Οι άνθρωποι έχουμε μάθει να λειτουργούμε με τη λογική των αισθήσεών μας. Πραγματικό είναι ό,τι μπορούμε να το αντιληφθούμε με τα αισθητήρια όργανά μας και να το επεξεργαστούμε με το λογικό μας. Ακόμη κι όταν η εμπειρία μας μάς πληροφορεί για τους λόγους που ο συνάνθρωπός μας συμπεριφέρεται ή θα συμπεριφερθεί με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, για ένα γεγονός πού πρόκειται να συμβεί, για μία εξέλιξη η οποία δεν φαινόταν ότι ήταν στον ορίζοντα, μιλούμε για μία «έκτη αίσθηση» ή για ένα ένστικτο το οποίο μας παρακινεί να σκεφτούμε, να υπολογίσουμε, να γνωρίσουμε ή να προ-γνωρίσουμε την πορεία των γεγονότων. Και βεβαίως, τα πάντα λειτουργούν στην προοπτική του ορθολογισμού μας. Του τρόπου δηλαδή με τον οποίο το μυαλό μας μπορεί να αποδεχθεί, να τροποποιήσει, να συμπληρώσει ή και να απορρίψει τις εμπειρίες των αισθήσεων που γίνονται πληροφορίες.
Υπάρχει όμως και μια άλλη δυνατότητα στον τρόπο που οι αισθήσεις μας υπάρχουν. Είναι το άνοιγμά τους στον νοητό κόσμο και η προέκταση της λειτουργίας τους πνευματικά, για να κατασταθούν αισθήσεις πνευματικές. Η Εκκλησία μας πιστεύει ότι λάβαμε αυτόν τον τρόπο ως δωρεά στην ψυχή μας από τον Θεό κατά το ξεκίνημα της ύπαρξής μας και αυτός ο τρόπος λειτουργεί αχώριστα με το σώμα, οδηγώντας το σε μία πορεία αγιασμού. Όταν οι αισθήσεις μας γίνονται πνευματικές, τότε ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί ένα άλλον κόσμο, ο οποίος συμπλέκεται με αυτόν τον αισθητό. Μιλούμε για τον νοητό κόσμο, ο οποίος είναι και αυτός δημιούργημα του Θεού, χωρίς να νικιέται από την φθορά του χρόνου. Είναι ο πνευματικός κόσμος, ο οποίος όμως δεν είναι εκτός της κοινωνίας με τον αισθητό, διότι τότε θα είχαμε να κάνουμε με μία πραγματικότητα απρόσιτη, από τη στιγμή που θα ήταν σε μία διάσταση που δεν θα είχε να κάνει με τις δικές μας προοπτικές, αλλά για έναν κόσμο στον οποίο καλούμαστε να εισέλθουμε εξασκώντας τις δυνατότητές που μας έχουν δοθεί παρά Θεού. Δεν είναι ένας κόσμος παραψυχολογικός, ούτε μυστηριώδης. Είναι οι διαστάσεις της Δημιουργίας τις οποίες οι αισθήσεις μας δεν μπορούν, εάν δεν εξασκηθούν, να τις αναγνωρίσουνε, όντας πεπερασμένες. Η πνευματική και ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μιλά ακριβώς για τον τρόπο με τον οποίο οι αισθήσεις μας μπορούν να λεπτυνθούν και να αφήσουν σταδιακά πίσω τους την παχύτητά τους, η οποία δεν μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη του νοητού κόσμου. Δια της προσευχής, της νηστείας, της πίστης στον Λόγο του Θεού, δια της αγάπης ο άνθρωπος, χωρίς να υποτιμά την σημασία των αισθήσεων, διότι τότε θα ήταν σα να πιστεύαμε πως ο Θεός μας τις έδωσε για να μας αιχμαλωτίσουν στον «νυν» του αιώνος τούτου και να μας χωρίσουν από την αιωνιότητα, κάνει βήματα να ανοιχτεί στην δυνατότητα της συμπόρευσης με τον σύμπαντα κόσμο