Ο Όσιος Πορφύριος ως αγιορείτης(αρχιμ.Βασιλείου Γοντικάκη)

  Δεν ευχόμαστε να υπήρχε κάποιος που να μας έδιδε μια ζωντανή μαρτυρια της πίστεως. Ούτε σχολιάζομε κάποιον ασκητή που βρίσκεται εν ζωή,αγωνίζεται.Καί δεν ξερουμε πώς θα τελειώσει.Τώρα ειναι διαφορετικά. 

 Μιλούμε για καποιον πού άρχισε καί τελειωσε τον αγώνα της ζωής με ένα άγιο καί θαυμαστό τρόπο. Μπορεί να πη αφώνως στον Κύριο που τον έστειλε μεταξύ μας: «Το έργο ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω(Ιωαν.17,5) .
Αλλά πάλι δεν είναι εύκολα τα πράγματα στην περίπτωση του γέροντος Πορφυρίου είναι κάτι το τελείως ιδιαίτερο από την αρχή μέχρι τέλους. Είναι μία θεοφάνεια κάτι τόσο άγιο καί καθαρό,για το οποίο ταιριάζει ή φράση: «Ψαυετω μηδαμώς χείρ αμύητων». Γι’ αυτό δίσταζα και δεν ήθελα να μιλήσω. Καί τώρα διστάζω, γιατί μας ξεφεύγει το ασύλληπτο μεγαλείο του. “Εχομε ένα έκτακτο φαινόμενο προφητικής κλήσεως καί ζωής. 
Τον καλεί ό Θεός δωδεκάχρονο στα άγια των αγίων της έρημου του Αγίου “Ορους.Ενας θείος ερωτάς τον έλκει. Αστήρ μυστικός τον όδηγεί στον συγκεκριμενο γεροντα Παντελεήμονα, στην Καλΰβη του Αγίου Γεωργίου της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων. Το Κυριάκο βρίσκεται κοντά, λίγο παρακάτω. Το ξεροκάλυβσ του γερο-Δημα βρίσκεται λίγο παραπάνω.

Το κελί του Οσίου Πορφυρίου

 Έκεί ζή. Ανοίγει τα μάτια του στον νεο κόσρο της ασκήσεως. Αναπνεει τον καθαρό αέρα της ερήμου. Όσφραίνεται τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου. Μπαίνει μεσα στο κάλλος της λειτουργικής θεολογίας.Την ίδια εποχή πολλοί έπισκέπτονται τό’Αγιον Όρος. Ό Σικελιανός καί ό Καζαντζάκης έρχονται ως έπισκέπτες στα Καυσοκαλύβια. Καθένας όμως, ανάλογα με το περιεχόμενο της ζωής του, έπισκεπτεται καί ανακαλύπτει ένα άλλο Άγιον Όρος.


Ό μικρός Ευάγγελος γνώρισε το άληθινό Αγιον Όρος καί μας το κοινοποίησε. Ως άγγελος καθαρός, τα δίδει όλα στον Χριστό καί δεχεται τη Χάρη. Μπαίνει,όπως λεει ό ίδιος στην άκτιστη Εκκλησία. Χαίρεται τίς ακολουθίες. Τρεφεται από την ευχή. Δεν χωρίζει την προσευχή από την εργασία. Κάνει υπακοή με’ όλη του την καρδιά. Τρέχει σε όλα τα διακονήματα με προθυμία. Στενοχωριεται όταν δεν του φερωνται αυστηρά. Ριζώνει στη νεα γη της πνευματικής πολιτείας. Τρέφεται από το μυστήριο της ταπεινώσεως καί της αγάπης. Γι’ αυτό καί οί κλάδοι των έφεσεων καί των προσδοκιών του εϊναι ούρανομήκεις καί φτάνουν στον γνόφο της άορασίας καί της ανυπαρξίας. Θέλει, όπως λεει ό ίδιος, να φυγή, να χαθή, να μην υπάρχη. Ζή μέσα στον χώρο της ορθοδόξου ελευθερίας. Νοιώθει καί ομολογεί ότι η θρησκεία μας είναι αγάπη,είναι ερωτάς, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου».
Του συμβαίνει το θαυμαστό γεγονός με τον γέρο-Δημα. Μεσα στον σκοτεινό νάρθηκα του Κυριάκου, όπου ό περιφρονημένος γέροντας κάνει μετάνοιες, βγάζει κραυγή δοξολογίας. Εκπέμπει τη λάμψη της Χάριτος. Καί παίρνει φωτιά ή εύφλεκτη ϋλη του μικρού ασκητή!
Κοσμογονικά γεγονότα πράττονται εν σιγή. Κανείς δεν παίρνει είδηση τι του συνέβη έκείνο το βράδυ στη Σκήτη. “Οπως κανείς δεν άκουσε πρίν από δύο χίλιαδες χρόνια τη συζήτησι του αρχαγγέλου Γαβριήλ με την άγνωστη Κόρη της Ναζαρέτ, πού δέχεται τον ουράνιο ασπασμό, συλλαμβάνει τον Λόγο του Θεοΰ καί αναδεικνύεται Θεοτόκος καί κοσμοσώτειρα.

