Επιστολή του Ιωάννη Δούκα Βατάτζη προς τον παπα Γρηγόριο.Η επιστολή της Ρωμιοσύνης
Ἐρευνώντας τὸν βίο καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ Ἁγίου Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, βρίσκουμεπολλὲς ἐνέργειές του οἱ ὁποῖες εἶναι ἄξιες ἀναφορᾶς καὶ ἀποτελοῦν ἀξιομνημόνευτες ἱστορικὲς παρακαταθῆκες. Συγκεκριμένα θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ στὸν ξεκάθαρο χαρακτήρα καὶ τὴ Ρωμαίϊκη λεβεντιά του, τὰὁποῖα ἐμφανῶς διακρίνονται ἐξετάζοντας ὅλη τὴν ἱστορική του πορεία ὡς Αὐτοκράτορα. Διευκρινιστικὰ θὰ πρέπει νὰ ἀναφέρω ὅτι ὁ Ἰωάννης Βατάτζης, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο, (1) ὑπῆρξε Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμανίας (1222–1254) μὲ ἕδρα τὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὴν ἐποχὴ ὅπου ἡ Βασιλίδα τῶν πόλεων εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν Φράγκων ἀπὸ τὸ 1204. Στὰ 32 χρόνια ποὺ βασίλευσε πολέμησε ἐναντίον Φράγκων καὶ Βουλγάρων καὶ κατάφερε νὰ ὀρθώσει καὶ νὰ ἰσχυροποιήσει τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων. Ἐπιστέγασμα αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνα ἦταν, 7 χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του ὁ στρατός τῆς Νίκαιας νὰ ἐλευθερώσει τὴν Βασιλεύουσα καὶ νὰ ξαναγίνει ἡ Πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου πρωτεύουσα τῆς Ρωμανίας. Οἱ ἀρετὲς πού προανέφερα γίνονται εὐκόλως ἀντιληπτὲς σὲ ὅποιον μελετήσει τὴν ἐπιστολὴ ἀπάντηση ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν Πάπα Γρηγόριο τὸν Θ΄ (2), ἡ ὑπόψη ἐπιστολὴ σαφέστατα ἀποτελεῖ ἕνα κείμενο ἐθνικῆς ἀξιοπρέπειας.
Μεταφερόμαστε λοιπὸν στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1230, τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀνωτέρω ποντίφικας φοβούμενος τὴν ὁρμητικότητα τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὴν στρατιωτικὴ ἰσχυροποίηση τοῦ Βασιλείου τῆς Νίκαιας, ἔστελνε ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς ἡγεμόνες τῆς Δύσης. Μέσῳ τῶν ἐπιστολῶν, τοὺς ζητοῦσε νὰ παράσχουν βοήθεια πρὸς τοὺς Φράγκους κατακτητὲς τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ὑποτελεῖς του ἡγεμόνες, ὁ Πάπας ἔστειλε ἐπιστολὴ καὶ πρὸς τὸν Ἕλληνα Αὐτοκράτορα, ἡ ὁποία δὲν διεσώθη, μποροῦμε ὅμως νὰ ἐννοήσουμε ἐν μέρει τὸ περιεχόμενό της, ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ ἀπάντηση τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη.
Ἡ ἐπιστολὴ ἀπάντηση τοῦ ἐλεήμονα Βασιλιά, πρωτοδημοσιεύθηκε μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, στὸ περιοδικὸ «Ἀθήναιον» τὸ 1872 ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Σακκελιῶνο (3), ὁ ὁποῖος σχολιάζει ὅτι ¨ὁ Αὐτοκράτορας Ἰωάννης ὁμιλεῖ ὡς Ἀρχαῖος Ἕλληνας μὲ περηφάνια καὶ δριμύτητα κατὰ τῶν καταλαβόντων τὴν Βασιλεύουσα Φράγκων¨. Ὁ Ἀντώνιος Μηλιαράκης (4) στὸ ἔργο του ¨Ἱστορία τοῦ Βασιλείου τῆς Νικαίας καὶ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου¨ παραθέτει τὴν ἐπιστολὴ ἀφοῦ πρῶτα σχολιάζει τὰ ἑξῆς: ¨Εἰς ταῦτα ὁ Βατάτζης ἀπήντησε δι᾿ ὕφους ὑπεροπτικοῦ καὶ δι᾿ εἰρωνείας καταπληκτικῆς, εἰς οὐδὲν λογιζόμενος τὸ ἀξίωμα τοῦ Πάπα, καὶ ὁμιλῶν περὶ ἑαυτοῦ ὡς μονάρχου κραταιοῦ, κεκλημένου εἰς τὴν βασιλείαν ἐκ Θεοῦ καὶ ἐκ βασιλικοῦ γένους παλαιοῦ¨.
Ἀξίζει πιστεύω ὁ ἀναγνώστης νὰ μελετήσει τὴν ἐπιστολὴ καὶ νὰ παραδειγματιστεῖ ἀπὸ τὸ ὕφος, τὴν φιλοπατρία καὶ τὴν Ρωμαίϊκη λεβεντιὰ τοῦ Ἁγίου Διδυμοτειχίτη Αὐτοκράτορα. Ὅπως ἐπίσης θὰ εἶναι ὠφέλιμο στὸν καθένα νὰ μελετήσει καὶ τὸν κατὰ πλάτος βίο του.
Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ Βασιλεὺς καὶ Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων ὁ Δούκας, τῷ ἁγιωτάτῳ Πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Γρηγορίῳ. Ἂς ἔχω τὰς σωτηρίους εὐχάς σου.
Αὐτοί, ποὺ ἔστειλε ἡ ἁγιότητά σου καὶ μοῦ ἔφεραν αὐτὴ τὴν ἐπιστολή σου, ἐπέμεναν ὅτι εἶναι γράμμα τῆς ἁγιότητάς σου. Ὅμως ἐγώ, ὁ Βασιλιάς, ἀφοῦ διάβασα ὅσα εἶναι γραμμένα, ἀρνήθηκα νὰ πιστέψω ὅτι εἶναι δικό σου γράμμα, ἀλλὰ θεώρησα ὅτι τὸ ᾿γραψε ἕνας ἄνθρωπος μὲ χαμένα πέρα γιὰ πέρα τὰ μυαλά του, ποὺ ὅμως ὁ ψυχικός του κόσμος εἶναι φουσκωμένος ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ αὐθάδεια διότι πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ σχηματίσουμε διαφορετικὴ γνώμη γιὰ τὸν γράψαντα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπευθύνεται στὴ βασιλική μου δύναμη θεωρώντας με σὰν ἕνα ἀνώνυμο καὶ ἄδοξο καὶ ἀσήμαντο ἀνθρωπάκι; Δὲν σοῦ μίλησε κανεὶς γιὰ τὸ μέγεθος τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δυνάμεώς μας;
Δὲ χρειαζόμασταν ἰδιαίτερη σοφία γιὰ νὰ γνωρίσουμε καλὰ ποιὸς εἶναι ὁ δικός σου θρόνος. Ἂν βρισκόταν πάνω σὲ σύννεφα ἢ ἂν κάπου ¨μετέωρος¨, ἴσως ἔπρεπε νὰ ἔχουμε μετεωρολογικὲς γνώσεις γιὰ νὰ τὸν βροῦμε, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ στηρίζεται στὴ γῆ καὶ δὲ διαφέρει καθόλου ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους θρόνους, ὅλος ὁ κόσμος τὸν ξέρει.
