Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, Σύντομα σχόλια στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο
ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ὁ Ἰησοῦς καί ὁ Νόμος (5,17-19)
Προλογικό:
Γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός διδάσκει ἀντίθετα ἀπό τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γι᾿ αὐτό καί λέγει ἐδῶ ὅτι «δέν ἦρθε νά τούς καταργήσει, ἀλλά νά τούς “πληρώσει”», δηλαδή νά τούς ἐφαρμόσει καί νά τούς συμπληρώσει (στίχ. 17). Πάντως, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐδῶ στήν περικοπή μας, καμμιά λεπτομέρεια τοῦ Νόμου δέν θά χάσει τό κύρος της (στίχ. 18).
Μετάφραση:
5,17 «Μή νομίσετε, ὅτι ἦλθα νά καταργήσω τό Νόμο ἤ τούς Προφῆτες. Δέν ἦλθα νά καταργήσω, ἀλλά νά ἐκπληρώσω. 18 Γιατί ἀληθινά σᾶς λέγω, ἕως ὅτου παρέλθει ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, ἕνα γιῶτα ἤ μία γραμμή δέν θά ἀκυρωθεῖ ἀπό τό νόμο, ἀλλά ὅλα θά γίνουν. 19 Ὅποιος δέ καταργήσει μία ἀπό τίς ἐντολές αὐτές τίς πολύ μικρές καί θά διδάξει ἔτσι τούς ἀνθρώπους, θά εἶναι πολύ μικρός (= ἀνάξιος) γιά τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνος ὅμως πού θά ἐφαρμόσει καί θά διδάξει, αὐτός θά εἶναι μεγάλος (= ἄξιος) γιά τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Σχόλια:
5,17. Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι… ἀλλά πληρῶσαι. Ὁ Ἰησοῦς δέν ἔρχεται νά καταργήσει τόν Νόμο καί ὅλη τήν Παλαιά Διαθήκη, βλ. Δευτ. 4,8 σχόλ., οὔτε ὅμως καί νά τόν καθιερώσει ὡς ἄθικτο, ἀλλά νά τοῦ δώσει μέ τήν διδασκαλία του καί τήν συμπεριφορά του μία νέα καί ὁριστική μορφή, μέ τήν ὁποία ἔρχεται σέ πληρότητα αὐτό πρός τό ὁποῖο αὐτός ὁδηγοῦσε, βλ. Ματθ. 1,22 σχόλ. Μάρκ. 1,15 σχόλ. Αὐτό φαίνεται ἀληθές ἰδιαίτερα περί τῆς «δικαιοσύνης» (στίχ. 20, βλ. 3,15. Λευιτ. 19,15 καί Ρωμ. 1,17 σχόλ., δικαιοσύνη τελεία, στίχ. 42), τῆς ὁποίας τά ἀντιθετικά ρητά τῶν στίχ. 21-48 δίνουν πολλά χτυπητά παραδείγματα. Ἡ παλαιά ἐντολή γίνεται τώρα ἐσωτερική καί φτάνει μέχρι τήν ἐπιθυμία καί τό ἐσωτερικό κίνητρο, βλ. 12,34. 23,25-28. Καμμία λεπτομέρεια τοῦ Νόμου δέν πρέπει λοιπόν νά παραλειφθεῖ, ἐκτός καί ἄν ἔχει ὁδηγηθεῖ στήν ὁλοκλήρωσή της, στίχ. 18-19· βλ. 13,52. Ἡ ἀγάπη, ὅπου ἤδη συνοψίζετο ὁ παλαιός Νόμος (7,12. 22,34-40), γίνεται ἡ νέα ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ (Ἰωάν. 13,34) καί συμπληρώνει ὅλον τόν Νόμο (Ρωμ. 13,8-10. Γαλ. 5,14. Κολ. 3,14 σχόλ.). Πάντως, ἡ σχέση τοῦ μηνύματος τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Ἰουδαϊκό νόμο ἦταν ἕνα μεγάλο θέμα γιά τούς πρώτους χριστιανούς. Ἀφοῦ ἡ παλαιά νομοθεσία ἐδόθη καί αὐτή ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἀδιάβλητη, γιατί δέν ἔσωζε; «Μέχρι μέν τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας ἔσωζε τούς ἀκριβεῖς φύλακας αὐτῆς, μετά τοῦτο δέ τῆς νηπιότητος εἰς ἀνδρότητα προκοψάσης καί πολλῆς Χάριτος δοθείσης τοῖς ἀνθρώποις καί μεγίστων ἐπάθλων προτεθέντων εἰς ἀμοιβήν τῶν κατορθωμάτων (οὐκέτι γάρ κληρονομία γῆς… οὐδέ πολυπαιδία καί γῆρας καί νῖκαι κατ᾿ ἐχθρῶν, ἀλλ᾿ οὐρανοῦ κληρονομία… καί υἱοθεσία Θεοῦ καί ἀδελφότης πρός τόν Μονογενῆ…) εἰκότως καί μεγάλους ἀγῶνας ἀπαιτοῦνται πάντες οἱ τῶν τοιούτων ἐπάθλων τυχεῖν μέλλοντες…» (Ζιγαβηνός, MPG. 129,208). – Τόν νόμον ἤ τούς προφήτας. Εἶναι οἱ δύο ἐκ τῶν τριῶν διαιρέσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (ἡ τρίτη διαίρεση εἶναι «ἁγιόγραφα»). Βλ. 7,12. 11,13. 22,40. – Τούς προφήτας. Μέ τήν ἔκφραση αὐτή στήν Ἑβραϊκή Βίβλο νοοῦμε τά βιβλία Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, Κριταί, Σαμουήλ (Α΄, Β΄ Βασιλειῶν), Βασιλεῖς (Γ΄, Δ΄ Βασιλειῶν), Ἠσαΐας, Ἰερεμίας, Ἰεζεκιήλ καί οἱ δώδεκα μικροί προφῆτες (βλ. Λουκ. 24,27. 44). 5,18. Εἰσάγοντας μέ τό«Ἀμήν» (βλ. Ψαλμ. 40,14 σχόλ. καί Ρωμ. 1,25 σχόλ.) μερικούς λόγους του ὁ Ἰησοῦς δηλώνει τήν αὐθεντικότητά τους (βλ. 6,2.5.16 κ.ἄ. Ἰωάν. 1,51 κ.ἄ). «Τό “Ἀμήν” ἐπίρρημά ἐστι βεβαιωτικόν, ἀντί τοῦ ἀληθῶς» (Ζιγαβηνός, MPG. 129,205). – Ἕως ἄν παρέλθῃ ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ… Διά τῆς ὅλης φράσεώς του ὁ Κύριος θέλει νά δηλώσει, ὅτι «ἕως ἄν ὁ κόσμος διαμένῃ, οὐ μή παρέλθῃ ἀτέλεστον οὐδέ τό εὐτελέστατον ἐπίταγμα τοῦ νόμου, ἕως ἄν πάντα τά νόμιμα γένηται, ἤτοι πληρωθῇ ἔργοις παρ᾿ ἐμοῦ» (Ζιγαβηνός,MPG. 129,205). Πάντως, διά τῆς φράσεώς του αὐτῆς ὁ Κύριος δεικνύει ὅτι «ὁ κόσμος παρέρχεται καί μετασχηματίζεται» (Θεοφύλακτος, MPG. 123,192). – Ἰῶτα ἕν ἤ μία κεραία. Ἡ ἔννοια λοιπόν τοῦ στίχου εἶναι ὅτι καμμία λεπτομέρεια τοῦ νόμου δέν θά χάσει τό κῦρος της. Τό «ἰῶτα» εἶναι τό μικρότερο γράμμα τῆς ἀλφαβήτου. Ἡ λ.«κεραία» σημαίνει «γραμμή» μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ γραμμή αὐτή εἶναι μέρος γράμματος ἤ στόλισμα ὑπεράνω γράμματος κατά τήν ἑβραϊκή συνήθεια, βλ. Ν. Σωτηροπούλου,Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς Γ´, σελ. 12. Κατά τόν ἴδιο ἑρμηνευτή δέν δίδεται καλή μετάφραση ἄν ἀποδώσουμε τό «ἕως» στίς ἐκφράσεις τοῦ στίχ. μας («ἕως ἄν παρέλθῃ… ἕως ἄν πάντα γένηται» ) ὡς «ἕως, μέχρι». Τό «ἕως» στήν Καινή Διαθήκη πρέπει κατ᾽ αὐτόν νά μεταφράζεται «ἀλλά», βλ. ὅ.π. σελ. 26. Ἡ βάση τῆς ἀποδώσεως αὐτῆς τοῦ «ἕως» εἶναι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, βλ. Ἠσ. 55,10.11. 65,6. 5,19. Ὅς ἐάν οὖν λύσῃ… Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο καί τούς ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτωμένους Πατέρες ἐδῶ ὁ Κύριος «οὐχ ὑπέρ τῶν παλαιῶν νόμων εἴρηκεν, ἀλλ᾿ ὑπέρ ὧν αὐτός ἔμελλε νομοθετεῖν» (MPG. 57,243.Ὁμοίως βλ. Ζιγαβηνό εἰς MPG. 129, 205). – Ἐάν λύσῃ, δηλαδή ἐάν παραθεωρήσει, ἐάν θέσει κατά μέρος. Τό «οὖν» δέν εἶναι συμπερασματικό, ἀλλά ἀντιθετικό καί πρέπει νά ἀποδοθεῖ μέ τό «δέ», ὅπως καί εἰς 7,12. Ὁ Κύριος προηγουμένως, εἰς στίχ. 17, διεβεβαίωσε ὅτι τά εἰς τόν Νόμον προφητευόμενα θά γίνουν ὅλα, καί εἰς τόν παρόντα στίχ. διά τοῦ «οὖν» μεταβαίνει εἰς τάς ἐντολάς. Παραθέτουμε καί ἰδιαίτερη ὡραία ἑρμηνεία τοῦ ἑρμηνευτοῦ Ν. Σωτηροπούλου: Ὁ Κύριος λέγων, «Ὅς ἐάν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων», δέν ἐννοεῖ, νομίζομεν, «Ὅστις θά παραβῇ μίαν ἐκ τῶν ἐλαχίστων τούτων ἐντολῶν», ὅπως ἐξηγοῦν πολλοί, ἀλλ᾽ ἐννοεῖ, «Ὅστις θά καταργήσῃ, θά ἀπορρίψῃ, μίαν ἐκ τῶν ἐλαχίστων τούτων ἐντολῶν». Ἡ δευτέρα ἔννοια, καθ᾽ ἥν δέν πρόκειται περί παραβάτου ἐντολῆς, ἀλλά περί αἱρετικοῦ, ὅστις καταργεῖ ἐντολήν, συμφωνεῖ πρός τήν φράσιν «καί διδάξῃ οὕτω τούς ἀνθρώπους», ἡ ὁποία σημαίνει «καί διδάξῃ τούς ἀνθρώπους χωρίς τήν ἐντολήν αὐτήν» ἤ «καί διδάξῃ τούς ἀνθρώπους, ὅτι δέν ἰσχύει ἡ ἐντολή αὐτή». Ἡ ἐν λόγῳ ἔννοια, καθ᾽ ἥν πρόκειται περί ἀνθρώπου ὅστις διδάσκει αἵρεσιν, συμφωνεῖ ἐπίσης πρός τήν πρότασιν, «ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», ἡ ὁποία σημαίνει τόν ἀποκλεισμόν ἐκ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τοῦ λύοντος καί τήν ἐλαχίστην ἀκόμη ἐντολήν. Ἀσφαλῶς δ᾽ ἐκ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἀποκλείεται, ὄχι ὁ παραβάτης ἐλαχίστης ἐντολῆς, ὁ ὁποῖος εἶνε ἁπλῶς ἁμαρτωλός, ἀλλ᾽ ὁ καταργῶν καί τήν ἐλαχίστην ἐντολήν, διότι αὐτός εἶνε ἀσεβής, αἱρετικός. Βλ. Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς Γ´, σελ. 13. – Ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Ἡ κλείς ἑρμηνείας εἶναι ὅτι τό «ἐν» τῆς φράσεως τοῦ ἱεροῦ κειμένου πρέπει νά νοηθεῖ ὡς τελικό («γιά») καί ὄχι ὡς τοπικό (βλ. καί Α΄ Κορ. 7,15. Ἐφ. 4,24. Ἰακ. 5,5). «Ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν», δηλαδή, θά εἶναι ἀνάξιος γιά τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ αἱρετικός (ὁ «ὅς ἐάν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων…») καί μόνο γιά τό αἱρετικό του φρόνημα καί διδασκαλία ἀποκλείεται ἐκ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ἡ νέα δικαιοσύνη ἀνώτερη ἀπό τήν παλαιά (5,20-48)
(α) Ὁ φόνος καί ἡ συμφιλίωση (5,20-26)
Προλογικό:
Ὁ Κύριος μᾶς λέγει ὅτι πρέπει νά περισσεύσει ἡ ἀρετή μας ἀπό τήν ἀρετή τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων (στίχ. 20). Καί μᾶς διδάσκει συγκεκριμένως μέ παραδείγματα πῶς πρέπει νά περισσεύουμε στήν ἀρετή ἀπό αὐτούς. Ἀρχίζει ἀπό τά φυσικώτερα πάθη, ἀπό τόν θυμό καί τήν κακή ἐπιθυμία. Ὁ παλαιός Νόμος ἔλεγε «οὐ φονεύσεις» (βλ. Ἐξ. 20,13. Δευτ. 5,17). Ἀλλά ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός θέλει νά κόψει καί τήν ρίζα τοῦ κακοῦ αὐτοῦ, τήν ὀργή καί τόν θυμό (στίχ. 22).
