Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ – Η Προσευχή του Ιησού

Αρχίζοντας να μιλώ για την προσευχή του Ιησού, επικαλούμαι τη βοήθεια του πανάγαθου και παντοδύναμου Ιησού ενάντια στη ραθυμία μου και αναθυμούμαι τα λόγια του δίκαιου Συμεών για τον Κύριο: « Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Ακριβώς όπως ο Κύριος ήταν και είναι σημείον αληθείας, ένα σημείον αντιλεγόμενο, αντικείμενο αμφισβήτησης και ασυμφωνίας μεταξύ εκείνων πού Τον γνωρίζουν και εκείνων πού δεν Τον γνωρίζουν, έτσι και η προσευχή στο πανάγιο όνομα Του, πού είναι, με την πλήρη σημασία της λέξεως, μέγα και θαυμαστό σημείο, έχει καταστεί θέμα αμφισβήτησης και διχογνωμίας μεταξύ των όσων ασκούνται σ’ αυτήν και όσων δεν την εφαρμόζουν. Κάποιος από τους Πατέρες δίκαια παρατηρεί ότι αυτός ο τρόπος προσευχής απορρίπτεται μόνον από εκείνους πού δεν τον ξέρουν και τον απορρίπτουν αυτοί από προκατάληψη και σφαλερές αντιλήψεις πού σχημάτισαν γι’ αυτόν.
Μη δίνοντας προσοχή στην κατακραυγή πού απορρέει από προκατάληψη και άγνοια, εμπιστευόμενοι στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού, προσφέρουμε στους αγαπητούς πατέρες και αδελφούς την ταπεινή μας μελέτη για την προσευχή του Ιησού με βάση την Αγία Γραφή, την Εκκλησιαστική παράδοση και τα γραπτά κείμενα των Πατέρων, στα όποια εκτίθεται η διδασκαλία για την πανάγια και παντοδύναμη αύτη προσευχή.
Αναλογιζόμενοι το μεγαλείο του ονόματος του Ιησού και τη σώζουσα δύναμη της προσευχής πού γίνεται στο όνομα Του, αναφωνούμε με πνευματική ευφροσύνη και θαυμασμό: «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητας σου, Κύριε, ης έκρυψας τοις φοβουμένοις σε, εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε εναντίον των υιών των ανθρώπων» (Ψαλμ. 30,19-20).
Η προσευχή του Ιησού λέγεται μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αρχικά λεγόταν χωρίς την προσθήκη των λέξεων «τον αμαρτωλόν». Οι λέξεις αυτές προστέθηκαν στα άλλα λόγια της προσευχής μεταγενέστερα.
Αυτός ο τρόπος προσευχής, το να προσεύχεται δηλαδή κανείς λέγοντας την προσευχή του Ιησού, είναι θείος θεσμός, πού θεσπίστηκε όχι μέσω Αποστόλου ή Αγγέλου, αλλά από τον Υιόν του Θεού, πού είναι Θεός ο ίδιος.
Πόσο υπέροχη δωρεά! Είναι εγγύηση ατέλειωτων κι απέραντων ευλογιών! Δωρεά πού βγήκε από τα χείλη του άπειρου Θεού, ντυμένου την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση και καλουμένου με το ανθρώπινο όνομα του Σωτήρα (Σωτήρας – στα εβραϊκά «Ιησούς» (Ματθ. 1,21).

Ω, εσύ Χορηγέ ανεκτίμητης, αδιάφθορης δωρεάς! Πώς μπορούμε εμείς οι αμαρτωλοί θνητοί να δεχτούμε τη δωρεά; Ούτε τα χέρια μας, ούτε ο νους μας, μα ούτε η καρδιά μας μπορούν να τη λάβουν.Δίδαξε μας για να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε, το μεγαλείο της δωρεάς, τη σημασία της και τους τρόπους να τη λαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε έτσι πού να μη την πλησιάζουμε με τρόπο αμαρτωλό, για να μη τιμωρηθούμε για αδιακρισία και θρασύτητα, άλλα έτσι πού, για να την καταλαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε ορθά, να λάβουμε από Σένα άλλες δωρεές πού Σύ μας υποσχέθηκες και Σύ μοναχά γνωρίζεις.
Στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων βλέπουμε την απέραντη πίστη των αγίων Αποστόλων στο όνομα του Κυρίου Ιησού, όπως και τον απέραντο σεβασμό τους γι’ αυτό.
Στο βίο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, πού στεφανώθηκε με το φωτοστέφανο του μαρτυρικού θανάτου στη Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, διαβάζουμε αυτά τα λόγια:
Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και είχε το προνόμιο, οντάς παιδί, να δει τον Κύριο Ιησού Χριστό προσωπικά. Ήταν το ευλογημένο εκείνο παιδί, για το όποιο λέγεται στο Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος το έβαλε στο μέσο των Αποστόλων, πού συζητούσαν για πρωτεία, το πήρε στην αγκαλιά του και είπε: «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 18,3-4. Πρβλ. Μάρκ. 9,36 και Μηναίο, 20 Δεκεμβρίου).