προς την κοινωνία με το Θεό, άνευ νίκης από τον χρόνο. Κι εδώ, η ανθρώπινη αδυναμία θεραπεύεται εν Χριστώ δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίο αναπληρώνει τις ελλείψεις μας και θεραπεύει την ασθένειά μας. Διότι ποθούμε συνήθως αυτό που βλέπουμε και νικιόμαστε από το παρόν, χωρίς να μπορούμε να αντιληφθούμε ότι δια της πίστεως ανοίγει η προοπτική της αιωνιότητας, της Βασιλείας, της κοινωνίας της Αγάπης με τον Θεό και όσα Εκείνος θέλησε να μπορούν να κοινωνούν την Αγάπη. Η χάρις όμως του Πνεύματος υπάρχει εν τη Εκκλησία. Γι’ αυτό η λέπτυνση των αισθήσεων δεν οδηγεί στο άνοιγμα του ανθρώπου στον νοητό κόσμο όταν είναι απλώς ένα φιλοσοφικό γύμνασμα ή μία ασκητική που μας κλείνει στον εαυτό μας, για να αισθανόμαστε καλύτερα ή μια προοπτική απλώς απάρνησης της ζωής τούτης, μόνο και μόνο για μια αιωνιότητα η οποία δεν θα περιλαμβάνει και τον κόσμο που ζούμε. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πιστεύει και ομολογεί ότι με την ανάσταση των νεκρών, την οποία προσδοκούμε, οι άνθρωποι θα γευτούμε την πληρότητα της σωτηρίας, λαμβάνοντας το σώμα μας πνευματικό και ζώντας την κοινωνία με το Χριστό ως ακέραιες υπάρξεις σε μία καινή κτίση, η οποία όμως θα έχει και κάλλος και είδος.
Ο Χριστός μιλώντας στους μαθητές Του για την παραβολή του σπορέως ζητά από αυτούς να γίνουν «γη αγαθή» και την ίδια στιγμή προσθέτει: «ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω» (Λουκ. 8,8).Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας τα ακούει, είναι ο θεανθρώπινος λόγος. Δεν είναι μόνο τα αισθητά ώτα. Αυτά λειτουργούν και ο λόγος του Θεού ακούγεται δι’ αυτών. Είναι το άνοιγμα στα πνευματικά ώτα αυτό που ζητά ο Χριστός, για να γίνουμε «γη αγαθή». Και για να ανοίξουν αυτά χρειάζεται πρωτίστως να υπάρχει ένα τρίπτυχο, το οποίο προϋποθέτει εργασία πνευματική. Είναι η θέληση, είναι η πίστη και είναι η αγάπη.
Η θέληση συνεπάγεται την δίψα της ύπαρξης για κοινωνία με το Θεό. Χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει λόγος να ανοίξουν τα πνευματικά μας ώτα. Το πολύ να φτάσουν μέχρι την κατάκτηση της γνώσης του αισθητού κόσμου ή της φιλοσοφίας ή της επιστήμης. Να γίνουν οι πόροι της επεξεργασίας των αισθητών δεδομένων και αφορμές προόδου του νου μας και της γνώσης για τη ζωή που βλέπουμε ή θα θέλαμε να βλέπουμε ότι θα πραγματωθεί. Όμως η θέληση που ανοίγει τις πνευματικές αισθήσεις είναι αυτή που έχει να κάνει με την διάθεσή μας να αποδεχτούμε ότι υπάρχει μία άλλη γνώση, η Θεογνωσία, την οποία δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε αν δεν ανοιχτούμε στα νοητά. Στην ουσία πρόκειται για την διάθεσή μας να ενεργοποιήσουμε ό,τι μας έχει δοθεί ως δυνατότητα από το Θεό και υπάρχει ως σπόρος στη συνείδησή μας, στη χαρά που έχουμε όταν αγαπάμε και όταν αναζητούμε όχι απλώς αλήθειες, αλλά την Αλήθεια.