Μετάφραση:
5,20 «Σᾶς λέγω δέ, ὅτι, ἄν δέν ξεπεράσει ἡ ἀρετή σας κατά πολύ τήν ἀρετή τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, δέν θά μπεῖτε στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
21 Ἀκούσατε, ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους (μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο) “νά μήν κάνεις φόνο· ἐκεῖνος δέ πού θά φονεύσει, νά παραπεμφθεῖ ὡς ἔνοχος στό τοπικό δικαστήριο”. 22 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι ὅποιος ὀργίζεται χωρίς λόγο ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, νά παραπεμφθεῖ ὡς ἔνοχος στό τοπικό δικαστήριο. Καί ὅποιος θά πεῖ τόν ἀδελφό του “ἀνόητε”, νά παραπεμφθεῖ ὡς ἔνοχος στό μεγάλο δικαστήριο. Ὅποιος πάλι πεῖ “ἠλίθιε”, νά παραπεμφθεῖ ὡς ἔνοχος στήν γέεννα τοῦ πυρός. 23 Ἐάν δέ προσφέρεις τό δῶρο σου στό θυσιαστήριο, καί ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, 24 ἄφησε ἐκεῖ τό δῶρο σου, μπροστά στό θυσιαστήριο, καί πήγαινε πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν ἀδελφό σου, καί ἔπειτα ἔλα καί πρόσφερε τό δῶρο σου. 25 Νά ἔχεις εὐνοϊκή διάθεση στόν ἀντίδικό σου τώρα γρήγορα, μέχρις ὅτου εἶσαι μαζί του στό δρόμο (πρός τό δικαστήριο), γιά νά μή σέ παραδώσει ὁ ἀντίδικος στό δικαστή καί ὁ δικαστής σέ παραδώσει στό δεσμοφύλακα καί θά μπεῖς στή φυλακή. 26 Ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι δέν θά βγεῖς ἀπό ἐκεῖ, μέχρι νά πληρώσεις καί τό τελευταῖο δίλεπτο».
Σχόλια:
5,20-48: Ἡ ἠθική διδασκαλία τῆς Π.Δ. ὄχι μόνο δέν καταργήθηκε, ἀλλά καί συμπληρώθηκε. Ἐδῶ ἔχουμε μερικά τέτοια παραδείγματα. 5,20. Δικαιοσύνη. Γενικῶς ἡ λ. σημαίνει τήν ἀποδοχή ἀπό κάποιον τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀποδοχή αὐτοῦ ἀπό τόν Θεό (Λουκ. 18,10-14· «κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος»), δηλαδή τόν ἅγιο.«“Δικαιοσύνην” δέ εἶπεν ἁπλῶς πᾶσαν ἀρετήν» (Ζιγαβηνός, MPG. 129,208). 5,21. Ἠκούσατε. Ἡ παραδοσιακή διδασκαλία ἐδίδετο προφορικά, πρό παντός στίς συναγωγές, γι᾿ αὐτό λέγει «ἠκούσατε». – Τοῖς ἀρχαίοις. Ἡ ἔκφραση αὐτή ἐδῶ τοῦ Ματθαίου στόν πληθυντικό σημαίνει τούς παλαιούς, αὐτούς πού ἔζησαν πολύ πρίν ἀπό μᾶς, αὐτούς πού ἔζησαν στήν ἀρχή τῆς παραδόσεως (Λουκ. 9,8.19) καί δέν νοεῖ τούς «πρεσβυτέρους» (βλ. Ματθ. 16,21. 21,23 κ.ἄ.), τούς «παλαιούς», τούς «γέροντες», μέ τήν ἔννοια τῶν σημαινόντων προσώπων. – Οὐ φονεύσεις. Πρόκειται γιά τόν ἀποφασισμένο φόνο, γιά παράδειγμα τήν προσωπική ἐκδίκηση, πού ὁ Δεκάλογος ἀπαγορεύει (βλ. Ἐξ. 20,13. Δευτ. 5,17). – Τῇ κρίσει. Ὁ Ἰησοῦς συνοψίζει τίς ἀναγγελθεῖσες στόν Νόμο ποινές, χωρίς νά προσκολληθεῖ στήν κατά γράμμα διατύπωσή τους (Ἐξ. 21,12. Λευτ. 24,17. Ἀριθμ. 35,16-18. Δευτ. 17,8-13). Ἀκόμη περισσότερο, ὁ Ἰησοῦς δέν λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὑπόκειται στόν θάνατο· διακηρύσσει ὅτι θά ὑποστεῖ μία κρίση καταδίκης, πού εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ (βλ. Ρωμ. 1,32). 5,22. Ρακά. Πιθανόν εἶναι μία μεταγραφή τῆς ταλμουδικῆς ὕβρεως reiqah(ὁ ἀνόητος). Ἡ λ. μεταφραζομένη ἀπό τήν ἀραμαϊκή σημαίνει «κεφάλι ἄδειο, χωρίς μυαλό». – Τῷ συνεδρίῳ. Τό Μεγάλο Συνέδριο (Σανχεντρίν), πού εἶχε τήν ἕδρα του στήν Ἰερουσαλήμ, κατ᾿ ἀντίθεση μέ τά ἁπλᾶ δικαστήρια τά διασκορπισμένα στήν χώρα. – Μωρέ. Ἡ πρώτη ἔννοια στήν ἑλληνική χρήση τῆς λέξεως σημαίνει τόν «ἀνόητο». Ὅμως ἡ ἰουδαϊκή χρήση τῆς λ. εἶχε μιά πιό βαρειά χροιά, εἶχε τήν ἔννοια θρησκευτικῆς ἀσέβειας. – Γέενναν τοῦ πυρός. Μία χαράδρα νοτίως τῆς Ἰερουσαλήμ, πού συνδεόταν μέ τελετές παγανιστικοῦ πυρός. Σ᾿ αὐτήν ἔκαναν ὁλοκαυτώματα παιδιῶν πρός τιμήν τοῦ Μολώχ (βλ. Β΄ Παραλ. 28,3. 33,6. Δ΄ Βασ. 23,10). Βεβηλώθηκε ὅμως ἡ χαράδρα αὐτή μέ τήν μεταρρύθμιση τοῦ Ἰωσία (621 π.Χ. Δ´ Βασ. 23,10) καί ἔγινε σκουπιδότοπος. Τό ὄνομά της κατά μεταφορά σημαίνει τήν αἰώνια καταδίκη (Ματθ. 5,29.30. 10,28. 18,9. 23,15.33. 3,10. Ἀπ. 20,14-15). Ἔγινε σύμβολο κατάρας (Ἰερ. 7,31. 19,6) καί μάλιστα στήν ἀποκαλυπτική λογοτεχνία σύμβολο αἰωνίου κατάρας. Στήν Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεῖται μέ αὐτή τήν τελευταία ἔννοια (10 φορές στόν Ματθαῖο). 5,25-26. Ἐδῶ ἔχουμε ἀπό τόν Ματθαῖο μία κατηχητική ἐφαρμογή ἑνός ἐσχατολογικοῦ παραβολικοῦ λόγου τοῦ Κυρίου (βλ. Λουκ. 12,57-59). Ὁ λόγος αὐτός δεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῆς μεταστροφῆς πρίν νά εἶναι πολύ ἀργά. Ὁ Ματθαῖος θέλει νά κάνει κατανοητό ὅτι δέν πρέπει νά εἴμαστε ὀργισμένοι μέ ἕνα ἄνθρωπο, ἀφοῦ θά ἐμφανισθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ ὑπό τήν ποινή τῆς αἰωνίου καταδίκης. 5,26. Κοδράντην. Τό τέταρτο ἑνός ἀσσαρίου – ρωμαϊκό νόμισμα – μέ τό ὁποῖο ἀγόραζε κανείς δύο σπουργίτια (βλ. Ματθ. 10,29). Βλ. καί Λουκ. 12,59.
(β) Ἡ μοιχεία καί τό σκάνδαλο (5,27-30)
Προλογικό:
Ἄλλο πάθος τό ὁποῖο θεραπεύει ὁ Χριστός στήν ρίζα του, συμπληρώνων ἔτσι τόν Μωσαϊκό Νόμο, εἶναι ἡ μοιχεία. Ὁ παλαιός Νόμος ἀπαγόρευε πράγματι τήν μοιχεία (βλ. Δευτ. 5,18), ἀλλά ὁ Χριστός ἀπαγορεύει καί τό ἀκόλαστο βλέμμα (στίχ. 28), τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας. Βεβαίως δέν ἀπαγορεύει ὁ Κύριος νά βλέπουν οἱ ἄνδρες τίς ὄψεις τῶν γυναικῶν, οὔτε οἱ γυναῖκες τίς ὄψεις τῶν ἀνδρῶν, γιατί εἶπε «ὁ βλέπωνπρός τό ἐπιθυμῆσαι». Δηλαδή ἀπαγορεύει νά βλέπουμε κάποιο πρόσωπο μέ ἁμαρτωλή περιέργεια, μέ ἐπιθυμία ἁμαρτίας.
Μετάφραση:
5,27 «Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους “μή μοιχεύσεις”. 28 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι ὅποιος βλέπει γυναίκα μέ πονηρή ἐπιθυμία, ἤδη μέσα στήν καρδιά του ἔκαμε μοιχεία μέ αὐτή. 29 Ἐάν δέ ὁ δεξιός σου ὁ ὀφθαλμός σέ σκανδαλίζει, νά τόν βγάλεις καί νά τόν πετάξεις· γιατί σέ συμφέρει νά χαθεῖ ἕνα ἀπό τά μέλη σου, παρά νά ριφθεῖ ὅλο τό σῶμα σου στήν γέεννα. 30 Καί ἄν τό δεξί σου χέρι σέ σκανδαλίζει, νά τό κόψεις καί νά τό πετάξεις. Γιατί σέ συμφέρει νά χαθεῖ ἕνα ἀπό τά μέλη σου, παρά ὅλο τό σῶμα σου νά ριφθεῖ στή γέεννα».
Σχόλια:
5,27-28. Ἐξ. 20,14. Δευτ. 5,18. Ἡ μοιχεία, κατά τόν ἐδῶ λόγο τοῦ Κυρίου, μπορεῖ νά συμβεῖ καί χωρίς τήν πράξη τῆς μοιχείας. 5,28. Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα… Ἕνα βλέμμα ριπτόμενο σέ μία γυναίκα μέ ἐπιθυμία ἁμαρτίας, ἔγγαμο ἤ ἀρραβωνιασμένη ἤ παρθένο γυναίκα. Ἔδωσαν καί τήν ἑρμηνεία ὅτι ἡ «γυναίκα» τοῦ στίχ. μας ἐννοεῖται ὅτι ἀνήκει εἰς ἄνδρα, ὅπως εἰς 5,31. 14,3 κ.ἄ. Κατά τήν ἑρμηνεία αὐτή ὁ Ἰησοῦς δέν καταδικάζει ἐδῶ τήν ἐπιθυμία ἑνός ἀνδρός πρός μία γυναίκα, ἡ ὁποία θά φέρει καί τόν γάμο τους, ἀλλά τόν ἰσχυρό καρδιακό πόθο ἑνός πρός μία ὕπανδρο γυναίκα, γιατί ἤδη μέ αὐτό πού κάνει τήν οἰκειοποιεῖται ἀπό τόν ἄνδρα της. Καλύτερα ὅμως ὡς γυναίκα ἐδῶ νά ἐννοήσουμε «καί τήν ἐζευγμένην ἀνδρί καί τήν ἀπολελυμένην καί τήν παρθένον» (Ζιγαβηνός, MPG. 129,116). 5,29-30. Ἐτυμολογικῶς τό σκάνδαλο εἶναι ἕνα ἐμπόδιο, μία παγίδα (Ψαλμ. 123,7), ἕνας «λίθος προσκόμματος», πού κάνει τούς ἄλλους νά πέσουν καί νά συντριβοῦν (Ἠσ. 8,14-15. Ρωμ. 9,33. Α΄Πέτρ. 2,8). Πολυάριθμες εἶναι οἱ αἰτίες σκανδάλου καί πτώσεως: Κατ᾿ ἀρχήν, σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, βλ. Ματθ. 11,6. 13,57. 15,12. 17,27. 26,31-33· αἰτία σκανδάλου γίνονται οἱ ἄνθρωποι (5,29. 16,23. 18,6-9), ὁ κόσμος (13,41. 18,7) καί ὁ διωγμός (13,21. 24,10). –.Ἔξελε αὐτόν καί βάλε… Τό καλό ἤ τό κακό ἑδρεύει στήν καρδιά, δηλαδή στά πιό ἐνδόμυχα τοῦ ἀνθρώπου (Ματθ. 12,34) καί ὄχι στά ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τήν περίπτωση πού τά μέλη τοῦ σώματος γίνονται ὄργανα ἁμαρτίας. Ἡ ἔκφραση «ἔξελε αὐτόν (τόν ὀφθαλμόν) καί βάλε…» πρόκειται ἀσφαλῶς περί ὑπερβολῆς, γιά νά τονισθεῖ ἡ ἰδέα ὅτι πρέπει νά πολεμήσουμε καί νά ἐξαλείψουμε τίς αἰτίες τῆς μοιχείας.