Εσωτερικό Ι.Ν.Αγ.Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια
 

Ό μικρός μοναχός δεν δίδει σημασία στο χάρισμα, μόνο τρέμει σύγκορμος από τη συγκίνηση. Γεννάται μέσα του ή χαρά, ή εκπληξη, ή γνώση, ή θεολογία. Γεννάται μεσα του ό νέος άνθρωπος, με νέες αισθήσεις, χαρές καί εφέσεις. Βλέπει, ακούει καί όσφραίνεται διαφορετικά, Φουντώνει μέσα του ό θείος έρως. Θέλει να μείνη μόνος καί άγνωστος μεσα στη σιωπή. Να ζήση καί να προχώρηση όπου τον φέρνει ή ανέκφραστη του εμπειρία. Να χαθη με τους αγνώστους καί μυστικούς μοναχούς μέσα στον παράδεισο της ερημικής κοινωνίας.
Ό Θεός όμως ενεργεί διαφορετικά γι’ αυτόν καί για μας. Τον βλέπει ικανό για την έκτελεση δύσκολης αποστολής. Τον στέλνει σε άλλους χαμένους, στα άπολωλότα πρόβατα Του, στον κόσμο. Τον στέλνει σε μας.

Το να είσαι άπολωλώς καί να νομίζης ότι είσαι δάσκαλος της πνευματικής ζωής καί της θεολογίας, είναι επικίνδυνο. Σ’ αυτούς στέλνει ό Θεός τον ανύπαρκτο καί ελάχιστο τούτο μοναχό.Φτάνει στην καρδιά της Αθήνας, στην καρδιά του εικοστού αιώνα. Μένει στην Όμόνοια 33 χρόνια, από το 1940 μέχρι το 1973. Τα ζή όλα, όπως λέει, σαν μία μέρα.

Τί κάνει; Τίποτε, μόνο αγαπά. Αφήνει από μέσα του να ξεχυθή το φως της χαράς καί της Αναστάσεως πού έζησε καί πήρε από την αγιορείτικη του ζωή καί εμπειρία.Βλέπει ότι όλοι, δίκαιοι καί αμαρτωλοί έχουν ανάγκη από αγάπη. Τους έχει λείψει ή στοργή της Ορθοδόξου Εκκλησίας πού αυτός πλουσιοπάροχα δέχτηκε στο ‘λγιον “Ορος, μέσα στη ζωή της ησυχίας καί το μέλος της θεολογίας.
Εδώ βλέπει τους ανθρώπους σαν παιδιά προβληματικά, ατροφικά καί σαστισμένα. Ύποσιτιζόμενα με μια άψυχη καί αναιμική θεολογία καί εύσέβεια.Έχουν ανάγκη από στοργή καί αγάπη, από ελευθερία καί χάρη,όχι από φωνές καί εκνευρισμούς.

