Ποιός ὁ πυρήνας καί τό κέντρο τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου; Τί εἶναι αὐτό πού συγκεφαλαιώνει ὅ,τι εἶπε καί δίδαξε; ῾Η ἀπάντηση εἶναι αὐτή τήν ὁποία γνωρίζουμε καί ὁμολογοῦμε ὅλοι: ἡ ἀγάπη. ῎Αν κάτι πράγματι μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὡς ἡ συνισταμένη τῶν λόγων καί τῶν ἐνεργειῶν Του εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀρετή αὐτή. ῾Ο Κύριος, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶναι ὁ κατεξοχήν προφήτης-διδάσκαλος, τοῦ ῾Οποίου ἡ διδασκαλία ἀποτελοῦσε ἔκφραση τῆς ζωῆς Του. ῾Οἷος ὁ βίος, τοῖος καί ὁ λόγος᾽, κατά τήν Πατερική ἔκφραση. ῞Οπως ἔχει εἰπωθῆ, ὁ Κύριος μποροῦσε νά μήν εἶχε διδάξει καθόλου. ῾Η ζωή Του συνιστοῦσε καί τή διδασκαλία Του, γι᾽ αὐτό καί τή διδασκαλία Του τή βλέπουμε ὑπομνηματισμένη σέ ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ζωῆς Του. Καί βεβαίως, ὅπως εἶναι γνωστό, τά θαύματά Του ἦταν καί ἡ σφραγίδα τῶν ὅσων δίδασκε, γι᾽ αὐτό καί θεωροῦνται καί αὐτά ἄλλης μορφῆς διδασκαλία Του.
1. Εἶναι ὅμως μία ἀρετή ἡ ἀγάπη;
Χωρίς νά ἀποκλείσουμε καί τή διάσταση αὐτή ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπινης, ἡ ἀγάπη ὑπερβαίνει τήν ἀρετολογική ἁπλή κατανόησή της, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος. ῾῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 16), πού σημαίνει ὄτι ἔχει βάθος μυστηριακό. Μιλώντας γιά ἀγάπη μιλᾶμε γιά τόν ἴδιο τόν Θεό. ῞Οπως εὐστόχως ἔχει τονισθῆ: ῾ὁ Θεός δέν ἔχει ἀγάπη, εἶναι ἀγάπη᾽, κατά συνέπεια ψηλαφώντας τίς ἐνέργειές Του, ὅπως φαίνονται αὐτές στήν ῾Αγία Γραφή ἀπαρχῆς τῆς Δημιουργίας καί μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ψηλαφᾶμε τά χαρακτηριστικά τῆς ἀγάπης.
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Δημιουργός Θεός τήν ἀγάπη Του ἀποτυπώνει στά δημιουργήματά Του, ὁ Λυτρωτής Θεός καί στήν πρώτη καί στή δεύτερη φάση τῆς ἀποκάλυψής Του ἐξίσου τήν ἀγάπη Του ἀποκαλύπτει, ὁ Τελειωτής ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ Θεός ἐπίσης τήν ἀγάπη Του μαρτυρεῖ. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ὅποια πονηρία καί κακία στόν κόσμο δέν σχετίζεται μέ Αὐτόν, ἀλλά μέ τήν κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας τῶν λογικῶν δημιουργημάτων Του, εἴτε ἀγγέλων εἴτε ἀνθρώπων. ῾Η δημιουργία στήν οὐσία καί τήν ἀλήθεια της εἶναι ἕνας ἀδιάκοπος ὕμνος πρός ᾽Εκείνου τήν ἀγάπη καί τήν ἀγαθωσύνη, γι᾽ αὐτό καί ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ποτέ δέν λειτουργεῖ ὡς φόβος καί ἀπειλή, ἀλλ᾽ ὡς ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ.
᾽Ακόμη καί οἱ θεωρούμενες τιμωρίες τοῦ Θεοῦ ἤ τό θεωρούμενο ἀπειλητικό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη συνιστοῦν παιδαγωγίες ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νά συνετίσει καί νά συνεφέρει τή σκληροκαρδία τῶν τέκνων Του, τά ὁποῖα λόγω τῆς ἁμαρτίας τους ἀλλοίωσαν τόν ἑαυτό τους, εἰσερχόμενα σέ παρά φύσιν κατάσταση καί ἀνωμαλία. Κατά συνέπεια διαστρέφει κανείς τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἀλλοιώνει τό νόημα καί τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ὅταν μένει στήν ἐπιφάνεια τῆς παιδαγωγίας καί δέν βλέπει τήν πηγή καί τήν προέλευσή της. Πόσο πλάνη ὑπάρχει σ᾽ ἐκείνους λοιπόν πού ἀδυνατοῦν νά δοῦν τή μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἴτε στήν Παλαιά εἴτε στήν Καινή Διαθήκη, ἰσχυριζόμενοι ὅτι στήν Παλαιά ἔχουμε ἕναν ἀπειλητικό καί ἐκδικητικό Θεό καί στήν Καινή τό πρόσωπο τοῦ Πατέρα! Πρόκειται γιά πλάνη πού ἀποκαλύπτει τήν ἐνυπάρχουσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία βλέπει διχασμό ἐκεῖ πού δέν ὑφίσταται.
῾Ο Θεός λοιπόν ῾ἀγάπη ἐστί᾽ ἀπαρχῆς καί πάντοτε, χωρίς νά ὑπάρχει ὁποιαδήποτε μετατόπιση ἀπό τήν ἀλήθεια αὐτή. ῎Αλλωστε ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ῾πιστός᾽ καί δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει καί ν᾽ ἀρνηθεῖ τόν ῾Εαυτό Του, – ῾ἀρνήσασθαι ἑαυτόν ὁ Θεός οὐ δύναται᾽ (Β´ Τιμ. 2, 13) – κάτι πού συνιστᾶ ὄχι μόνο θεμέλιο γιά τήν πίστη μας, ἀλλά καί τή μεγαλύτερη παρηγοριά μας. ῎Ας φανταστοῦμε τί σχέση θά εἴχαμε μέ τόν Θεό, τί αἰσθήματα θά βιώναμε, ἄν πιστεύαμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει μεταπτώσεις συναισθηματικές καί μᾶς συμπεριφέρεται κατά τό δοκοῦν! Θά ἦταν ὄχι ὁ Θεός τῆς Γραφῆς καί τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλ᾽ οἱ θεοί τῆς εἰδωλολατρίας καί τῶν ᾽Αρχαίων ῾Ελλήνων, θεοί-δημιουργήματα τοῦ ἀνθρώπου, κατ᾽ εἰκόνα αὐτοῦ καί ὄχι τό ἀντίστροφο. Μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ ῾θεοί᾽ τῶν διαφόρων θρησκειῶν λειτουργοῦν ὡς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς δικές τους διακυμάνσεις τῆς ψυχῆς καί ἀντιστοίχως πρός τά ἀνθρώπινα πάθη. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι τό κυρίαρχο στοιχεῖο πρός τούς ὑποτιθέμενους αὐτούς θεούς εἶναι ὁ φόβος, πού σημαίνει ὅτι στό βάθος ὁ ἄνθρωπος στέκει μέ φόβο τελικῶς ἀπέναντι καί στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
2. ᾽Αλλ᾽ ἀκριβῶς ἐδῶ ἔχουμε καί τό θεμέλιο τῆς ἀγάπης ὡς τῆς καίριας ἐντολῆς τοῦ ἀποκαλυμμένου Θεοῦ πρός τόν ἄθρωπο. ᾽Εκεῖνο δηλαδή πού ἑρμηνεύει τό γιατί τῆς ἀγάπης ὡς τῆς συνισταμένης τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽ ᾽Εκείνου δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Εφόσον ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽, ἀντιστοίχως καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος γιά νά ἀγαπᾶ. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του νά εἶναι κάτι διαφορετικό ἀπό τό ῾ἀρχέτυπό᾽ Του, τόν ἴδιο τόν Θεό, συνεπῶς κάθε ἔκπτωση ἀπό τήν ἀγάπη συνιστᾶ διαστροφή καί ἀνωμαλία. Κι ἡ ἀλήθεια αὐτή ἐπιτείνεται ἀπό τήν ἐξήγηση πού δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ὅτι ὁ εἰκονισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀνάγεται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, διότι ῾Αὐτός ἐστιν ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου᾽ (Κολ. 1, 15). Μέ ἄλλα λόγια στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρχε ἡ προοπτική τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ – ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται κατά τόν τύπο τοῦ ἐρχομένου στόν κόσμο Θεοῦ -, γι᾽ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ του πέρα καί ἔξω ἀπό τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἰδιαιτέρως δέ πέρα καί ἔξω ἀπό ὅ,τι συνιστοῦσε τή ζωή ᾽Εκείνου, τή θυσιαστική ἀγάπη.
