Συμπληρώθηκαν 20 χρόνια φέτος ἀπὸ τὴν ἐκδημία τοῦ Μητροπολίτου Δρυινουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Σεβαστιανοῦ
Τέκνο τῆς εὐάνδρου Θεσσαλίας ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης, ἀνῆκε σὲ μία γενιὰ ποὺ βίωσε ὅλες τὶς μεγάλες καὶ τραγικὲς ὧρες τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας, σὲ μία γενιὰ ποὺ δόξασε τὴν Πατρίδα, ποὺ ἔκλαψε καὶ πόνεσε στὰ ἐρείπια τοῦ ἀδελφοκτόνου σπαραγμοῦ, ποὺ διεκδίκησε ἐλευθερία γιὰ τοὺς σκλάβους ἀδελφοὺς στὰ αἱματοβαφὴ πεδία τῆς Πίνδου καὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ πνευματική του πτήση ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Μεσσηνία, ὅπου ἐργάζεται ὡς λαϊκὸς θεολόγος. Νεότατος ἐνδύεται τὸ ἱερατικὸ σχῆμα, ὀρθοτομώντας ἔκτοτε τὸν λόγο τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας ἀρχικὰ στὰ Ἰωάννινα ὡς ἀρχιμανδρίτης – ἱεροκήρυκας, ἀναδεικνύοντας τὴν ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα σὲ ἀκτινοβόλο πνευματικὴ κυψέλη καὶ στὴ συνέχεια στὴ Μητρόπολη Δρυινουπόλεως ὡς Μητροπολίτης μίας ἐπαρχίας κατὰ τὸ μεῖζον δουλωμένης στὸν ἀλβανικὸ ζυγό.
Στὸν προμαχώνα τῆς ἀκριτικῆς Κόνιτσας, ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’80, ὁ Σεβαστιανὸς ὑψώνει τὸ γαλανὸ λάβαρο τοῦ σύγχρονου Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα. Σηκώνει στοὺς στιβαρούς του ὤμους, μόνος ἀλλὰ ἀσυμβίβαστος, ἕνα ἐθνικὸ ζήτημα ποὺ ‘χε περάσει ἀπὸ καιρὸ στὴ σφαίρα τῆς ἐθνικῆς λησμοσύνης.
Στὶς 28 Ἰουνίου 1981, ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πλατεία τῆς Κόνιτσας διαμηνύει μὲ συγκίνηση: «Τὸ Βορειοηπειρωτικὸν ζεῖ. Εἶναι ἀνοικτὸν ἐνώπιον τῶν τεσσάρων ὑπουργῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ἐνώπιον τῆς διεθνοῦς συνειδήσεως καὶ προπαντὸς εἶναι ἀνοικτὸν καὶ ζεῖ εἰς τὴν καρδίαν παντὸς Ἕλληνος καὶ ἑλληνοπρεπῶς σκεπτομένου! Ἕνας πόθος πρέπει νὰ διακατέχει τὰς καρδίας ὅλων τῶν Ἑλλήνων ὡς πρὸς τὸ Βορειοηπειρωτικόν. Καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερίαν τῶν σκλάβων ἀδελφῶν μας καὶ τὴν Ἕνωσίν τους μὲ τὴν Μητέρα Ἑλλάδα».
Ὁ Σεβαστιανὸς δὲ δροῦσε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς! Ὁ ἀγωνιστικὸς ὁρίζοντάς του δὲν ἦταν ἀνέφελος, ὁ δρόμος τοῦ χρέους δὲν ἦταν ἀνθόσπαρτος.
Πρέπει πρωτίστως νὰ κατανοήσουμε τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, λίγα μόλις χρόνια μετὰ τὴ μεταπολίτευση, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μεγαλεῖο ψυχῆς καὶ τὸν ἀπαράμιλλο ἡρωισμὸ τοῦ Ἱεράρχη.
