π. Ι. Ρωμανίδης

Η Αγία Γραφή εγράφη από θεοπνεύστους άνδρες, που σημαίνει ότι η ερμηνεία της θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γιατί πρέπει κανείς να έχη την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες και Αποστόλους για να την ερμηνεύση. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις επιστήμες, αφού ο ιατρός επιστήμονας, π.χ., μπορεί να καταλάβη την έρευνα του επιστήμονος ιατρού.

Μερικοί, για να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή, μελετούν τις λέξεις. Αλλά οι λέξεις που χρησιμοποιούν οι θεόπτες ανήκουν στον περιβάλλοντα κόσμο, οπότε ο ερμηνευτής που χρησιμοποιεί αυτήν την μέθοδο, δεν θα μπόρεση να κατανόηση το «πνεύμα» της Αγίας Γραφής.

«Όσο εξετάζουν, οι Παπικοί και οι Προτεστάντες θεολόγοι, τόσο περισσότερο πείθονται ότι, σχεδόν όλο το λεξιλόγιο της Παλαιάς Διαθήκης, ευρίσκεται στο περιβάλλον. Δηλαδή, ακόμα και η Εβραϊκή γλώσσα, έχει αποδειχθή πλέον από την σύγχρονη αρχαιολογία, ότι προέρχεται από την γλώσσα των Φοινίκων, των Χαναναίων δηλαδή, και ότι είναι η γλώσσα των κατακτηθέντων από τους Εβραίους.

Όταν δηλαδή, οι Εβραίοι επανήλθαν στην Γη της Επαγγελίας, βρήκαν έναν λαό, που μιλούσε τα χαναναίικα. Συγχωνεύθηκαν με αυτόν τον λαό και το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση της εβραϊκής γλώσσης. Είναι φανερό ότι στα χρόνια του Αβραάμ, οι πιστοί Εβραίοι, δεν μιλούσαν τα Εβραϊκά, αλλά μιλούσαν τα συριακά της εποχής εκείνης, της περιοχής αυτής».

Άλλοι, για να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή, χρησιμοποιούν την φιλολογική μέθοδο. Τέτοιες μέθοδοι βοηθούν σε κάτι, αλλά πρέπει να συνδυασθούν με την εμπειρία των θεουμένων.

«Πώς ήταν δυνατόν άνθρωποι να ερμηνεύουν την Αγία Γραφή, επάνω στα βασικά θέματα; Δεν μιλάω για λεπτομέρειες, ας πούμε, μιας εβραϊκής λέξεως, τι ήταν στο πρωτότυπο και πώς γράφεται στα Ελληνικά και αν υπάρχη Ελοχίμ, πηγή Ελοχίμ, πηγή Γιαχβέ, πηγή Ιερατική, πηγή Δευτερονομίου κλπ, αυτά τα φιλολογικά θέματα με τα οποία μας ζαλίζουν αυτοί που μάς τα έφεραν από την Ευρώπη και από την Αμερική.

Ωραία είναι αυτά τα πράγματα. Εγώ έτσι μεγάλωσα στην Αμερική. Αυτά σπούδαζα στα νιάτα μου. Και μετά κανείς, σιγά-σιγά λέει: Είναι ωραία αυτά τα πράγματα, είναι ευχάριστα να κάθεται κανείς εκεί και να κάνη λογικές θεωρίες, αλλά τι σχέση έχουν με την θεολογία; Αυτά είναι φιλολογικές μέθοδοι».

Επίσης, άλλοι εργάζονται αρχαιολογικά και φιλολογικά πάνω στα βιβλία της Αγίας Γραφής.

«Και αυτό είναι τώρα που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κατανοήσουν την Αγία Γραφή. Και έχουν γίνει πολλές έρευνες και αρχαιολογικές και φιλολογικές και, κυρίως, βασίζονται στην αρχή ότι, για να καταλάβουμε τι γράφει ο συγγραφεύς, πρέπει να μελετήσουμε πολύ προσεκτικά το περιβάλλον από το οποίο βγήκε η Αγία Γραφή.

