Αυλώνος Χριστόδουλος: «Ο Ιησούς Χριστός κι Εμείς»
Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἡ ἑορτή τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά Χριστούγεννα «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»[1]. Ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κενωτικά ἐκδηλούμενος, «μορφήν δούλου λαβών»[2], «ντύθηκε» ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι καί τό «πρόσλημμα» ἀπαθανατίζεται μπολιασμένο στή Θεότητα[3], ἀλλά καί μία κοινωνία γίνεται ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου[4]˙ «ἐπειδή Θεός ἐπί γῆς ἦλθε, καί ἄνθρωπος ἐν οὐρανῷ. Πάντα ἀναμίξ γέγονε»[5].
Αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Καινῆς Διαθήκης γιά τήν ἑορτή. Αὐτή εἶναι ἡ βεβαίωση τῶν ἁγίων Πατέρων πού μέ τήν πίστη καί τό λόγο τους ψηλάφησαν τά σπάργανα τοῦ Σαρκωθέντος καί προσκύνησαν τό βρέφος τῆς Βηθλεέμ. Ὁ λόγος τους στηρίζεται στή βιωματική ἐμπειρία, γιατί ἡ ἀνθρώπινη λογική, ὅσο καλοπροαίρετη καί νά εἶναι, δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τό μυστήριο τῆς Γέννησης τοῦ Ἰησοῦ. Μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν αἴσθηση πώς μόνον «ἡ ἀγάπη κάνει τέτοια πράγματα»[6]. Ἀδύνατα γιά τήν σκέψη˙ δυνατά ὅμως γιά τήν καρδιά πού λειτουργεῖ θεόπρεπα.
Τά Χριστούγεννα εἶναι μιά Θεοφάνεια μέσα στήν Ἱστορία πού σφραγίζει μέ τήν πληρότητά της τήν θεοφάνεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί τήν προφητική ἐνόραση. Αὐτή τή μέρα ὁ«Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[7]. Ἡ φανέρωση αὐτή τερματίζει τήν ἀγωνία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ καί ἐγκαινιάζει τό μέγιστο θαῦμα, ἀνοίγοντας τούς ὁρίζοντες τῆς χαρισματικῆς ζωῆς, νά σωθεῖ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος, ἄσχετα ἄν ἡ φαντασίωση τῆς ἰσοθεΐας, ἡ πτώση καί ἡ τυραννία τῆς ἁμαρτίας τόν εἶχε ὁδηγήσει στήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Τά Χριστούγεννα γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί μαζί Του «γεννήθηκε» καί ἡ Ἐκκλησία Του. Μπορεῖ βέβαια ἱστορικά ὁ Κύριος νά γεννήθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου[8]˙ πνευματικά ὅμως ὁ Θεάνθρωπος γεννιέται καί θά γεννιέται πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία Του πού εἶναι καί ἡ ἀποκλειστική Του Φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μέ τήν πολυσήμαντη αὐτή ἑορτή-Θεοφάνεια εἶναι «δεμένος» μᾶλλον ἐπιφανειακά. Ἐσωτερικά διχασμένος καί ἐξωτερικά ἀλλοτριωμένος, ἐν πολλοῖς, ὑστερεῖ σέ ἀγάπη. Θά πρέπει νἄχει ταπείνωση-ἀγάπη, ἐσωτερική πληρότητα, γιά νά «δεῖ» μέ τά πνευματικά του μάτια τό μυστήριο τῆς θείας Γέννησης καί ὑπαρξιακά νά τό βιώσει, μετέχοντας στό Ποτήριο τῆς Εὐχαριστίας.
Ἡ ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά βιώσει μυσταγωγικά τήν παναλήθεια τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου: «… Χριστός γεννᾶται τήν πρίν πεσοῦσαν ἀναστήσων εἰκόνα»[9]. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτεται μέ τή Γέννησή Του ἀναδημιουργός τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι, βέβαια, ἡ ἀρχή τῆς Δημιουργίας, καθότι «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο…»[10], ἀλλά εἶναι καί ἡ ἀρχή τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου καί τό κέντρο τῆς Ἱστορίας, γιατί μέσα ἀπ’ Αὐτόν ὅλα ἀποκτοῦν καινούργιο νόημα.