Ἦταν λοιπὸν μία ἐποχὴ πέτρινη ποὺ καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὄρου «Βόρειος Ἤπειρος» σήμανε ἀπειλές, διώξεις καὶ ἐμπαιγμούς.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ θιασῶτες τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» ἀπειλοῦσαν τὸ Δεσπότη μὲ φυσικὴ ἐξόντωση γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὴ διοργάνωση τῶν τριημέρων πένθους καὶ προσευχῆς γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ τοῦ σοσιαλιστικοῦ φονταμενταλισμοῦ μὲ τὰ πορτρέτα τοῦ Μὰρξ καὶ τοῦ Ἔγκελς νὰ κυριαρχοῦν στὰ πολιτικὰ γραφεῖα.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ τότε πρωθυπουργὸς Α. Παπανδρέου ἐξέφραζε δημοσίως τὸ θαυμασμό του γιὰ τὸ ἀλβανικὸ «οἰκονομικὸ μοντέλο», ἐνῶ ὁ τότε ὑπουργὸς ἐξωτερικῶν Κ. Παπούλιας πρωτοστατοῦσε γιὰ τὴ μονομερῆ ἄρση τοῦ ἐμπολέμου ἔναντί τῆς Ἀλβανίας.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ τῶν ἐναγκαλισμῶν τῶν κυβερνώντων μὲ τοὺς δικτάτορες Γιαρουζέλσκι, Ὀρτένγκα καὶ ἄλλους «ἐπιφανεῖς ἀστέρες» τοῦ ἀνὰ τὸν Κόσμο ὁλοκληρωτισμοῦ.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ περίσσευε τὸ «δάκρυ» τῆς ΕΦΕΕ καὶ σύμπασας τῆς πανεπιστημιακῆς κοινότητος γιὰ τὴ Νικαράγουα, τὸ Ἒλ Σαλβαδόρ, τὴ Δυτικὴ Σαχάρα καὶ οἱ τοῖχοι τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεσσαλονίκης γέμιζαν ἀπὸ συνθήματα τοῦ τύπου: «Κάτω τὰ χέρια ἀπὸ τὴ σοσιαλιστικὴ Ἀλβανία».
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Τύπος, ὅταν δὲν ἀσκοῦσε πολεμική, ἐπέβαλλε πλήρη φίμωση στὶς ἀγωνιώδεις ἐγκυκλίους τοῦ Ἱεράρχη γιὰ τὰ δεινά τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ σημαίνων δημοσιογράφος τῆς «Ἐλευθεροτυπίας» ἔγραφε ἀναφερόμενος στὸ μαρτυρικὸ Μητροπολίτη πὼς «ἡ μισαλλοδοξία φοροῦσε μαῦρα».
Σ’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν τόσο ἀρνητικὴ ἐποχή, ὁ Σεβαστιανὸς σαλπίζει σάλπισμα ἐγερτήριο, «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου τὴν ἐλευθερία», συντρίβοντας τὴ συνωμοσία τῆς σιωπῆς καὶ τὰ δεσμὰ τῆς παραπληροφορήσεως. Χωρὶς φόβο, ἀλλὰ μὲ τὸ πάθος τῆς ἀληθείας ἀποδύεται στὸν ὑπὲρ πάντων ἀγώνα γιὰ τὴν προώθηση τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ. Ἀπευθύνεται στὸν ἑλληνικὸ λαὸ μὲ τὴ γλώσσα τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης.
Καὶ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς μαθαίνει ἐπιτέλους τὴν ἀλήθεια!
Μαθαίνει ὁ ἑλληνικὸς λαὸς πὼς πέρα ἀπὸ τὰ βορειοδυτικὰ σύνορα ὑπάρχει μία ἄλλη Ἑλλάδα, καθάρια καὶ κρυστάλλινη, ἀτόφια καὶ ἀληθινή, ποὺ τυραννιέται ἀλλὰ ἀντιστέκεται. Μαθαίνει πὼς χιλιάδες ἀδέλφια μας σαπίζουν σὲ φυλακὲς καὶ ἐξορίες, πὼς ζοῦν ἀβάπτιστοι καὶ πεθαίνουν ἀκήδευτοι, πὼς χύνουν τὸ ἄλικο αἷμα τους σὲ συρματοπλέγματα ἠλεκτροφόρα.