῾Ο ἄνθρωπος λοιπόν εἶναι φυσιολογικός, εἶναι ῾normal᾽, ὅταν ζεῖ κατά τόν λόγο καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καλοῦσε καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο ῾ὀπίσω Αὐτοῦ ἀκολουθεῖν᾽ (Ματθ. 8, 22. 9,9 κ.π.ἄ.), δέν τό ἔκανε καί δέν τό κάνει γιά νά ἔχει ὀπαδούς ὡς ἀρχηγός μίας κάστας ἤ ἑνός κόμματος – ῾ἄπαγε τῆς βλασφημίας!᾽-, ἀλλά γιά νά δώσει στόν ἄνθρωπο τόν ὀρθό του προσανατολισμό, προκειμένου νά βρεῖ τόν κανονικό ρυθμό καί τό νόημα τῆς ζωῆς του. ᾽Αγάπη ἔτσι γιά τόν ἄνθρωπο σημαίνει φῶς καί ζωή καί ἀλήθεια. Σημαίνει εὕρεση τῆς χαρᾶς καί τοῦ Παραδείσου.
3. Γιατί τότε ἡ ἀγάπη δίνεται ὡς ἐντολή; Διότι λέει ῾αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους᾽ (᾽Ιωάν. 15, 13). ᾽Εφόσον ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν κανονική λειτουργία του, γιατί νά δίνεται ὡς ἐντολή; Λογικό τό ἐρώτημα, ἀπό τό ὁποῖο ὅμως ἐλλείπει ἡ σωστή ἀνθρωπολογία ὡς μή λαμβάνουσα ὑπόψη τό πιό κύριο στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τήν ἐλευθερία. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ Του, ἄρα νά ἀγαπᾶ, ἀλλά μέσα στόν εἰκονισμό αὐτό ὑπάρχει καί ἡ ἐλεύθερη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος θά πορευόταν ἐν ἀγάπῃ, δηλαδή μέσα στήν κανονικότητά του, ἀλλά μόνο μέ τή θέλησή του. ῾Ο Θεός δέν δημιούργησε ρομπότ καί μηχανές, ὥστε ἀναγκαστικά καί μηχανιστικά ὁ ἄνθρωπος νά Τόν ὑπακούει. ῾Ο Θεός θέλησε ὁ ἄνθρωπος ἐν ἐλευθερίᾳ νά πορεύεται, κάτι πού ἐνεῖχε – ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας – καί τό ρίσκο τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου. Καί πράγματι, ὁ ἄνθρωπος, ὅπως πιό πρίν κάποια πνευματικά ὄντα πού εἶχε ὁ Θεός δημιουργήσει, ἐννοῦμε τούς ξεπεσμένους ἀγγέλους τούς δαίμονες, δέν χρησιμοποίησε ὀρθά τήν ἐλευθερία του. ᾽Αρνήθηκε νά ὑπακούσει στόν Δημιουργό του καί ἡ ἀνυπακοή του αὐτή τόν ἔφερε στόν δρόμο τῆς ἀνωμαλίας τῆς ἁμαρτίας. ῾Η ἀγάπη χάθηκε ὡς φυσιολογική ὁδός καί ὁ ἐγωισμός – ἡ διεστραμμένη ἀγάπη – ἔγινε ὁ τραγικός καί ζοφερός μονόδρομος τοῦ ἀνθρώπου. Λοιπόν, ὁ Θεός μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης Του καί τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου πού ἀναλαμβάνει πρός σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του, φανερώνει στόν σκοτεινιασμένο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πάλι τήν ὀρθή ὁδό τῆς ἀγάπης, τόν ἐνισχύει προκειμένου νά τήν ἀκολουθήσει καί ὡς δεκανίκι στήν τραγική κατάσταση πού βρισκόταν τοῦ δίνει τήν ἐντολή. ῾Η φυσιολογία τῆς ἀγάπης γίνεται καί ἐντολή, λόγω ἀκριβῶς τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία καί τοῦ τραυματισμοῦ πού ὑπέστη ἀπό τήν ἐπανάστασή του κατά τοῦ Δημιουργοῦ του.
4. ῾῾Ο Θεός λοιπόν ἀγάπη ἐστί᾽ καί τό σχεδιό Του γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἔκπτωτο καί ἀδύναμο νά δεῖ τήν πραγματικότητα, ἦταν νά τόν φέρει καί πάλι στήν ἀγάπη, τή μόνη σωτήρια καί ἁρμόζουσα γι᾽ αὐτόν ζωή. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐντολή πού τοῦ δίνει, ἡ πρώτη καί ἀπόλυτη καί συγκεφαλαιοῦσα τά πάντα, εἶναι ἀκριβῶς αὐτή, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη: ῾῎Ακουε, ᾽Ισραήλ. Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστιν. Καί ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου᾽ (Δευτερ. 6, 5). ῾Ο ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ κατανοεῖται ὡς συνέχεια καί ἐπιβεβαίωση αὐτῆς. Πέραν τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Κύριος παραπέμπει στήν ἐντολή αὐτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ὁποία ἄλλωστε ὁ ῎Ιδιος ὡς ἄσαρκος ἀκόμη Λόγος ἔδωσε (βλ. π.χ.: ῾῾Ο ᾽Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ: ᾽Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ: ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽ (Ματθ. 22, 37-39), τήν ξανατονίζει σχετίζοντάς την καί μέ τή δική Του ἐπί γῆς αὐθεντία: ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους᾽ (᾽Ιωάν. 15, 13). Κι ἀκόμη περισσότερο τήν ῾δένει᾽ μέ τήν ἀγάπη στό δικό Του πρόσωπο. ῾᾽Εάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε᾽. ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει᾽ (᾽Ιωάν. 15, 15.23). ῾Ο ἄνθρωπος θά ξέρει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό, μόνον ἄν βρίσκεται πάνω στήν ἐντολή Αὐτοῦ καί τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ νά δίνονται καί ἄλλες ἐντολές, ἀλλά ὅλες θά βρίσκουν τή σημασία καί τό νόημά τους μόνον ἄν βρίσκονται σέ συντονισμό καί προοπτική μέ αὐτήν τήν πρώτη καί καίρια. Τό ῾ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν᾽ γιά παράδειγμα πού τόνιζε ὁ προφήτης ᾽Ωσηέ, ἀλλά στήν οὐσία καί ὅλοι οἱ προφῆτες, καί ζήτησε καί ὁ Κύριος, ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀλήθεια τονίζουν. Καί μάλιστα ὁ Κύριος τό ἔφερε στήν ἐπιφάνεια μέ τόν πιό ἀπόλυτο καί καθαρό τρόπο: ῾᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις᾽ (᾽Ιωάν. 13, 35) . Καί βεβαίως ἀκόμη περισσότερο μέ τήν παραβολή τῆς κρίσεως πού εἶπε: ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε. Καί ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε᾽ (Ματθ. 25, 40.45). Τό πιό καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς στόν κόσμο τοῦτο πού θ᾽ ἀποδεικνύει τή χριστιανικότητα κάποιου καί θά τοῦ ῾ἐξασφαλίζει᾽ τήν εἴσοδο στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Καί μάλιστα αὐτή πού ἀναφέρεται στόν ἐλάχιστο ἀδελφό.
