Κυριακή Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου – «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν»
Ἀπόστολος: Ρωμ. ι´ 11 – ια´ 2
Εὐαγγέλιον: Ματθ. θ´ 9-13
Ἦχος: πλ. β´.—Ἑωθινόν: Α´
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς περιγράφει τὴν κλήση τοῦ Ματθαίου ἀπὸ τὸν Κύριον, τοῦ πρώην τελώνη ποὺ γίνεται μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος Χριστοῦ.
Ὁ Ματθαῖος, ὁ ὁποῖος στὰ Εὐαγγέλια τοῦ Μάρκου καὶ τοῦ Λουκᾶ ἀποκαλεῖται καὶ Λευΐ ὁ τελώνης, ἐργαζόταν ὡς φοροεισπράκτορας στὸ τελωνεῖο, ποὺ εὑρισκόταν στὴν λίμνη Γεννησαρέτ, πάνω στὸν ἐμπορικὸ δρόμο, ποὺ συνέδεε τὴν Δαμασκὸ μὲ τὴν Μεσόγειο. Ἀπὸ τὴν διακίνηση τῶν ἐμπορευμάτων ὁ Ματθαῖος εἰσέπραττε γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Ἡρώδη Ἀντίπα τὸν ἀνάλογο φόρο. Ἐκεῖ τὸν συναντᾶ ὁ Κύριος, στὸν χῶρο τῆς ἐργασίας του. Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐθεωρεῖτο ὑποτιμητικό, διότι οἱ τελῶνες ἐκμεταλλευόμενοι τὴν θέση τους, ἐθησαύριζαν. Ἡ γενικὴ εἰκόνα, ποὺ εἶχε γιὰ αὐτοὺς ἡ κοινωνία, ἦταν ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀνθρώπους κλέπτες καὶ ληστές, φιλοχρήματους καὶ ἐκμεταλλευτές. Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς θεωροῦσαν μεγάλους ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ἀποστρέφονταν.
Μετὰ τὴν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴν Καπερναούμ, ὁ Κύριος περνᾶ ἀπὸ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο, βλέπει τὸν Ματθαῖο καὶ τοῦ λέγει: «ἀκολούθησέ με». Καὶ ἐκεῖνος ἀμέσως σηκώθηκε, τὰ ἄφησε ὅλα καὶ Τὸν ἀκολούθησε.
Ὁ Κύριος ἐγνώριζε τὰ βάθη τῆς καρδίας τοῦ Ματθαίου, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸν ἐκάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ματθαῖος φαίνεται πὼς εἶχε ἀκούσει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία Του, καὶ ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε στὸ κάλεσμα. Θαυμάζουμε τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πλήρη ὑποταγὴ τοῦ Ματθαίου στὴν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ. Χωρὶς δεύτερη σκέψη ἐγκατέλειψε ἕνα προσοδοφόρο ἐπάγγελμα, ἄφησε τὴν θέση του στὸ τελωνεῖο, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριο. Ὁ πρώην ἁμαρτωλός, ὁ κοινωνικὰ κατακριτέος, σὲ μία στιγμὴ γίνεται μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, πρόθυμος νὰ Τὸν ἀκολουθήσει παντοῦ. Αὐτὸ τὸ θαῦμα τῆς μεταστροφῆς τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μόνον ἡ θεία χάρις μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει.
Ὁ Ματθαῖος, γιὰ νὰ ἑορτάσει τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς μεταστροφῆς του καὶ νὰ τὸ γνωστοποιήσει σὲ περισσότερους, διοργανώνει μεγάλο γεῦμα μὲ τὴν παρουσία πολλῶν συναδέλφων του τελωνῶν καὶ μὲ ἐπίσημο προσκεκλημένο τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητές Του. Ὁ Ματθαῖος ἐθεώρησε τὴν κλήση του ἀπὸ τὸν Κύριο ὡς σημαντικὸ γεγονός, αἰτία μεγάλης χαρᾶς, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἑορτασθεῖ μὲ ἕνα ἐπίσημο γεῦμα.
Καλεῖ λοιπὸν πολλοὺς συναδέλφους του μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς μπορεῖ κάποιοι νὰ μιμηθοῦν τὸ παράδειγμά του. Ἀλλὰ καὶ ὁ Χριστὸς βλέπει τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ προθυμία τοῦ Ματθαίου, μεταβαίνει στὴν οἰκία του, γιὰ νὰ τὸν τιμήσει καὶ νὰ τοῦ μεταδώσει ἐνίσχυση ὡς πρὸς τὴν ἀπόφασή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ καλέσει καὶ τοὺς ἄλλους τελῶνες σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός).