Μέ τή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου ἀφενός «ἀνέτειλε τό Φῶς τό τῆς γνώσεως»[11] τοῦ Θεοῦ, ἀφετέρου τό φῶς τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί ἀφετέρου τά ὅρια τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι καί ὁ πνευματικός πλοῦτος τῆς ἑορτῆς. Καί ὁ ἄνθρωπος σχεδόν «ἀνύποπτος» γιά τό τελεσιουργούμενο μυστήριο στή «Φάτνη» τῆς Ἐκκλησίας γιά ἐκεῖνον δίνει εἰδυλλιακό χαρακτήρα στή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν[12] τῆς σωτηρίας του, στολίζοντας μιά φάτνη, διακοσμώντας ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά τό σπίτι του καί ἐν πολλοῖς αὐτή πού σχεδόν θά μείνει ἀστόλιστη (ἀνεξομολόγητη) θά εἶναι ἡ φάτνη τῆς ψυχῆς του. Μά ἔτσι γιορτάζονται τά Χριστούγεννα; Τελικά τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ μιά τέτοια ἐκοσμικευμένη «γιορτή»;
Ἡ ἀλλοτρίωση εἶναι τό φαινόμενο τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού ἔχουν χάσει τόν πνευματικό τους προσανατολισμό καί προσπαθοῦν μέσα ἀπό τόν «τύπο» μιᾶς στάσεώς τους μπροστά στά γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας νά δώσουν νόημα, ἀξία καί περιεχόμενο στή ζωή τους. Ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων ὅμως, γιά νἄναι ἀληθινή, πρέπει νά εἶναι συνυφασμένη μέ τή ζωή τοῦ Λόγου, πού ἔγινε γιά αὐτούς Σάρκα[13], γιά νά ξαναφέρει μέσα στήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση, πού ξέπεσε σέ σάρκα, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού τούς ἐγκατέλειψε τήν ἡμέρα τῆς πτώσεως καί πού τά ἔργα τους Τό ἀπομάκρυναν, ὥστε ἡ θεϊκή ἀπόφαση νἄναι τελεσίδικη: «Οὐ μή καταμείνῃ τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις… διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας…»[14]. Αὐτή τή λησμονημένη σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπων συνδέει ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τή Γέννησή Του. Γίνεται ἀκριβῶς ὁ Θεάνθρωπος ὁ «μεσίτης» πού λύνει τό φραγμό τῆς πτώσεως καί ἐγκαινιάζει μιά καινούργια ἐποχή.
Εἶναι ἀλήθεια πώς τά μεγάλα πράγματα δημιουργοῦνται ἀθόρυβα[15]. Οἱ σωτῆρες τοῦ κόσμου ἔχουν ὡς κλῆρο τους τή σιωπή. Δέν τρέφουν μέ ὑποσχέσεις τό ἀκόρεστο τῆς ἀνθρώπινης θέλησης. Σιωπηλά, ταπεινά κι ἀθόρυβα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὑποψία γεννιέται στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ ὁ μοναδικός Σωτήρας τοῦ κόσμου, γιατί τό βρέφος τῆς Βηθλεέμ εἶναι ὁ «νηπιάσας» Θεός-Λόγος.
Ἐξάλλου καί στήν χριστουγεννιάτικη ὑμνολογία ἐμφατικά τονίζεται ὄχι τόσο τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο πού χωρεῖ στό ἀχώρητο, ὅσο τό ἀχώρητο πού κάνει κατοικία του τό ἀνθρώπινο: «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί…»[16]. Τό γεγονός ὅμως αὐτό ξεπερνάει τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή[17]. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νά εἶναι οἱ ἀληθεύοντες «ἐν Χριστῷ» καί οἱ ζῶντες στήν ἐνδοκοσμιότητα τοῦ παρόντος τόν Ἰησοῦ Χριστό[18], ὄντες προέκταση τοῦ θεοδέγμονος Σπηλαίου τῆς Βηθλεέμ. Σέ τέτοιες ἀνθρώπινες ψυχές-ὑπάρξεις, στ’ ἀλήθεια Σπήλαια τῆς Βηθλεέμ, μέ τή θεία Κοινωνία ἐσαεί γεννιέται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μετατρέποντάς τες σέ οἶκο τήν καθεμιά τῆς Παναγίας Τριάδος.
Ὁ Θεάνθρωπος γεννιέται στή «Φάτνη» τῆς Ἐκκλησίας Του, τήν ἁγία Πρόθεση, γιά νά ἔχει τή δυνατότητα τῆς ἀναγέννησης ὁ ἄνθρωπος. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια ἀλλά καί αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Καί ἡ ἀλήθεια αὐτή ἔχει τόση μεγάλη σημασία γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπανασύνδεσή του μέ τή λειτουργική-μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἄνθρωπος μόνο μέσα ἀπό τή βιωματική «ὁδό» τῶν μυστηρίων μπορεῖ νά ἑορτάσει Χριστούγεννα μέ Χριστό! Γιατί μόνον ἔτσι ὁ Ἰησοῦς Χριστός μπορεῖ νά γίνει καί νά εἶναι διαρκῶς «τό Ἄλφα καί τό ὠμέγα»[19] τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου˙ τοῦ χριστοποιημένου ἀνθρώπου πάνω στή γῆ, ἐφόσον οἱ πιστοί Του τηροῦν τίς ἐντολές, τρῶνε ἀπό τό δένδρο τῆς Ζωῆς καί ἄρα εἶναι εὔθετοι νά περάσουν ἀπό τήν ἐνδοκοσμιότητα τοῦ παρόντος στήν ἀϊδιότητα τῆς Βασιλείας Του.