5. Ποιό τό νόημα ὅμως τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν σκοπός Του ἦταν νά ξανατονίσει τή χαμένη προοπτική τῆς ἀγάπης; Δεδομένου ὅτι καί οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λειτουργοῦσαν μέσα στήν ἴδια σκοποθεσία, γιατί ὁ ἐρχομός καί ᾽Εκείνου; ῞Ενας ἀκόμη, ἴσως ἰσχυρότερος καί μεγαλοπρεπέστερος, προφήτης; Γνωστά πράγματα, ἀλλ᾽ εἶναι ἀνάγκη καί πάλι νά τονιστοῦν. Βεβαίως οἱ προφῆτες ὡς σταλμένοι ἀπό τόν Θεό κήρυσσαν τήν ἐπιστροφή στόν Θεό καί τή μετάνοια, κήρυσσαν δηλαδή τήν ἐπιστροφή στόν δρόμο τῆς ἀγάπης, ὅμως ἡ ἁμαρτία πού εἶχε εἰσέλθει στό ἀνθρώπινο γένος ἦταν τέτοια πού δέν ἀρκοῦσε μόνη ἡ διδαχή καί ἡ ἐξαγγελία της. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Γραφή διαρκῶς σημειώνει τό ῾ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν᾽ (Λουκ. 24, 26). ῎Επρεπε νά πάθει ὁ Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, προκειμένου νά ἄρει τήν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων καί νά τούς ἑνώσει μέ τόν Θεό. ῾Η ἁμαρτία δηλαδή εἶχε καταφέρει τόσο ἀποφασιστικά πλήγματα κατά τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἡ ἀνθρωπότητα ἔκειτο ὄχι νεκρή – ὅπως πιστεύουν οἱ Προτεστάντες – ἀλλά ἡμιθανής, μέ ἀδυναμία ἐπαναποκτήσεως τῆς ὑγείας της ἀπό μόνη της. ᾽Αξίζει νά μνημονεύσουμε αὐτό πού ἐπισημαίνουν πολλοί ἑρμηνευτές Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅταν ἐξηγοῦν τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου, ὅτι στό πρόσωπο τοῦ ἡμιθανοῦς ᾽Ιουδαίου τῆς παραβολῆς ὁ Κύριος ῾φωτογράφιζε᾽ τό ἀνθρώπινο γένος, τό ὁποῖο θά ἔβρισκε τόν θάνατο, ἄν δέν περνοῦσε ὁ καλός Σαμαρείτης, δηλαδή ᾽Εκεῖνος ὁ ῎Ιδιος. ῾Ο Κύριος λοιπόν εἶναι ὁ καλός Σαμαρείτης πού τήν ἡμιθανή ἀνθρωπότητα τή διασώζει καί συνεχίζει νά τή φροντίζει μέσα στό Νοσοκομεῖο-Πανδοχεῖο τῆς ᾽Εκκλησίας, τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του. ῎Ετσι ὁ Κύριος ἔρχεται προκειμένου νά σηκώσει τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ πάρει τίς ἁμαρτίες καί νά τίς ξεπλύνει, νά τόν σώσει ἀπό τά δίχτυα τοῦ Πονηροῦ καί τελικῶς ἀπό τόν μεγαλύτερο καί ἔσχατο ἐχθρό του, τόν θάνατο. Χωρίς τόν Χριστό ὁ ἄνθρωπος δέν θά μποροῦσε νά δεῖ καί πάλι Θεοῦ πρόσωπο. ῾Η ἁμαρτία καί ἡ ἐναντίωση πρός τόν Δημιουργό του θά ἦταν ἡ διαρκής κατάστασή του. ῎Αν τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν μόνο πρόβλημα διδαχῆς, ναί! θά ἀρκοῦσαν οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες. ᾽Αλλά τό πρόβλημα ἦταν πολύ πιό βαθύ καί τραγικό, γι᾽ αὐτό καί ἔπρεπε νά ἔλθει ὁ ῎Ιδιος. Οἱ προφῆτες ἑτοίμασαν τόν δρόμο Του καί Τόν προανήγγειλαν, ᾽Εκεῖνος εἶναι ὁ Σωτήρας.
6. Σωτήρας μάλιστα ἀπόλυτος καί μοναδικός. Μπορεῖ κατά καιρούς στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας νά ἐμφανίζονται κάποιοι πού διεκδικοῦν τόν τίτλο αὐτό, ἀλλ᾽ ὅλοι αὐτοί, πέραν τῆς ψυχοπαθολογίας τους, συνιστοῦν ἐνεργούμενα τοῦ διαβόλου. ῾Ο ἀποκαλυπτικός λόγος τῆς Γραφῆς ἔρχεται μέ τρομακτική σαφήνεια καί ἀπολυτότητα καί μᾶς λέει: ῾Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία᾽ (Πρ. ᾽Απ. 4, 12). Διότι ῾Οὗτός ἐστίν ὁ ἀληθινός Θεός᾽ (Α´ ᾽Ιω. 5, 20) . Κατά τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου: ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ θύρα. Δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καί εἰσελεύσεται καί ἐξελεύσεται. ῞Οσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ κλέπται εἰσί καί λησταί᾽ (Πρβλ. ᾽Ιω. 10, 8-9). Καί τά θεωρούμενα ἀπόλυτα αὐτά λόγια ἀποτελοῦν καρπό τῆς μεγαλύτερης ἀγάπης στόν ἄνθρωπο, γιατί ὁ Χριστός μας δέν ῾παίζει᾽ μέ τούς ἀνθρώπους. ῏Ηλθε νά φέρει τήν ἀλήθεια, πού εἶναι καί ἡ μόνη σώζουσα κατάσταση. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή᾽ (᾽Ιω. 14, 6). Κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος ἀκούει τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου καί κατανύσσεται καί μετανοεῖ. Διότι ῾πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽ (᾽Ιωάν. 18, 37).
Τό πρόβλημα ἔτσι δέν εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο καλοπροαίρετος μετανοεῖ. ῾Ο πονηρός καί κακοπροαίρετος ἀντιδρᾶ. Καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἄλλη κατάσταση, διότι μπρός στόν Κύριο κανείς δέν μένει ἀδιάφορος. ῞Οπως ἀπαρχῆς τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου εἶχε προφητευθῆ ἀπό τον γέροντα Συμεών τόν θεοδόχο: ῾Οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον᾽ (Λουκ. 2, 34). Καί κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου:῾῾Ο μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει᾽ (Ματθ. 12, 30). Γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐεργεσία πρός τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς ἀπό τή μαρτυρία σ᾽ αὐτόν τῆς ἀλήθειας, τῆς καθαρῆς τοῦ Χριστοῦ ἀλήθειας. Λόγια τῆς πίστεως ῾νερωμένα᾽ ἀπό τόν κοσμικό δικό μας λόγο, εἶναι ἡ χειρότερη προσφορά μας. ῾Η γνήσια ἐξαγγελία τῆς πίστεως εἶναι ἐκείνη πού ὄντως θά φέρει ρῆγμα σωτηρίας στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ καλοπροαίρετου καί ἀναζητοῦντος τήν ἀλήθεια. Γιατί ἡ μαρτυρία αὐτή θά τόν φέρει μπροστά ἀκριβῶς στόν Πατέρα Θεό.
7. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν ἀγάπη, τήν ὁποία κήρυξαν οἱ προφῆτες, ἀλλά ὁ Κύριος τήν κατέστησε δυνατή γιά τόν ἄνθρωπο, καθώς μέ τόν ἐρχομό Του ἐνέταξε τόν ἄνθρωπο στόν ἑαυτό Του καί τοῦ ἔδωσε καί τοῦ δίνει τή δύναμη ἐφαρμογῆς της, συνεπῶς νά ἔχει τόν Θεό παρόντα στή ζωή του. Κι αὐτή ἡ ἔνταξη στόν Χριστό πού κάνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κατάσταση τῆς ἁμαρτίας νά κατανοεῖ τόν ἑαυτό του ὡς συνέχεια καί προέκταση τοῦ Χριστοῦ, ἄρα νά ζεῖ καί τήν ἀγάπη Του, πραγματοποιεῖται μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Μέ τό βάπτισμα γινόμαστε ἕνα μέ τόν Κύριο, μᾶς καθιστᾶ μέ τή χάρη Του μέλη Του, συνεπῶς διοχετεύεται ἡ ἀγάπη Του καί σ᾽ ἐμᾶς, γιά νά ἐξακτινωθεῖ στή συνέχεια μέσω ἡμῶν ὡς εὐλογία καί σ᾽ ὅλον τόν κόσμο. ῞Οταν ὁ Κύριος λέει ὅτι ᾽Εκεῖνος εἶναι τό ἀμπέλι κι ἐμεῖς τά κλήματα – ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽ (᾽Ιω. 15, 5) – ἀποκαλύπτει ἀκριβῶς ὄχι ὡς σχῆμα λόγου ἀλλ᾽ ὡς τήν βαθύτερη πραγματικότητα τήν οὐσιαστική καί ὄχι ἁπλῶς ἠθική σχέση μας μαζί Του. Τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἰδίως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, αὐτό ἀπηχοῦσε: εἴμαστε ἐνδεδυμένοι τόν Χριστό ψυχικά καί σωματικά (Γαλ. 3, 27: ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽), ἀποτελοῦμε ναό τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α´Κορ. 6, 19: ῾οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι;᾽), ἡ ζωή λοιπόν ᾽Εκείνου γίνεται καί ζωή δική μας (Γαλ. 2, 20: ῾ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽). ᾽Αρκεῖ – καί πάλι τό τονίζουμε – ἡ θέλησή μας νά βρίσκεται πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι τό κέντρο Του νά μήν περνᾶ καί σ᾽ ἐμᾶς. Στήν περίπτωση ῾ἀδιαβροχίας᾽ μας σημαίνει ὅτι τήν πίστη μας σ᾽ Αὐτόν τήν ἔχουμε κάνει ἰδεολογία καί τήν κατανοοοῦμε ὡς μία ἐπί πλέον θρησκεία τοῦ κόσμου τούτου. ῾Οπότε εἶναι ἑπόμενο νά φτάνουμε στή δαιμονική πράγματι κατάσταση, ἐν ὀνόματί Του νά καταδιώκουμε τούς συνανθρώπους μας, νά τούς ἐχθρευόμαστε, νά θεωροῦμε ἀντιπάλους καθένα πού δέν συμφωνεῖ μ᾽ ἐμᾶς καί στό ὄνομα τοῦ Σταυροῦ Του νά σταυρώνουμε τόν κόσμο.
8. Εἶναι περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅτι ἡ χαρισματική ἐν ᾽Εκκλησίᾳ καί διαρκῶς ἀνανεούμενη διά τῶν μυστηρίων καί διά τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης αἴσθηση τῆς ζωντανῆς σχέσης μέ τόν Χριστό δέν ἔχει διακοπές. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει διάλειμμα στή χριστιανικότητα κάποιου, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ὀνομάζεται χριστιανός ἐκεῖνος πού ἄλλοτε μετέχει στό γεγονός τῆς ᾽Εκκλησίας καί ἄλλοτε ὄχι, πού ἄλλοτε κρατάει τήν ἀγάπη καί ἄλλοτε ὄχι. Διότι στήν περίπτωση αὐτή ἔχουμε ἴσως τή χειρότερη δυνατή μαρτυρία τῆς πίστεως, περίπτωση πού ὁ λόγος τῆς Γραφῆς ἔχει χαρακτηρίσει ὡς χλιαρότητα καί ὡς διψυχία. Καί τούς χλιαρούς στήν πίστη τούς ἐμέσει ὁ Θεός, κατά τό ῾ὄφειλες νά εἶσαι ἤ θερμός ἤ ψυχρός. ᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου᾽ (᾽Αποκ. 3, 16), ἐνῶ τόν δίψυχο τόν θεωρεῖ ὡς ἀκατάστατο σέ ὅλες ἐνέργειές του. ῾᾽Ανήρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ᾽ (᾽Ιακ. 1, 8). ᾽Επισημαίνουμε τίς διαστάσεις αὐτές τῆς χλιαρότητας καί τῆς διψυχίας, ὄχι μόνο γιατί παρουσιάζονται ὡς συνήθη φαινόμενα κατά τήν ἱστορική πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ καί τῆς ζωῆς μας, ἀλλά γιατί κυρίως σ᾽ αὐτές ὀφείλονται ἡ ἔλλειψη τῆς χαρᾶς καί τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς πολλές φορές στήν ὕπαρξή μας.
Γίνεται συχνά λόγος γιά παράδειγμα στίς ἡμέρες μας – καί ὄχι μόνο – γιά τά ψυχολογικά λεγόμενα προβλήματα. Τίς περισσότερες φορές ὅμως, ὅπως ἔχουν διαπιστώσει ὄχι μόνον οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, παλαιότεροι καί νεώτεροι, ἀλλά καί ψυχολόγοι καί ψυχίατροι τοῦ καιροῦ μας, τά προβλήματα αὐτά ἀνάγονται στήν ἀδυναμία ἐλέγχου τῶν λογισμῶν μας. Οἱ διάφοροι λογισμοί – εἴτε ἐκ τοῦ φυσικοῦ μας εἴτε ἐκ τοῦ πονηροῦ – ἔρχονται καί μᾶς καθηλώνουν, τόσο πού ῾καθορίζουν᾽ τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς μας. Μία σκέψη, μία εἰκόνα ῾καρφώνεται᾽ μέσα μας καί μᾶς δημιουργεῖ κατάσταση τυραννίας, χωρίς νά μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτήν. ᾽Αποτέλεσμα; ῎Αγχος, ταραχή, φόβος, ἀνασφάλεια, καταστάσεις πού τίς περισσότερες φορές σωματοποιοῦνται δημιουργώντας περαιτέρως πλῆθος ἀπό ἐπιμέρους προβλήματα. ᾽Αλλ᾽ ἡ κατάσταση αὐτή τί ἄλλο τελικῶς ἀποκαλύπτει παρά τή μέ διαλείμματα χριστιανική βιοτή μας; Διότι ἄν εἴχαμε ἀληθινή αἴσθηση ὅτι ἀποτελοῦμε μέλη Χριστοῦ καί ὅτι ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς μας θά ᾽πρεπε γι᾽ αὐτό νά βρίσκονται ῾κολλημένα᾽ στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ – ῾ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξὅλης τῆς διανοίας σου᾽ καί ὄχι περιστασιακά ζητεῖ ὁ Θεός – δέν θά ἔμενε χρόνος γιά τούς ῾δειλούς᾽ καί πλανεμένους ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀνθρώπινους ἤ καί δαιμονικούς λογισμούς μας. ῾Λογισμοί ἀνθρώπων πάντες δειλοί᾽, κατά τή Γραφή.
9. ῾Η ἀγάπη λοιπόν εἶναι τό διαρκῶς ζητούμενο γιά τόν χριστιανό, αὐτό γιά τό ὁποῖο καί βαπτίστηκε καί χρίστηκε καί μετέχει ἐν μετανοίᾳ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ αὐτή τόν συντονίζει μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τόν κάνει ἕνα μαζί Του. ῾῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽ (Α´ ᾽Ιω. 4, 16). Καί βεβαίως μιλώντας γιά τήν ἀγάπη τήν ἐννοοῦμε ἀφενός μέ τή διπλή της διάσταση: τήν πρός τόν Θεό καί τήν πρός τόν συνάνθρωπο, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, ἀφετέρου μέ τό περιεχόμενο πού τῆς δίνει ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Καί ἄς ἐπιτραπεῖ, πέραν τῶν ὅσων ἀναφέραμε, νά ποῦμε ἐπιπροσθέτως καί τά ἑξῆς. Ἡ ἀγάπη πρωτίστως ἀναφέρεται πρός τόν Θεό, διότι – τό ἐξηγήσαμε προηγουμένως – εἴμαστε δικά Του δημιουργήματα, ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του. Μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει μάλιστα ὅτι δέν εἶναι κάποιος πού μᾶς δημιούργησε καί μᾶς παράτησε ἀπό κεῖ καί πέρα στήν τύχη μας, (ὅπως διατεινόταν ὁ φιλοσοφικός δεϊσμός τῶν νεώτερων χρόνων, φέρνοντας μάλιστα τό παράδειγμα τοῦ ὡρολογοποιοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ κατασκευάσει ἕνα ρολόι δέν γνωρίζει ἀργότερα τήν πορεία του – πεποίθηση πού ἀπέχει ἕνα μόλις βῆμα ἀπό τήν παντελή ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀθεΐα), ἀλλ᾽ εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ ῾Οποῖος συνεχίζει νά μᾶς φροντίζει μέ τήν πρόνοιά Του καί νά μᾶς καθοδηγεῖ στόν τελικό μας προορισμό. ῾῞Οτι ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα…τά πάντα δι᾽ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται᾽ (Κολ. 1, 16). ῾Η διαρκής αὐτή ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας, ἐντελῶς προσωπική γιά τόν καθένα μας, τόσο πού καί ῾αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἡμῶν πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί᾽ (Ματθ. 10, 30), μᾶς κάνει, ὅταν ριζώσει στήν καρδιά μας, νά στρεφόμαστε ἀπέναντί Του μέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη, νά διαλεγόμαστε μαζί Του μέ τή μεγαλύτερη φυσικότητα, ὅπως εἶναι ἡ ἀναπνοή γιά τόν ἄνθρωπο, νά νιώθουμε ὅπως τό παιδί στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι μιλᾶμε γιά μία χαρισματική κατάσταση, τήν ὁποία μόνον ὁ χριστιανός μπορεῖ νά κατανοήσει καί νά βιώσει. Γι᾽ αὐτό λέει καί ὁ ἀπόστολος ῾ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽ (Α´ ᾽Ιω. 4, 19). ῎Αν ᾽Εκεῖνος δέν μᾶς εἶχε ἀποκαλυφθῆ, ἄν ᾽Εκεῖνος δέν εἶχε στείλει τούς ἁγίους προφῆτες Του, κατεξοχήν τόν ἴδιο τόν Υἱό Του, ἐμεῖς λόγω τοῦ σκοτισμοῦ τοῦ νοός μας ἀπό τήν ἁμαρτία, θά ἀδυνατούσαμε παντελῶς νά κατανοήσουμε τοῦτο. Κι ἐπειδή ὁ Θεός δέν εἶναι κάτι ἀπό τή ζωή μας, ἀλλ᾽ ἡ πηγή καί ἡ ἴδια ἡ ζωή τῆς ζωῆς μας ζητεῖ αὐτήν καθ᾽ ὁλοκληρίαν. ῾᾽Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος᾽. ῾Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν᾽. ῎Αλλωστε δημιουργημένοι ἀπό τόν Θεό κατ᾽ εἰκόνα Του, δέν ἔχουμε κάτι ἐκτός Αὐτοῦ πού μπορεῖ νά γεμίσει τήν καρδιά μας. Εἴτε χρήματα εἴτε ἀπολαύσεις εἴτε δόξες, ὅλα αὐτά ὡς ἐγκόσμιες καταστάσεις ἔχουν τέλος τόν θάνατο καί δέν μποροῦν νά γεμίσουν τό ἄπειρο τῆς καρδιᾶς. ῾Η ὁμολογία ἐν προκειμένῳ τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ὅτι ῾ἀνήσυχη εἶναι, Κύριε, ἡ καρδιά μας, ἕως ὅτου βρεῖ ᾽Εσένα καί ἀναπαυθεῖ σ᾽ ᾽Εσένα᾽ θά ἰσχύει πάντοτε γιά ὅλους διαχρονικά. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ χῶρες μέ αὐξημένο κατά κεφαλήν εἰσόδημα καί μέ εὐρυχωρία ἀπολαύσεων ἔχουν καί τό μεγαλύτερο ποσοστό αὐτοκτονιῶν!
῾Η ἀγάπη ὅμως αὐτή πρός τόν Θεό ἐμπεριέχει καί τήν ἄλλη διάσταση: τήν ἀγάπη καί πρός τόν συνάνθρωπο. Πῶς ἄλλωστε εἶναι δυνατόν νά μήν τήν ἐμπεριέχει, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τόν Θεό; Ν᾽ ἀγαπῶ τόν Θεό, ἀλλά νά μή θέλω τήν εἰκόνα Αὐτοῦ εἶναι τό λιγότερο σόλοικο, ἄν μή δαιμονικό. Γι᾽ αὐτό καί ἡ Γραφή, ὅπως καί σύνολη ἡ ἁγιοπνευματική Πατερική Παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἔχει δεμένες ἄρρηκτα τίς δύο αὐτές ἀγάπες, πού σημαίνει ὅτι ἡ καθεμία ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἄλλης. ῾Ο ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος στήν Α´ Καθολική ἐπιστολή του τό ἐπισημαίνει περίτρανα: ῾᾽Εάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. ῾Ο γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; Καί ταύτην ἐντολήν ἔχομεν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ᾽ (4, 20-21). Καί ἀλλοῦ: ῾᾽Εν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τόν Θεόν ἀγαπῶμεν καί τάς ἐντολάς Αὐτοῦ τηρῶμεν᾽ (Α´Ἰω. 5, 2). Μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα πού φανερώνει τό ἄρρηκτο τῶν δύο ἀγαπῶν μᾶς παρέχει μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἅγιος ἀββᾶς Δωρόθεος: ῾῎Ας ὑποθέσουμε,λέει, ὅτι ὁ κόσμος ὅλος μοιάζει μέ ἕναν κύκλο, τοῦ ὁποίου κέντρο εἶναι ὁ Θεός, ἐνῶ οἱ εὐθεῖες ἀπό τόν κύκλο ἕως τό μέσο οἱ ὁδοί, δηλαδή οἱ διαγωγές τῶν ἀνθρώπων. ῞Οσο λοιπόν εἰσέρχονται οἱ ῞Αγιοι πρός τά μέσα, ποθώντας νά προσεγγίσουν τόν Θεό, τόσο ἔρχονται κοντά σ᾽ ᾽Εκεῖνον, ἀλλά καί κοντά στούς ἄλλους. Καί ὅσο πλησιάζουν τόν Θεό, πλησιάζουν μεταξύ τους καί ὅσο πλησιάζουν μεταξύ τους, πλησιάζουν τόν Θεό. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἄς ἐννοήσουμε καί τόν χωρισμό᾽.
10. Οἱ συγκλονιστικές ἐπισημάνσεις περί ἀγάπης τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου μᾶς διευκρινίζουν ὅμως καί κάτι ἄλλο ἐξόχως σημαντικό: ἡ ἀγάπη μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε συνιστᾶ καί τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέει: ῾ὁ μή ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω στόν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽ (Α´ Ἰω.4, 9). ῞Ο,τι εἶχε τονίσει ὁ προφήτης ᾽Ωσηέ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη – ἀγάπη καί γνώση Θεοῦ σ᾽ αὐτόν συνυπάρχουν – τό ἴδιο τονίζει καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ἐξηγώντας μας ἔτσι ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἐγκεφαλικό καί νοησιαρχικό χαρακτήρα, ἀλλ᾽ ἀπολύτως ἐμπειρικό, ὅταν συναντᾶται ἡ ἀνθρώπινη θέληση μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ἡ πίστη μας δέν ἔχει τόσο τήν ἀνάγκη τῶν κοσμικῶν γνώσεων καί τῆς θύραθεν σοφίας, ὅσο τήν ἕτοιμη καρδιά, τήν ἁπλότητα δηλαδή ἐκείνη πού σπεύδει μέ παιδικό τρόπο νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση τοῦ Κυρίου της.῾᾽Εάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν᾽ (Ματθ. 8, 3). Κατά τή διατύπωση τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ ἀνδρός ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς: ῾῾Ο βυθός τῆς πίστεως, ὅταν τόν ἐρευνᾶ κανείς μέ περιέργεια, ἀναταράζεται, ἐνῶ ὅταν τόν παρατηρεῖ κανείς μέ ἁπλή καί ἀπονήρευτη διάθεση, μένει γαλήνιος…῎Ας πλέομε λοιπόν στό πέλαγος τῆς πίστεως μέ ἁπλότητα στή διάνοιά μας, γιά νά μπορέσουμε ἔτσι νά φτάσουμε στό λιμάνι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ᾽. ῞Ολοι γνωρίζουμε ἄλλωστε ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἐστερημένοι κοσμικῆς μόρφωσης, ἀλλά μέ ἐμπειρία Θεοῦ μεγάλη. Καί ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού μπορεῖ νά ξέρουν πολλά, ἀλλά νά τούς λείπει τελικῶς τό ῾ἕν οὖ ἐστι χρεία᾽.
Εἶναι περιττό ἀσφαλῶς νά ποῦμε ὅτι δέν ὑποβαθμίζουμε ἔτσι τήν ἀξία τῶν ἐπιγείων μορφωτικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά τήν ὑπερτίμησή τους στά θέματα τῆς πίστεως. ῞Οπου ὅμως ὑπάρχει ὁ συνδυασμός – ἡ ἐμπειρική ἀγάπη καί ἡ κοσμική μόρφωση – ἐκεῖ πράγματι ὑπάρχει τό εὖ τῆς θεολογίας, ὁ καρπός καί τό φύλλωμα μαζί, ὅπως τό ἔχει ἐκφράσει ἔξοχα ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος Μέγας Βασίλειος μέ τή γνωστή ὀνομασθεῖσα θεολογία τοῦ κάλλους.
11. ῾Η ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο πού θεωρεῖται καί τό πιό καίριο στοιχεῖο πού ἀποδεικνύει τήν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης καί πρός τόν Θεό ἔχει χαρακτηριστικά βεβαίως πού τήν διαφοροποιοῦν ἀπό ὁποιανδήποτε ἀνθρώπινη καί κοσμική κατανόησή της. Καί ἐν πρώτοις εἶναι μυστήριο μεγάλο τό ὅριο πού θέτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: ῾ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽. ῎Οχι δηλαδή μία ἀγάπη πού στοχεύει στόν ἑαυτό μου – αὐτό συνιστᾶ τήν παρά φύσιν κατάστασή της ὡς ὁ ἴδιος ὁ ἐγωισμός, συνεπῶς ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία – οὔτε μία ἀγάπη πού βαίνει παράλληλα πρός τόν ἑαυτό μου ὡς ἕνα δοῦναι καί λαβεῖν μέ τόν συνάνθρωπο – μία κατά φύσιν ἀγάπη πού εἶναι οὐδέτερη ἀπό πλευρᾶς ἠθικῆς. ᾽Αλλά μία ἀγάπη ὑπέρβασης, γιατί σέ κάνει νά βλέπεις τόν ἑαυτό σου στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. ῾Ο ἄλλος δηλαδή εἶναι ὁ ἀληθινός ἑαυτός σου, πού σημαίνει ὅτι ὅσο ἀνοίγεσαι σ᾽ αὐτόν, ὅσο τόν διακονεῖς, ὅσο θυσιάζεται ἀκόμη γι᾽ αὐτόν, τόσο βρίσκεις τόν ἴδιο καί ἀληθινό ἑαυτό σου. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἑαυτός σου γίνεται ὁ κόσμος ὅλος, γι᾽ αὐτό καί ὄχι τυχαῖα ἔχει χαρακτηρισθῆ ὁ χριστιανός ὡς ὁ παγκόσμιος καί οἰκουμενικός ἄνθρωπος.
Ποῦ νά σταθοῦν ἐδῶ οἱ φιλοσοφίες πού θέτουν ὡς κέντρο τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου; Ποῦ κυρίως νά σταθεῖ ὁ δαιμονισμός ἐκείνου πού τόλμησε νά ψελλίσει ὅτι ῾ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου᾽; Γιά τήν πίστη μας ὁ ἄλλος εἶναι ὁ μυστικός ἑαυτός μας, κι ἀκόμη περισσότερο ὁ κρυμμένος Χριστός. Γι᾽ αὐτό ῾καί ἀπό τόν πλησίον μας ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. ῎Αν κερδίσουμε τόν ἀδελφό μας, τόν Χριστό κερδίζουμε᾽. Καί: ῾Εἶδες τόν ἀδελφόν μου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου᾽.
Μία τέτοια ἀγάπη, ὑπέρ φύσιν καί χαρισματική, βιούμενη στήν ᾽Εκκλησία καί βιωμένη ἀπό τούς ἁγίους μας, ἔχει ὑμνηθῆ καί δοξολογηθῆ. Καί μάλιστα ἀπό τόν τρισμέγιστο ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος στό 13ο κεφ. τῆς Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του πράγματι τῆς ἔπλεξε τό καλύτερο ἐγκώμιο, τό ὁποῖο ὄχι μόνο εὐφραίνει τίς καρδιές μας, ἀλλά καί μᾶς ῾χειρουργεῖ᾽ ὀδυνηρῶς, ἀφοῦ ὁ λόγος του ὡς δίστομος μάχαιρα κτυπᾶ κατάβαθα τά ἐγωιστικά φρονήματά μας.
῾᾽Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀγγέλων λαλῶ καί τῶν ἀνθρώπων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Καί ἐάν ἔχω προφητείαν καί εἰδῶ τά μυστήρια πάντα καί πᾶσαν τήν γνῶσιν, καί ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμι.
Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι.
῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ.
Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ῾Η ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.
… Νυνί δέ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα. Μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη᾽.