Θυμάται ότι «στο Άγιον “Ορος το πνεύμα πού έμαθε ήταν ορθόδοξο, βαθύ, άγιο, σιωπηλό, χωρίς έριδες, χωρίς καυγάδες καί χωρίς κατακρίσεις». Είχε βρη αγάπη, ευλάβεια, ουράνια πολιτεία. Αγάπησε τον Χριστό. Αναγεννήθηκε ολόκληρος. Πήγε «κουτός καί ντροπαλός». Καί έγινε έξυπνος, τολμηρός καί ωραίος. Ανοιξαν οί αισθήσεις του. “Ελαμψε το πρόσωπο του. “Εζησε το γεγονός ότι (όπως ομολογεί ό άλλος σταλμένος στον κόσμο Αγιορείτης Κοσμάς ό Αιτωλός) ό Θεός είναι «όλος φως, όλος χαρά, όλος ευσπλαχνία, όλος ευεργεσία, όλος αγάπη. Αυτό είπε με την παρουσία του ό γερων Πορφύριος στον κόσμο.
Μπαίνοντας στον χώρο μας δεν μίλησε τη γλώσσα μας. Δεν σχολίασε τίς απόψεις μας. Απλώς άνοιξε ένα παράθυρο καί ήλθε άνεμος καθαρός καί δροσερός, που παρέσυρε την πνευματική νωθρότητα καί αχλύ. Αναζωογόνησε τα σωθικά του κόσμου.

Δεν έδωσε ούτε επιεικείς ούτε αυστηρές συμβουλές, αλλά έξεχεε τη χάρη του Πνεύματος, πού «λύει τα δεσμά καί δροσίζει την φλόγα». Αυτή είναι ή αγιορείτικη καί ορθόδοξη θεολογία.

Ή συμπεριφορά του, οί κινήσεις της ψυχής και του σώματος του, δεν ρυθμίζονται από προσπάθεια να μην σκανδαλίση κανένα, ούτε από πρόθεση να φανή καλόςκαί ευσεβής.”Ολα αυτά -το να παριστά-
νης κάτι- είναι ξένα καί ανύπαρκτα για την αγιορείτικη του αγωγή καί το ήθος.Ολα ρυθμίζονται μόνα τους από μια ζέση πίστεως καί ένα θείο ερωτά, πού κοχλάζει μέσα του και φτάνει στον άλλο ως ευλογία καί εκπληξη. Δεν έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο ευγενή καί μετρημένο, που σου μιλά συνετά, αλλά έναν ένθεο, μεθυσμένο από έρωτα θεϊκό. Καί σε κατακλύζει με κύματα ενθουσιασμού πού, εκείνη την ώρα, αναδύονται από εκρήξεις χαράς πού ξεσπούν στην καρδιά του
Ολα είναι άρτιγέννητα, αυθεντικά καί ατελείωτα. “Εξω από τα τυποποιημένα, ξεθωριασμένα καί γνωστά. Είναι ό νεος οίνος πού σχίζει τα παλιά ασκιά. Νέα συμπεριφορά, λόγος, κίνηση, μανία καί χαρά ενός αγίου, που σε γεμίζει με άνάπαυση. Σοϋ δημιουργεί αϊσθηση εμπιστοσύνης. Σοϋ διαστέλλει τον χώρο της ζωής. Σοϋ διαλύει τα είδωλα της γνωστής θεολογίας: ή συντηρητική είναι στενόκαρδη καί σε πνίγει ή φιλελεύθερη, διάτρητη καί σε παγώνει.


Δεν μπορείς να τον πής συντηρητικό,ούτε φιλελεύθερο. Δεν μπορείς να τον σχολιάσης, είναι το άνωθεν ερχόμενο, πού τα ξεπερνά όλα. Σοϋ προκαλεί δέος καί σου ανοίγει την καρδιά όλα είναί γεμάτα παιδική χάρη, αλήθεια καί τόλμη, που δημιουργούν μια θεία οικειότητα. “Εμεινε κοντά μας πάνω από εξήντα χρόνια, σαν ήλιος εΰσπλαγχνίας. Μας μαλάκωσε την ψυχή, χωρίς να το περιμένωμε. Μας έλυσε τα προβλήματα, πρίν τον ρωτήσωμε. Αφαίρεσε τους κακοήθεις όγκους, χωρίς να το καταλάβωμε. Μας έκανε μια υποδόρια ένεση καί μας χάρισε μια ουράνια ανεση. Μας είπε πώς να ζήσωμε καί να χαρούμε τη ζωή μας, περιφρονώντας τον διάβολο καί τα πάθη, καί αγαπώντας τον Χριστό. Ζητώντας να γίνεται πάντοτε το θέλημα Του στίς χαρές καί στίς λύπες.

