Ο Μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας για το μακαριστό προκάτοχό του Μητροπολίτη Σεβαστιανό

ΜΙΑ ΕΙΚΟΣΑΕΤΙΑ…
Ἀλήθεια, πέρασαν κιόλας εἴκοσι χρόνια, κι᾿ οὔτε τὸ καταλάβαμε πῶς κύλισε τόσος καιρός…Ἦταν 12 Δεκεμβρίου 1994. Τὸ ρολόι ἔδειχνε ἑπτὰ παρὰ εἴκοσι πέντε τὸ πρωΐ, ἡ ὥρα ποὺ ἡ ἁγνὴ καὶ φλογερὴ ψυχὴ τοῦ Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυροῦ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ἄφησε τὸ φθαρτὸ σῶμα του καὶ φτερούγισε στὸν Πλάστη της. Ἄφησε ἕνα σῶμα ταλαιπωρημένο ἀπὸ ἀμέτρητους κόπους γιὰ τὴν διαποίμανση τοῦ λαοῦ, ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ καταβεβλημένο ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀσθένεια. Αὐτὸ ἐπῆρε μοναχὰ ὁ θάνατος, ἕνα εὐτελὲς «λάφυρο». Ὅμως ἡ ἐνάρετη καὶ ἀσκητικὴ ζωή του, ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον του γιὰ τοὺς βασανισμένους Βορειοηπειρῶτες, τὸ ἀτέλειωτο ὁδοιπορικό του στὴν Ἑλλάδα, στὸ Λονδῖνο, στὸ Στρασβοῦργο, στὸ Κονγκρέσο τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, γιὰ νὰ μεταφέρῃ «τὸ κλάμα καὶ τὸ δρᾶμα» τῶν Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου, δὲν χάθηκαν μέσα στὸν ἁπλὸ καὶ ἀπέριττο τάφο του στὴν Μονὴ τῆς Μολυβδοσκέπαστης.

Ἔμειναν καὶ μένουν, γιὰ νὰ διδάσκουν καὶ νὰ φρονηματίζουν ὅλους, ὅσοι συνεχίζουν νὰ ἀγωνιοῦν καὶ νὰ παλεύουν γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξῃ ἄλλη μιὰ «χαμένη πατρίδα», ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παραδειγματίζουν καὶ νὰ ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς.

Ἦλθε, σὰν νέος Ἱεράρχης στὴν Ἐπαρχία του τὸ 1967, φτωχός. Καὶ «ἔφυγε» γιὰ τὴν αἰωνιότητα, τὸ 1994, πιὸ φτωχός. Σύνθημά του ἦταν:Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν πονεμένο συνάνθρωπο. Κάθε μῆνα, τὸν μισθό του τὸν μοίραζε σὲ φακέλλους μικρούς (ἐπισκεπτηρίων), γράφοντας ἀπ᾿ ἔξω, σὲ μιὰ ἀκρούλα, τὸ ποσὸ ποὺ ὑπῆρχε μέσα. Ἔτσι, ὅταν τὸν ἐπισκέπτονταν ἐμπερίστατοι Βορειοηπειρῶτες (καὶ δὲν ἦσαν λίγοι), ἄνοιγε τὸ συρτάρι κι᾿ ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους τοὺς ἔδινε, ἀθόρυβα πάντα, τὴν προσφορὰ τῆς ἀγάπης του.
Κάποτε, τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς φυγάδες οἱ Βορειοηπειρῶτες, ἐπισκέφθηκε τὴν Μαθητικὴ Ἑστία Πωγωνιανῆς, γιὰ νὰ δώσῃ θάρρος καὶ κουράγιο σ᾿ ἐκεῖνα τὰ «κυνηγημένα πουλιά», ποὺ πρέπει νὰ ἦσαν 100 μὲ 150 ἄτομα. Κι᾿ ἀφοῦ τοὺς μίλησε πατρικὰ καὶ χριστιανικά, στὸ τέλος πρόσφερε στὸν καθένα ἕνα χαρτονόμισμα τῶν χιλίων δραχμῶν, ποὺ τὸ δέχθηκαν μὲ δάκρυα καὶ αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Κάποιοι δημοσιογράφοι κατέκριναν τότε τὸν ἀοίδιμο: -Τοὺς ἔδωσε ἕνα χιλιάρικο. Χαρὰ στὸ πρᾶγμα! Καὶ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ ἐκεῖνοι, ποὺ οὔτε τότε, οὔτε ποτὲ ἔδωσαν ἔστω καὶ μιὰ δραχμὴ στοὺς πονεμένους ἀδελφούς. Ἔτσι, δυστυχῶς, γράφεται ἡ ἱστορία…
Ὅταν ἦταν σοβαρὰ ἀσθενής, τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιο ἀπόγευμα ἕνας διαπρεπὴς πανεπιστημιακὸς γιατρὸς τῶν Ἰωαννίνων. Ψηλάφησε τὸ σῶμα του στὸ σημεῖο ποὺ εἶχε γίνει ἡ ἐγχείρηση, κι᾿ ὅταν μετὰ θέλησε νὰ πλύνῃ τὰ χέρια του, ὡδηγήθηκε στὸν βοηθητικὸ χῶρο τοῦ Δεσπότη. Μόλις μπῆκε, κύταξε τριγύρω καὶ γιὰ λίγο ἔμεινε σκεπτικός. Ἔπειτα εἶπε: -Ἐδῶ πλένεται ὁ Δεσπότης; Μὰ ὁ χῶρος αὐτὸς εἶναι πρωτόγονος ! Καὶ νἄτανε μόνο ἐκεῖνος ὁ χῶρος πρωτόγονος στὸ παμπάλαιο Ἐπισκοπεῖο , ποὺ ὅμως ὁ ἀοίδιμος δὲν τὸ ἄλλαζε μὲ τίποτε, ἀφοῦ εἶχε περὶ πολλοῦ τὴν «ἁγία φτώχεια», ὅπως ἔλεγε συχνὰ καὶ τὸ ἐννοοῦσε.
Φτωχὸ τὸ «Δεσποτικό», ἀλλὰ πλούσιο σὲ ἔργα χριστιανικῆς ἀγάπης. Κάθε τόσο, ὁμάδες χριστιανῶν ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς Χώρας ἐπισκέπτονταν τὸν ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, γιὰ νὰ τὸν δοῦν, νὰ τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὸν ἀγῶνα ποὺ ἔκανε καὶ ποὺ φτέρωνε καὶ τὶς δικές τους ψυχές. Κι᾿ ἀκόμη νὰ τοῦ φιλήσουν τὸ χέρι καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του.
Κι᾿ ἄν πῇς καὶ γιὰ Βορειοηπειρῶτες, ἀμέτρητοι πέρασαν. Καὶ πόσοι φιλοξενήθηκαν στὰ Ἱδρύματά του. Δύσκολοι, ἀλλὰ ἀλησμόνητοι καιροί, μὲ ἀγωνίες καὶ ἀγῶνες, μὲ χαρὲς καὶ μὲ πίκρες, μὲ τὸ φρόνημα ὅμως ἀκμαῖο καὶ ἀνοιχτὴ τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ δέχεται ὅλους καὶ ὅλα μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεως καὶ τὴν χάρη τῆς προσευχῆς.
Ἄς εἶναι αἰωνία καὶ ἀγήρως ἡ μνήμη του. Ὅσοι συνοδοιπορήσαμε μαζί του δὲν θὰ τὸν ξεχάσουμε ποτέ.
Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Ἀνδρέας
Αναρτήθηκε από ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