Μᾶς γράφεις ὅτι ἀπὸ τὸ δικό μας, τὸ Ἑλληνικὸ Γένος, ἄνθησε ἡ σοφία καὶ τὰ ἀγαθά της καὶ διαδόθηκε στοὺς ἄλλους λαούς. Αὐτὸ σωστὰ γράφεις. Πῶς ὅμως ἀγνόησες ἢ καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι δὲν τὸ ἀγνόησες, πῶς ξέχασες νὰ γράψεις ὅτι, μαζὶ μὲ τὴ σοφία, τὸ Γένος μας κληρονόμησε ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὴ βασιλεία; Ποιὸς ἀγνοεῖ ὅτι τὰ κληρονομικὰ δικαιώματα τῆς διαδοχῆς πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖνον στὸ δικό μας Γένος καὶ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ νόμιμοι κληρονόμοι καὶ διάδοχοι;
Ἔπειτα, σὺ ἀπαιτεῖς νὰ μὴν ἀγνοήσουμε τὸ θρόνο σου καὶ τὰ προνόμιά του. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς ἔχουμε νὰ ἀνταπαιτήσουμε νὰ δεῖς καθαρὰ καὶ νὰ μάθεις τὰ δικαιώματα ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς ἐπὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸ ὁποῖο, ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, διατηρήθηκε γιὰ μία χιλιετία καὶ ἔφτασε σέ μᾶς. Οἱ γενάρχες της βασιλεῖς μου εἶναι ἀπὸ τὸ γένος τῶν Δουκῶν καὶ τῶν Κομνηνῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω ἐδῶ καὶ ὅλους τούς ἄλλους Βασιλεῖς ποὺ εἶχαν Ἑλληνικὴ καταγωγὴ καὶ γιὰ πολλὲς ἑκατοντάδες χρόνια κατεῖχαν τὴν βασιλικὴ ἐξουσία τῆς Κωνσταντινούπολης. Αὐτοὺς ὅλους, καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ οἱ ἱεράρχες της, τοὺς προσκυνοῦσαν ὡς Αὐτοκράτορες τῶν Ρωμαίων. Πῶς λοιπὸν ἐμεῖς φαινόμαστε στὰ μάτια σου ὅτι δὲν ἐξουσιάζουμε καὶ δὲ βασιλεύουμε σὲ κανένα τόπο, παρὰ χειροτόνησες λὲς κι εἶναι ἐπίσκοπός σου τὸν ἐκ Βρυέννης Ἰωάννη βασιλιὰ στὴν Πόλη; Ποιὸ δίκαιο ἐπρυτάνευσε στὴ συγκεκριμένη αὐτὴ περίσταση; Πῶς κατάφερε ἡ τιμία σου κεφαλὴ καὶ ἐπαινεῖ τὸ ἄδικο τῆς πλεονεξίας καὶ βάζει στὴ μοίρα τοῦ δικαίου τὴ ληστρικὴ καὶ αἱμοχαρή κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Λατίνους;
Ἐμεῖς ἐξαναγκαστήκαμε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ βία καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸν τόπο μας ὅμως δὲν παραιτούμαστε ἀπὸ τὰ δικαιώματά μας τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινούπολης. Καὶ νὰ ξέρεις ὅτι αὐτὸς ποὺ βασιλεύει εἶναι ἄρχοντας καὶ κύριος ἔθνους καὶ λαοῦ καὶ πλήθους δὲν εἶναι ἄρχοντας καὶ ἀφεντικὸ σὲ πέτρες καὶ ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα χτίστηκαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι.
Τὸ γράμμα σου περιεῖχε καὶ τοῦτο τὸ παράξενο ὅτι ἡ τιμιότητά σου ἔστειλε κήρυκες ποὺ διήγγειλαν τὸ κήρυγμα τοῦ Σταυροῦ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ ὅτι πλήθη πολεμιστῶν ἔσπευσαν γιὰ νὰ διεκδικήσουν τὴν Ἁγία Γῆ. Σὰν μάθαμε αὐτὴ τὴν εἴδηση, χαρήκαμε καὶ γεμίσαμε μὲ ἐλπίδες. Ἐλπίζαμε δηλαδὴ ὅτι αὐτοὶ οἱ διεκδικηταὶ τῶν Ἁγίων Τόπων θὰ ἄρχιζαν τὴ δίκαιη δουλειά τους ἀπὸ τὴ δική μας πατρίδα καὶ ὅτι θὰ τιμωροῦσαν αὐτοὺς ποὺ τὴν αἰχμαλώτισαν, γιατί βεβήλωσαν τὶς ἁγίες Ἐκκλησίες, γιατί βεβήλωσαν τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ διέπραξαν κάθε εἶδος ἀνοσιουργίες κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ γράμμα σου ὀνόμαζε τὸν Ἰωάννη Βρυέννιο ποὺ ἀπεβίωσε ἐδῶ καὶ πολὺν καιρὸ βασιλιὰ τῆς Κωνσταντινούπολης, καὶ φίλο καὶ τέκνο τῆς τιμιότητάς σου, καὶ ἐπειδὴ οἱ νέοι σταυροφόροι σου στέλνονται γιὰ νὰ βοηθήσουν, γελούσαμε ἀναλογιζόμενοι τὴν εἰρωνεία καὶ τὰ παιχνίδια ποὺ παίζονται κατὰ τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ τοῦ Σταυροῦ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ τιμιότητά σου, μὲ τὸ γράμμα ποὺ ἔστειλες, μᾶς παρακινεῖ νὰ μὴν παρενοχλοῦμε τὸν φίλο σου καὶ υἱὸν Ἰωάννη Βρυέννιο, γνωρίζουμε καὶ ἐμεῖς στὴν τιμιότητά σου, ὅτι δὲν ξέρουμε σὲ ποιὸ μέρος τῆς γῆς ἢ τῆς θάλασσας βρίσκεται ἡ ἐπικράτεια αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννη. Ἐὰν ὅμως ἐννοεῖς τὴν Κωνσταντινούπολη, καθιστοῦμε γνωστὸ καὶ στὴν ἁγιότητά σου καὶ σὲ ὅλους τούς Χριστιανοὺς ὅτι ποτὲ δὲ θὰ πάψουμε νὰ δίνουμε μάχες καὶ νὰ πολεμοῦμε αὐτοὺς ποὺ τὴν κατέκτησαν καὶ τὴν κατέχουν γιατί ἀλήθεια, πῶς δὲ θὰ διαπράτταμε ἀδικία ἀπέναντι στοὺς νόμους τῆς φύσης, καὶ στοὺς θεσμοὺς τῆς Πατρίδας μας, καὶ στοὺς τάφους τῶν προγόνων μας, καὶ στὰ θεία καὶ ἱερὰ τεμένη, ἂν δὲν πολεμήσουμε γι᾿ αὐτὰ μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας;
Ὡστόσο, ἂν εἶναι κανεὶς ποὺ ἀγανακτεῖ γιὰ τούτη τὴ θέση μας, καὶ μᾶς δυσκολεύει, καὶ ἐξοπλίζεται ἐναντίον μας, ἔχουμε τὸν τρόπο νὰ ἀμυνθοῦμε ἐναντίον του: Πρῶτα-πρῶτα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ μετά, μὲ τὰ ἅρματα καὶ τὸ ἱππικὸ ποὺ ἔχουμε, καὶ μὲ πλῆθος ἀξιόμαχων πολεμιστῶν, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς πολέμησαν τοὺς σταυροφόρους. Τότε καὶ σύ, ἀπὸ τὴ μεριά σου, σὰν μιμητής, ποὺ εἶσαι, τοῦ Χριστοῦ, καὶ σὰν διάδοχος τοῦ κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου, ἔχοντας μάλιστα τὴ γνώση γιὰ τὸ τί εἶναι θεῖο καὶ νόμιμο καὶ γιὰ τὸ τί ἐπιβάλλεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους θεσμούς, τότε λέω, θὰ μᾶς ἐπαινέσεις, ἀφοῦ δίνουμε τὴ μάχη γιὰ τὴν Πατρίδα καὶ γιὰ τὴ σύμφυτη μὲ αὐτὴν ἐλευθερία.
Καὶ αὐτὰ βέβαια θὰ συμβοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία μου θέλει πολὺ καὶ ποθεῖ νὰ διασώσει τὸν σεβασμὸ ποὺ ἁρμόζει πρὸς τὴν ἁγία Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, καὶ νὰ τιμᾶ τὸ θρόνο τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου καί, ἀπέναντι τῆς ἁγιότητάς σου, νὰ ἔχει τὴ σχέση καὶ τὴν τάξη τοῦ υἱοῦ, καὶ νὰ ἀποδίδει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἁρμόζουσα τιμὴ καὶ ἀφοσίωση. Αὐτὸ θὰ γίνει ὅμως, μόνο ἐὰν καὶ ἡ δική σου ἁγιότητα δὲν παραβλέψει τὰ δικαιώματα τῆς δικῆς μας βασιλείας, καὶ ἂν δὲν γράφει σὲ μᾶς γράμματα μὲ τέτοια ἐπιπολαιότητα καὶ ἀπαξίωση.
Ὡστόσο νὰ ξέρει ἡ ἁγιότητά σου, ὅτι ὑποδεχτήκαμε χωρὶς λύπη τὸ ἀγροῖκο ὕφος τοῦ γράμματός σου, καὶ φερθήκαμε μὲ ἠπιότητα στοὺς κομιστές του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν εἰρήνη μαζί σου.