλιτικό λαό, διά τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσία, παρηγοριά ἀπό ὅλα τά κακά καί τίς θλίψεις πού ὑπέφεραν, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά, ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ἀνεμένετο καί περίμενε μία βαθυτέρα παράκλησι. Ἀνέμενε μέ ἀγωνία, γιατί ἀκριβῶς, ἐνῷ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου εἶχε λάβει τήν σχετική πληροφορία – «ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου μή ἰδεῖν θάνατον πρίν ἤ ἴδῃ τόν χριστόν Κυρίου» -, δηλαδή τοῦ εἶχε φανερώσει τό Ἅγιον Πνεῦμα ὅτι δέν θά ἀπέθνησκε προτοῦ ἴδη ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ὁ Κύριος καί Θεός ἔχρισε Βασιλέα καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου, τόν Μεσσία δηλαδή.
Ὁ Συμεών λοιπόν προσδοκοῦσε τήν πραγματική καί αἰώνια παρηγοριά τοῦ Ἰσραήλ. ”Ἰσραήλ” ἑρμηνεύεται ὡς ”νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν». Γι᾽ αὐτό, ὅλοι ἐμεῖς πού ἐπιστεύσαμε στήν μεσσιανικότητα τοῦ Χριστοῦ λεγόμεθα τώρα, στήν πραγματικότητα, ”νέοι Ἰσραηλῖτες”, ”νέος Ἰσραήλ”. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ἀνέμενε ὁ δίκαιος Συμεών πότε θά ἤρχετο ἡ παρηγοριά τῶν ἀνθρώπων-Χριστιανῶν γιά νά ἐλευθερώση ὅλους ἡμᾶς ἀπό τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, κλπ. Ὁ Χριστός φυσικά εἶναι Αὐτός.
Αὐτό ἄλλωστε προανήγγειλε καί ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ, ὅταν εἶπε ἐκεῖνο τό καταπληκτικό «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως ἄν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν» (Γένεσις, ΜΘ´, 10). Σέ μετάφρασι: «Δέν θά ἐκλείψῃ ἄρχων ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καί ἀρχηγός ἐκ τῆς γενεᾶς του, μέχρις ὅτου ἐκπληρωθοῦν τά ἀποτεταμιευμένα εἰς Κάποιον. Αὐτός δέ ὁ Κάποιος θά εἶναι ἡ ἀναμονή τῶν λαῶν, ὁ Μεσσίας». Καί ἑρμηνεύει ἐδῶ ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Ἰωήλ Γιαννακόπουλος τό «ἕως ἄν ἔλθῃ» ὡς ἑξῆς: «Τό ”ἕως ἄν” ἔχει δύο ἐννοίας. Σημαίνει, πρῶτον, ὡρισμένον χρονικόν διάστημα πέραν τοῦ ὁποίου παύει νά συμβαίνῃ κάτι. Λ.χ., ”θά σᾶς περιμένω ἕως ἄν ἔλθητε”. Ἑπομένως, ὅταν ἔλθητε θά παύσω νά περιμένω. Καί, δεύτερον, ἔχει ἀπεριόριστον χρονικήν διάρκειαν. ”Κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου”. Ἡ συνθρόνησις τοῦ Χριστοῦ μετά τοῦ Θεοῦ δέν θά εἶναι μόνον μέχρις ὅτου νικηθοῦν οἱ ἐχθροί Του, ἀλλά πάντοτε.
Κατά τήν πρώτη σημασία, οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα θά ὑπάρχουν μέχρις ὅτου ἔλθῃ ὁ Μεσσίας Χριστός, κατόπιν δέν θά ὑπάρχουν. Κατά τήν δευτέρα σημασία, ἡ βασιλεία τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα θά εἶναι ἀπεριορίστου χρονικῆς διαρκείας, αἰωνία. Συνέβησαν καί τά δύο. Τό μέν πρῶτον, εἰς τόν τόπον, τήν φυλήν τοῦ Ἰούδα, τό δέ δεύτερον εἰς τήν οὐσίαν, τόν Χριστόν, τόν καταγόμενον ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Πράγματι, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ παύουν ὁριστικῶς νά ἄρχουν οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, διά τοῦ Χριστοῦ ὅμως διαιωνίζεται, ὡς καταγομένου ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ἡ βασιλεία τοῦ Ἰούδα, ὡς εἶπεν ὁ ἄγγελος εἰς τήν Θεοτόκον ”καί τῆς βασιλείας Αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος”». Βέβαια, μέ τήν στενή ἔννοια δέν ὑπάρχουν οἱ ἄρχοντες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα ἀπό τότε πού ἦλθε ὁ Χριστός.
Ὅπως λοιπόν καί νά τό ἑρμηνεύση κανείς, ἐξεπληρώθη στό ἀκέραιο ἡ ἐξαισία προφητεία τοῦ Πατριάρχου Ἰακώβ γιά Ἐκεῖνον τόν ἕναν καί μοναδικόν, τήν προσδοκία δηλαδή τῶν ἐθνῶν, τόν Μεσσία. Διότι, πράγματι, οἱ Ἑβραῖοι, ἕως οὗ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, εἶχαν βασιλεῖς. Αὐτό εἶναι ἱστορικό δεδομένο. Ἀπό τότε, δέν ἐβασίλευσε ἀνάμεσά τους κανείς βασιληᾶς. Καί αὐτό εἶναι ἱστορικό δεδομένο, διότι ὁ Χριστός, ἁπλούστατα, εἶναι ὁ αἰώνιος πλέον διαχρονικός Βασιλεύς τῆς δόξης. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἐδῶ ἰσχύει, καί ὄχι μόνον ἐδῶ, τό ἀρχαῖο ἑλληνικό ρητό «οὐ μέ πείσεις, κἄν μέ πείσῃς».
Τήν ”προσδοκία τῶν ἐθνῶν” ὁρίζει καί ὁ Εὐαγγελιστής ὡς «παράκλησιν τοῦ Ἰσραήλ». Ἑπομένως, ὁ δίκαιος Συμεών ὁ Θεοδόχος ἀγωνιοῦσε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, νά ἰδῆ τόν Μεσσία Χριστό, πρᾶγμα πού τοῦ εἶχε προαναγγελθῆ πολλά χρόνια πρίν.
Ἡ Παράδοσις, μέ τρόπο ρεαλιστικώτατο, ἀναφέρει διάφορα, τά ὁποῖα ἔχουν σχέσι μέ τήν ἀπορία καί μέ τήν δικαιολογημένη ἀρχική δυσπιστία τοῦ Ἁγίου Συμεών γιά ὅλα αὐτά πού θά ἀντίκρυζε πρίν πεθάνη. Ἀλλά ὁ Θεός πού προσβλέπει στήν καρδία τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι ἁπλᾶ στίς ἐξωτερικές ἐνέργειές τους, ὄχι μόνον δέν ἄλλαξε τήν προαιώνια αὐτή ἀπόφασί Του γιά τόν δίκαιο Συμεών, ἀλλά μέ τρόπο παιδαγωγικό τοῦ δίνει ἐπί πλέον τά πρῶτα τότε πειστήρια αὐτοῦ τοῦ μελλοντικοῦ γεγονότος. Διότι, ὁ Θεός βολιδοσκοπεῖ τά βαθύτατα κίνητρά μας.
Ἐν προκειμένῳ, ἀκόμη πιό θαυμαστό εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ Προφήτης Ἀμώς (Γ´, 7) ὅτι «οὐ μή ποιήσει Κύριος ὁ Θεός πρᾶγμα, ἐάν μή ἀποκαλύψῃ παιδείαν πρός τούς δούλους Αὐτοῦ τούς προφήτας». Ὁ Θεός δηλαδή δέν κάμνει κάτι, ἐάν δέν δείξη πρῶτον αὐτό εἰς τούς Προφήτας Του. Καί μάλιστα ὅταν πρόκειται γιά παιδεία, πού εἶναι ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ, πού φυσικά ἔχει πάντα παιδαγωγικό καί ὠφέλιμο χαρακτῆρα.
Ὄντως, ἐπειδή οἱ Προφῆτες εἶναι οὐσιαστικά φίλοι τοῦ Θεοῦ, συνήθως ὁ Θεός ἀποκαλύπτει σ᾽ αὐτούς κάποια μυστικά Του. Βέβαια κατά κυριολεξίαν τά ἀποκαλύπτει μέχρις ἑνός βαθμοῦ, ὅσο χρειάζεται γιά τήν σωτηρία μας. Γι᾽ αὐτό, πλεῖστα ὅσα εἶναι τά παραδείγματα τῶν προφητειῶν γιά τήν Γέννησι, τήν Βάπτισι, τήν Μεταμόρφωσι τοῦ Κυρίου, τήν Ἀνάστασι, κλπ.
Ἐν προκειμένῳ, γιά τήν Ὑπαπαντή, «χριστός Κυρίου» ὀνομάζεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπειδή ἐχρίσθη ὑπό τοῦ Πατρός, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ, μέ τό ἔλαιον τῆς ἀγαλλιάσεως. Ἄλλωστε, αὐτό προφητεύει καί ὁ Προφήτης Δαυΐδ, λέγοντας «ἔχρισέ σε ὁ Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρά τούς μετόχους σου» (Ψαλμ. ΜΔ´, 8) . Δηλαδή, διά τοῦτο, ὦ Θεέ, Χριστέ μου, ὁ Θεός Πατήρ Σου Σέ ἔχρισε μέ τό πνευματικόν χρῖσμα πού φέρει ἀγαλλίασιν εἰς τούς χριομένους, πολύ ἀνώτερον τοῦ χρίσματος τῶν δι᾽ ἐλαίου χρισθέντων ἱερέων, Προφητῶν καί βασιλέων, κλπ. Μέτοχοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅσοι ἄνθρωποι κάνουν τό ἅγιον καί ἱερόν θέλημά Του.