(γ) Τό διαζύγιο (5,31-32)
Προλογικό:
Ὁ Κύριος δείχνει καί ἕνα ἄλλο εἶδος μοιχείας: Ὁ Μωυσῆς ἐπέτρεπε στόν ἄνδρα πού μισεῖ τήν γυναίκα του νά τήν χωρίζει, γιά νά ἀποτραπεῖ τό χειρότερο κακό, δηλαδή ὁ φόνος (βλ. Δευτ. 24,1-3. Ματθ. 19,8). Ὁ Κύριος ὅμως τώρα, στήν ἐπί τοῦ Ὄρους ἐδῶ Ὁμιλία του, διορθώνει τήν παλαιά αὐτή διάταξη φοβίζοντας τόν ἄνδρα γιά νά μή μισεῖ χωρίς λόγο τήν γυναίκα του γιά νά τήν χωρίσει ἔπειτα. Ἕνας μόνον εὔλογος λόγος ὑπάρχει γιά νά τό πράξει αὐτό, ἡ μοιχεία τῆς γυναίκας. Διαφορετικά, ἄν ὁ ἄνδρας χωρίσει τήν γυναίκα του, χωρίς νά ὑπάρχει αἰτία μοιχείας, τότε εἶναι κατάκριτος ὁ ἄνδρας αὐτός, γιατί ἀναγκάζει τήν γυναίκα του νά γίνει μοιχαλίς, ἄν συζευχθεῖ μέ ἄλλον. Ἀλλά καί ἐκεῖνος πού θά νυμφευθεῖ μία διαζευγμένη γυναίκα, γίνεται καί αὐτός μοιχός (στίχ. 32). – Στόν λόγο τοῦ Κυρίου «παρεκτός λόγου πορνείας» (στίχ. 32) ἡ ὀρθόδοξη παράδοση βλέπει μία βάση γιά νά ἐπιτρέψει, σέ περίπτωση μοιχείας, τό διαζύγιο.
Μετάφραση:
5,31 «Εἰπώθηκε ἐπίσης· “Ὅποιος θά χωρίσει τή γυναίκα του, νά τῆς δώσει διαζύγιο”. 32 Ὅμως ἐγώ σᾶς λέγω, ὅτι ὅποιος θά χωρίσει τή γυναίκα του ἐκτός ἀπό λόγο πορνείας, τήν ὁδηγεῖ σέ μοιχεία· ἀλλά καί ὅποιος πάρει μιά χωρισμένη, διαπράττει μοιχεία».
Σχόλια:
5,31-32. Τό διαζύγιο κατά τόν Νόμο τοῦ Μωυσέως ἦταν δυνατόν μόνο ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρός καί αὐτός ἔδιδε στήν γυναίκα του ἔγγραφη διαβεβαίωση (στίχ. 31). Βλ. Δευτ. 24,1-4.Ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός λέγει σέ τί κίνδυνο πέφτει ἡ γυναίκα πού θά λάβει διαζύγιο ἀπό τόν ἄνδρα της (στίχ. 32). Ὅποιος ἐλάμβανε γιά γυναίκα του τήν ἀποπεμφθεῖσα γινόταν μοιχός, γιατί εἰσέβαλε στόν συνεχιζόμενο γάμο τοῦ πρώτου ἀνδρός (στίχ. 32). Κατά τόν λόγο αὐτόν τοῦ Κυρίου ὁ συναφθείς γάμος εἶναι ἀδιάλυτος. Κανένας ἄνδρας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἀποπέμψει τήν γυναίκα του. Ὅ,τι στόν Νόμο τοῦ Μωυσέως φαινόταν ἀδύνατο, τώρα μέ τήν πλείονα δικαιοσύνη τῶν πιστευόντων στόν Ἰησοῦ Χριστό (5,20) πρέπει νά γίνει κατορθωτό ἀπ᾽ αὐτούς (πρβλ. Μάρκ. 10,1-12). Δευτ. 24,1-4. 5,31. Ἐδῶ, ὅπως καί εἰς 19,9, δέν πρόκειται γιά διαζύγιο μέ τήν σημερινή ἔννοια τῆς λ., ἀλλά γιά τό δικαίωμα πού εἶχε ὁ σύζυγος νά ἀποδιώξει τήν σύζυγό του, Δευτ. 24,1-4. 5,32. Ἡ ἔκφραση «παρεκτός λόγου πορνείας» (στίχ. 32) ἀπαντᾶ καί εἰς 19,9, ἀπουσιάζει ὅμως ἀπό Μάρκ. 10,11-12 καί Λουκ. 16,18 (σύγκρ. μέ Ρωμ. 7,2-3. Α΄ Κορ. 7,10-11). Ποιός εἶναι ὁ «λόγος πορνείας», πού ἐπιτρέπει τήν ἀποπομπή τῆς συζύγου; Δόθηκε ἡ ἑρμηνεία ὅτι πρόκειται περί τριῶν περιπτώσεων: (α) Ὁ ἄνδρας νά εὕρει στήν γυναίκα του «ἄσχημον πρᾶγμα» (βλ. Δευτ. 24,1, καί ὅπως οἱ ραββῖνοι ἑρμήνευαν τήν ἔκφραση αὐτή)· (β) ἡ μοιχεία, ἡ ἀπιστία δηλαδή τῆς γυναίκας στόν σύζυγό της καί (γ) ἡ παράνομη συζυγική ἕνωση, πρό παντός κατά τήν νομοθεσία τοῦ Λευιτ. 18,6-18, ἔννοια πού ξαναβρίσκουμε πιθανόν εἰς Πράξ. 15,28-29. Μεταξύ τῶν Ἰουδαίων ὑπῆρχαν δύο σχολές, ἡ μία ἐκπροσωπουμένη ἀπό τόνShammai, ἡ ὁποία παρεῖχε διαζύγιο μέ τήν αἰτία μόνο τῆς μοιχείας, καί ἡ πιό χαλαρά σχολή τοῦ Hillel, ἡ ὁποία ἐπέτρεπε τό διαζύγιο γιά ὁποιαδήποτε αἰτία ἤθελε ὁ σύζυγος. Βλ. καί 19,9.
(δ) Ὁ ὅρκος (5,33-37)
Προλογικό:
Τώρα συμπληρώνει ὁ Κύριος τήν παλαιά μωσαϊκή ἐντολή περί ὅρκου, ἡ ὁποία ἔλεγε νά ἀληθεύουμε ὅταν ὁρκιζόμαστε (στίχ. 33. Ἐξ. 20,7. Λευιτ. 19,12. Ἀριθμ. 30,3. Δευτ. 23,22-24). Ὁ Χριστός ὅμως ἀπαγορεύει ἐντελῶς τόν ὅρκο (στίχ. 34).
Μετάφραση:
5,33 «Πάλι ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε στούς ἀρχαίους, “νά μήν ὁρκίζεσαι ψέμματα, νά ἐκπληρώσεις δέ τίς ἔνορκες ὑποσχέσεις σου στόν Κύριο”. 34 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω, νά μήν ὁρκίζεστε καθόλου· οὔτε στόν οὐρανό, γιατί εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ· 35 οὔτε στή γῆ, γιατί εἶναι ὑποπόδιο τῶν ποδῶν του· οὔτε στά Ἰεροσόλυμα, γιατί εἶναι πόλη τοῦ μεγάλου Βασιλέως (δηλαδή τοῦ Θεοῦ)· 36 οὔτε στό κεφάλι σου νά ὁρκισθεῖς, γιατί δέν μπορεῖς νά μεταβάλεις μία τρίχα σέ ἄσπρη ἤ μαύρη. 37 Ὁ δέ λόγος σας “ναί” νά εἶναι ναί, καί τό “ὄχι” σας νά εἶναι ὄχι· τό πέρα ἀπό αὐτά προέρχεται ἀπό τόν πονηρό».
Σχόλια:
5,33-37. Γιά τόν ὅρκο βλ. Λευιτ. 19,12. Ἀριθμ. 30,2. Δευτ. 23,21. Ματθ. 23,16-22. Ἰακ. 5,12. Ἡ ἐρχόμενη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους μία φιλαλήθεια καί μία εἰλικρίνεια, ὅπως καί ἕνα συναίσθημα γιά τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὥστε κάθε εἶδος ὅρκου νά εἶναι περιττόν (πρβλ. Ἰακ. 5,12· περαιτέρω Δ´ Βασ. 1,19 ἑξ.). Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Ἰησοῦ περί τοῦ ὅρκου εἶναι γενικῶς ἀπόλυτη (βλ. Ματθ. 23,16-22). 5,35. Τοῦ μεγάλου βασιλέως. Μέγας Βασιλεύς, γιατί βασιλεύει σ᾽ ὅλη τήν γῆ, βλ. Ἠσ. 66,1. Ψαλμ. 47,2.3. 5,37. Ναί, ναί· οὔ οὔ. Ἡ μορφή αὐτή, πολύ γνωστή καί ἀπό ἀλλοῦ (βλ. Β΄ Κορ. 1,17. Ἰακ. 5,12), μπορεῖ νά ἐξηγηθεῖ κατά διαφορετικούς τρόπους: α) Ἀλήθεια: Ἄν εἶναι ναί, πέστε ναί· ἄν εἶναι ὄχι, πέστε ὄχι. β) Εἰλικρίνεια· Ὅτι τό ναί ἤ τό ὄχι τοῦ στόματος ἀντιστοιχεῖ μέ τό ναί ἤ τό ὄχι τῆς καρδιᾶς. γ) Ἐπισημότητα: Ἡ ἐπανάληψη τοῦ ναί ἤ τοῦ ὄχι θά εἶναι μία ἐπίσημη μορφή βεβαίωσης ἤ ἄρνησης, πού πρέπει νά εἶναι ἀρκετή καί νά ἀπαλλάσσει κάποιον ἀπό τήν ὑποχρέωση νά καταφεύγει σέ ὅρκο. Τό νόημα εἶναι ὅτι πρέπει νά εἴμεθα τόσο ἀληθεῖς μέ στά λόγια μας, ὥστε νά μήν ὑπάρχει ἀνάγκη νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρκο.
(ε) Ἡ ἀνταπόδοση (5,38-42)
Προλογικό:
Ὁ παλαιός Νόμος συγκαταβαίνοντας ἐπέτρεψε τήν ἐκδίκηση σέ κάποιον πού ἔπαθε ἕνα κακό ἀπό κάποιον, ἀνταποδίδοντας ὅμως ὁ παθών τά ἴδια (ταυτοπάθεια, στίχ. 38. Ἐξ. 21,23-25. Λευιτ. 24,20. Δευτ. 19,18-21). Ὁ Χριστός ὅμως, καταργώντας τόν νόμο αὐτόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, λέγει: «Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ»(στίχ. 39)! Ἀκόμη πρέπει νά δεχόμεθα καί τά κτυπήματα τῶν ἄλλων (στίχ. 39) καί νά δίνουμε καί τήν περιουσία μας σ᾿ αὐτούς πού θέλουν νά μᾶς τήν πάρουν (στίχ. 40)! – Μέ τίς μέχρι τώρα συμπληρώσεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς κόβει (α) τά νεῦρα τοῦ ἐμπαθοῦς θυμοῦ (5,22), (β) τίς ρίζες τῆς ἐμπαθοῦς σαρκικῆς ἐπιθυμίας (5,28-32), (γ) τήν ἐπιθυμία γιά τά χρήματα καί τά κτήματα (γιατί γι᾽ αὐτά δίνεται συνήθως ὁ ὅρκος, πού ἀπαγορεύει ὁ Κύριος, στίχ. 34-37) καί (δ) τό πνεῦμα ἐκδικητικότητας ἐναντίον αὐτοῦ πού θέλει νά μᾶς βλάψει (5,39-41)!
Μετάφραση:
5,38 Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε: “(Νά ἀποδίδεις) μάτι γιά μάτι καί δόντι γιά δόντι”. 39 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω νά μήν ἀντισταθῆτε στό κακό. Ἀλλά, ἄν κάποιος σέ χτυπήσει στήν δεξιά σιαγόνα, νά στρέψεις σ᾿ αὐτόν καί τήν ἄλλη. 40 Καί σ᾽ ἐκεῖνον, πού θέλει νά σέ πάει στό δικαστήριο καί νά πάρει τό πουκάμισό σου, ἄφησέ του καί τό πανωφόρι. 41 Καί ἄν κάποιος σέ ἀγγαρεύσει ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. 42 Σ᾽ ἐκεῖνον πού σοῦ ζητάει νά δίνεις. Καί σ᾿ αὐτόν, πού θέλει νά δανεισθεῖ ἀπό σένα, μήν ἀρνηθεῖς».