Σίγουρα ο άγιος Ιγνάτιος διδάχτηκε την προσευχή του Ιησού από τον άγιο Ευαγγελιστή και την εφάρμοζε κατά την περίοδο εκείνη της ακμής του Χριστιανισμού, όπως όλοι οι άλλοι Χριστιανοί. Την εποχή εκείνη όλοι οι Χριστιανοί μάθαιναν την προσευχή του Ιησού, πρώτα για τη μεγάλη σημασία της ίδιας της προσευχής, όπως και για το ότι σπάνιζαν τότε και ήταν πανάκριβα τα χειρόγραφα ιερά βιβλία, γιατί λίγοι ήταν οι γραμματισμένοι (οι πιο πολλοί από τους Αποστόλους ήταν αγράμματοι και γιατί η προσευχή του Ιησού ήταν εύκολη, πρόσφερε ικανοποίηση και επενεργούσε με μια πολύ ειδική ενέργεια και δύναμη.
Στην εκκλησιαστική ιστορία διαβάζουμε το πιο κάτω επεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα της Καρχηδόνας, πού ονομαζόταν Νεωκόρος, υπηρετούσε στη φρουρά της Ιερουσαλήμ στα χρόνια πού ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός υπέστη θεληματικά τα πάθη και θανατώθηκε για ν’ απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Σαν είδε ο Νεωκόρος τα θαύματα πού τελέσθηκαν στο θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, πίστεψε σ’ Αυτόν και βαφτίστηκε από τους Αποστόλους. Όταν τέλειωσε τη θητεία του, ο Νεωκόρος πήγε πίσω στην Καρχηδόνα και μοιράστηκε το θησαυρό της πίστης με ολόκληρη την οικογένεια του. Ανάμεσα σ’ εκείνους πού δέχτηκαν το Χριστιανισμό ήταν και ο Καλλίστρατος, ο εγγονός του Νεωκόρου. Σαν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία ο Καλλίστρατος πήγε στο στρατό. Το στρατιωτικό απόσπασμα στο όποιο τοποθετήθηκε το αποτελούσαν ειδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τον Καλλίστρατο και πρόσεξαν πώς αυτός δε λάτρευε τα είδωλα, αλλά αφιέρωνε πολλήν ώρα στην προσευχή τη νύκτα μέσα σε μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ενώ εκείνος προσευχόταν, και τον άκουσαν να επαναλαμβάνει αδιάκοπα το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό τον κατήγγειλαν στο διοικητή τους. Ο άγιος Καλλίστρατος, πού ομολογούσε το Χριστό οντάς μόνος στο σκοτάδι της νύχτας, Τον ομολόγησε δημοσίως στο φως της ημέρας και επισφράγισε την ομολογία του με το αίμα του» (Μηναίο, 27 Σεπτεμβρίου).
Διδαχή για την προσευχή του Ιησού εμφανίζεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του τέταρτου αιώνα, όπως είναι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο αββάς Ησαΐας ο Ασκητής.
Η αγαθοεργός δύναμη της προσευχής του Ιησού εμπεριέχεται στο ίδιο το θείο όνομα του Θεανθρώπου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μολονότι στην Αγία Γραφή υπάρχει πλούσια μαρτυρία, πού αποδείχνει το μεγαλείο του ονόματος του Θεού, εν τούτοις η σπουδαιότητα του ονόματος αυτού εξηγήθηκε με ιδιαίτερη ακρίβεια από τον άγιο Απόστολο Πέτρο μπροστά στο εβραϊκό συνέδριο, όταν ερωτήθηκε «εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι» είχε θεραπεύσει κάποιον άνθρωπο χωλό εκ γενετής.
Ένα άλλο σκεύος του Αγίου Πνεύματος, ο Απόστολος των εθνών, δίνει μια παρόμοια μαρτυρία. «Πάς γαρ», λέγει, «ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,13). «Χριστός Ιησούς… έταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Διό και ό Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού, πάν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων» (Φιλ. 2,5-10).
Βλέποντας μακριά στο μέλλον, ο Δαυίδ, ένας πρόγονος του Ιησού κατά σάρκα, έψαλλε τη μεγαλωσύνη του ονόματος του Ιησού και ζωηρά περιέγραψε την επενέργεια και το αποτέλεσμα αυτού του ονόματος, τον αγώνα πού γίνεται με το όνομα αυτό σαν μέσο ενάντια στις πηγές της αμαρτίας, τη δύναμη του να σώζει εκείνους πού προσεύχονται με αυτό το όνομα από την αιχμαλωσία στα πάθη και τους δαίμονες και το θρίαμβο εκείνων πού κερδίζουν πνευματική νίκη με το όνομα του Ιησού. Ας ακούσουμε τί λέει ο θεόπνευστος Δαυίδ: «Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα των έχθρων σου του καταλυσαι εχθρόν και εκδικητήν» (Ψαλμ. 8,2-3).
Ακριβώς! Η μεγαλοπρέπεια του ονόματος του Ιησού ξεπερνά την αντίληψη των λογικών πλασμάτων της γης και του ουρανού. Τη μεγαλοπρέπεια του τη συλλαμβάνει μ’ ένα τρόπο ακατανόητο η παιδιάστικη απλότητα και πίστη. Μ’ αυτό το ανιδιοτελές πνεύμα πρέπει να προσεγγίσουμε την προσευχή στο όνομα του Ιησού και μ’ αύτη να συνεχίσουμε.