Τώρα, στό σημεῖο ἐκεῖνο πού λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὅτι ὁ Θεοδόχος Συμεών ἦλθε ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τό Ἱερόν, δηλώνει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί τόν ὡδήγησε νά ὑπάγη εἰς τό Ἱερό, ἀλλά καί τόν ἐνίσχυσε πρός τοῦτο, δηλαδή, καί τοῦ ἐνεδυνάμωσε τά πόδια, καί τοῦ ἐνίσχυσε τά χέρια γιά νά κρατήσουν τόν Χριστό. Γι᾽ αὐτό καί ἡ σχετική προφητεία τοῦ Ἡσαΐα λέγει «ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καί γόνατα παραλελυμένα…… ἰσχύσατε, μή φοβεῖσθε» (Ἡσ. 35, 3-4). Αὐτή ἡ προφητεία ἐξεπληρώθη κυριώτατα στόν παραλελυμένο, ἐκ τοῦ βαθέος γήρατός του Ἅγιο Συμεών, καθ᾽ ὅ,τι ὅτι ἦτο ὑπέργηρος ὅταν ἔλαβαν χώραν ὅλα αὐτά.
Ἐκεῖ λοιπόν στό Ἱερό ἐδέχθη τό Παιδίον στίς ἀγκάλες του καί ἐδόξασε τόν Θεόν καί εἶπε «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου Δέσποτα….», δηλαδή «τώρα, Κύριε, μπορεῖς νά ἀφήσῃς τόν δοῦλον Σου νά πεθάνῃ εἰρηνικά, ὅπως Τοῦ ὑπεσχέθης, διότι τά μάτια μου εἶδαν τόν Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος θά φέρῃ τήν γενική σωτηρία, τήν ὁποία σωτηρία ἡτοίμασες διά νά γίνῃ φανερή ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν πρός εὐεργεσίαν, ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά καί τῶν ἐθνικῶν. Καί θά εἶναι, ἔτσι, τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ, φῶς πνευματικό, πού θά ἀποκαλύψῃ εἰς τά ἔθνη τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά θά εἶναι καί δόξα τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἀπό τόν Ἰσραήλ κατάγεται, ὡς ἄνθρωπος, ὁ Σωτήρ».
Αὐτό εἶναι σέ ἐλεύθερη ἑρμηνεία τό γνωστόν μας «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου Δέσποτα κατά τό ρῆμα Σου ἐν εἰρήνῃ…»
Βέβαια, τό ὅτι μόλις ἀντίκρυσε ὁ Συμεών ὁ Θεοδόχος τόν Χριστόν ἐζήτησε τήν προσωπική του ἀπόλυσι, ἐξηγεῖται, διότι ἐφλέγετο πλέον ἀπό ἕναν καινούργιο τώρα πόθο νά ἀναγγείλη, καί στόν Ἅιδη τήν ἔλευσι τοῦ Μεσσία. Ἐπί τέλους, ἐσαρκώθη ὁ Θεός, ἦλθε ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου καί ὅλων τῶν δικαίων, πού μέχρι τότε οἱ δίκαιοι μοιραίως εὑρίσκοντο εἰς τόν Ἅιδη, ἐφ᾽ ὅσον δέν εἶχε ἀκόμη ἀνοίξη ὁ Παράδεισος.
Ὅπως διατυπώνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τρόπον τινά βιαζόταν ὁ δίκαιος Συμεών νά ὑπάγη στόν Ἅιδη γιά νά μή προλάβουν νά ἀναγγείλουν αὐτό τό γεγονός τά νήπια, τά ὁποῖα σέ λίγο ἐπρόκειτο νά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἡρώδη. Βέβαια, ὁ κατ᾽ ἐξοχήν πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅιδη ὑπῆρξε ὁ ἐπί τῆς γῆς Πρόδρομός Του, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὅπως ἀναφέρεται καί στό θαυμάσιο ἀπολυτίκιό του. Ἀλλά, ὅμως, χρονικά, προηγεῖται ὁ Ἅγιος Συμεών. Ὅλα αὐτά ἐξάγονται ἀπό τήν χρονική συσχέτισι ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων.
Τώρα, νά ἐπιμείνωμε στό σκηνικό, κατά τό ὁποῖο ὁ γέρων Συμεών μέ τά ἴδια του τά χέρια, ἐνισχυόμενα, λόγῳ τῆς ἡλικίας του, ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐκράτησε τόν Χριστό καί ἐδόξασε τόν Θεό. Αὐτό ὅλο, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτάς, μᾶς παραπέμπει σέ ἕνα καταπληκτικό ὅραμα πού εἶχε δεῖ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας.
