11 το βράδυ, χτυπάει το τηλέφωνο. «Έφυγε η γιαγιά». Σφίξιμο. Η γιαγιά Τασία ήταν η τελευταία εν ζωή από τους παππούδες. Και εγώ τώρα πρέπει να την αποχαιρετήσω μια Ευρώπη μακριά. Και να αποχαιρετήσω το παιδί που υπήρξα μαζί της.
Όταν φεύγουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες, συνειδητοποιείς πόσο μεγάλωσες. Δεν είσαι πια μικρό παιδί. Κι ότι εκείνο το σπίτι στο χωριό μόνο νοσταλγία θα σου προκαλεί πια.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να γυρίσεις πίσω. Να κλείσεις τα μάτια και να θυμηθείς στιγμές. Ασήμαντες, μα και σπουδαίες. Με πολύ χώμα, πολύ παιχνίδι, με τρυφερές αγκαλιές, αλλά και με μαλώματα για να φας.
Οι παππούδες περιμένανε περισσότερο τις σχολικές διακοπές από τους μαθητές. Και περιμένανε στο μπαλκόνι, να δούνε το αυτοκίνητο να φτάνει. Κι εμείς τρέχαμε στην αγκαλιά τους, εκείνοι μας λέγανε «καλώς μου τα» και μας γεμίζανε φιλιά.
Κι η ζωή μαζί τους ένα παιχνίδι διαρκείας. Λύναμε την ποδιά της γιαγιάς και μας κυνήγαγε, μας έλεγε παραμύθια και μας έδινε ελληνικό καφέ κρυφά από τη μαμά. Μας μάθαινε να ζυμώνουμε και να φροντίζουμε τα ζώα. Και μας τάιζε το πιο νόστιμο πράγμα του κόσμου. Φέτες ψωμιού καψαλισμένες στο τζάκι, με μια σταλιά λάδι και ζάχαρη.
Κι η φιγούρα του παππού δίπλα στο τζάκι, να κουρδίζει κάθε βράδυ το ρολόι. Κι εσύ να αισθάνεσαι το πιο ασφαλές παιδί. Ότι τίποτα δε θα χαλάσει. Πόσο αθώοι! Μυρωδιές, ήχοι και εικόνες που δε θα ξαναρθούν. Και όνειρα που κάναμε παιδιά και πέθαναν όταν ζήσαμε τη βαρετή πραγματικότητα.
Γιατί όταν θυμάσαι εκείνα τα χρόνια συνειδητοποιείς αυτό που λέει ο Χατζιδάκις: «…κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα ‘θελε να ζει, γιατί το όνειρο είναι μια στιγμή και όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία».
Γι’ αυτό να κρατάτε τους παππούδες σας κοντά σας, να τους λέτε πόσο τους αγαπάτε, ν’ ακούτε τις συμβουλές τους. Γιατί εκείνοι βλέπουν στα μάτια σας το παιδί που κρύβεται μέσα σας. Και ξέρουν πώς να το ζωντανέψουν.
Αντίο γιαγιά.