Η πίστη μας βοηθά να εμπιστευθούμε τον Λόγο του Θεού και να τον αφήσουμε να καρποφορήσει στις καρδιές μας. Να νικήσουμε τον πειρασμό των αισθήσεων που μας υπόσχεται ικανοποίηση των επιθυμιών που γεννώνται στην ύπαρξή μας στο «νυν» του κόσμου και της ζωής, ακόμη κι αν αυτές δεν έχουν να κάνουν με το θέλημα του Θεού ή, ακόμη περισσότερο, όταν αυτές είναι αντίθετες με ό,τι ο Θεός ζητά. Όταν δηλαδή μας ωθούν στην αμαρτία, η οποία συμπνίγει με τα αγκάθια της ή στις πέτρες που μας ρίχνει ή μας παραδίδει στον διάβολο, ύπαρξη και αυτή του νοητού κόσμου, η οποία έχει σκοπό της να χωρίζει τα πάντα από τον Θεό. Η πίστη μας κάνει να μην λυγίζουμε από την παχύτητα στην οποία οι μέριμνες και οι δυνατότητες της ζωής μας κρατούν. Μας υπενθυμίζει την εμπιστοσύνη που καλούμαστε να έχουμε στην κοινωνία με τον Θεό, ακόμη κι αν αυτή θέλει χρόνο και την δική Του χάρη για να γίνει φανερή εντός μας. Και η ζωή της Εκκλησίας μας δίνει την δυνατότητα να καλλιεργούμε την πίστη μας και να την ενισχύουμε, για να κάνουμε τα βήματα προς την λέπτυνση. Βάζουμε την διάθεση και τον αγώνα και ο γεωργός Θεός εν Χριστώ Ιησού μιλά στην καρδιά μας και την καλλιεργεί δια της πίστεως.
Τέλος, η αγάπη αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο συνεχώς ανανεώνουμε την επιθυμία μας για κοινωνία με τον Θεό και με το νοητό και την ίδια στιγμή ανοιγόμαστε στο συνάνθρωπό μας και τον κόσμο, γιατί δεν κληθήκαμε στην Βασιλεία του Θεού για να είμαστε μόνοι μας. Η αγάπη μας κάνει να θέλουμε να υπερβούμε τα πάθη μας, διότι γνωρίζουμε ότι όταν αυτά κυριαρχούν, η ύπαρξή μας δεν μπορεί να στραφεί προς τον ουρανό, αλλά τραβιέται στο μαρτύριο μιας ζωής που μας ταλαιπωρεί με μίσος, εκδίκηση, φροντίδες, λογισμούς εναντίον των άλλων και αυτοδικαίωσης, γεννώντας συνεχώς εμπόδια στην αγαθότητα της καρδιάς μας. Και τότε θριαμβεύουν οι αισθήσεις του «νυν», διότι μας απομυζούν με τα φορτία που βάζουν επάνω μας, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να κάνουμε το άνοιγμα προς το Θεό και την Βασιλεία Του.
Λόγοι που δεν μπορούν εύκολα να αγγίξουν τον κόσμο και τον πολιτισμό μας αυτοί. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι ο τελευταίος γεννά συνεχώς ευκαιρίες και μέσα για να κρατηθούν οι αισθήσεις μας στην παχύτητά τους, κυρίως δια των εικόνων και της τεχνολογίας, ενώ μας κάνει να φοβόμαστε την άσκηση, την ησυχία, την προσευχή, την μελέτη του λόγου του Θεού. Και την ίδια στιγμή μας προτρέπει να παραδινόμαστε στην ικανοποίηση κάθε επιθυμίας μας, ιδίως αυτής που μας κρατά δεμένους με τις ηδονές των αισθήσεων, οι οποίες γίνονται παγίδες για να παραμείνουμε στο «νυν». Και για πιο ανήσυχες υπάρξεις, βάζει μπροστά υποκατάστατα του νοητού, όπως η παραψυχολογία, η μαγεία, τα ανεξήγητα, για να αφήνει να αιωρείται ότι υπάρχει κάτι, που όμως δεν είναι προσιτό στη λογική μας και βεβαίως δεν έχει να κάνει με την σωτηρία μας, αλλά μόνο με την ικανοποίηση της περιέργειάς μας και την ερμηνεία των όσων αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε με τις γνώσεις που οι αισθήσεις μας παρέχουν. Ο πολιτισμός μας αγωνίζεται να αποκρύψει το νοητό.Γι’ αυτό και η Εκκλησία θα μας προτρέπει με τον λόγο του Χριστού να είμαστε σε εγρήγορση και αγώνα: «ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω».
Κέρκυρα, 12 Οκτωβρίου 2014
Αναρτήθηκε από π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός