Η καμπάνα- (Ἀληθινὴ ἱστορία)

Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμπρὸς τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές.
–Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση;
–Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.
–Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς, θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά;
–Ἔ, κάπως ἔτσι…
Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:
–Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός!
Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.
–Παππού, θυμᾶσαι – τὸν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν μελαγχολικό του βυθισμὸ ὁ ἐγγονός – θυμᾶσαι ποὺ ἐρχόμασταν μέρες Πάσχα στὸ χωριό, ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, κι ἔτρεχα μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα Μ. Παρασκευή, ὅλη τὴ μέρα πένθιμα, καὶ μετά, τὴν Ἀνάσταση…; Τί γινόταν τότε!… Ἔ, θυμᾶσαι;
–Ἄχ, καλό μου παιδί, ἐσὺ μόνο αὐτὸ θυμᾶσαι! Φυσικὸ εἶναι. Στὴν πόλη μεγάλωσες, δὲ νογᾶς τί θὰ πεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Γιὰ μᾶς στὸ χωριὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ξέρεις τί ἦταν ἡ καμπάνα; Ὅλη ἡ ζωή μας μὲ τὴν καμπάνα κυλοῦσε. Θὲς χαρά, θὲς γάμος, θὲς πανηγύρι, θὲς θλίψη καὶ πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία, ὅλα μὲ τὴν καμπάνα σημαίνουνταν. Μὲ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς. Καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἡ μάνα μας, καὶ ἡ καμπάνα ἡ φωνή της. Ἔτσι τὴ νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλοῦσε ὁ ἦχος της. Μὲ πιάνεις; Μιλοῦσε… Νά, τώρα δά, μοῦ ʼρθε στὴ σκέψη καὶ ὁ Παναής…
–Ποιὸς εἶπες, παππού;
–Ξέρεις τί θαῦμα ἔγινε μὲ δαῦτον τὸν ἄνθρωπο, παλληκάρι μου, μὲ τὴν καμπάνα; Σὰν τώρα θυμᾶμαι τὰ λόγια του, ποὺ μᾶς διηγιόταν στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ…
Ὁ Παναής, ποὺ λές, ἦταν φοβερὸς ἄνθρωπος. Ἀγρίμι σωστό. Ἀλειτούργητος καὶ ἀλιβάνιστος. Τσομπάνης πάνω στὸ βουνό, μὲ τὶς στάνες του καταγίνουνταν ὁλοχρονίς. Τὸ πόδι του εἶχε χρόνια ὁλόκληρα νὰ τὸ πατήσει στὴν ἐκκλησιά.
Αὐτόν, ποὺ λές, τὸν Παναή, μιὰ μέρα τὸν εἴδαμε στὴν ἐκκλησιά. Κοιταχτήκαμε ἀναμεταξύ μας. Τί ἔπαθε ὁ Παναής; Τὸ κεφάλι χαμηλά, ἀξύριστο, ἄλουστο τὸ πρόσωπό του, κι οὔτε ποὺ τὸ σήκωνε μιὰ στάλα. Κάθισε σ’ ὅλη τὴ Λειτουργία καὶ μετὰ ἔφυγε σὰν κυνηγημένος. Καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι, καὶ πάλι. Πρῶτος στὴν ἐκκλησιὰ ὁ Παναής. Ἡμέρεψε τὸ πρόσωπό του. Γιὰ καιρὸ ὅμως δὲ μιλοῦσε. Μιλιά, σοῦ λέω. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μᾶς βρῆκε στὴν πλατεία. Τὸν φωνάξαμε γιὰ καφὲ κι ἐκεῖ μᾶς τά ’πε ὅλα.
–Τί εἶπε, παππού;
–Σὰν τώρα θυμοῦμαι τὰ λόγια του:
«Τί ’ναι αὐτὸ ποὺ μοῦ γίνηκε, ὠρὲ παιδιά; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ γροικήσω. Μπορεῖτε σεῖς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσετε;
Αὐτὰ εἶπε ὁ Παναής. Καὶ τότε, ποὺ λές, γιόκα μου, σηκώθηκε ὁ γεροντότερος καὶ στάθηκε ἀναμεσό μας κι ἔδωσε ἑρμηνεία: «Αὐτό, χωριανοί, δὲν εἶναι τυχαῖο πράμα. Παναή, αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ! Κατάλαβες; Μὲ τὴ φωνὴ τῆς καμπάνας σοῦ μίλησε ὁ Θεός. Σοῦ ’δωσε νόημα ὁ Θεὸς νὰ σὲ μπάσει στὴν ἐκκλησιά. Πῶς σὺ σφυρᾶς καὶ μπάζεις τὰ πρόβατα στὴ στάνη; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Καὶ τό ’πιασες, Παναή, τὸ νόημα. Τό ’πιασες! Καὶ δὲν εἶσαι τώρα ὁ ἀλειτούργητος καὶ ὁ ἀκοινώνητος. Κατάλαβες, αὐτὸ ἦταν».
–Αὐτὸ ἦταν, γιόκα μου. Ἡ καμπάνα! Καὶ τώρα μοῦ λές, θὰ σημαίνει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια. Ἄχ, καὶ θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός, παλληκάρι μου. Τί νὰ πῶ, δὲν ξέρω…