Διαπρύσιος κήρυκας ὁ Σεβαστιανὸς διαλαλεῖ: «Ὄχι. Δὲ θὰ νικήσει ἡ βία καὶ τὸ ψεῦδος, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἀλήθεια. Τὸ δὲ αἷμα τῶν συγχρόνων νεομαρτύρων τῆς Βορείου Ἠπείρου ποὺ χύνεται διὰ τὸν Χριστόν, θὰ γίνει ὁρμητικὸς ποταμὸς ὁ ὁποῖος θὰ πνίξει τὸν θεομάχον τύραννον, ὅπως ἀκριβῶς ἐτιμωρήθησαν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐπολέμησαν μέχρι τώρα τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν του». (Ἐγκύκλιος 1/8/1983)
Ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, οἱ πόλεις τῆς πατρίδας μας ζοῦν στὸν παλμὸ τοῦ Σεβαστιανοῦ. Ναοί, δρόμοι, πλατεῖες καὶ κινηματοθέατρα γεμίζουν ἀσφυκτικὰ ἀπὸ διψασμένους πατριῶτες ποὺ ἡ ζωὴ τους ἀπέκτησε νέο οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, σὲ καιροὺς ἐθνικῆς ξηρασίας καὶ ἠθικῆς πλαδαρότητος.
Ὁ Σεβαστιανὸς ὀρθοτομεῖ τὸ ἰδανικό. Καὶ τὸ ἰδανικὸ εἶναι ἕνα: Ἀγώνας ἀνυποχώρητος γιὰ τοὺς σκλάβους ἀδελφούς τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἀληθινὸς μπουρλοτιέρης ψυχῶν, πυρπολεῖ τὸ φρόνημα τῶν νέων ἀνθρώπων, ποὺ συντάσσονται κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τοῦ τιμημένου ράσου του καὶ ἀγωνίζονται μέσα ἀπὸ τὶς τάξεις τῆς Σ.Φ.Ε.Β.Α. καὶ τοῦ ΠΑ.ΣΥ.Β.Α. – δικῶν του πνευματικῶν δημιουργημάτων- γιὰ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ὁ ἐθνικός του λόγος- ἔγκυρος καὶ τεκμηριωμένος- ἀναγκάζει τὴν πολιτικὴ τάξη ποὺ αἰδημόνως σιωποῦσε μέχρι τότε νὰ τοποθετηθεῖ πάνω στὸ ἐθνικὸ ζήτημα τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 νὰ ὁμιλήσει γιὰ τὸ δικαίωμα τῶν Βορειοηπειρωτῶν στὴν Αὐτονομία, κυρίαρχο καὶ διαχρονικὸ αἴτημα τῶν θέσεων τοῦ Σεβαστιανοῦ.
Ὁ Τύπος ἀναγκάζεται ἐπιτέλους νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Ἀγώνα. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς συναγωνιστὲς δὲ θυμᾶται μὲ συγκίνηση σήμερα τὴ χαρὰ ποὺ νιώθαμε τότε, ὅταν σὲ κάποια ἐφημερίδα ἔστω καὶ ἐπαρχιακὴ γινόταν ἀναφορὰ στὴ Βόρειο Ἤπειρο. Πόσο ὅμως ἀγώνα καὶ ἀγωνία ἔκρυβαν αὐτὲς οἱ ἀράδες! Γι’ αὐτὲς τὶς λίγες ἀράδες, ὁ Σεβαστιανὸς εἶχε διατρέξει οὐρανοὺς καὶ θάλασσες, ὄχι γιὰ τὴ δική του προβολή, ἀλλὰ γιὰ τὸν πόνο ἑνὸς σταυρωμένου λαοῦ, τὸ βάρος τοῦ ὁποίου ὡς ἄλλος Κυρηναῖος ἔφερε. Γίνεται ἡ στεντόρεια φωνὴ αὐτοῦ τοῦ μαρτυρικοῦ λαοῦ ποὺ φθάνει μέχρι τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο καὶ τὸ Κογκρέσο τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς.
Κι ὁ λαὸς αὐτὸς ἀκουμπάει πάνω στὸ Σεβαστιανό. «Σεβασμιώτατε Δεσπότη μας, τοῦ γράφουν, εἶστε ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τὰ μηνύματά σας ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ οἱ ἄλλοι σιωποῦσαν, ὑψώσατε φωνὴ διαμαρτυρίας καὶ ὑπερβήκατε πολιτικὲς καὶ κυβερνήσεις καὶ συμβουλέψατε τοὺς Ἕλληνες τῆς Ἀλβανίας νὰ μείνουν καλοὶ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι… Εἶστε καὶ θὰ παραμείνετε ὁ κηδεμόνας αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ποὺ εἶναι γνήσιος ἑλληνικός». («Ὁμόνοια» Ἀργυροκάστρου, 5/6/1991)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ διαδόχου του, Μητροπολίτου Ἀνδρέου «Ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι πέρασε» ἀποσποῦμε τὰ ἀκόλουθα: Ἐρωτώμενος καὶ οὐσιαστικὰ προκαλούμενος ὁ μακαριστὸς Ἱεράρχης «μὰ Σεβασμιώτατε, ποιὸς ξέρει πότε θὰ ‘ρθεῖ τὸ ποθούμενο γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ σεῖς ἄραγε θὰ ζήσετε μέχρι τότε γιὰ νὰ τὸ χαρεῖτε;» ἀπαντοῦσε ἤρεμα καὶ ἀποφασιστικά: «Ὁ Ρήγας Φερραῖος τραγούδησε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος μὰ δὲν τὴ χάρηκε. Κι ὁ Μάρκος Μπότσαρης πολέμησε γι’ αὐτήν, μὰ δὲν πρόλαβε νὰ τὴν ἰδεῖ. Ὁ Θεὸς δὲ θὰ μοῦ πεῖ ἂν πέτυχα τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση τῆς Βορείου Ἠπείρου. Ὄχι, θὰ μὲ ρωτήσει μόνον, ἂν τώρα ἔκανα αὐτὸ ποὺ μποροῦσα καὶ ποὺ ἔπρεπε». Ἡ Ἱστορία, ἀδέκαστος μάρτυς καὶ κριτής, βεβαιότατα θὰ ἐγγράψει στὶς δέλτους της κάτι ποὺ γιὰ πολὺ λίγους μπορεῖ νὰ πιστοποιήσει, ὅτι δηλαδὴ ὁ Σεβαστιανὸς ἔπραξε αὐτὸ «ποὺ ἔπρεπε», θυσιαζόμενος κυριολεκτικὰ στὶς ἐπάλξεις τοῦ ἐθνικοῦ ἀγώνα γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο.
Οἱ μετέπειτα ἐξελίξεις στὸ Βορειοηπειρωτικὸ κατέδειξαν ὅτι ὁ ἀγώνας τοῦ Σεβαστιανοῦ δὲν ἦταν προϊὸν μόνον ἑνὸς ἄδολου πατριωτισμοῦ, μὰ εἶχε ὅραμα καὶ προοπτική. Καὶ τοῦτο γιατί ὁ Σεβαστιανός, πρῶτος ἀπ’ ὅλους διεῖδε τὴν ἀναγκαιότητα συνδρομῆς δύο στοιχείων γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὴν παραμονὴ στὶς πατρογονικὲς ἑστίες καὶ τὴν ἑνότητα μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν μας.
Ἀπὸ τὰ φωτοπάλατα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὶς κορυφὲς πλέον τῆς Ἱστορίας εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ Ἀρχηγός μας μᾶς σκέπει καὶ μᾶς παραστέκει στὸν ἀγώνα μας ὅπως καὶ τότε, ὅπως καὶ πάντα. Σήμερα, «στὰ σύνορα βιγλάτορας, περπατεῖ τὴ γῆ τῶν τόσων στεναγμῶν καὶ φυσάει τὴ φλόγα δυνατά».
Αὐτὴ τὴ φλόγα, μᾶς καλεῖ νὰ τὴν κρατήσουμε ἄσβεστη. Μέχρι τὴ μέρα ποὺ ἡ φλόγα θὰ γίνει πυρκαγιὰ καὶ θὰ πυρπολήσει τὴ βορειοηπειρωτικὴ γῆ μὲ τὸν ἀβασίλευτο ἥλιο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐλευθερίας.
Αὐτὸ τὸ Ἑλληνικὸ Αὔριο θὰ ξημερώσει ὁπωσδήποτε!
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Σεβαστιανοῦ…
Δ.Τ.