Οπότε, δουλεύουν και αρχαιολογικά και φιλολογικά επάνω στα αρχαία κείμενα, εντοπίζουν την γραφή του κομματιού της Αγίας Γραφής, πότε εγράφη, σε ποια θέση εγράφη, και γίνεται μια προσπάθεια μάλιστα από τους αρχαιολόγους να αναστηλώσουν και το περιβάλλον της συγγραφής της Αγίας Γραφής. Και, μάλιστα, έχουν βρη ολόκληρα κομμάτια της Παλαιάς Διαθήκης, που τώρα μπαίνουν σε ορισμένα πλαίσια και μέσα στα πλαίσια αυτά, τα αρχαιολογικά, γίνονται κατανοητά και η ορολογία και ορισμένες ιδιομορφίες και παραδόσεις μιας ορισμένης εποχής, ενός αιώνος στο παρελθόν. Όποτε η λεγομένη φιλολογοκριτική μέθοδος ερεύνης της Αγίας Γραφής έχει αποδώσει αρκετά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία».

Το πρόβλημα είναι ότι την Αγία Γραφή μελετούν και οι αιρετικοί, την ερμηνεύουν, όμως, σύμφωνα με δικά τους κριτήρια.

«Οι αιρετικοί ήξεραν πολύ καλά την Αγία Γραφή. Εκείνα τα χρόνια, για να γίνη κανείς Επίσκοπος, έπρεπε να ξέρη όλους τους ψαλμούς απ’ έξω και να κάνη και ερμηνεία των ψαλμών. Σήμερα, νομίζουν ότι γινόταν κανείς αιρετικός, επειδή δεν ήξερε καλά την Αγία Γραφή. Αλλά, φοβούμαι, ότι όσοι ξέρουν καλύτερα την Αγία Γραφή γίνονται … Αιρετικοί! Γιατί; Διότι δεν έχουν σωστά ερμηνευτικά κλειδιά. Και πού το ξέρουμε ότι ο Λόγος είναι άκτιστος; Και το άγιον Πνεύμα είναι άκτιστο; Το ξέρουμε από την Αγία Γραφή, αλλά πως ξέρουμε να ερμηνεύουμε την Αγία Γραφή; Βάσει της εμπειρίας των θεουμένων».

Υπάρχουν Προτεστάντες θεολόγοι, οι οποίοι, ερμηνεύοντας την Γραφή, κάνουν λόγο για απομύθευσή της, να βγουν δηλαδή όλες οι εικόνες και τα σύμβολα που έχουν ληφθή από τον περιβάλλοντα κόσμο.

«Διερωτάται κανείς τώρα: Είναι η Αγία Γραφή και η θεολογία των παλαιών θεολόγων που χρειάζεται απομύθευση ή είναι η ερμηνεία των Φράγκων και των Προτεσταντών, απλώς, που χρειάζεται απομύθευση και όχι η Αγία Γραφή, εφ’ όσον στην πατερική θεολογία, την δική μας δηλαδή, ουδέποτε υπήρξαν τέτοιες αντιλήψεις;».

Αν οι Προτεστάντες, που καθημερινώς διαβάζουν την Αγία Γραφή, δεν καταλάβουν την μεθοδολογία που οδηγεί στην θέωση, και πως το σώμα του ανθρώπου γίνεται ιερό λείψανο, δεν μπορούν να καταλάβουν την Αγία Γραφή.

«Θυμάμαι έναν που συναντούσα στην Αμερική -κάναμε μαζί διαλέξεις- ήμασταν στην Δανία και τρώγαμε μαζί και πήγαμε να φάμε με μερικούς άλλους. Και εγώ του πέταξα καλαμπούρι -τότε θα ήμουν είκοσι τεσσάρων χρονών- λέω: οι Προτεστάντες θα καταλάβουν την Αγία Γραφή, μόνο όταν καταλάβουν τι είναι ιερό λείψανο, εννοούσα δηλαδή θέωση».

Την Αγία Γραφή, ακόμη, ερμηνεύει και ο διάβολος, όπως φαίνεται στους πειρασμούς του Χριστού, που χρησιμοποίησε λόγους της Αγίας Γραφής.

«Ερμηνευτική της Αγίας Γραφής μπορεί να κάνη ο διάβολος όσο θέλει».

«Ο διάβολος αρχίζει και διδάσκει πώς να ερμηνεύη την Αγία Γραφή, πώς να διδάσκη περί του προσώπου του Χριστού και γίνεται ο δάσκαλος στον Χριστιανισμό».

«Και ο διάβολος ξέρει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη απ’ έξω. Δεν την ξέρουν μόνο οι Χριστιανοί».