Σχόλια:
5,38. Βλ. Ἐξ. 21,23-24. Λευιτ. 24,19-20. Δευτ. 19,21· βλ. ἐπίσης καί Ματθ. 7,2. Ἄν καί ἡ ἀρχή «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ…» ρυθμίζει τά ἀντίποινα στίς ἀρχέγονες κοινωνίες, ὅμως δέν δικαιώνεται. 5,39. Μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ. Πρόκειται μᾶλλον γιά τό κακό, μέ τό ὁποῖο ζημιωνόμεθα (βλ. παραδείγματα τῶν στίχ. 39-40)· ἀπαγορεύεται νά ἀντισταθοῦμε σ᾿ αὐτό μέ ἐκδικητικό τρόπο, ἀποδίδοντας κακό στό κακό (κατά τόν ἰουδαϊκό νόμο τῶν ἀντιποίνων, στίχ. 38. καί σχόλ. εἰς Ἐξ. 21,25 καί Ψαλμ. 5,11 ). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως δέν ἀπαγορεύει τό νά ἀντιστέκεται κανείς μέ καλό τρόπο στίς ἄδικες ἐπιθέσεις (βλ. Ἰωάν. 18,22 ἑξ.), οὔτε, πολύ περισσότερο, τό νά ἀγωνιζόμαστε κατά τοῦ κακοῦ στόν κόσμο. 5,40. Τόν χιτῶνά σου. Ὁ «χιτώνας» ἦταν τό πιό ἀπαραίτητο ἱμάτιο, τό ὁποῖο ἀποσποῦσαν μόνον ἀπό ἐκεῖνον πού θά γινόταν δοῦλος (βλ. Γεν. 37,23). Τό «ἱμάτιον» ἦταν ἔνδυμα πού ριπτόταν πάνω στό σῶμα καί τό ὁποῖο ἐξυπηρετοῦσε νά σκεπάζεται ὁ ἄνθρωπος τήν νύχτα, γι᾿ αὐτό ὁ νόμος δέν ἐπιτρέπει νά τό κρατᾶ κανείς ἀπό τόν ἄλλον παρά μόνο μία ἡμέρα βλ. πάλι Ἐξ. 22,26. Δευτ. 24,12. 5,41. Μίλιον, ρωμαϊκό μέτρο (mille passuum), ἰσοδυναμοῦν περίπου πρός 1.500 μέτρα. Ἐδῶ πιθανόν ἔχουμε ὑπαινιγμό στίς ἀξιώσεις ἀπό τούς Ρωμαίους στρατιῶτες καί ὑπαλλήλους.
(ς) Ἡ τελειότητα: Ἀγάπη στούς ἐχθρούς (5,43-48)
Προλογικό:
Μέ τήν παροῦσα περικοπή ὁ Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἀνεβάζει στό ὕψος τῆς ἀρετῆς, πού εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς. Ὁ παλαιός Νόμος ἔλεγε ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ἀλλά ἔχθρα στόν ἐχθρό (στίχ. 33), ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως κηρύττει ἀγάπη καί πρός τούς ἐχθρούς μας ἀκόμη. Ἡ δέ τέλεια ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς ἐκδηλώνεται μέ τό νά προσευχόμαστε ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 44). Ὁ Χριστός μᾶς θέλει τελείους (στίχ. 48). Καί τελειότης εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς.
Μετάφραση:
5,43 «Ἀκούσατε ὅτι εἰπώθηκε: “Νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου καί νά μισεῖς τόν ἐχθρό σου”. 44 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέγω, νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά δίνετε εὐχές σ᾿ αὐτούς πού σᾶς καταρῶνται, νά εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς μισοῦν, καί νά προσεύχεσθε γι᾿ αὐτούς πού σᾶς κακομεταχειρίζονται καί σᾶς διώκουν, 45 γιά νά γίνετε υἱοί τοῦ οὐράνιου Πατέρα σας, γιατί αὐτός ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά κακούς καί καλούς καί βρέχει γιά εὐσεβεῖς καί ἀσεβεῖς. 46 Γιατί, ἄν ἀγαπήσετε ὅσους σᾶς ἀγαποῦν, ποιό μισθό θά ἔχετε; Δέν κάνουν τό ἴδιο καί οἱ τελῶνες; 47 Καί ἄν δείχνετε ἀγάπη στούς φίλους σας μόνο, τί τό μεγάλο κάνετε; Καί οἱ τελῶνες δέν κάνουν ἔτσι; 48 Νά εἶσθε λοιπόν τέλειοι, ὅπως ὁ οὐράνιος Πατέρας σας εἶναι τέλειος».
Σχόλια:
5,43. Τό δεύτερο μέρος τῆς ἐδῶ ἐντολῆς δέν βρίσκεται ἔτσι στόν Νόμο, ἀλλά καί δέν θά μποροῦσε νά πεῖ ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ «μισήσεις τόν ἐχθρόν σου». Ἡ ἔκφραση αὐτή ἑρμηνεύεται ἀπό τήν πτωχή σέ ἀποχρώσεις (ἀραμαϊκῆς προελεύσεως) ἐδῶ γλώσσα καί ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἔννοια: «Δέν εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ἀγαπᾶς τόν ἐχθρόν σου». Σύγκρ. μέ Λουκ. 14,26 καί τό παραλληλό του Ματθ. 10,37. Ὅμως βρίσκουμε στό Σοφ. Σειρ. 12,4-7 καί στά γραπτά τοῦ Qumrân (1QS 1,10 κ.ἄ.) πρόκειται γιά μία ἀπέχθεια πρός τούς ἁμαρτωλούς, πού δέν ἀπέχει ἀπό τό μίσος καί αὐτήν τήν ἀπέχθεια εἶχε κατά νοῦν ὁ Χριστός. Στήν κοινότητα τοῦ Qumrân ὅποιος δέν ἀνῆκε στήν ὁμάδα τῶν υἱῶν τοῦ φωτός ἦταν καταδικασμένος στό μίσος πού παρεδίδοντο οἱ υἱοί τοῦ σκότους ἀπό θεία ἐκδίκηση. Πρόκειται πιθανόν ἐδῶ γιά τόν ἐχθρό τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος (βλ. Ψαλμ. 30,7. 138,21. Ρωμ. 5,10. Β΄ Θεσ. 3,15 καί τούς ὑπαινιγμούς στίς καταδιώξεις στό Ματθ. 5,10.44). 5,44. Βλ. Λουκ. 6,27 ἑξ. 5,45. Ὅπως γένησθε υἱοί… Γιά νά εἴμαστε «υἱοί» τοῦ Θεοῦ πρέπει νά ρυθμίζουμε τήν ζωή μας σύμφωνα μέ τόν τρόπο ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἔκφραση «υἱός τοῦ» σημαίνεται ὅτι κάποιος ἔχει τήν ποιότητα καί τόν χαρακτήρα αὐτοῦ τοῦ ὁποίου λέγεται «υἱός». Βλ. 23,31. Λουκ. 6,35. 10,6. Ἰωάν. 8,39-47. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ δέν πρέπει νά ξεχωρίζουν τούς φίλους ἀπό τούς ἐχθρούς τους, ἀλλά νά τούς βλέπουν ὅλους τό ἴδιο, ὅπως ὁ Θεός ἀδιάκριτα δίνει σέ ὅλους τόν ἥλιο καί τήν βροχή. 5,46. Τελῶναι. Οἱ εἰσπράκτορες τῶν φόρων. Ἦταν στήν ὑπηρεσία τῶν Ρωμαίων καί συχνά ἐξασκοῦσαν τό ἐπάγγελμά τους μέ ἁρπακτικότητα (βλ. Λουκ. 19,8) καί περιέπιπταν γι᾿ αὐτό σέ δημόσια περιφρόνηση· βλ. 9,10 καί 18,17 σχόλ. 5,47. Ἐάν ἀσπάσησθε. Τό ρῆμα πρέπει ἐδῶ νά τό ἐννοήσουμε ὡς σημαῖνον «ἐκφράζω στοργή», ὅπως αὐτή τήν ἔννοια ἔχει καί τό ἐπίθετο «ἀσπάσιος».Ἔτσι ὁ στίχος μας ἔρχεται παράλληλος πρός τόν προηγούμενον στίχ., κατά τό προσφιλές στούς Ἑβραίους σχῆμα τοῦ λεγομένου «συνωνυμικοῦ παραλληλισμοῦ». 5,48. Τέλειοι. Ὁ στίχ. εἶναι μᾶλλον συμπερασματικός τῆς ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας τοῦ Κυρίου καί ἀναφέρεται στήν νέα τελειότητα ζωῆς, τήν ὁποία ἐδίδαξε ὁ Χριστός. Βλ. Λευιτ. 19,2. Α΄ Κορ. 14,20. Ἑβρ. 5,14. Ἡ τελειότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς συνιστᾶ θεληματική πενία (θυσία) ὑπέρ τῶν δεομένων βοηθείας καί τό νά ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό. – Ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν…Ἡ τελειότητα τῶν μαθητῶν πρέπει νά ἀνταποκρίνεται στήν τελειότητα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ὁποίου ἡ χρηστότητα ἐκτείνεται σέ καλούς καί πονηρούς. Γιά τήν τελειότητά του αὐτή ὁ Θεός εἰς Λουκ. 6,36 λέγεται «οἰκτίρμων». Ἡ μοναδική ἄλλη χρήση τοῦ ὅρου «τέλειοι» γίνεται καί εἰς 19,21.
Κατά τῆς ὑποκρισίας καί κενοδοξίας (6,1-18)
(α) Ἐλεεῖτε ἐν κρυπτῷ (6,1-4)
Προλογικό:
Ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς Χριστός προηγουμένως φύτευσε τίς ἀρετές, στήν συνέχεια ἀναιρεῖ καί τό πάθος πού τίς ἐνοχλεῖ, δηλαδή, τήν κενοδοξία. Καί κατά πρῶτον μᾶς λέγει ὁ Κύριος νά μήν κάνουμε τήν ἐλεημοσύνη «πρός τό θεαθῆναι» (στίχ. 1), ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά ξεχνοῦμε τό καλό πού κάναμε (στίχ. 3).
Μετάφραση:
6,1 «Προσέχετε, νά μήν κάνετε τήν ἐλεημοσύνη σας μπροστά στούς ἀνθρώπους, γιά νά σᾶς δοῦν. Διαφορετικά, δέν θά ἔχετε μισθό ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα σας. 2 Ὅταν λοιπόν κάνεις ἐλεημοσύνη, μήν τό διατυμπανίσεις, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτές στίς συναγωγές καί στούς δρόμους, γιά νά ἐπαινεθοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἀληθινά σᾶς λέγω, ὅτι ἔλαβαν ἤδη τό μισθό τους (μισθό ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὄχι ἀπό τόν Θεό). 3 Ἐσύ ὅμως, ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη, νά μή γνωρίζει τό ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τό δεξί σου, 4 γιά νά εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη σου στά κρυφά. Καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει στά κρυφά, θά σοῦ ἀνταποδώσει στά φανερά».
Σχόλια:
6,1-18. Ὅλη αὐτή ἡ περικοπή ἀποτελεῖ μία ἑνότητα. Στίς διδαχές τῆς ἑνότητας αὐτῆς ὁ ᾽Ιησοῦς τονίζει ὅτι ὅλη ἡ στάση μας πρός τόν Θεό πρέπει νά εἶναι εἰλικρινής καί ὄχι ὑποκριτική, ὅτι δηλαδή αὐτό πού κάνουμε πρέπει νά ἐκφράζει πραγματικά τήν ψυχή μας. 6,1. Ἐλεημοσύνη. Στήν Π.Δ. ἡ «ἐλεημοσύνη» ἐκφράζεται μέ τό γενικό ὄνομα «δικαιοσύνη» («τσεδακά»). Ἔτσι ἡ λ. «ἐλεημοσύνη» σημαίνει γενικά τά καλά ἔργα, πού καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο δίκαιο πρό τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι ὡς κύρια καί βασικά καλά ἔργα θεωροῦσαν τήν ἐλεημοσύνη, στίχ. 2-4, τήν προσευχή, στίχ. 5-6, καί τήν νηστεία, στίχ. 16-18. 6,2. Ὅταν ποιῇς ἐλεημοσύνην. Αὐτή ἐγίνετο τό Σάββατο στίς Συναγωγές. – Ὑποκριταί. Ἡ λέξη «ὑποκριτής» δέν σημαίνει μόνο τόν ἄνθρωπο πού οἱ πράξεις του δέν συμφωνοῦν μέ τήν σκέψη του (Ματθ. 6,2.5.16. 15,7. 22,18. 23,13), ἀλλά φορτίζεται μέ μία ἔννοια προερχόμενη πολύ πιθανόν ἀπό ἀραμαϊκό ὅρο ἀνταποκρινόμενο στό hanefa, πού στήν Π.Δ. σημαίνει συνήθως τόν διεστραμμένο, τόν ἀσεβῆ. Ὁ ὑποκριτής πραγματικά εἶναι ἐν δυνάμει ἀσεβής (24,51) καί μερικές φορές γίνεται καί τυφλός (7,5)· Ἡ κρίση του εἶναι ἐσφαλμένη καί διεστραμμένη (βλ. Λουκ. 6,42. 12,56. 13,15). Τά συμφραζόμενα μόνο μᾶς ἐπιτρέπουν νά δώσουμε τήν ἔννοια τοῦ ὅρου. Τό ἐπίθετο «ὑποκριτής» ἐφαρμόζεται κυρίως, κατά τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ, στήν αἵρεση τῶν Φαρισαίων, βλ. 15,7. 22,18. 23,13-15.
