Κυριακή Θ΄ Λουκά –«οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»
Ἀπόστολος: Ἐφεσ. β´ 14-22
Εὐαγγέλιον: Λουκ. ιβ´ 16-21
Ἦχος: βαρύς.— Ἑωθινόν: Β´
Στὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου ἐμφανίζεται ἕνας ἐγωκεντρικὸς καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος ποὺ φροντίζει νὰ «θησαυρίζει ἑαυτῷ», χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ ἐνδιαφέρον του εἶναι νὰ ἀποταμιεύει πλοῦτο γιὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀπομονώνεται στὴν φιλαυτία του καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ ἐπικοινωνήσει καὶ νὰ σχετισθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτοαπομονώνεται στὴν ἀσφάλεια τοῦ πλούτου του καὶ δὲν σκέπτεται τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον πῶς θὰ αὐξήσει τὰ πλούτη του. Οὐδεμία σκέψη γιὰ τὰ πνευματικὰ ἢ γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ὅμως, αὐτὸς ὁ πλούσιος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος δυστυχισμένος. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὴν πλούσια σοδειά, ποὺ τοῦ ἀπέφεραν τὰ κτήματά του οὔτε νὰ εὐχαριστηθεῖ γιὰ τὸ γεγονός.
Ἀντιθέτως, μπαίνει σὲ μεγάλες φροντίδες, ἄγχος καὶ ἀγωνία. Γράφει χαρακτηριστικὰ τὸ Εὐαγγέλιο: «διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου;». Ὅλη του ἡ ἔννοια στρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, δὲν συζητεῖ μὲ κανέναν ἄλλο, εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ μόνον γιὰ τὸ ἐγώ του.
Τελικῶς, νομίζει ὅτι ηὗρε τὴν καλύτερη λύση στὸ πρόβλημά του. Θὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ θὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερες, γιὰ νὰ χωροῦν τὶς πλούσιες σοδειές. Μάλιστα, εἶναι τόσον εὐχαριστημένος γιὰ αὐτὸ ποὺ θεωρεῖ ἔξυπνη λύση, ὥστε βυθίζεται σὲ μία αὐτάρεσκη εὐφροσύνη. Λέγει λοιπὸν ὁ πλούσιος: «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ· φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Μέσα στὴν πλεονεξία καὶ τὴν πλάνη τῆς ψεύτικης ἀσφάλειας, ποὺ νομίζει ὅτι τοῦ παρέχει ὁ πλοῦτος, ὁ πλούσιος αἰσθάνεται ἐξασφαλισμένος γιὰ πολλὰ ἔτη. Παγιδευμένος στὴν αὐταπάτη του, ἀποδεικνύεται ὄντως ἄμυαλος καὶ ἀσύνετος, διότι θεωρεῖ ὅτι ἐλέγχει τὰ πάντα. Λογαριάζει ὅμως χωρὶς τὸν Θεόν.
Ἐκείνην τὴν νύκτα τὸν ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς καὶ τοῦ θυμίζει τὴν ἀφροσύνη του. Σήμερα, τοῦ λέγει, ζητοῦν τὴν ψυχή σου, σὲ ποιὸν θὰ μείνουν τὰ πλούτη ποὺ ἑτοίμασες; Ἔτσι αἰφνιδίως ὁ πλούσιος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὴν πνευματικὴ πραγματικότητα ὅτι ἡ ζωή καὶ ἡ ψυχή του εὑρίσκονται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, καὶ πὼς τὴν ὥρα ποὺ θὰ φύγει ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν τὰ πλούτη ποὺ συσσώρευσε δὲν πρόκειται νὰ τὸν ὠφελήσουν.
Δυστυχῶς, σὰν τὸν ἄφρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ διαβιοῦν σὲ πνευματικὴ σύγχυση. Ζοῦν γιὰ νὰ συγκεντρώνουν χρήματα, κτήματα, πλούτη, χωρὶς ἡ ἐγωιστική τους πλεονεξία νὰ τοὺς ἐπιτρέπει νὰ τὰ χαροῦν ἢ ἔστω μὲ τὰ αὐτὰ τὰ πλούτη ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ τὰ διαχειρισθοῦν, δὲν σκέπτονται νὰ βοηθήσουν τοὺς ἐνδεεῖς, νὰ ἐλεήσουν τοὺς πτωχούς, νὰ συνδράμουν στὴν ἀνάγκη τοῦ πλησίον.
Ἀνόητοι καὶ ἄφρονες, λησμονοῦν ὅτι ὅλοι εἴμαστε περαστικοὶ ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ ὅτι κάποια στιγμή, ἀργὰ ἢ γρήγορα, ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἀναχωρήσουμε, οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε ἡ δόξα συνοδεύουν τὸν νεκρό. Ὄντως, αὐτοὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς ἄφρονες, διότι ἀνάλωσαν τὴν ζωή τους, γιὰ νὰ θησαυρίζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, καὶ δὲν ἐνδιαφέρθησαν νὰ ἀποταμιεύσουν στοὺς οὐρανοὺς θησαυροὺς πνευματικοὺς καὶ ἔργα ἀγάπης.
Αὐτὴν τὴν προειδοποίηση ἀπευθύνει ὁ Κύριος σὲ ὅποιον “θησαυρίζει ἑαυτῷ” καὶ «μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Ἐπισημαίνει σχετικῶς ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι γιὰ νὰ μὴ πάθουμε καὶ ἐμεῖς ὅ,τι ἔπαθε ὁ ἄφρων πλούσιος, νὰ μιμηθοῦμε τὴν γῆ ποὺ προσ φέρει ἁπλόχερα τοὺς καρπούς της στοὺς ἀνθρώπους, καὶ παρομοίως νὰ προσφέρουμε καλὰ ἔργα καὶ ἀγαθοεργίες, ὥστε νὰ ἔχουμε καρποφορία στὸν οὐρανό.
Τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ φράση «εἰς Θεὸν πλουτῶν;». Ὁ κατὰ Θεὸν πλοῦτος εἶναι ἡ κτήση τῶν ἀρετῶν, μᾶς λέγει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός. Νὰ καλλιεργήσουμε λοιπὸν τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ ζοῦμε μία θεοφιλῆ ζωή. Νὰ καταργήσουμε τὴν φιλαυτία, ποὺ μᾶς ἐγκλωβίζει στὸ ἐγὼ καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε στὸν πλησίον μὲ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον. Νὰ καταπολεμήσουμε τὸν ἐγωϊσμό, τὴν πλεονεξία, καὶ νὰ αὐξηθοῦμε σὲ φιλαδελφία καὶ ἐλεημοσύνη. Ἔτσι ὄντως θὰ ἀναδειχθοῦμε σώφρονες, θὰ μποροῦμε νὰ ἀπολαμβάνουμε τὰ ὅποια ἀγαθά, λίγα ἢ πολλά, καὶ θὰ ἔχουμε κοινωνία ἀγάπης μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ορθόδοξος Τύπος,