Τό ὅραμα αὐτό ἀναφέρεται στήν ἐνανθρώπισι τοῦ Θεοῦ Λόγου. Σέ μετάφρασι, λέγει ὁ Προφήτης: «Κατά τό ἔτος ἐκεῖνο κατά τό ὁποῖον ἀπέθανεν ὁ βασιλεύς Ὀζίας εἶδον τόν Κύριον καθήμενον ἐπί μεγάλου καί μετεώρου καί εἰς μέγα ὕψος τοποθετημένου θρόνου. Ὁ ναός ἐγέμισε ἀπό τήν θεία λάμψι τοῦ θρόνου τούτου καί τοῦ ἐπ᾽ αὐτοῦ Καθημένου. Γύρω τοῦ θρόνου τούτου ἵσταντο Σεραφείμ. Ἕξ πτέρυγας εἶχε ἕκαστον ἐξ αὐτῶν. Διά τῶν δύο πτερύγων ἐκάλυπτον τό πρόσωπον αὐτῶν, διά τῶν ἄλλων δύο ἐσκέπαζον τούς πόδας των καί διά τῶν ἄλλων δύο ἵπταντο. Ἕκαστον ἐξ αὐτῶν μετά φωνῆς μεγάλης ἔλεγε πρός τό ἄλλο: ” Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶναι ὁ Κύριος ὁ Παντοκράτωρ καί ἡ γῆ ὅλη εἶναι πλήρης τῆς θείας Αὐτοῦ δόξης”. Τόσον δέ μεγάλαι ἦσαν αἱ κραυγαί τάς ὁποίας ἐξεφώνουν, ὥστε ἀνεπετάσθη ὁ γεῖσος τοῦ ναοῦ καί ὅλος ὁ ναός ἐγέμισε ἀπό καπνόν. Τότε εἶπον: ”Ὦ, ταλαίπωρος ἐγώ! Ἐχάθηκα! Διότι εἶμαι ἁμαρτωλός ἄνθρωπος μέ ἀκάθαρτα χείλη, ἐν μέσῳ ἀνθρώπων ἀκάθαρτα χείλη ἐχόντων κατοικῶ καί ὅμως εἶδον διά τῶν ὀφθαλμῶν μου τόν Βασιλέα Κύριον Παντοκράτορα”. Τότε, ἀπεστάλη πρός ἐμέ ἕν ἐκ τῶν Σεραφείμ, τό ὁποῖον εἶχε ἄνθρακα ἀναμμένον τόν ὁποῖον διά λαβίδος ἔλαβεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου. Τόν ἄνθρακα τοῦτον ἤγγισεν εἰς τά χείλη μου καί εἶπεν: ”Ἰδού! Ἤγγισε τοῦτο τά χείλη σου καί ἀφήρεσε τάς ἀνομίας σου καί ἐκαθάρισε τάς ἁμαρτίας σου”» (Ἡσ. ΣΤ´, 1-7).
Ὁ καπνός εἶναι τό ὁρατόν δεῖγμα τῆς παρουσίας τοῦ ἀοράτου φωτεινοῦ ἀλλά καί ἀπροσίτου Θεοῦ, διότι ὁ καπνός εἶναι σκοτεινός ἄν καί προέρχεται ἐκ φωτεινοῦ πυρός. Ὅμοιον τούτου, λέγει ὁ μακαριστός Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, εἶναι καί ἡ νεφέλη (Ἔξ. ΙΘ´, 16-18) (Ἱεζ. Α´, 13) (Ἀποκ. Ε´, 8). Ὁ Ἡσαΐας ἐξαγνίζεται διά τό προφητικόν του ἔργον. «Ὦ, τάλας ἐγώ…». Κατά τήν Παλαιάν Διαθήκην, ὁ ἰδών τόν Κύριον δέν πρόκειται νά ζήσῃ. Ὁ Ἡσαΐας γι᾽ αὐτό ταλανίζει ἑαυτόν, διότι, ἁμαρτωλός ὤν, εἶδε τόν Ἅγιον Θεόν καί θά ἀποθάνῃ. Καί λέγει ”κατανένυγμαι”. Τοῦτο ἐκ τοῦ ”κατανύσσομαι”, σημαίνει τήν συγκίνησιν, τό θάμβος τοῦ Προφήτου ἐπί τῷ ὁράματι τοῦτο. Μέ ἁπλᾶ λόγια, εἶναι σάν νά λέγῃ ὁ Προφήτης: «Συμφορά μου, κακό πού ἔπαθα! Χάθηκα!» Τοῦτο δέ προῆλθεν ἐκ τῆς συναισθήσεως τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν του καί τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ὁποίου κατῴκει καί διότι εἶδε τόν Θεόν ἰδίοις ὄμμασιν, ὅπως λέγει ρητῶς ὁ ἴδιος, καί κυρίως διότι δέν δύναται νά ἑνώσῃ τήν ὑμνωδίαν του μετά τῆς τῶν ἀγγέλων ὑμνωδίας, διότι ὁ Ἡσαΐας θεωρεῖ ὅτι ἔχει χείλη ἀκάθαρτα, οὐδέ τό προφητικόν του ἔργον διά χειλέων ἀκαθάρτων μπορεῖ ὡς ἐκ τούτου νά ἐκτελέσῃ. Φοβεῖται λοιπόν μήπως ἀποθάνῃ εὑρισκόμενος εἰς τοιαύτην κατάστασιν, ὅπως λέγει, «ἀκάθαρτα χείλη ἔχων». Κάτι ἀνάλογον ἔλεγαν καί οἱ τρεῖς παῖδες «οὔκ ἐστιν ἡμῖν ἀνοῖξαι τό στόμα», ὅπως σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Τί θαυμασία προσευχή!
Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης: «Παρίσταται ἀνάγκη καθάρσεως αὐτοῦ, τοῦ Προφήτου Ἡσαΐου δηλαδή, τήν ὁποίαν ἀναλαμβάνει ἕν τῶν Σεραφείμ, καί ἐπί μικρῷ ταλανίζει ἑαυτόν. Ἡ ταπεινή ἐξομολόγησις ἐπέτυχε τήν πλήρη συγγνώμην.
Τώρα, διά τόν στίχον 7 τοῦ ΣΤ´ Κεφαλαίου, ὅπου λέγει «ἥψατο τῶν χειλέων σου», ἐξηγεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τό ἑξῆς: ”Διά τούτων ἁπάντων παιδεύοντος ἡμᾶς τοῦ λόγου μή ἄλλως δύνασθαί τινα τυχεῖν ἀφέσεως ἁμαρτημάτων ἤ διά θείου πυρός”. Μόνον διά τοῦ θείου πυρός μπορεῖ νά ἐπιτύχη ὁ ἀνθρωπος τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του.
Ἡ προφητική κλῆσις τοῦ Ἡσαΐου συνίσταται εἰς τόν καθαρισμόν τῶν χειλέων. Ἐδῶ εἶναι τό κλειδί. Ὅπως αὐτό συνέβη καί στόν Προφήτη Ἱερεμία (Ἱερ. Α´, 9) . Ὁ Ἱεζεκιήλ, ρεαλιστικώτατος, ἔφαγε τό βιβλίο τοῦ Κυρίου (Ἱεζ. Γ´, 2). Ὁ ἄνθραξ τώρα οὗτος τοῦ Ἡσαΐου ἐν προκειμένῳ εὑρίσκεται ἐν τῇ λειτουργικῇ χρήσει καί συμβολίζει τήν Θείαν Κοινωνίαν.
Ὅπως λοιπόν ὁ Προφήτης Ἡσαΐας δεχόμενος τόν ἄνθρακα, ὄχι μόνο δέν κατεκάη, ἀλλά ἐκαθαρίσθη καί ἔτσι κατέστη ἄξιος νά εἶναι Προφήτης, τοιουτοτρόπως καί ὁ εὐλαβής Συμεών, τώρα στήν Ὑπαπαντή, ἐδέχθη τόν ἐνυπόστατο ”ἄνθρακα” Χριστόν ἀπό τήν Παναγία. Ἐπειδή δέ εἶχε Ἅγιον Πνεῦμα, ὄχι μόνον δέν κατεκάη, ἀλλά καί ἐκαθαρίσθη. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο, ἡ Ἐκκλησία ὥρισε, ὥστε αὐτή ἡ φρᾶσις νά προφέρεται ἀπό τόν ἑκάστοτε ἱερέα ἀμέσως μετά τήν λήψι τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἔτσι, γιά νά μή κάψη ἡ Θεία Κοινωνία τόν κάθε πιστό ὅταν κοινωνῆ, πρέπει, διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως, νά ἔχη μέσα του Χάριν Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως εἶχε δηλαδή ὁ δίκαιος Συμεών. Ἔστω βέβαια σέ ἕνα ποσοστό, γιατί δέν ἠμποροῦμε νά φθάσωμε ἀσφαλῶς στά μέτρα τοῦ δικαίου Συμεών.