(β) Προσεύχεσθε ἐν κρυπτῷ (6,5-6)
Προλογικό:
Ὅπως καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἔτσι καί ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται καί αὐτή «ἐν τῷ κρυπτῷ» (στίχ. 6), χωρίς δηλαδή πνεῦμα ἐπιδείξεως, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ὑποκριτές (στίχ. 5).
Μετάφραση:
6,5 «Ἐπίσης, ὅταν προσεύχεσαι, νά μήν εἶσαι ὅπως οἱ ὑποκριτές, διότι τούς ἀρέσει νά στέκονται καί νά προσεύχονται στίς συναγωγές καί στά σταυροδρόμια, γιά νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους. Ἀληθινά σᾶς λέγω, ὅτι ἔλαβαν ἤδη τό μισθό τους. 6 Ἀλλά ἐσύ, ὅταν πρόκειται νά προσευχηθεῖς, πήγαινε στό ἀπόμερο δωμάτιό σου, κλεῖσε τήν πόρτα καί προσευχήσου στόν Πατέρα σου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἐκεῖ χωρίς νά τόν βλέπεις. Καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τά κρυφά, θά σοῦ ἀνταποδώσει στά φανερά».
Σχόλια:
6,5. Μέ τό παράδειγμά του (βλ. Ματθ. 14,23) καί μέ τίς ὁδηγίες του ὁ Ἰησοῦς δίδαξε τούς μαθητές του τήν ἀναγκαιότητα καί τόν τρόπο τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι ταπεινή πρό τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 18,10-14) καί πρό τῶν ἀνθρώπων (Ματθ. 6,5-6. Μάρκ. 12,40), νά εἶναι ἀπό καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλᾶ ἀπό τά χείλη (Ματθ. 6,7) καί νά εἶναι ἐπίμονη μέχρι ἐνοχλήσεως (Λουκ. 11,5.8. 18,1-8). Γιά νά εἰσακουσθεῖ πρέπει νά γίνεται μέ πίστη (Ματθ. 21,22)· νά γίνεται στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. 18,19-20. Ἰωάν. 14,13-14. 15,7.16. 16,23-27) καί νά ζητᾶ καλά πράγματα (Ματθ. 7,11), ὅπως τό Ἅγιο Πνεῦμα (Λουκ. 11,13), τήν συγγνώμη τῶν ἐχθρῶν (Μάρκ. 11,25), τό καλό τῶν διωκτῶν μας (Ματθ. 5,44. Λουκ. 23,34) καί πρό παντός τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τήν σταθερότητά μας κατά τήν ἐσχατολογική δοκιμασία (Ματθ. 24,20 ἑξ. 26,41 ἑξ. Λουκ. 21,36· βλ. Λουκ. 22,31-32). Αὐτή εἶναι ὅλη ἡ οὐσία τοῦ προτύπου τῆς προσευχῆς, πού διδάχθηκε ἀπό τόν Ἴδιο τόν Ἰησοῦ, βλ. Ματθ. 6,9-15. – Ὅταν προσεύχῃ. Οἱ ἐνήλικες ἄρρενες Ἰουδαῖοι προσηύχοντο μέ κατεύθυνση πρός τήν Ἰερουσαλήμ πίπτοντες στά γόνατα ἤ, ὅπως ἐδῶ, στεκόμενοι («ἑστῶτες»), βλ. καί Μάρκ. 11,25. – Ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν. Ἀφοῦ οἱ προσευχές ἔπρεπε νά γίνουν σέ καθορισμένες ὧρες, οἱ ὑποκριτές εὕρισκαν κατάλληλους τόπους, γιά νά εἶναι καλῶς βλεπόμενοι. 6,6. Ταμιεῖον. Ἡ λέξη σημαίνει ἕνα μυστικό τόπο, πιθανόν ἀποθήκη τροφίμων.
Ἡ ἀληθινή προσευχή. Τό «Πάτερ ἡμῶν» (6,7-15)
Προλογικό:
Στήν περικοπή μας αὐτή ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός παραδίδει στούς μαθητές Του καί σέ ὅλους τούς ἰδικούς Του ἕνα τύπο προσευχῆς, γιά νά τήν ἔχουμε σάν βάση γιά ὅλες μας τίς προσευχές. Ἡ προσευχή αὐτή εἶναι τό «Πάτερ ἡμῶν». Τά πρῶτα αἰτήματα τῆς προσευχῆς αὐτῆς ἀναφέρονται στήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (στίχ. 10), ἐπειδή αὐτό πρέπει νά εἶναι τό πρῶτο ἐνδιαφέρον τῶν Χριστιανῶν (βλ. στίχ.33). Στήν συνέχεια ὅμως ἔρχονται καί τά αἰτήματα πού ἀναφέρονται στίς βασικές ἀνάγκες γιά τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων (στίχ.11). Τό τέλος τῆς προσευχῆς αὐτῆς εἶναι μία εὐγνώμονα δοξολογία καί εὐφημία στόν Θεό (στίχ. 13).
Μετάφραση:
6,7 «Ὅταν δέ προσεύχεσθε, νά μή φλυαρεῖτε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες· γιατί αὐτοί νομίζουν ὅτι θά εἰσακουστοῦν μέ τήν πολυλογία τους. 8 Νά μή γίνετε λοιπόν ὅπως καί αὐτοί· γιατί ὁ Πατέρας σας, προτοῦ σεῖς τοῦ ζητήσετε, γνωρίζει τί ἔχετε ἀνάγκη.
9 Ἔτσι δέ νά προσεύχεστε ἐσεῖς:
“Πατέρα μας, πού βρίσκεσαι στούς οὐρανούς·
δοξασμένο νά εἶναι τό ὄνομά σου·
10 νά ἔλθει ἡ Βασιλεία σου·
νά γίνει τό θέλημά σου,
ὅπως στόν οὐρανό καί στή γῆ·
11 τό ψωμί μας, πού εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή ζωή μας, δῶσε μας σήμερα.
12 Καί χάρισέ μας τά χρέη μας (δηλαδή, τά ἁμαρτήματά μας),
ὅπως καί ἐμεῖς χαρίζουμε στούς δικούς μας ὀφειλέτες·
13 καί μή μᾶς ἀφήσεις νά πέσουμε σέ πειρασμό, ἀλλά σῶσε μας ἀπό τόν πονηρό (δηλαδή, τόν διάβολο).
Γιατί σέ σένα (καί ὄχι στόν πονηρό) ἀνήκει ἡ Βασιλεία καί ἡ δύναμη καί ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν”.
14 Ναί, ἄν συγχωρεῖτε στούς ἀνθρώπους τά παραπτώματά τους, θά συγχωρήσει καί σέ σᾶς ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος. 15 Ἄν ὅμως δέν συγχωρήσετε στούς ἀνθρώπους τά ἁμαρτήματά τους, οὔτε καί ὁ Πατέρας σας θά συγχωρήσει τά δικά σας ἁμαρτήματα».
Σχόλια:
6,7. Μή βαττολογήσητε. Τό ρῆμα «βαττολογῶ» ἑρμηνεύεται διαφόρως. Ἤ ὅτι πολυλογῶ (βλ. στόν ἴδιο στίχ. τήν ἔκφραση «ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν…») ἤ ὅτι λέγω μάταια πράγματα. Ἄλλοι γιά τήν ἔννοια τοῦ ρήματος ἐπικαλοῦνται τούς μαγικούς παπύρους, ὅπου πολλαπλασιάζουν ἀκαταλαβίστικους τύπους, γιά νά κάμψουν τήν θεότητα. Τέλος, μερικές φορές ἑρμηνεύουν τό «βαττολογῶ» ὡς μή λές «μπᾶτᾶλᾶθᾶ» (λέξη χωρίς ἔννοια), ἀλλά «Πάτερ ἡμῶν». – Ἐν τῇ πολυλογίᾳ. Τό λάθος αὐτῶν τῶν προσευχῶν (τῶν ἐθνικῶν, βλ. Γ´ Βασ. 18,27, ἀλλά καί τῶν Ἰουδαίων ἐπίσης μερικές φορές, βλ. Ἠσ. 1,15. Σοφ. Σειρ. 7,14) δέν εἶναι τόσο τό ὅτι εἶναι μακρές, ἀλλά τό ὅτι πιστεύουν ὅτι μέ τήν μακρότητά τους θά «ἐπηρεάσουν» τόν Θεό. 6,9 ἑξ. Κατά τήν σύνταξη τοῦ Ματθαίου, τό «Πάτερ ἡμῶν» περιέχει ἑπτά αἰτήματα. Ὁ ἀριθμός αὐτός εἶναι ἀγαπητός στόν Ματθαῖο: Δύο φορές ἑπτά γενεές στήν Γενεαλογία (1,17)· ἑπτά μακαρισμοί (βλ. 5,5)· ἑπτά παραβολές (βλ. σχόλ. εἰς 13,3)· νά συγχωροῦμε ὄχι ἑπτά φορές, ἀλλά ἑβδομηκοντάκις ἑπτά (18,22)· ἑπτά τά «οὐαί» κατά τῶν Φαρισαίων (βλ. σχόλ. εἰς 23,13)· ἑπτά τά τμήματα στά ὁποῖα μπορεῖ νά χωριστεῖ τό Εὐαγγέλιό του (βλ. τόν χωρισμό, πού δίδουμε καί ἡμεῖς στό ἔργο μας ἐδῶ, κατά τό ὑπόμνημα La Bible de Jerusalem). Ὁ ἀριθμός 7 τῆς Κυριακῆς προσευχῆς στό κατά Ματθαῖον ἀποκτήθηκε μέ τήν πρόσθεση τοῦ Εὐαγγελιστοῦ δύο αἰτημάτων στό βασικό κείμενο τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. 11,2-4): Τοῦ τρίτου (τό «γενηθήτω τό θέλημά σου», βλ. 7,21. 21,31. 26,42) καί τοῦ ἑβδόμου αἰτήματος (τό «ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ», βλ. τήν ἀναφορά τοῦ «πονηροῦ» εἰς 13,19.38). Τά δύο αὐτά αἰτήματα δέν ὑπῆρχαν στό ἀρχικό κείμενο τοῦ Λουκᾶ (βλ. Καινή Διαθήκη τοῦ Nestle – Aland). Ἡ προσευχή «Πάτερ ἡμῶν» ἀρχίζει μέ μία τριπλῆ ἐπίκληση γιά τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Κάθε σκέψη πολιτικοῦ ἤ θρησκευτικοῦ θριάμβου ἀποκλείεται στήν προσευχή αὐτή τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰησοῦ. Στήν συνέχεια ἔρχεται ἡ σειρά τῶν αἰτημάτων πού ἐκφράζουν τίς οὐσιαστικές ἀνάγκες τῶν μαθητῶν. Σ᾽ αὐτό τό δεύτερο μέρος, ὅπως καί στήν ἀρχή, ἡ ἐπίκληση«Πάτερ ἡμῶν», τό πρῶτο πρόσωπο τοῦ πληθυντικοῦ συγκεντρώνει τούς πιστούς σάν ἄτομα σέ κοινότητα προσευχῆς. Αὐτή ἡ προσευχή μεταφέρεται ἀπό τόν Ματθαῖο καί τόν Λουκᾶ σέ δύο διαφορετικές μορφές. Γενικά τό «Πάτερ ἡμῶν» χωρίζεται σέ δύο μέρη, σχετιζόμενα τό ἕνα πρός τήν δόξα τοῦ Θεοῦ (τρία αἰτήματα, στίχ. 9γ-10) καί τό ἄλλο πρός τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου (τέσσερα αἰτήματα, στίχ. 11-13). Ἡ παράθεση τοῦ Λουκᾶ εἶναι πιό σύντομη: 5 αἰτήματα ἀντί 7 τοῦ Ματθαίου, ἀλλά καί στά κοινά μέρη ὑπάρχουν 2 ἤ 3 λεπτομερειακές ἀποκλίσεις. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ποιά εἶναι ἡ πιό παλαιά μορφή. Καί ἀπό τίς δυό πλευρές, καί τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Λουκᾶ, ἔχουμε ἐνδείξεις προσαρμογῆς ἀνάλογα μέ τό περιβάλλον. Οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες χρησιμοποιοῦσαν διάφορες μορφές προσευχῆς. Ἡ μετάφραση τῆς προσευχῆς τοῦ «Πάτερ ἡμῶν» σέ νέα ἔκφραση ἔχει εἰδικές δυσκολίες. Τό ἑλληνικό κείμενο φέρει τά σημεῖα σημιτικῆς προελεύσεως. Ὁρισμένες ἐκφράσεις ἀπαιτοῦν μιά καλή γνώση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τοῦ παλαιοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, γιά νά ἑρμηνευθοῦν σωστά. Ἀκόμη καί οἱ εἰδικοί δέν εἶναι σύμφωνοι στήν ἔννοια πού θά δώσουν στόν τάδε ὅρο (βλ. στίχ. 11) ἤ στήν τάδε διατύπωση (βλ. στίχ. 13). Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες κατανοοῦμε καλῶς τό γιατί οἱ παλαιές μεταφράσεις προτιμοῦσαν νά ἀποδίδουν τό ἑλληνικό κείμενο λέξη μέ λέξη. Προτιμώτερο ὅμως εἶναι νά ἀποδίδουμε τό νόημα τοῦ κειμένου. – Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Οἱ χριστιανοί ἀπευθύνονται στόν κοινό Πατέρα τους, πού εἶναι μοναδικός (23,9). Ἡ ἔκφραση «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» δέν σκοπεύει νά τοποθετήσει τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος, ὅπως εἶναι ἐκτός χρόνου, εἶναι καί ἐκτός τόπου. Ἀνταποκρίνεται σέ μία σημιτική ἔκφραση, πού θέλει νά δηλώσει ὅτι ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό κυριαρχεῖ ὅλη τήν γῆ, ἀλλά καί ὅτι εἶναι πολύ κοντά στούς ἀνθρώπους μέ τήν πατρική του ἀγάπη («Πάτερ ἡμῶν»). Τό μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς ἔκφρασης ἀντανακλᾶται μέ τήν ἀπόδοση «οὐράνιε Πατέρα μας». Ἄλλοτε ὁ Ματθαῖος ἀπέδωσε τήν ἔκφραση κατά λέξη «ὁ Πατέρας μου, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (7,21. 10,32.33. 12,50. 16,17. 18,10.19) καί «ὁ Πατέρας σας, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (5,16.45. 6,1.9. 7,11. 18,14) καί ἄλλοτε τήν ἀπέδωσε μέ τό «ὁ οὐράνιος» ἤ μέ τό «ὁ πατέρας σας, ὁ οὐράνιος» (6,14.26.32) ἤ μέ τό «ὁ πατέρας μου, ὁ οὐράνιος» (15,13. 18,35). – Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου. Τό «ὄνομα τοῦ Θεοῦ» εἶναι ἕνας βιβλικός παραδοσιακός ὅρος, πού χρησιμοποιεῖται πρό παντός στά λειτουργικά κείμενα, γιά νά σημάνει μέ σεβασμό τήν ὕπαρξή Του. Τό «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» εἶναι μία κλασική ἔκφραση στήν Βίβλο καί στόν Ἰουδαϊσμό. Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ὁ κατ᾽ ἐξοχήν ἅγιος, ἄρα ἡ ἔκφραση αὐτή δέν προσθέτει τίποτε στήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἔκφραση αὐτή δηλώνουμε αὐτό πού ἀναγνωρίζουμε καί πιστεύουμε γιά τόν Θεό, ὅτι δηλαδή εἶναι δεδοξασμένος, ἤ δηλώνουμε αὐτό πού τοῦ ἀποδίδει δόξα. Ὁ Θεός καλεῖται «ἅγιος» (ἑβρ. «καδώς») στόν προφήτη Ἠσαΐα μέ τήν ἔννοια τοῦ ὁ μεγαλοπρεπής, ὁ δοξασμένος (βλ. Ἠσ. κεφ. 6). Γι᾽ αὐτό καί ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος ἐτόνισε τήν μεγαλειότητα καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτοῦσε ὑπακοή σ᾽ Αὐτόν καί ὡς ἁμαρτία θεωρεῖ τήν ἔπαρση καί τήν ἀνυπακοή στόν παντοκράτορα Θεό. Ἡ Βίβλος καί ὁ Ἰουδαϊσμός γνωρίζουν δύο τρόπους ἐξαγιασμοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Ραββῖνοι προέτρεπαν τόν λαό νά ἁγιάζουν τόν Θεό μέ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές Του καί ἔτσι θά ἀναγνωρίζετο καί ἡ δική τους κυριότητα σ᾽ αὐτούς (βλ. Λευιτ. 22,32. Ἀριθμ. 27,14. Δευτ. 32,51. Ἠσ. 8,13. 29,13). Οἱ προφῆτες στίς προφητεῖες τους γιά τήν ἐρχόμενη σωτηρία ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Θεός θά ἁγιασθεῖ μέ τό νά φανερωθεῖ ὡς δίκαιος Κριτής καί Σωτήρ στά μάτια ὅλων τῶν ἐθνῶν (βλ. Ἠσ. 5,16 καί πρό παντός Ἰεζ. 20,41. 28,22.25. 36,23. 38,16.23. 39,27). 6,10. Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου. Βλ. σχόλια εἰς 3,2. Αὐτή ἡ ἐρχόμενη ἤ ἐγκαινιαζόμενη ἀπό τόν Ἰησοῦ βασιλεία τό «Πάτερ ἡμῶν» ἀπαιτεῖ νά ἔλθει σύντομα καί νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς. – Γενηθήτω τό θέλημά σου. Ὅπως καί ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ στήν Γεθσημανῆ (Ματθ. 26,42. Λουκ. 22,42), αὐτό τό αἴτημα δέν εἶναι μιά προσευχή ὑποχρεωτικῆς παραιτήσεως ἀπό τό θέλημά μας καί ἀναγκαστικῆς παραδόσεως στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἁπλῶς μιά ἐπίκληση σ᾽ Αὐτόν, γιά νά μᾶς δώσει τήν Χάρη Του, ὥστε νά ἐκπληρώνουμε τό θέλημά Του· γι᾽ αὐτό καί ὡς καλυτέρα μετάφραση θεωροῦμε τήν «κάνε νά γίνει τό θέλημά σου» θέτοντες ὡς ὑποκείμενο τῆς φράσεως τόν Θεό. Ὁ σύνδεσμος αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος μέ τά δύο πρῶτα αἰτήματα δείχνει ὅτι πρόκειται γιά τήν πραγματοποίηση ἀπό τόν Θεό τοῦ θελήματός Του νά ἔλθει ἡ βασιλεία Του (βλ. Ἠσ. 44,28. 46,10-11. 48,14. Ἐφ. 1,5.9). Αὐτό ὅμως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀφορᾶ τούς ἀνθρώπους καί δέν θά μπορεῖ λοιπόν νά ἐκπληρωθεῖ χωρίς τήν συναίνεσή τους νά ὑπακούουν στίς ἐντολές Του. Ἡ ἀναγκαιότητα αὐτή τονίζεται συχνά στόν Ματθαῖο (5,17-20. 6,33. 7,21. 24-27. 12,50. 21,30). – ῾Ως ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς. Ὄχι ὡς προσθήκη, νά γίνει, δηλαδή, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στήν γῆ καί στόν οὐρανό. Ἀλλά, ὅπως ἤδη γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στόν οὐρανό ἀπό τούς ἀγγέλους, ἔτσι νά γίνεται στήν γῆ καί ἀπό τούς ἀνθρώπους. Τόν οὐρανό τόν ἔχουμε νοήσει ὡς τήν τελείως πραγματοποιουμένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ γῆ λοιπόν νά εἶναι κατά τήν εἰκόνα του (Δαν. 4,32. Α´ Μακ. 3,60). Ἐπίσης, ἄς γράψουμε ὅτι μερικοί τήν φράση «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς» τήν νοοῦν ὄχι ἀπό μόνη της, ἀλλά ὡς ἑνωμένη καί μέ τά τρία προηγούμενα αἰτήματα. 6,11. Ἡ δυσκολία στόν στίχ. μας συνίσταται στήν ἑρμηνεία τῆς λέξεως «ἐπιούσιος», λέξεως πού προσδιορίζει τόν ζητούμενο ἄρτο. Ἡ λ. δέν συναντᾶται σέ ἄλλα κείμενα, βιβλικά ἤ ἐξωβιβλικά, καί γιά τήν ἔννοιά της καταφεύγουν ἐτυμολογικά οἱ ἑρμηνευτές τῆς Βίβλου σέ δύο ἑρμηνεῖες: (α) Παράγουν τήν λ. ἀπό τό «οὐσία», πού σημαίνει τήν ὕπαρξη. Λέγεται, λοιπόν, κατά τήν ἑρμηνεία αὐτή, ὁ ἄρτος «ἐπιούσιος», ἐπειδή εἶναι«ἐπί τῇ οὐσίᾳ καί ὑπάρξει καί συστάσει τοῦ σώματος ἐπιτήδειος» (Ζιγαβηνός, MPG 129,237). Ἤ, λέγεται ὁ ἄρτος «ἐπιούσιος», γιατί εἶναι γιά τήν ἐπιοῦσα, τήν ἐρχόμενη, δηλαδή, ἡμέρα. Ἡ δεύτερη αὐτή ἑρμηνεία δέν φαίνεται ἀντίθετη μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου στήν ἐπί τοῦ Ὄρους πάλιν Ὁμιλία Του «μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον»(Ματθ. 6,34). Γιά τόν χριστιανό, πού δέν ζητᾶ παρά μόνο τά ἀναγκαῖα, «ἄρτος ἐπιούσιος» εἶναι ἡ τροφή πού ἀρκεῖ ἀπό τήν μιά στήν ἄλλη ἡμέρα. Ἔτσι, πρός τήν ἑρμηνεία αὐτή, δέν φαίνεται ἀντίθετο καί τό «σήμερον», πού προστίθεται στήν συνέχεια: «Τόν καθημερινό ἄρτο». Ἡ ἔκφραση δέ «σήμερον» χρησιμοποιεῖται γιά νά σημάνει τήν ἑσπέρα τῆς ἡμέρας πού ἀρχίζει (Παροιμ. 27,1. Πράξ. 7,26). Κατά τήν Γραφή πρῶτα ἔγινε ἡ ἑσπέρα καί ἔπειτα τό πρωΐ, ἡ ἄλλη ἡμέρα καί ὅλο αὐτό λέγεται«ἡμέρα μία» (βλ. Γεν. 1,5). Τό «ἐπιούσιος» δέ μέ τήν ἔννοια τῆς ἐπιούσης, τῆς ἐρχομένης ἡμέρας, ἄν νοηθεῖ μέ εὐρεία ἔννοια αὐτή ἡ αὔριο ἡμέρα, τότε δίνουμε ἐσχατολογικό χαρακτῆρα στό αἴτημα καί τό συνάπτομε μέ τά προηγούμενα αἰτήματα περί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ἐπιούσιος ἄρτος» μέ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι τό συμπόσιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 26,29. Λουκ. 22,30). Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐφήρμοσαν τό αἴτημα «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον» στήν πνευματική τροφή, στόν ἄρτο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί στήν Τροφή τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τέλος, ἄν καί ἡ ἀκριβής ἔννοια τῆς λ. «ἐπιούσιος» παραμένει ἀβεβαία, ὅμως μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μέ τό αἴτημα «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός…» δέν ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό χλιδή καί πολυτέλεια καί μία βεβαιότητα γιά τό μέλλον. Ὁ Ἰησοῦς μέ τό αἴτημα αὐτό μᾶς καλεῖ νά ζητᾶμε μέρα μέ τήν ἡμέρα τήν ἀναγκαία μας τροφή μέ τήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός, ὅπως παλαιά ἔθρεψε τούς Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο στέλνοντάς τους τό μάννα, τό ὁποῖο αὐτοί συνέλεγαν μέρα μέ τήν ἡμέρα (βλ. Ἐξ. κ.16), ἔτσι θά φροντίσει καί γιά μᾶς κάθε ἡμέρα. 6,12. Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα… Τά χρέη στήν βιβλική καί τήν κοσμική γλώσσα εἶναι μιά δικαστική καί ἐμπορική ὑποχρέωση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαίτερα σοβαρή στόν ἀρχαῖο κόσμο, ὅπου αὐτά μποροῦσαν νά ἐπισύρουν τό χάσιμο τῆς ἐλευθερίας (βλ. Ματθ. 18,23-35). Ἡ εἰκόνα αὐτή χρησιμοποιεῖται στόν Ἰουδαϊσμό γιά νά καθορίσει τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου πρό τοῦ Θεοῦ, στόν Ὁποῖον αὐτός εἶναι ὑπόχρεως πολύ μεγάλου χρέους. Τά χρέη αὐτά δηλώνουν τήν κατάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ (βλ. τόν παραλληλισμό μεταξύ τοῦ Λουκ. 13,2 καί 4). Σήμερα, πού συνήθως χρεωνόμαστε καί δανειζόμαστε μέ πίστωση, ἡ μετάφραση «χρέη» δέν ἐκφράζει δυνατά τό βάρος καί τήν ὀδυνηρή κατάσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Μέ τό αἴτημα, λοιπόν, «καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα…» μᾶς λέγει ἡ Κυριακή προσευχή νά ζητοῦμε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι μία κατ᾽ ἐξοχήν χάρις τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς, γιατί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ἀνίκανοι νά ἐξαλείψουμε τά ἁμαρτήματά μας. Ὁ Ἰησοῦς, πού συνδέει τόσο δυνατά τά χρέη μας πρός τόν Θεό μέ τά χρέη μας πρός τούς ἀδελφούς μας, διακηρύσσει συχνά, ὅπως τό ἔκανε ἤδη ἡ Παλαιά Διαθήκη (βλ. Σ. Σειράχ 28,1-5), ὅτι γιά νά λάβουμε τήν συγγνώμη τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ Θεός ζητᾶ νά συγχωρέσουμε καί ἐμεῖς τούς ἀδελφούς μας (Ματθ. 5,7. 