Η Αγία Γραφή, όπως έχει λεχθή πιο πάνω, είναι θεόπνευστη, επειδή εγράφη από θεοπνεύστους Αγίους και επειδή ερμηνεύεται και χρησιμοποιείται από θεοπνεύστους. Αν τεθή σε άλλα πλαίσια, τότε παρερμηνεύεται. Αν στηριχθή κανείς στην Εκκλησία, κατά τρόπο θεσμικό, και αποβάλλη την εμπειρία των θεουμένων ή αν στηριχθή κανείς μόνον στην Αγία Γραφή, αλλά την αποξενώση από την εμπειρία των θεουμένων, τότε καταστρέφει τον σκοπό τους.

«Ο Αυγουστίνος, όμως, εξετόπισε την εμπειρία των θεουμένων. Και στην θέση της εμπειρίας των θεουμένων έχει βάλει δύο πράγματα, την Εκκλησία και την Αγία Γραφή, δηλαδή βιβλία, γραμμένα πράγματα, και μετατόπισε την αυθεντία της Εκκλησίας. Όπως κάνουν σήμερα ακριβώς και οι Ορθόδοξοι. Οι σημερινοί Ορθόδοξοι κάνουν ακριβώς το ίδιο. Η Εκκλησία λέει, ή η Αγία Γραφή λέει, ή η Οικουμενική Σύνοδος λέει».

Η Αγία Γραφή εντάσσεται μέσα στην λατρευτική πράξη της Εκκλησίας, γι’ αυτό αναγινώσκεται κατά την θεία Λειτουργία και τις λατρευτικές συνάξεις. Έτσι ερμηνεύεται η Γραφή.

«Αν κάποιος θέλη να γίνη θεολόγος, καλύτερα να διάβαση τους ύμνους της Εκκλησίας. Γι’ αυτό μακάριοι ήταν οι παλιοί που δεν είχαν ούτε Πανεπιστήμιο Αθηνών να σπουδάσουν ούτε Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και είχαν μόνο τα λειτουργικά βιβλία και τους Πατέρες. Αυτά διάβαζαν και ήσαν άλφα τάξεως Ορθόδοξοι θεολόγοι.

Ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ιδρύθηκε η Χάλκη και μετά στέλνανε τα παιδιά να πάνε να σπουδάσουν στους Δυτικούς Αγία Γραφή, βιβλική κριτική, ερμηνεία κ.ο.κ. Και τι φέρανε από την Δύση; την θεολογία των Φράγκων! Δηλαδή, τα λάθη του Αυγουστίνου, που έγιναν τα θεμέλια της ερμηνευτικής παραδόσεως των δυτικών μέχρι σήμερα, αυτά μετέφεραν στην Ελλάδα. Αλλά πριν τα μεταφέρουν εδώ στην Ελλάδα, τα είχαν μεταφέρει στη Ρωσία».

Οι Άγιοι Πατέρες ερμηνεύουν την Αγία Γραφή δια της εμπειρίας τους. Αυτό παρατηρείται και στην επιστήμη, αφού οι επιστήμονες ερμηνεύουν τους άλλους επιστήμονες που γνωρίζουν το ίδιο γνωστικό αντικείμενο. Έτσι, για να κατανόηση κανείς την Αγία Γραφή, δεν αρκεί να είναι φιλόλογος, ιστορικός κλπ., αλλά να είναι θεούμενος.

«Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς επιστήμων για να κάνη αυτή την ερμηνευτική. Η ερμηνευτική των Πατέρων δεν βγαίνει μόνο από τα γράμματα που διάβασαν, βγαίνει και από την εμπειρία τους. Γι’ αυτό και, όταν μιλάνε για δόγματα, δεν μιλάνε μόνο ερμηνευτικά πάνω σε κείμενα, μιλάνε κι από την εμπειρία τους, όπως ένας αστρονόμος, που όταν διδάσκη δεν μιλάει μόνο από βιβλία αστρονομικά, αλλά βλέπει και από το τηλεσκόπιο, εξακριβώνει και από το τηλεσκόπιο, αυτά που είναι γραμμένα στα βιβλία. Μάλιστα, το τηλεσκόπιο είναι πιο σπουδαίο από τα βιβλία.

Έτσι, και στην πατερική θεολογία, πιο σπουδαίο και από τα βιβλία είναι ο νους των φωτισμένων. Όταν ο νους βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού, είναι σαν τον αστρονόμο που βλέπει από το τηλεσκόπιο».

Επειδή ο άνθρωπος έχει νου και λόγο, γι’ αυτό οι Πατέρες, με τον φωτισμένο νου, ερμηνεύουν τις Γραφές και με την εξάσκηση της λογικής αντιμετωπίζουν τους αιρετικούς.