Καταλήγοντας λοιπόν στήν ἑνότητα αὐτή, ὁ φλεγόμενος ἄνθρακας εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Χριστός. Ἡ μυστική λαβίδα πού κρατεῖ τόν ἄνθρακα εἶναι ἡ Παναγία, πού Τόν ἐκυοφόρησε. Ἄλλωστε, τί ψάλλομε σέ ἕνα ἀπό τά μεγαλυνάρια τῆς ἑορτῆς; «Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἡ τόν ἄνθρακα Χριστόν συλλαβοῦσα ἐν γαστρί, Σύ ὑπάρχεις Μαριάμ». Ἤ, κατ᾽ ἄλλους, πιό ἀναλυτικά, τά Σεραφείμ τοῦ ὁράματος εἶναι ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος. Θυσιαστήριο εἶναι ἡ ἄχραντος κοιλία Της. Λαβίς μυστική εἶναι τά ἴδια τά χέρια τῆς Παναγίας πού προσφέρουν τόν ἐνυπόστατο Ἄνθρακα, τόν Χριστό δηλαδή, στόν ἄξιο Συμεών.
Τώρα, σχετικά μέ τήν προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμεών γιά τόν Χριστό, ὅτι «οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον», εἶναι μία πραγματικότητα, διότι ὅλα αὐτά τά ζοῦμε ἕως τῆς σήμερον, καί κάθε ἡμέρα καί χειρότερα. Αὐτή ἡ προφητεία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἐκπληρώνεται ὅλο καί περισσότερο καθ᾽ ὅ,τι ὁ Χριστός εἶναι σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Στήν προφητεία αὐτή, ”σημεῖον” ὀνομάζει τήν σάρκωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τόν Σταυρόν Του.
Ὅσο γιά τήν δεύτερη προφητεία, πού ἀνεφέρετο στήν Παναγία, ὅτι θά διαπερνοῦσετήν καρδίαν Της ξίφος δίστομο, προφανῶς ἐννοοῦσε τήν ὀδύνη Της, ὅταν θά ἔβλεπε κρεμάμενον ἐπί Σταυροῦ τόν Υἱόν Της καί Θεόν Της. ῎Ετσι, καί μέ αὐτόν τόν πόνο τῆς Παναγίας, ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι πραγματική μητέρα καί ὅτι ὁ Χριστός ἔχει, ὄχι κατά φαντασίαν, ἀλλά πραγματικό ἀνθρώπινο σῶμα.
Αὐτή ἡ διπλῆ τρανταχτή προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμεών ἐπεκτείνεται καί σέ ὅλη τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.
Τώρα, γιά τήν Προφήτιδα Ἄννα λέγει τό ἱερό κείμενο ὅτι «ἀνθωμολογεῖτο», εὐχαριστοῦσε δηλαδή καί ἐδοξολόγει τόν Θεόν, καί ἔλεγε περί Αὐτοῦ σέ ὅλους, πού τότε στά Ἱεροσόλυμα ἀνέμεναν αὐτήν τήν αἰωνία, παντοτεινή καί πραγματική λύτρωσι. Ἡ Προφῆτις Ἄννα οὐσιαστικά εἶναι «ὑποφῆτις», ὅπως τό τονίζει καί ὁ ἱερός Κοσμᾶς ὁ ὑμνογράφος, λέγοντας «…. ἱερῶς ἀνθωμολογεῖτο ὑποφητεύουσα». Ὁ ὑποφήτης διαφέρει κάπως ἀπό τόν προφήτη μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ προφήτης συνήθως ἀποκαλύπτει τό ἀπώτερο μέλλον, ἐνῷ ὁ ὑποφήτης ἑρμηνεύει μόνον, τά παρελθόντα, τά ἐνεστῶτα, ἀλλά καί ἀποκαλύπτει ὅσα πρόκειται νά λάβουν χώρα στό ἐγγύς μέλλον. Ὅλα τά τοῦ ὑποφήτου τά κάνει καί ὁ προφήτης. Ἡ ἀποκάλυψις τοῦ ἀγνώστου παρόντος καί ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ ἐγγύς μέλλοντος ἀποτελοῦν βεβαία ἐγγύησι γιά τήν πραγμάτωσι τῆς σημαντικωτέρας προφητείας, πού ἀναφέρεται στό ἀπώτερο μέλλον καί εἶναι καθολικωτέρας σημασίας.