Κυκλοφόρησε μεταξύ μας ως άμεμπτος καί πολιτεύθηκε ελεύθερα ως άγιος. Φανερωσε την ελευθερία του μελλοντος αιώνος. Δεν κραυγάζει, δεν ακούει κανείς τη φωνή του στίς πλατείες (πρβλ. Ματθ. 12-19).
Ως σίφουνας αθόρυβης αγάπης, θωπεύει ιαματικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Μίλα προσωπικά, εκφράζεται ελεύθερα καί έπισκέπτεται όλους. Δεν κρίνει, αλλά θεραπεύει. Δεν άποπαίρνει, μόνο χαροποιεί.
Ενώ βλέπει την πνευματική αναιμία της θεολογίας των πανεπιστημίων καί των κηρυγμάτων, δεν κάνει σχόλια αρνητικά. Παρακολουθεί κάποια μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Παίρνει ποιήματα του Βερίτη καί μιλά επαινετικά.
Ενώ βλέπει τί είναι ό κόσμος καί ή κοσμικότητα πού βασανίζει τον άνθρωπο, δεν διστάζει να πάρη λαϊκά τραγούδια καί να τα σχολιάση με τον δικό του άγιο τρόπο.
Ενώ ξέρει τί είναι ό αρχαιοελληνικός παγανισμός, επισκεπτόμενος το Μουσείο διακρίνει στον καλλιτεχνη πού έφτιαξε το άγαλμα του Δία στοιχεία πνευματικής γνησιότητας, καί δεν φοβάται να τα σχολιάση θετικά.

Ενώ γνωρίζει την ταλαιπωρία των γυναικών πού βρίσκονται στους οίκους ανοχής, χαίρεται όταν βρίσκεται κοντά τους. Ψάλλει μ’ όλη του την καρδιά το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε…». Τίς καλεΐ νά προσκυνήσουν τον τίμιο Σταυρό. Καί τους μιλά για το πόσο ό Θεός είναι αγάπη για όλους καί βρέχει επί δικαίους καί αδίκους.Ενώ βλέπει ότι τα κάνομε θάλασσα, δεν μας άποστρεφεται. Τα ξέρει όλα καί δεν αντιπαθεί κανένα. Ή όξυδέρκειά του μας φωτίζει καί ή επιείκεια του μας μαστιγώνει.
Μόνη ή παρουσία του είναι μια ευλογία καί μια δοκιμασία. Είναι παρηγοριά για τους πονεμένους καί παραστρατημένους. Καί κρίση φιλάνθρωττη αλλά καί αδέκαστη για τους θεωρούμενους πνευματικούς καί δασκάλους της ζωής.
Πράγματι «έγενετο ημϊν εις ελεγχον εννοιών… ότι ανόμοιος τοις άλλοις ό βίος αΰτοΰ» (Σοφ. Σολ. 2, 14-15). Διακρίνει μ’ σαφήνεια τα αόρατα στους πολλούς καί αφήνει διακριτικά να φανή έκεί που πρέπει. Την ταπεινολογία χαρακτηρίζει ως δαιμονισμό.
Έκεί που αυτός όσφραίνεται κάποια βαριά μυρωδιά καί άποφορά, άλλοι, πού παρουσιάζονται πνευματικοί οδηγοί, αισθάνονται καί μιλούν για εύωδία θυμιάματος.
Είχε τη δική του, διαφορετική γνώμη για γεγονότα του καιρού μας καί πρόσωπα, πού άλλα πήγαν να τιμηθούν ως άγιοι καί αλλά να αντιμετωπισθούν ως έκλυτοι. Βλέπει αγίους στον κόσμο έκεί πού έμεΐς δεν υποψιαζόμαστε.
Διακρίνει τα πνεύματα καί οδηγεί όλους στον λιμένα της σωτηρίας, στον λιμένα της Εκκλησίας.
Μένει πιστός στην Εκκλησία καί την ηρεμία του Πνεύματος.
Οι γέροντές του, ιερομόναχοι Παντελεήμων καί Ίωαννίκιος, καλοί καί αγαθοί -πού πάντα τους σεβόταν- παρασύρθηκαν καί έπεσαν στην παγίδα του ζηλωτισμού με την αλλαγή του ημερολογίου. Αυτός όχι.