᾽Εκ τῶν πραγμάτων λόγω ἐλλείψεως χρόνου εἶναι ἀδύνατο νά σχολιάσουμε ὅλα τά ἐπιμέρους παραπάνω γνωρίσματα τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς ἀγάπης. Σέ ὁρισμένα ὅμως σημεῖα εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά μείνουμε. ῞Οπως:
(α) ῾Η ἀληθινή τοῦ Χριστοῦ ἀγάπη δέν εἶναι λόγια. Τό μνημόνευσε παραπάνω καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος, τό τονίζει ἐδῶ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μπορεῖ κανείς νά μιλάει ὄμορφα, νά μιλάει γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, νά μπορεῖ νά μιλάει ἀκόμη καί τή γλώσσα τῶν ἀγγέλων. ῞Ολα αὐτά εἶναι ἕνας κρότος, ἕνας ἄδειος ἀέρας, ἄν δέν πηγάζουν ἀπό μία ἀγαπῶσα καρδιά στήν ὁποία νά ἀναπαύεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος μέ ἄλλα λόγια τότε πράγματι ἔχει νόημα καί ἰσχύ, ἄν συνιστᾶ καρπό τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγάπη. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἔχει τόση ξεχωριστή σημασία στήν ἀσκητική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἡ σιωπή. Πρόκειται γιά τήν ἐνσυνείδητη προσπάθεια περιορισμοῦ τῶν λόγων, ὥστε νά μιλάει κανείς μέ τόν Θεό καί νά φωτίζεται ἀπό Αὐτόν. ῎Αλλωστε καί ἡ ἴδια ἡ θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας κατανοεῖται ὡς καρπός προσευχῆς καί ὄχι λογικῶν καί νοερῶν ἀκροβατισμῶν. ῾Εἰ προσεύχῃ ἀληθῶς, θεολόγος εἶ. Καί εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύχῃ᾽.
(β) Στίς ἡμέρες μας βλέπουμε τήν τεράστια σημασία πού ἀποδίδουν πολλοί στούς χαρισματούχους Γέροντες, ἐκείνους πού γιά τούς πολλούς μπορεῖ νά προφητεύουν καί νά γνωρίζουν πράγματα πέρα ἀπό τά κοινῶς ἀνθρώπινα. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τό τί θάμβος προκαλοῦσε στούς ἀνθρώπους ἡ χαρισματική ἱκανότητα τοῦ ἀγίου Γέροντος Πορφυρίου νά ὑποδεικνύει τό μέρος πού ὑπῆρχε νερό. ῞Οπως καί τό θάμβος πολλῶν συνανθρώπων μας καί σήμερα, μπροστά στίς προφητεῖες τίς ὁποῖες εἶχε διατυπώσει ὁ Γέροντας Παΐσιος γιά τό μέλλον τῆς πατρίδος μας καί σύνολης τῆς ἀνθρωπότητος. Κι ὅμως! Γιά τόν ἀπόστολο τέτοιες ἱκανότητες δέν σημαίνουν τίποτε. ᾽Εκεῖνο πού εἶχε καί ἔχει πάντοτε σημασία εἶναι ἄν κανείς ἀγαπᾶ τόν πλησίον του ἀληθινά καί ἔμπρακτα. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι καί οἱ ἅγιοι αὐτοί Γέροντες, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας, στήν ἀγάπη ἐπικέντρωναν τήν προσοχή ὅλων. Τήν ἀγάπη στόχευαν μέσα ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τοῦ ξεχωριστῶν χαρισμάτων τους. ῞Ολα τά χαρισματικά φαινόμενα, χωρίς τήν ἀγάπη, τά θεωροῦσαν ἀποπροσανατολιστικά.
(γ) Αὐτό πού παραξενεύει ἀπό τόν ἀπόστολο εἶναι ἡ ἀναφορά του στήν πίστη. Πῶς εἶναι δυνατόν κάποιος νά ἔχει τή μεγάλη πίστη γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καί ὅμως νά μή δικαιώνεται; ῾Καί ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμι᾽. ῾Η ἐξήγηση δέν φαίνεται νά εἶναι δύσκολη. Καί μόνο καταρχάς ἄν θυμηθοῦμε ὅτι πίστη μπορεῖ νά ἔχουν καί τά δαιμόνια, ἐπαρκεῖ πρός ἀπάντηση. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσιν᾽ (᾽Ιακ. 2, 20). ῎Αρα μόνη ἡ πίστη, χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἀγάπη, εἶναι καί πάλι ἄνευ περιεχομένου. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο θά τό ἑρμηνεύσει: ἡ πίστη εἶναι ζωντανή καί βρίσκεται σέ ἐνέργεια, μόνο κάτω ἀπό τήν πνοή τῆς ἀγάπης. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6). ῞Ο,τι στήν οὐσία ἐξαγγέλλει καί ὁ ἀδελφόθεος ᾽Ιάκωβος μέ τό γνωστό ῾ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν᾽ (2, 21). Συνεπῶς ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τό παρόν τῆς πίστεως. Μπορεῖ δηλαδή κάποιος νά ἀποδέχεται τόν Χριστό, ἀκόμη καί ὡς Θεό καί ὡς ἄνθρωπο, νά ἀποδέχεται τήν παρελθοντική παρουσία Του καί τό ἔργο πού ἐπιτέλεσε, ἀλλά ἡ πίστη του αὐτή νά μήν ἐπηρεάζει τή ζωή του. Δέν μιλᾶμε τότε γιά πραγματική καί ἀληθινή πίστη. Λείπει ἀπό αὐτήν τό κυριώτερο στοιχεῖο της πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τή ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί πόσο πράγματι πέφτουμε στήν παγίδα αὐτή πολλοί χριστιανοί! ῞Ετοιμοι νά ὁμολογήσουμε τήν πίστη μας, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε καί παραπάνω, μέ ἐχθρότητα καί ἀντιπαλότητα πρός κάποιους συνανθρώπους μας. Μᾶλλον πολλοί χριστιανοί ἔχουμε δημιουργήσει καί δημιουργοῦμε τόν δικό μας χριστιανισμό, ἐνῶ τόν ἴδιο τόν Χριστό τόν ἔχουμε κάνει πέρα, ὡς ξεπερασμένο!
(δ) Κι ἀκριβῶς μέσα στό ἴδιο σκεπτικό βρίσκονται καί τά λόγια τοῦ ἀποστόλου σχετικά μέ τό μαρτύριο γιά τήν πίστη. Νά δίνεις καί τή ζωή σου γιά τόν Χριστό καί νά μήν ὠφελεῖσαι καθόλου! Ἡ παραδόξητα στό ἀπώγειό της! ῾Καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽! Ναί, γιατί μπορεῖ νά μείνει κάποιος σταθερός στήν ὁμολογία τῆς πίστεώς του, ἀκόμη καί χάνοντας τή ζωή του μαρτυρικά, γιά ἕνα πεῖσμα, γιά μία ἐπιβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του. Δέν εἶναι λίγοι οἱ μάρτυρες στόν κόσμο τοῦτο γιά λόγους ἰδεολογίας, θρησκευτικούς, ἐθνικούς. Κι ὅμως ῾εἰκῇ ἐμαρτύρησαν!᾽ (Πρβλ. Α´ Κορ. 15, 2). Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι ἐξαιρετικά προσεκτική στό εἶδος μαρτυρίου κάποιου, προκειμένου νά διακηρύξει τήν ἁγιότητά του ἤ ὄχι. Πολλοί ἐθνομάρτυρες εἶναι ἀκριβῶς μάρτυρες γιά τήν πατρίδα, ἀκόμη καί κληρικοί, ἀλλ᾽ ὄχι καί ἱερομάρτυρες. Τό κριτήριο πάντοτε εἶναι ἡ ἀγάπη. ᾽Αγάπη πού ἐκτείνεται καί πρός τούς ἐχθρούς. ᾽Εκεῖ φανερώνεται περίτρανα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἔχει κάποιος ἤ ὄχι.