6,14-15. 18,23-35. Μάρκ. 11,25). Καί αὐτή ἡ συγνώμη πρός τούς ἀδελφούς μας μαρτυρεῖ τήν εἰλικρίνεια τοῦ αἰτήματός μας, τῆς μετανοίας μας, δηλαδή, μέ τό νά ζητᾶμε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Τό νόημα αὐτό φαίνεται ἰσχυρότερα σέ μιά ἄλλη, αὐθεντικότερη γραφή στόν Ματθαῖο, ὅπου ἡ ἰδική μας συγγνώμη πρός τούς ἀδελφούς μας ἐκφράζεται σέ παρελθόντα χρόνο, ὡς τετελεσμένο γεγονός. Ἀντί τοῦ «ἀφίεμεν» κατά τήν γραφή αὐτή ἔχουμε «ἀφήκαμεν». 6,13. Μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν. Ὁ πειρασμός ἐδῶ δέν εἶναι ἡ δοκιμασία στήν ὁποία ὑποβάλλει ὁ Θεός τόν Ἀβραάμ (Γεν. 22,1. Α´ Μακ. 2,52. Σ. Σειρ. 44,20. Ἑβρ. 11,17) ἤ τόν λαό του (Ἐξ. 15,25. 16,4. 20,20. Δευτ. 8,2. 13,4. Κριτ. 2,22. 3,1.4. Σοφ. Σολ. 11,9). Εἶναι, ὅπως συχνά τό βλέπουμε στήν Καινή Διαθήκη, οἱ δυσκολίες καί τά θλιβερά πού συμβαίνουν στήν ζωή μας καί κατά τίς ὁποῖες ὁ Σατανᾶς προσπαθεῖ νά μᾶς πλήξει καί νά μᾶς κάνει νά ἁμαρτήσουμε (Α´ Κορ. 7,5. Α´ Θεσ. 3,5. Α´ Πέτρ. 5,5-9. Ἀπ. 2,10· βλ. καί Λουκ. 22,31). Ἔτσι, δέν λέγουμε ποτέ στήν Καινή Διαθήκη ὅτι ὁ Θεός πειράζει καί τό Ἰακ. 1,13 τό ἀποκλείει αὐτό σαφῶς (βλ. Σ. Σειρ. 15,11-12). Δέν θέτει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός πειρασμό στόν ἄνθρωπο γιά νά ἐμπλακεῖ σ᾽ αὐτόν· αὐτό τό κάνει ὁ Διάβολος. Ὅμως, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός γιά τό πνευματικό μας γύμνασμα καί τόν καταρτισμό μας ἐπιτρέπει ἤ μᾶς δίνει δοκιμασίες καί μᾶς εἰσάγει ὑπ᾽ αὐτήν τήν ἔννοια εἰς πειρασμούς. Ἐπίσης, γιά τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό διαβάζουμε ὅτι «ἀνήχθη εἰς τήν ἔρημον ὑπό τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπό τοῦ Διαβόλου» (Ματθ. 4,1). Ἡ ἑρμηνεία λοιπόν τοῦ αἰτήματος «μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» εἶναι ὄχι νά ζητοῦμε νά μήν πειραζόμεθα (Ματθ. 26,41 ἑξ. Α´ Κορ. 10,13), δηλαδή, νά μή δοκιμαζόμεθα, ἀλλά νά μή ἐπιστρέψει ὁ Θεόςτέτοια δοκιμασία, πού δέν θά τήν ἀντέξουμε.·– Τοῦ πονηροῦ. Στόν Ματθαῖο ἡ λ. σημαίνει καί τό πονηρό πράγμα ἤ λόγο καί τόν πονηρό ὡς πρόσωπο, δηλαδή τόν Διάβολο. Τήν πρώτη ἔννοια τῆς λ. ἔχομε στά ἐδάφια 5,11. 6,23 καί τήν δεύτερη εἰς 13,19 καί πιθανόν εἰς 5,37. 13,38. Ὁμοίως στά ἐδάφια Β΄ Θεσ. 3,3 καί Ἰωάν. 17,15 ὑπό τόν «πονηρόν» νοοῦμε τόν Διάβολο, ἐνῶ εἰς Β´ Τιμ. 4,18 ἡ ἔννοια τῆς λ. εἶναι ἀπρόσωπος. Ὁ Διάβολος ἀποδίδεται ἐπίσης καί μέ τήν ἔκφραση «ὁ πειράζων» (βλ. Ματθ. 4,3 καί Α´ Θεσ. 3,5). – Τά δύο τελευταῖα αἰτήματα (στίχ. 13) στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνα. – Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία… Ἡ δοξολογία αὐτή στό τέλος τοῦ στίχ. θεωρεῖται ὡς λειτουργική προσθήκη. Μέ βάση τήν προσευχή τοῦ Δαβίδ εἰς Α΄ Παραλ. 29,11-13 ἡ πρώτη Ἐκκλησία προσέθεσε στό «Πάτερ ἡμῶν» αὐτή τήν ὡραία κατακλείδα. Τό ὅτι μία παρομοία δοξολογία ὑπάρχει στήν Διδαχή (8,2), ἔργο γραμμένο πρό τοῦ 100 μ.Χ., αὐτό δηλώνει ὅτι ἡ κατακλεῖδα αὐτή τοῦ «Πάτερ ἡμῶν»ἦταν διαδεδομένη. Ἦταν σύνηθες στούς Ἰουδαίους νά τελειώνουν τίς προσευχές τους μέ μορφή δοξολογίας καί οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες ἀκολουθοῦσαν τήν ἰδία πρακτική. Σέ πολλά ὅμως ἀξιόπιστα χειρόγραφα δέν ἀπαντᾶ ἡ δοξολογία αὐτή.
(γ) Νηστεύετε ἐν κρυπτῷ (6,16-18)
Προλογικό:
Ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε πῶς νά ἐξασκεῖται ἡ ἐλεημοσύνη (6,2-4) καί ἡ προσευχή (6,5-8) (στό σημεῖο αὐτό, σάν παρένθεση, ἔδωσε τύπο ὡραίας προσευχῆς τό «Πάτερ ἡμῶν»), μᾶς λέγει τώρα πῶς νά ἐξασκεῖται ἡ νηστεία. Καί γιά τήν νηστεία μᾶς λέει ὁ Κύριος νά μήν τήν διαλαλοῦμε, ὅπως ἔκαναν οἱ ὑποκριτές Φαρισαῖοι, ἀλλά, ἀντίθετα, νά τήν περικρύπτουμε (στίχ. 16-18).
Μετάφραση:
6,16 «Ὅταν δέ νηστεύετε, μή γίνεσθε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές. Γιατί αὐτοί ἀφήνουν ἄπλυτα τά πρόσωπά τους, γιά νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Ἀληθινά σᾶς λέγω ὅτι ἔχουν λάβει ἤδη τό μισθό τους. 17 Ἐσύ ὅμως, ὅταν νηστεύεις, ἄλειψε τό κεφάλι σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, 18 γιά νά μή φανεῖς στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις, ἀλλά στόν Πατέρα σου, πού εἶναι παρών στά κρυφά. Καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει στά κρυφά, θά σοῦ ἀνταποδώσει στά φανερά».
Σχόλια:
6,16-18. Δεκτή νηστεία, βλ. Ἠσ. 58,5. Στά πρῶτα βιβλία τῆς Π.Δ. ἡ νηστεία θεωρεῖται ὡς ἕνα σημεῖο πένθους καί μετανοίας. Στόν Νόμο δέν περιγράφεται καμμία νηστεία, ἐκτός ἀπό τήν νηστεία τῆς ἡμέρας τοῦ Ἐξιλασμοῦ (Λευιτ. 16,29. 23,27. Ἀριθμ. 29,7). Μία νηστεία, κατά τήν Π.Δ. σημαίνει ἀποχή ἀπό τροφή ὅλη τήν ἡμέρα, ἀπό τήν ἀνατολή μέχρι τήν δύση τοῦ ἡλίου. Νηστεία δύο φορές τήν ἑβδομάδα ἀναφέρεται στούς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς σημεῖο ἀφοσιώσεως στόν Θεό. 6,16. Ὅταν δέ νηστεύετε… Ἐκτός ἀπό τίς λατρευτικές νηστεῖες (Λευιτ. 16,29. 23,27), οἱ εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἔκαναν καί προαιρετικές καί γι᾽ αὐτές πρόκειται ἐδῶ, ὅταν λέγει ὁ Κύριος σ᾽ αὐτούς «ὅταν δέ νηστεύετε…» (στίχ. 16). Ὁ Κύριος, ὅπως οἱ προφῆτες (βλ. Ἰωήλ 2,13. Ζαχ. 7,5), θέλει ἡ νηστεία νά ἔχει τό βαθύτερο νόημά της. Καί τό βαθύτερο νόημα τῆς νηστείας εἶναι μία πλήρη παράδοση στόν Θεό, ἀπό τόν Ὁποῖο τά περιμένουμε ὅλα (βλ. Ἐξ. 34,28. Δαν. 9,3. Ματθ. 4,2. Πράξ. 13,2-3. 14,23). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐτίμησε τήν νηστεία καί ἔδειξε τήν μεγάλη της ἀξία γιά τήν σωτηρία μας νηστεύσας ὁ Ἴδιος τεσσαράκοντα ἡμέρες καί νύκτες (Ματθ. 4,2). 6,16. Ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν. Ἀπό τήν συνέχεια (στίχ. 17), ὅπου ὁ Κύριος συμβουλεύει τούς ἀκροατές Του νά ἀποφεύγουν τήν σκυθρωπότητα μέ τήν καθαριότητα καί νίψη τῆς κεφαλῆς καί τοῦ προσώπου τους, συμπεραίνεται ὅτι τό «ἀφανίζουσι» τῆς φράσης μας σημαίνει ὅτι οἱ ὑποκριτές «δέν πλένονται». Τό ἄπλυτο πρόσωπο, πραγματικά, δέν λάμπει, δέν «φαίνει».
Ὁ ἀληθινός θησαυρός (6,19-21)
Προλογικό:
Ὁ Ἰησοῦς μᾶς διδάσκει τώρα καί τό δύσκολο μάθημα τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς περιφρονήσεως τῶν χρημάτων. Γιά νά μᾶς πείσει δέ νά μήν προσκολλώμαστε στά ὑλικά πράγματα, θά μᾶς πεῖ πόσο βλαβερό εἶναι νά τά θησαυρίζουμε στήν γῆ, καί πόσο ὠφέλεια εἶναι νά τά θησαυρίζουμε στόν οὐρανό μέ τό νά τά προσφέρουμε στούς πτωχούς.
Μετάφραση:
6,19 «Μή θησαυρίζετε γιά τούς ἑαυτούς σας θησαυρούς πάνω στή γῆ, ὅπου ὁ σκόρος καί τό σκουλήκι τούς ἀφανίζουν καί ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διάρρηξη καί τούς κλέβουν. 20 Ἀλλά νά θησαυρίζετε γιά τούς ἑαυτούς σας θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου οὔτε ὁ σκόρος οὔτε τό σκουλήκι τούς ἀφανίζουν καί ὅπου οἱ κλέφτες δέν κάνουν διάρρηξη καί δέν κλέβουν. 21 Γιατί, ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας».
Σχόλια:
6,19. Διορύσσουσι. Μέ τήν χρήση τοῦ ρήματος αὐτοῦ γίνεται ὑπαινιγμός στούς ἀχυρόπηλους τοίχους τῆς ὑπαίθρου μιᾶς παλαιστινιακῆς οἰκίας ἤ σέ μία τρύπα σκαμμένη κάτω ἀπό τόν τοῖχο γιά νά εἰσβάλλει κάποιος στήν οἰκία (βλ. Ἰώβ 24,16. Ματθ. 24,43). 6,19. Σής καί βρῶσις. Ὁ «σής» εἶναι ὁ σκόρος, ὁ ὁποῖος καταστρέφει ὑφάσματα καί ἐνδύματα. Ἡ «βρῶσις» σημαίνει τόν σκώληκα (βλ. Ἐπιστολή Ἰρεμίου 10), ὁ ὁποῖος καταστρέφει τά φαγώσιμα, τά γεωργικά προϊόντα ἤ τά τρόφιμα.
Ὁ «λύχνος» τοῦ σώματος (6,22-23)
Προλογικό:
Προηγουμένως ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νά μήν εἴμαστε προσηλωμένοι στά ὑλικά καί στούς θησαυρούς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, γιατί αὐτό μᾶς αἰχμαλωτίζει τήν καρδιά (στίχ. 21). Αὐτό δέ, τό νά ἀποσπαστεῖ ἡ καρδιά μας ἀπό τόν Θεό καί προσηλωθεῖ στά ὑλικά εἶναι μεγάλη ζημιά, εἶναι πνευματικός ὄλεθρος. Ὅπως ἔχουμε σκοτάδι, ἄν τά μάτια μας εἶναι ἀσθενῆ (στίχ. 23), ἔτσι καί ὁ νοῦς μας (ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς) εἶναι θολωμένος ἀπό τά πάθη, ἄν εἶναι προσηλωμένος στά ὑλικά καί τά γήινα.