Τώρα, σχετικά μέ τόν στίχο μέ τόν ὁποῖον τελειώνει ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς Ὑπαπαντῆς «τό δέ παιδίον ηὔξανε καί ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας καί Χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾽ αὐτό» (Λουκ. Β´, 40), ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ηὔξανε δέ ὁ Ἰησοῦς κατά τό σῶμα· μέ ὅλον ὅπου ἠδύνατο καί ἐξ αὐτῆς τῆς μήτρας νά ἀνέβῃ εἰς μέτρον ἀνδρικῆς ἡλικίας· ὅμως ἤθελε λογισθῆ πώς κατά φαντασίαν ἐσαρκώθη, διά τοῦτο αὐξάνει ἀπό ὀλίγον, ὀλίγον. Καί ὅσον αὐξάνετο κατά τό κορμί, τοσοῦτον ἐφανερώνετο καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Διότι, δέν ἐγένετο κατά προκοπήν καί μάθησιν σοφός, μή γένοιτο· ἀλλ᾽ ἀπό ὀλίγον, ὀλίγον, δείχνοντας τήν φυσικήν του σοφίαν, κατά τήν τάξιν τῆς σωματικῆς ἡλικίας· λέγεται πώς ἐπρόκοπτε, καί ἐνεδυναμώνετο μέ τό Πνεῦμα. Διότι ἄν ἤθελε δείξῃ ὅλην τήν σοφίαν ἐξ ἀρχῆς ἀκόμη ἕως ὅπου ἦτο μικρόν παιδίον, ἤθελε φανῆ τίποτε παράξενον θαῦμα· ἀλλά τώρα λόγῳ νά δείχνῃ τήν σοφίαν του, κατά τό μέτρον τῆς ἡλικίας, ἐπλήρωσε τήν οἰκονομίαν, ὄχι πώς ἐλάμβανε σοφίαν· διότι τί νά ἤθελε γίνῃ τελειότερον, τοῦ ἀπ᾽ ἀρχῆς τελείου; ἀλλά τήν σοφίαν ὅπου ἦτο εἰς αὐτόν, τήν ἐφανέρωνεν ἀπό ὀλίγον, ὀλίγον».
Ὁ Χριστός, φυσιολογικῷ τῷ τρόπῳ, ἀκολουθεῖ τήν φυσική ὁδό τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως, διότι, ἄν ξαφνικά ἐνεφανίζετο μέ μιᾶς ὡς ἄνδρας, δικαιολογημένως θά ἐνομίζετο ὅτι κατά φαντασίαν ἐσαρκώθη. Ἄν ἤθελε νά δείξη ὅλην τήν σοφία Του ἐξ ἀρχῆς, ἀπό τότε πού ἦτο μικρό παιδίον, θά ἐφαίνετο σάν ἕνα παράξενο καί ἀνεξήγητο θαῦμα. Ὅσον ηὔξανε κατά τό κορμί, τοσοῦτον ἐφανερώνετο ἡ ἅμα τῇ συλλήψει ἐνυπάρχουσα ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ σαρκωμένος Θεός ἠθέλησε νά δείχνη τήν σοφία Του ἀνάλογα μέ τό μέτρον τῆς ἡλικίας Του. Γι᾽ αὐτό, τήν ἐφανέρωνε πρός τά ἔξω κλιμακωτά, σταδιακά.
Βέβαια, ὅπως ἑρμηνεύη ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, τήν ἀπάντησι γιά τά προαναφερθέντα τήν δίδει ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς πιό κάτω, ὅταν λέγη ὅτι «ὁ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ» (Λουκ. Β´, 52). «Ἐξηγῶντας τί εἶναι τό προκόπτειν σοφίᾳ, προσθέτει καί ἡλικίᾳ, διότι τήν προκοπήν τῆς ἡλικίας λέγει πώς εἶναι προκοπή τῆς σοφίας».
Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γίνη πιό τέλειος ἀπ᾽ ὅ,τι εἶναι. Διότι, εἶναι ἄπειρα τέλειος. Ἄν, ὑποτεθείσθω, ἐγίνετο πιό τέλειος, στήν οὐσία δέν θά ἦταν Θεός. Τό Θεῖον εἶναι ἐντελῶς ἀμετάβλητον.
Ἀνάλογες θέσεις διατυπώνει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, πού εἶναι ἡ ἐγγύησις τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς καί ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων.
Αὐτά, βέβαια, τώρα γιά μᾶς εἶναι πιό εὐκολονόητα, διότι μᾶς ἔχει ἀναπτυχθῆ, κατ᾽ ἄνθρωπον βέβαια, ἡ Χριστολογία ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες. Διότι, τόν Χριστό, σέ τέλειο βαθμό τόν γνωρίζει μόνον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ξέρει μόνος καί τά βαθέα τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τά ἀνέλυσαν, τά διεσαφήνισαν, τά περιχαράκωσαν καί τά δεχόμεθα ὡς ἀποκεκαλυμμένα.