«Πολεμώντας τους αιρετικούς, εξασκούσαν την λογική. Φωτιζόμενοι από τον φωτισμένο νου, έκαναν σωστές ερμηνείες της Αγίας Γραφής και έκαναν αγώνα εναντίον των αιρετικών. Ο αγώνας εναντίον των αιρετικών κατευθυνόταν από τον φωτισμένο νου, αλλά γινόταν με την λογική».

Ο Απόστολος Παύλος και όλοι οι Πατέρες διδάσκουν ότι η ερμηνεία της Γραφής είναι χάρισμα και μάλιστα λέγεται «προφητικό χάρισμα» και έτσι μπορούν να καταλάβουν τους άλλους που έχουν το ίδιο προφητικό χάρισμα.

«Εάν κανείς δεν γνωρίζη περί νοεράς προσευχής, δεν μπορεί να ερμηνεύση σωστά τον Απόστολο Παύλο. Οι Προτεστάντες, χρόνια τώρα διαβάζουν την Αγία Γραφή. Μάθανε ποτέ μόνοι τους από την Αγία Γραφή περί νοεράς προσευχής; Ποτέ. Τώρα που οι Ορθόδοξοι τους εφιστούν την προσοχή τους πάνω στο φαινόμενο αυτό, βλέπουν νοερά προσευχή στην Αγία Γραφή».

Ορθή γνώση, ερμηνεία και εφαρμογή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, κάνει εκείνος που μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.

«Ποιος θα κάνη σωστή εφαρμογή της διδασκαλίας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης περί φωτισμού και Θεώσεως; Εκείνος που δεν έχει ιδέα περί φωτισμού και Θεώσεως ή εκείνος που βρίσκεται σε κατάσταση φωτισμού και ξέρει τι είναι αυτός ο φωτισμός;

Αυτό σημαίνει ότι, για τους Πατέρες της Εκκλησίας, η Αγία Γραφή είναι ακριβώς ό,τι είναι ένα εγχειρίδιο χειρουργικής για τον χειρουργό, βιολογίας για τον βιολόγο κ.ο.κ. Δεν είναι η Αγία Γραφή ένα βιβλίο που απλώς θα το πάρη κανείς και θα φαντάζεται ότι έρχεται το Πνεύμα το άγιον να τον φωτίση να το διάβαση, σωστά δηλαδή».

Εάν κανείς δεν έχη δική του εμπειρία, πρέπει να ερμηνεύη την Αγία Γραφή με βάση την ερμηνεία των θεουμένων.

Η μελέτη της Αγίας Γραφής χωρίς θεόπτη, φωτισμένο και θεούμενο, δεν οδηγεί στην ορθή ερμηνεία και κατανόηση. Αυτό σημαίνει ότι η Αγία Γραφή δεν εγράφη μόνον από θεοπνεύστους, αλλά διαβάζεται και από θεοπνεύστους. Δηλαδή, και ο αναγνώστης πρέπει να είναι θεόπνευστος για να είναι καλός ερμηνευτής. Σε όλες τις επιστήμες συνδέεται στενά η ανάγνωση βιβλίων με την πρακτική εμπειρία και την γνώση αυτών που τα έγραψαν.

«Η σχέση μεταξύ επιστήμονος, βιβλίου, ζωντανής διδασκαλίας και μαθητού υπάρχει και στην πατερική αντίληψη περί Αγίας Γραφής. Βέβαια, στην πατερική θεολογία υπάρχει η αντίληψη ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη, έχει γραφή από θεοπνεύστους ανθρώπους, αλλά εκείνο που δεν προσέχουν οι σημερινοί Ορθόδοξοι είναι ότι, και ο αναγνώστης που διαβάζει την Αγία Γραφή, και αυτός πρέπει να είναι θεόπνευστος, για να καταλάβη σωστά. Δεν είναι μόνον ο συγγραφεύς, αλλά και ο αναγνώστης πρέπει να είναι θεόπνευστος, για να γίνη σωστή ανάγνωση. Και αν δεν υπάρχη αυτή η κατάσταση της θεοπνευστίας, τότε δεν γίνεται κατανοητή η Αγία Γραφή ως βιβλίο. Τότε καθένας μπορεί να το πάρη, να το διαβάζη, να το ερμηνεύη όπως θέλει, χωρίς να είμαστε ποτέ βέβαιοι ότι γίνεται σωστή ερμηνεία.