Ἔτσι λοιπόν, ἔχουμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν μαθητῶν Του νὰ συγκάθονται καὶ νὰ συντρώγουν μὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ τελῶνες. Ἡ εἰκόνα στὰ μάτια τῶν Φαρισαίων, ποὺ πληροφορήθηκαν τὸ γεγονός, ἐμοίαζε παράδοξη, πῶς ἕνας Διδάσκαλος, ὅπως ὁ Ἰησοῦς καταδέχθηκε νὰ καθίσει στὸ ἴδιο τραπέζι μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ διαβόητους τελῶνες, ποὺ εἶχαν κακὴ φήμη καὶ κοινωνικὴ ἀνυποληψία. Οἱ αὐστηροὶ ἠθικιστὲς Φαρισαῖοι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ ἀνεχθοῦν, καὶ γιὰ αὐτὸ πλησιάζουν τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς ἐκφράζουν αὐτὴν τὴν ἀπορία καὶ τὴν ἔκπληξή τους. Κατέκριναν τὴν ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὸ θάρρος ἢ ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ διαβάλλουν τὸν Ἰησοῦ στὰ μάτια τῶν μαθητῶν, δὲν ἀπευθύνονται στὸν Ἴδιο ἀλλὰ στοὺς μαθητές Του, θέλοντας νὰ διαρρήξουν τὴν σχέση τοῦ Διδασκάλου μὲ αὐτοὺς (ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος).
Ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς ἐπικριτικοὺς λόγους τῶν Φαρισαίων καὶ εὑρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἀπαντήσει καταλλήλως: «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾽ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Μέγας Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Σωτήρας τῶν ἁμαρτωλῶν. Αὐτοὺς ἦλθε νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Συναναστρεφόμενος αὐτοὺς τοὺς παρέχει τὴν δυνατότητα νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν.
Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος ἐλέγχοντας τοὺς Φαρισαίους, αὐτοὺς ποὺ ἦσαν ὑπερήφανοι ὡς τηρητὲς καὶ γνῶστες τοῦ Νόμου, γιὰ τὴν ἄγνοιά τους ὡς πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος δὲν θέλει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ εἴμαστε τυπικοὶ τηρητὲς τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι ποὺ προσέφεραν τὶς προβλεπόμενες ἀπὸ τὸν Νόμο θυσίες, ἀλλὰ ἐπιζητεῖ τὰ πιὸ οὐσιαστικά, τὸ ἔλεος καὶ τὴν καρδιὰ ποὺ συμπονεῖ καὶ ἐλεεῖ, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ ἐλεοῦσε τοὺς νοσοῦντες στὴν ἁμαρτία, τοὺς ἐπεσκέπτετο ὡς ἰατρός, τοὺς συναναστρέφετο καὶ μὲ κάθε τρόπο τοὺς ἐθεράπευε (Εὐθύμιος Ζιγαβηνός).
Ἄλλωστε, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο ἦρθε ὁ Υἱὸς ἐπὶ τῆς γῆς, μὲ αὐτὴ τὴν ἀποστολή, νὰ ἀναζητήσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ τοὺς καλέσει σὲ μετάνοια. Οἱ δῆθεν δίκαιοι, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι, δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη ἑνὸς Λυτρωτῆ, γιατί νοιώθουν αὐτοδικαιωμένοι. Ὅπως κάποιοι χριστιανοὶ τῶν ἐξωτερικῶν τύπων, ποὺ κρίνουν τοὺς πάντες καὶ ἡ καρδιὰ τους παραμένει σκληρή.
Εὐτυχῶς γιὰ ἐμᾶς, ὁ Κύριος «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», γιὰ νὰ κηρύξει ἔλεος καὶ μετάνοια. Πῶς ἄρχισε τὸ κήρυγμά Του; «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μόνον ὅσοι αἰσθάνονται ἁμαρτωλοί, εἶναι σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσουν τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ θείου ἐλέους. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αἰσθανόταν τὸν ἑαυτόν του ὡς τὸν πρῶτο ἁμαρτωλό, ὁ τελώνης Ματθαῖος ἐγνώριζε τὶς ἁμαρτίες του. Ὅλοι γενικῶς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ θείου ἐλέους.
Ἂς ζοῦμε διαρκῶς μὲ μετάνοια, ἐξομολόγηση, νὰ ἔχουμε μία ἐλεήμονα καρδιὰ πρὸς τὸν πλησίον, καὶ νὰ προσευχόμαστε ὅπως ὁ τελώνης. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ”.