Τώρα, ἐμεῖς ξέρομε, ἀπό τήν Χριστολογία, ὅτι μέ τήν ἕνωσι θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στήν μία ὑπόστασι τοῦ Λόγου, στό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μέσα στά σπλάγχνα τῆς Θεοτόκου, ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ ἐθεώθη ἅμα τῇ συλλήψει. Ἄν καί ὁ Χριστός ἦταν νήπιο, ταυτόχρονα ἦτο ὁ πρό αἰώνων ἀϊδίως ὑπάρχων Θεός ἔχοντας ὅλον τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς καί ὅλην τήν γνῶσι καί σοφία, καθ᾽ ὅ,τι, ὡς πρόσωπο, ἅμα τῇ συλλήψει ἦτο ἡ ἐνυπόστατος Σοφία. Ἄλλωστε ὁ Χριστός, κατά τήν δημόσια δρᾶσι Του – καί κυρίως στήν ἀρχή -, ὡμιλοῦσε «κατά τήν ὑπόνοια τῶν ἀκουόντων», σύμφωνα δηλαδή μέ τήν ἀντιληπτική δυνατότητα τῶν ἀκροατῶν Του περί Αὐτοῦ.
Τήν ἑορτή τοῦ Σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τήν ἐθέσπισε ὡς γνωστόν ὡς ἀκολουθία κάθε ἀνθρώπου σαράντα ἡμέρες μετά τήν γέννησί του. Οἱ εὐχές τῶν εἴκοσι ἡμερῶν – οἱ εὐχές τοῦ Μισοσαραντισμοῦ -, εἶναι ξένες, καί πρός τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπίσης, νά τονίσωμε ὅτι τό γεγονός τῆς Ὑπαπαντῆς ἐξιστορεῖται μόνον ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Τό ὅτι δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς ἄλλους, δέν σημαίνει προφανῶς ὅτι τό ἀρνοῦνται, κάθε ἄλλο. Ἁπλῶς, ἔτσι ἔκρινε, ἐφώτισε καί ἐνήργησε ἡ Θεία Πρόνοια. Διότι, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη. Μία ἀπό τίς συνέπειες πού ἔχει αὐτό εἶναι ὅτι, ἐάν ἕνας Ἅγιος ἀσχολῆται μέ ἕνα θέμα καί ἕνας ἄλλος Ἅγιος δέν ἀσχολῆται μέ τό ἴδιο θέμα, δέν συνεπάγεται ἐκ τούτου, ὅτι ὁ δεύτερος Ἅγιος ἔχει κατ᾽ ἀνάγκην ἄλλη γνώμη, ἤ ὅτι διαφωνεῖ μέ τόν πρῶτο. Αὐτό, φυσικά, δέν ἰσχύει μόνο γιά τούς παλαιούς Ἁγίους, ἀλλά καί γιά τούς συγχρόνους Ἁγίους. Γι᾽ αὐτό, νά μήν ἑρμηνεύωμε λανθασμένα τά λόγια, τίς ἐνέργειες, ἀκόμη καί τήν σιωπή, κάποιες φορές, τῶν ἀνθρώπων πού ὅμως ὄντως ἀνεδείχθησαν ἐκ Θεοῦ σκεύη ἐκλογῆς.
Τώρα, ἀντί ἐπιλόγου, νά ποῦμε τά ἑξῆς:
Ἀπό τήν σημερινή ἑορτή – ὅπως καί ἀπό πολλές ἄλλες – βλέπομε πῶς ”δένει” ἡ Παλαιά μέ τήν Καινή Διαθήκη. Δέν ἠμποροῦμε νά ἀπομονώσωμε τήν Παλαιά ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, διότι καί τά δύο ἀποτελοῦν τήν σταδιακή ἀλλά ἑνιαία ἀποκάλυψι τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἄν ὑποτιμοῦμε τήν μία ἐκ τῶν δύο, οὐσιαστικά, αὐτομάτως καί μοιραίως ὑποτιμοῦμε τόν Ἴδιο τόν ἀποκαλύπτοντα καί ἀποκαλυπτόμενο Θεό, πού αὐτό βέβαια εἶναι παμμεγίστη ἁμαρτία-ἀστοχία.
Τέλος, ”ὑπαπαντή” σημαίνει ”ἔρχομαι σέ συνάντησι μέ κάποιον ἄλλον”, ὑπαντῶ κάποιον. Μέ αὐτήν λοιπόν τήν ἔννοια, εὔχομαι ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ νά συντελέση ὥστε νά γίνεται ὁλοένα καί περισσότερο καί ἑορτή καί γεγονός τῆς ἰδικῆς μας προσωπικῆς ὑπαπαντῆς μετά τοῦ Χριστοῦ, συναντήσεως μετά τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά γίνη ὅμως αὐτό, πρέπει πρῶτα νά οἰκειοποιηθοῦμε τό ἑξῆς τροπάριο τῆς Ὑπαπαντῆς: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχήν, καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς, καὶ κηρύξω σέ Θεόν». Τότε καί μόνον τότε, καταυγαζόμενοι ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀβιάστως καί αὐθορμήτως θά Τόν κηρύξωμε πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, ἔργῳ πρῶτα καί λόγῳ ὕστερα, ἀληθινόν Θεόν.
(Ἑσπερινή ὁμιλία εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος 4/2/2007)
Αναρτήθηκε από ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ στις 1.2.15