Αργότερα, με το 666 καί τόν Αντίχριστο, πολλοί ταράχθηκαν καί μετέδωσαν την ταραχή τους σε άλλους.
Αυτός έμεινε γαλήνιος καί αντιμετώπισε σταθερά το θέμα με τη δύναμη πού του χάριζε ή διαρκής παρουσία του Χρίστου μεσα του.
Ή αταλάντευτη ηρεμία καί το αγγελικό του χαμόγελο ήταν δωρεά του Πνεύματος καί άποτελεσμα σκληρού αγώνα καί ασκήσεως στην ταπείνωσι καί την αγάπη. Το να εκνευρίζεσαι καί να έκνευρίζης είναι εύκολη αλλά καί όλεθρια παρεκτροπή, όσο καί αν την όνομάζωμε προφητικό ζήλο.
Απαιτείται διάκρισι καί θείος φωτισμός για όλες τίς ενέργειες μας.Δεν πρεπει να τα νύζωμε κάτι μικρό καί ανθρώπινο μεχρι να το έξαρθρώσωμε. Ούτε να καταπιεζωμε κάτι μεγάλο καί θεϊκό μεχρι να το έξουθενώσωμε, για να το φέρουμε στα μέτρα μας.
Πρέπει να έναποθετωμε τα πάντα στη θέληση του Θεού καί Εκείνος να άποφασίζη.
Άλλο είναι το ανθρώπινο καί φτιαχτό, πού ρυθμίζεται από δικές μας σκέψεις καί επιδιώξεις. Καί άλλο είναι το αληθινό κσί θεοκίνητο, πού δ’ν έλεγχεται από ανθρώπινες επεμβάσεις.
Το πρώτο θα προδοθή αργά ή γρήγορα καί θα φθαρή,ως κτιστό καί ανθρώπινο, όοο κι αν το στολίσωμε με θαύματα καί προφητείες.
Το δεύτερο και αληθινό θα μείνη ως ευλογία θεία καί άειλαμπής, παρ’ όλες τίς προσπάθειες να περιφρονηθή καί να ταφή.
Τό’Αγιον ‘Όρος πήγαμε να το ξεχάσωμε καί να το θάψωμε, αλλά μένει έκεΐ ασβεστη η άκτιστη φλόγα της ζωής της Εκκλησίας.
Ό γέρων Πορφύριος ήταν μια φανέρωση αυτοϋ του ασπίλου καί αδύτου φεγγους καί μια μαρτυρία της Χάριτος της αγιορείτικης ζωής καί εμπειρίας για την εποχή μας.

Εστάλη από τον Θεό σε περίοδο πνευματικής καχεξίας καί έξεπλήρωσε μία θεία αποστολή.”Οταν πλησίαζε το τέλος του, παρακαλούσε τον Θεό να τον αξίωση να τελείωση τη ζωή του στα Καυσοκαλύβια, εκεί πού γεννήθηκε πνευματικά. Να χαθη με τους χαμένους καί άείζωους αδελφούς του, πού αγάπησε καί έγινε ένα μ’ αυτούς. Του δώσανε τη χάρη. Καί δεν τους ξέχασε, ούτε χωρίστηκε άπ’ αυτούς, όσα χρόνια κι αν έζησε μακριά τους.
Ό Θεός άκουσε τη δέηση του. Επέστρεψε καί έκοιμήθη στην Καλύβη πού έκάρη μοναχός.”Εγινε το εξόδιό του στό Κυριακό της Σκήτης.