(ε) Κι ἀκόμη – δέν ὑπάρχει τέλος στήν ἄβυσσο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ – ὁ ἀπόστολος κάνει λόγο γιά τήν ἀγάπη ἀναφέροντας καί τήν ἐλπίδα. ῾Νυνί δέ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη. Μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη᾽. Κι εὐλόγως: μέ τόν θάνατο κάποιου ἤ μέ τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα χάνονται. ῾Εἴτε δέ προφητεῖαι καταργηθήσονται• εἴτε γλῶσσαι, παύσονται• εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται᾽ (Α´ Κορ. 13, 8). Τό μόνο πού παραμένει εἶναι ἡ ἀγάπη. Γι᾽ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ῾μείζων᾽ ὅλων. Κι ἐπιπλέον, γιατί ὅπως καί ἡ πίστη χωρίς τήν ἀγάπη δέν ἔχει νόημα, καταντᾶ μάλιστα καί δαιμονική κατάσταση, τό ἴδιο καί ἡ ἐλπίδα. Χωρίς ἀγάπη ἡ ἐλπίδα μένει μετέωρη. Τί νά ἐλπίσεις χωρίς τήν ἐνέργεια τοῦ παρόντος, πού εἶναι ἡ ἀγάπη; ῾Η ἐλπίδα λοιπόν εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης. ῾Η ἀγάπη πού προσβλέπει καί πρός τό μέλλον. Αὐτή συνιστᾶ τήν αἰωνιότητα, γιατί αὐτή μόνη διατηρεῖται ἐσαεί ὡς παρουσία Θεοῦ. ῾῾Η ἐλπίς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διά Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν᾽ (Ρωμ. 5, 5). ῾Υπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές μας, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐλπίδα μας εἶναι στέρεη καί ὑπαρκτή.
(στ) Καί τέλος, θεμέλιο τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἐκβάλλει στήν ἐλπίδα σ᾽ Αὐτόν, εἶναι ἡ ταπείνωση. ῾῾Η ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται᾽. Πῶς εἶναι δυνατόν ἄλλωστε νά ὑπάρχει φυσίωση καί ὑπερηφάνεια, ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ παρουσία ᾽Εκείνου πού εἶπε ῾μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ᾽; (Ματθ. 11, 29). ᾽Εκείνου πού ντύθηκε τή στολή τῆς ταπείνωσης προκειμένου νά ἔρθει στόν κόσμο; ῞Οπου λοιπόν ἀναδύεται ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον ἡ ὑπερηφάνεια, ἐκεῖ ἤδη ἔχει φυγαδευθῆ ἡ ἀγάπη. Κι ὅπου ἀνατέλλει ἡ ταπείνωση, ἐκεῖ ἤδη ἔχει κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἄγιοι Πατέρες μας τονίζουν τόσο πολύ τήν ἀρετή τῆς ταπείνωσης. Διότι χωρίς αὐτήν ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι μετέωρα καί ἀνυπόστατα.῾᾽Απούσης ταπεινοφροσύνης, πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽, κατά τόν ποιητικό λόγο τοῦ ὁσίου ᾽Ιωάννου τῆς Κλίμακος.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ῾ὁ Κύριος μακάρισε ὄχι ἐκεῖνον πού ξέρει κάτι γιά τόν Θεό, ἀλλ᾽ αὐτόν πού ἔχει μέσα του τόν Θεό᾽, τό ῾ἐν ἑαυτοῖς σχεῖν τόν Θεόν᾽. Τό διαρκές καί ἐπίμονο ζητούμενο τῆς πίστεώς μας, τό ὁποῖο συνιστᾶ καί τήν ὄντως πνευματική ζωή, εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ἡ ἀπόκτηση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή καί τό σῶμα μας. ῾Ο μόνος δρόμος γιά τήν ἀπόκτηση αὐτή εἶναι ἡ ἀπόδυση στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης. ᾽Αγώνας πού προϋποθέτει τή συνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί τῆς δικῆς μας θέλησης, δηλαδή τήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Εκκλησία. ῞Οπως γιά νά συντονιστοῦμε μ᾽ ἕναν ραδιοφωνικό ἤ τηλεοπτικό σταθμό, πρέπει νά συντονίσουμε τό ραδιόφωνο ἤ τήν τηλεόραση στά κύματα πού ἐκπέμπει ὁ σταθμός, κατά τόν ἴδιο τρόπο γιά νά συντονιστοῦμε μέ τόν Θεό, γιά νά τόν ῾πιάσουμε᾽ καί στόν δικό μας δέκτη, τήν ἴδια τήν ψυχοσωματική ὑπόστασή μας, ἀπαιτεῖται νά συντονιστοῦμε στά κύματα πού ᾽Εκεῖνος ἐκπέμπει. Κι ἐκεῖ πού ἐκπέμπει μονίμως καί χωρίς διακοπές ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀγάπη. Στήν πράξη τῆς ἀγάπης, ἔστω καί μέσα ἀπό τίς παρεμβολές τῶν παθῶν μας καί τοῦ ἀρχεκάκου διαβόλου, ἀρχίζουμε καί νιώθουμε τήν ὑπερφυᾶ παρουσία τῆς χάρης Του, πού σημαίνει ὅτι εἰσερχόμαστε στό δικό Του θεϊκό ἐπίπεδο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ χριστιανός ἔχει χαρακτηρισθῆ ἀπό κάποιους ἐκκλησιαστικούς Πατέρες ὡς ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽. ῾Η ἔμπρακτη ἀγάπη μέ ἄλλα λόγια, αὐτό πού ζητεῖ ὁ Κύριος, μᾶς ὁδηγεῖ στήν παραδοξότητα τοῦ μυστηρίου τῆς ὕπαρξης, πού συνιστᾶ ἀγνωσία γιά τούς ἀλλοδόξους ἀλλά καί τούς ἐλλειμματικούς χριστιανούς: νά πατᾶμε στή γῆ καί νά ζοῦμε στούς Οὐρανούς. ῎Αν ὁ ἄγνωστος συγγραφέας τῆς καταπληκτικῆς ῾ἐπιστολῆς πρός Διόγνητον᾽ – ἀπό τά θεωρούμενα διαμάντια τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματείας – χαρακτήριζε παράδοξη καί θαυμαστή τή ζωή τῶν χριστιανῶν ὡς ὑπερβαίνουσα τή φυσική ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἦταν γιατί ὑπῆρχε σ᾽ αὐτήν τό θυσιαστικό στοιχεῖο τῆς ἀγάπης τους: νά προσφέρονται διακονικῶς καί ἀνιδιοτελῶς γιά χάρη τῶν ἄλλων, ἔστω καί τῶν ἐχθρῶν, κατά τό πρότυπο τοῦ ᾽Εσταυρωμένου Κυρίου τους. ᾽Αλλά αὐτό σήμαινε καί τή σωτηρία τους καί τήν ἔνδοξη εἴσοδό τους στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τελικῶς τό ῾ἀγάπα καί κάνε ὅ,τι θέλεις᾽ πού ἀποδίδεται στόν ἱερό Αὐγουστίνο, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, ὀρθά νοούμενο, ὡς ὁ πυρήνας τῆς ὅλης χριστιανικῆς βιοτῆς, γιατί ἐκφράζει τό κέντρο τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας.
παπα Γιώργης Δορμπαράκης – Ακολουθείν