Εκείνο που έχει γίνει στον Χριστιανισμό, στην σημερινή Ορθοδοξία, είναι ότι τα βιβλία της Αγίας Γραφής έχουν αποκοπή από την πρακτική της θεοπνευστίας και εξ επόψεως του συγγραφέως και του αναγνώστου και όποιος έχει κάποια σχετική μόρφωση, νομίζει ότι μπορεί να πάρη την Αγία Γραφή, να την διαβάζη όπως κάνει με οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση του και να την κατανόηση».

Η Αγία Γραφή γίνεται θεόπνευστη και όταν ερμηνεύεται από θεοπνεύστους, γιατί, όταν ερμηνεύεται από αιρετικούς, δεν θεωρείται θεόπνευστη.

«Δεν είναι η Παλαιά Διαθήκη ως βιβλίο θεόπνευστη; Ως βιβλίο δεν είναι θεόπνευστη. Πότε γίνεται η Παλαιά Διαθήκη και η Καινή Διαθήκη θεόπνευστη; Όταν διαβάζεται από έναν θεόπνευστο. Όταν ο θεόπνευστος διαβάζη ένα βιβλίο, το βιβλίο γίνεται θεόπνευστο. Δηλαδή, ένα βιβλίο περί χειρουργικής αν το διαβάσω εγώ και προσπαθήσω να το εφαρμόσω, όχι κομπογιαννίτης θα γίνω, αλλά κάτι πολύ χειρότερο από κομπογιαννίτης. Θα γίνω αυτομάτως χασάπης σκέτος. Άλλο αν είμαι χειρουργός και διαβάσω ως χειρουργός το βιβλίο περί χειρουργικής και, εφ’ όσον ο συγγραφέας έχει την τελευταία μέθοδο της χειρουργικής, και εγώ που ξέρω τις τελευταίες μεθόδους θα βρω αυτό το βιβλίο θεόπνευστο, δηλαδή χειρουργικόπνευστο, γιατί και εγώ που το διαβάζω είμαι χειρουργικόπνευστος.

Γι’ αυτό η Αγία Γραφή γίνεται θεόπνευστο βιβλίο μόνον για τους θεουμένους, κατ” αρχήν, και για τους φωτισμένους, κατά δεύτερον λόγον. Διότι ο θεούμενος έχει την ίδια εμπειρία που είχε ο Μωυσής, οι Απόστολοι στην Πεντηκοστή κλπ. Και εφ’ όσον έχει την ίδια εμπειρία, αυτός καταλαβαίνει την Αγία Γραφή.

Γι’ αυτόν τον λόγο επέμεινα πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο σε αυτό, ότι η θεολογική μέθοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της πατερικής παραδόσεως, είναι εμπειρική. Διότι εδώ στην Ελλάδα, τουλάχιστον, η θεολογία είναι ένα παράρτημα της φιλοσοφίας. Νομίζουν ότι πρέπει να σπουδάσουν φιλοσοφία για να καταλάβουν την Ορθόδοξη θεολογία».

Βεβαίως, και εδώ ισχύει ό,τι προαναφέρθηκε, πως όταν ο άνθρωπος αξιωθή της θεωρίας του Θεού, τότε υπερβαίνεται η Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Όμως και ο θεόπτης, μετά την θεοπτική εμπειρία, χρησιμοποιεί τα θεόπνευστα ρήματα της Αγίας Γραφής.

«Στην εμπειρία της Θεώσεως καταργείται η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Καταργείται η θεολογία. Καταργούνται οι θεολόγοι. Διότι ο θεολόγος γίνεται θεούμενος. Και έχει εμπειρία της πραγματικότητος που λέγεται Θεός, που υπερβαίνει την λογική και τα πάντα, διότι δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα μεταξύ Θεού και κόσμου.

Όταν, όμως, κανείς επανέρχεται από την εμπειρία της Θεώσεως, έχει θεόπνευστα ρήματα, που σημαίνει ότι εμπνέεται από την εμπειρία του, κατά τέτοιο τρόπο, που με τα νοήματα τα εμπνεόμενα από την εμπειρία -γι’ αυτό λέγονται θεόπνευστα – με αυτά καθοδηγεί τους άλλους ανθρώπους. Αλλά, δεν δίνει στους άλλους ανθρώπους νοήματα, για να κατανοήσουν μόνο τα νοήματα. Τους δίνει τα νοήματα, για να χρησιμεύσουν ως μέσα, με τα οποία θα φθάση ο άνθρωπος δια της καθάρσεως στον φωτισμό και τελικά στην θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός των νοημάτων».

Επομένως, όποιος έχει προσωπική εμπειρία, καταλαβαίνει και την εμπειρία των θεοπτών Αγίων.

Πηγή: «Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη». Τόμος Α’

ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