Ζήτησε να ταφή στον τάφο όπου είχαν βάλει νωρίτερα ένα χοντρό καί γελαστό μοναχό, για να πάρη κάτι από την αγιότητα του. Μετά την έκταφή του π. Πορφυρίου, ετάφη στον ίδιο χώρο ό γέροντας παπα-Νικάνωρ. “Εγινε ήδη καί εκείνου ή έκταφή. Τώρα δεν θα βρής πουθενά προσωπικό τάφο του γεροντος Πορφυρίου.
Καί τα οστά του χάθηκαν, κατά παραγγελία του, στο δάσος της Κερασιάς. Το χαμόγελο του μένει ως ευλογία, πού αιωρείται στην σύμπασα καί στίς ψυχές του κόσμου πού τον γνώρισε καί τον γνωρίζει.
Είναι καί μένει κάτι μοναδικό από την αρχή μέχρι τέλους.
Γεννήθηκε με το να φυγή, να χαθη, να μην ύπάρχη. Καί τελείωσε με το να χαθη, να φυγή, να μην ύπάρχη.
Γι’ αυτό διαστέλλεται καί γίνεται κατά χάριν χώρα του Αχώρητου. Δεν διατυπώνει μία αποψη. Δεν ανήκει σε μια ομάδα ανθρώπων. Δεν εκφράζει μια νοοτροπία. Δεν προωθείται ούτε διαφημίζεται με ανθρώπινες ενέργειες. Έμείς όλοι έχομε ανάγκη από την ευλογία καί τον φωτισμό του.
Είναι μια θεοφάνεια, μια φανέρωση της αγάπης του Θεοΰ. Δεν έχει ακόμη το φως του αστεριού του φτάσει σε μας. Δεν έχομε κατανοήσει πλήρως τον λόγο του. Δεν έχει τελειώσει ή δραση από το φάρμακο του. Συνεχίζει την ιατρική του έπέμβαση. “Εχομε ανάγκη από τη θεραπεία του -καί όσοι νομιζομε ότι είμαστε ύγιείς.
Ήλθε μαζί μας καί ήταν μόνος, περιβεβλημένος στολή λευκή της αγγελικής του χαράς. «Μη μου απτού». Μη με πλησιάζετε με τη λογική, τίς αισθήσεις καί τίς αντιλήψεις σας. Δεν είναι καλό αυτό ούτε για σας ούτε για μένα.

“Εφυγε καί μένει μαζί μας. Δεν φανερώνεται ανθρώπινα. Δεν μολύνθηκε ζητώντας άνάπαυση καί δόξα φθαρτή. Ούτε μας άφησε να μολυνθούμε με άρρωστη αγωγή. Δεν μας κάνει διαφήμιση της υπεροχής του. Μας χαρίζει την ευλογία της ταπεινώσεώς του.Ηταν άγιος, καθαρός, γι’ αυτό έβλεπε παντού καί μετέδιδε καθαρότητα καί ελπίδα, πού είναι δώρο της Χάριτος. Μας είπε με την συμπεριφορά του:
Με έστειλε ή αγάπη του Θεού να σας δώσω κάτι. Σας το έδωσα καί φεύγω, χάνομαι. Φεύγοντας θά είμαι πιο πολύ μαζί σας, αυτή είναι τελικά ή θεία ευλογία. “Οταν ζοϋμε εν Χριστώ, ό θάνατος δεν διακόπτει, αλλά τονίζει καί λαμπρύνει τίς σχέσεις μας.
Καί σείς χαθήτε μεσα στην αγάπη του Θεοϋ. Κάνετε υπομονή έκεί που βρίσκεσθε. Σηκώνετε τον σταυρό πού ό Κύριος έπετρεψε να σηκώνετε καρτερικά, Καί θα έλθη ή Χάρι μεσα σας. Τότε θα δήτε τα αόρατα. Καί θα μας χαρισθοϋν τα ανείπωτα, ως πλησμονή άϊδίου ζωής καί ενότητας, από τον Θεό της αγάπης, είς τον όποιον πρέπει πασά δόξα τιμή καί προσκύνησις είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Περιοδικό ”Τόλμη”/orthodoxigynaika