Μετάφραση:
6,22 «Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός. Ἄν δέ ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι ὑγιής, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι φωτεινό. 23 Ἄν ὅμως ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι ἀσθενικός, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι στό σκοτάδι. Ἄν δέ τό φῶς σου (ὁ νοῦς σου) εἶναι σκοτάδι, τό σκοτάδι πόσο θά εἶναι;».
Σχόλια:
6,22-23: Μέ τό ὑλικό φῶς, πού ἀνάλογα, ἄν ὁ ὀφθαλμός εἶναι ὑγιής ἤ ἀσθενής, δέχεται ἤ ἀποκρούει τήν εὐεργετική ἐπίδρασή του στό σῶμα, συγκρίνεται τό πνευματικό φῶς, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ νοῦς (αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός ὀφθαλμός) εἶναι θολωμένος καί σκοτεινός ἀπό τά πάθη, δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τήν ἀκτινοβολία τοῦ Πνεύματος καί θά ἔχει σκότος. Ἡ δέ πνευματική σκότωση θά εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τήν σωματική. 6,22. Τόν ὑγιῆ ὀφθαλμό, πού εἰκονίζει τόν καθαρό νοῦ, ὁ Κύριος τόν λέγει ἐδῶ «ἁπλοῦν». Τό ἐπίθετο αὐτό δέν ἐμφανίζεται ἀλλοῦ παρά μόνο ἐδῶ καί στό Λουκ. 11,34. Ἀντιπαρατιθέμενο ἐδῶ μέ τό «πονηρός» (= ἀσθενής) τοῦ στίχ. 23 σημαίνει τήν πνευματική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού τό βλέμμα του εἶναι προσηλωμένο στόν Θεό καί στόν Νόμο. Καί στήν συνέχεια λέγει ὁ Κύριος ὅτι, ἄν τό μάτι πού μᾶς δόθηκε γιά νά μᾶς μεταδίδει φῶς, αὐτό μᾶς ἔγινε σκοτάδι, ἐπειδή εἶναι ἀσθενές, σέ πόσο πραγματικά σκοτάδι θά βυθισθοῦμε (στίχ. 23)!… Βλ. καί Χρυσοστόμου εἰς MPG. 57,291. Τό «κακό μάτι» ἦταν μία μεταφορά γιά τήν σκληρότητα ἤ τήν ζηλοφθονία, βλ. 20,15.
Ἤ τόν Θεό ἤ τόν μαμωνᾶ (6,24)
Προλογικό:
Ὁ χριστιανός πού ἀγαπᾶ τόν πλοῦτο μοιάζει σάν τόν δοῦλο ἐκεῖνο πού ἐργάζεται σέ δύο κυρίους. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδύνατο, γιατί καί τά δύο καί τά ἐπίγεια καί τά οὐράνια, θέλουν τήν ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση τοῦ ἀνθρώπου.
Μετάφραση:
6,24 «Δέν μπορεῖ κανείς νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους, γιατί, ἤ τόν ἕνα θά μισήσει καί τόν ἄλλο θά ἀγαπήσει, ἤ στόν ἕνα θά προσκολληθεῖ καί τόν ἄλλο θά καταφρονήσει. Δέν μπορεῖτε νά εἶσθε δοῦλοι καί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ μαμωνᾶ (τοῦ χρήματος)».
Σχόλια:
6,24. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἔχουν μία διῃρημένη ὑποταγή σέ δύο κυρίους. Ἡ διατήρηση τῆς ἀραμαϊκῆς λέξεως «μαμωνᾶς» στό κείμενο συντελεῖ στήν προσωποποίηση τοῦ πλούτου ὡς ἑνός κυρίου, τοῦ ὁποίου ἡ δύναμη ἐξουσιάζει τόν κόσμο (βλ. καί Λουκ. 16,9).
Οἱ μέριμνες (6,25-34)
Προλογικό:
Ἀφοῦ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς μᾶς ἀπαγόρευσε τό νά θησαυρίζουμε στήν γῆ (6,19-21), μᾶς διδάσκει τώρα ἐδῶ νά μήν ἀγωνιᾶμε οὔτε καί γιά τά ἀναγκαῖα ἀκόμη τῆς ζωῆς μας, ἀλλά νά τά ἀκουμπᾶμε ὅλα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ (στίχ. 25).
Μετάφραση:
6,25 «Γι᾿ αὐτό σᾶς λέγω, μή ἀγωνιᾶτε γιά τή ζωή σας, τί θά φᾶτε καί τί θά πιεῖτε, οὔτε γιά τό σῶμα σας τί θά ντυθεῖτε. Δέν εἶναι ἡ ζωή ἀνώτερη ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα; 26 Κοιτάξτε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού οὔτε σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάζουν σέ ἀποθῆκες καί ὅμως ὁ οὐράνιος Πατέρας σας τά τρέφει. Ἐσεῖς δέν ἀξίζετε πολύ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτά; 27 Ποιός δέ ἀπό σᾶς, ὅσο καί ἄν τό προσπαθήσει, μπορεῖ νά προσθέσει στό ἀνάστημά του ἕνα πήχυ; 28 Καί γιά ἔνδυμα γιατί ἀγωνιᾶτε; Πάρτε μάθημα ἀπό τά ἄνθη τοῦ ἀγροῦ πόσο ὡραῖα εἶναι. Οὔτε κοπιάζουν οὔτε γνέθουν. 29 Σᾶς λέγω δέ ὅτι οὔτε ὁ Σολομών σ᾿ ὅλη του τή μεγαλοπρέπεια δέν ντύθηκε σάν ἕνα ἀπό αὐτά. 30 Καί ἄν τό χορτάρι τοῦ ἀγροῦ, πού σήμερα ὑπάρχει καί αὔριο τό ρίχνουν στή φωτιά, ὁ Θεός τό ντύνει τόσο ὡραῖα, δέν θά φροντίσει πολύ περισσότερο γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31 Μήν ἀγωνιᾶτε λοιπόν λέγοντας, “τί θά φᾶμε;” ἤ “τί θά πιοῦμε;” ἤ “τί θά ντυθοῦμε;”. 32 Ὅλα δέ αὐτά (σάν νά εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς) τά ἐπιδιώκουν οἱ εἰδωλολάτρες. Γνωρίζει δέ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπό ὅλα αὐτά. 33 Γι᾿ αὐτό πρῶτα νά ζητῆτε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τή δόξα του καί ὅλα αὐτά θά σᾶς δοθοῦν. 34 Μήν ἀγωνιᾶτε λοιπόν γιά τήν αὐριανή ἡμέρα, γιατί ἡ αὐριανή ἡμέρα ἔχει τίς δικές της φροντίδες. Φτάνει ἡ ταλαιπωρία τῆς κάθε ἡμέρας».
Σχόλια:
6,25. Μή μεριμνᾶτε. Ὁ Ἰησοῦς δέν θέλει νά πεῖ νά εἴμαστε ἀδιάφοροι γιά τά ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς, ἀλλά νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἐκφράζεται δέ ἡ ἐμπιστοσύνη μας αὐτή μέ τήν προσευχή πρός τόν Θεό (Ματθ. 6,11. 7,7-11· βλ. Φιλιπ. 4,6), τόν οὐράνιο Πατέρα, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τίς φροντίδες (Ματθ. 16,5-12. Πρβλ. Α´ Πέτρ. 5,7. Μάρκ. 13,15). 6,27. Πῆχυν ἕνα. Δηλαδή, περίπου μισό μέτρο. Τό«πῆχυς» μπορεῖ νά σημαίνει εἰκονικά μῆκος τῆς ζωῆς (βλ. Ψαλμ. 38,5, ὅπου ἔχουμε μία ὅμοια χρήση)· ἤ, μέ τήν κατά λέξη ἔννοια, μποροῦμε νά νοήσουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἤθελε νά πεῖ ὅτι τό ἀνάστημα τοῦ ἀνθρώπου αὐξάνεται φυσικά καί ὄχι μέ ἄγχος. 6,28. Κρίνα. Ἡ λέξη δέν δηλώνει μόνο τά κρίνα μέ τήν κυριολεκτική σημασία (Ὠσ. 14,6), ἀλλά μέ τήν περιληπτική ἔννοια, τά διάφορα δηλαδή ἄνθη τοῦ ἀγροῦ. – Πῶς αὐξάνει. Τήν ἔκφραση αὐτή πρέπει νά τήν μεταφράσουμε «πόσο ὡραῖα εἶναι». Συμβαίνει δέ στήν Γραφή τό ρ. «αὐξάνω», ὅπως ὁμοίως καί τό «ηὐξημένος», νά ἔχει μεταφορικῶς τήν ἔννοιαν τοῦ μεγαλείου καί τῆς ὡραιότητος. Βλ. Γεν. 49,22. Ἀριθμ. 24,7. Ἰησ. Ν. 4,14. Σοφ. Σειρ. 2,3. 6,29. Οὐδέ ὁ Σολομών… Γιά τήν δόξα καί τήν μεγαλοπρέπεια τοῦ Σολομῶντος βλ. Γ΄ Βασ. 10. 6,30. Ὀλιγόπιστοι. Εἶναι οἱ ἀπρόθυμοι στό νά πιστεύσουν ὅτι ὁ Θεός φροντίζει γιά τήν ζωή τους. Εἶναι μία προ-ματθαιϊκή ἔκφραση (βλ. Λουκ. 12,28), γνωστή ἐπίσης καί στήν ἰουδαϊκή λογοτεχνία, πολύ ἀγαπητή ὅμως στόν Ματθαῖο γιά τούς Μαθητές (8,26. 14,31. 16,8. 17,20). 6,33. Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ… Τήν λ. «δικαιοσύνην» πρέπει νά νοήσουμε ὡς σημαίνουσα τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί οὕτως στόν στίχο μας ἔχουμε συνωνυμικό παραλληλισμό τῶν δύο ἐκφράσεων «βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» καί «δόξαν αὐτοῦ». Συμβαίνει δέ στήν Ἁγία Γραφή τό ρ. «δικαιῶ» νά ἔχῃ τήν ἔννοια τοῦ «δοξάζω» (βλ. διά παράδειγμα, Λουκ. 7,29-30. Ἠσ. 45,25). Χρησιμοποιεῖ δέ ὁ Κύριος ἐνταῦθα τήν λ. «δικαιοσύνην», διότι μέ τήν λ. αὐτή συνδέεται στενότερα ἡ ἔννοια τῆς βασιλείας – διότι ὁ λόγος προηγουμένως (στίχ. 29) περί τοῦ βασιλέως Σολομῶντος – παρά μέ τήν λ. «δόξα» (βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς Γ´, σελ. 18-19). 6,34. Ἡ φράση «ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» εἶναι παροιμιώδης τῆς λαϊκῆς σοφίας.
ΣΥΝΤΟΜΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΤΟΜΟ
(Σέ συνέχειες)
(Ὁ ἑνιαῖος τόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόν ὁποῖο σκοπεύουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά παρουσιάσουμε, θά περιέχει κείμενο, χωρισμένο κατά περικοπάς, μετάφραση κάθε περικοπῆς, σύντομο προλογικό σημείωμα σ᾽ αὐτήν, πού θά δίδει τό νόημά της, παράλληλα χωρία καί σύντομα ἑρμηνευτικά σχόλια, ἀφοῦ πρόκειται γιά συνοπτικό ἔργο. Ἐδῶ, στίς ἑβδομαδιαῖες αὐτές ἀναρτήσεις, θά παρέχουμε τό προλογικό σημείωμα τῆς περικοπῆς, τήν μετάφραση καί τά σχόλια τοῦ ἔργου, γιά νά ἔχουμε τήν κριτική τῶν εἰδικῶν ἑρμηνευτῶν καθηγητῶν πρός διόρθωση τῶν ἐσφαλμένων. Τά σύντομα σχόλια ἀλληλοσυμπληρώνονται μέ παραπομπές καί σέ ἄλλα σχετικά σχόλια ἄλλων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι τό ἔργο θά ἐπεκταθεῖ καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Τά βοηθήματα τοῦ ἔργου εἶναι διάφορα, κυρίως ὅμως χρησιμοποιῶ ὡς πηγή τά σύντομα γαλλικά ὑπομνήματα La Bible de Jerusalem (BJ) καί Traduction Oecumenique de la Bible (TOB) καί βεβαίως τό πελώριο ἔργο τοῦ καθηγητοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα καί τό τρίτομο ἑρμηνευτικό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ ἱεροκήρυκος Νικολάου Σωτηροπούλου Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς. – Τό ἀντίστοιχο ἔργο στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅμοιο πρός τό ἔργο τῆς Καινῆς Διαθήκης, θά ἀναρτᾶται ἑβδομαδιαίως, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεως στό περιοδικό Παναγία Προυσιώτισσα.)