Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός († 2009)

Το πνευματικό ύψος της αποστολής του Ιερέα

30 Σεπτεμβρίου 2014

Ύστερα, δεν είμαστε κήρυκες και διδάσκαλοι κάποιας ανθρώπινης θεωρίας, κάποιου φιλοσοφικού ή κοινωνικού συστήματος, αλλά διδάσκουμε «το σοφό σχέδιο του Θεού, που εμεινε μυστικό και κρυμμένο από τους ανθρώπους» (Α’ Κορ. β’ 7). Αποκαλύπτουμε στους ανθρώπους το Θεό και το μυστήριο της σωτηρίας. Ευαγγελιζόμαστε τη δωρεά της Θείας Χάρης, την κατάργηση του θανάτου, την ανάσταση της θνητής μας φύσης, την κατάργηση της εξουσίας του διαβόλου και την αιώνια βασιλεία του Θεού που είναι το τέρμα κάθε πόθου, κάθε σκέψης και νοσταλγίας. Όλα αυτά αποτελούν το κύριο καθήκον του ιερέα. Το «ποίμαινε τα πρόβατά μου» και το «βόσκε τα αρνία μου», που λέχθηκε από το Χριστό στον Πέτρο (Ιω. κα’ 15-17), επαναλαμβάνεται στον κάθε ιερέα.

papaspnz1

Η εμπειρία του αόρατου πολέμου, η γνώση των μυστηρίων της Χάρης, οι μορφές και ενέργειες της πλάνης, οι χαρακτήρες των ανθρώπων, οι τρόποι της οικονομίας στη διαποίμανση των ψυχών πρέπει να είναι κτήμα των ιερέων, διότι πώς είναι δυνατό να διδαχθεί κάποιος μια τέχνη από έναν αδαή; Η «πανοπλία» της χάρης, όπως την περιγράφει ο Παύλος (Εφεσ. ς’ 11-18) είναι απαραίτητη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει ο στρατηγός —ιερέας να πολεμήσει νικηφόρα εναντίον των αρχών και εξουσιών, των κοσμοκρατόρων του «σκότους του αιώνος τούτου».

Και εάν με όλους τους τρόπους προσπαθήσει ο ιερέας και δεν μπορέσει να γυρίσει πίσω ένα πλανεμένο και άρρωστο πρόβατο, τότε θα πρέπει, με την εξουσία της χάρης που έχει περιβληθεί, να έχει τη δύναμη ν’ απευθυνθεί σ’ αυτό και να μιλήσει με αυθεντία λέγοντας, «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού γίνου υγιής» ή «βγες από το βάραθρο  στο οποίο έπεσες» ή «συγχωρούνται ιι αμαρτίες σου» ή «ανάβλεψε από την πώρωση της αναισθησίας σου» ή το και σπουδαιότερο, «αναστήσου από τη νέκρωση, στην οποία σε οδήγησαν οι διάφορες αμαρτίες». Ναί, αδελφοί μου, αυτά είναι τα καθήκοντα και τα γνωρίσματα του ιερέα, του κατεξοχήν πνευματικού ανθρώπου, που πρέπει να «τα καταλαβαίνει όλα», ενώ αυτόν «κανείς από εκείνους που δεν έχουν το Πνεύμα δεν είναι σε θέση να τον καταλάβει»(Α’ Κορ. β’ 15).

Εάν ο απλός πιστός δεν μπορέσει να φθάσει στο πνευματικό αυτό ύψος, τούτο δε θα παρεμποδίσει την Εκκλησία στο έργο της τόσο όσο όταν ο ιερέας αποτύχει στην αποστολή του. Διότι ο ιερέας είναι πατέρας που αναγεννά, φωστήρας που φωτίζει, παιδαγωγός που καθοδηγεί, γιατρός που θεραπεύει· αν λοιπόν δεν είναι τέτοιος, πώς θα φωτίσει και θεραπεύσει και καθοδηγήσει τους άλλους; Τότε ασφαλώς θ’ ακούσει από τον Κύριο το, «ιατρέ, θεράπευσε πρώτα τον εαυτόν σου»(Λουκ. δ’ 23) και το φοβερό ελεγκτικό λόγο· «Γιατί συ τολμάς να διδάσκεις το νόμο μου και να βάζεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; Συ μίσησες το νόμο μου ως παιδαγωγικό κανόνα ζωής και πέταξες πίσω σου σαν άχρηστες τις εντολές μου»(Ψαλμ. 49, 16-17).

Όσο μεγαλύτερη η ζημιά από την αποτυχία της αποστολής του ιερέα τόσο πιο μεγάλη είναι και η ευθύνη του, και συνεπώς η καταδίκη του από τον Αρχιποιμένα Χριστό που με το αίμα του ίδρυσε την Εκκλησία. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα λέει στον Ιεζεκιήλ σχετικά με το θέμα αυτό: «Και σένα, υιέ του ανθρώπου, σε έχω εγκαταστήσει φρουρό στον ισραηλιτικό λαό». «Εάν δεν πεις το λόγο μου ώστε να απομακρυνθεί ο αμαρτωλός από τον αμαρτωλό τρόπο της ζωής του, αυτός μεν ο παράνομος θα πεθάνει στην παρανομία του, αλλά την ευθύνη του αίματός του που χύθηκε θα την ζητήσω από τα χέρια σου»(Ιεζ. λγ’ 7-8). Κι αλλού προσθέτει: «Αυτά λέει ο Κύριος: Θα τιμωρήσω τους ποιμένες και θα ζητήσω τα πρόβατά μου από τα χέρια τους και θα τους εκδιώξω ώστε να μην τα ποιμαίνουν»(Ιεζ. λδ’ 10). Στον Ιερεμία λέει: «Αλλοίμονο σε σας τους ποιμένες, οι οποίοι διασκορπίζετε και καταστρέφετε τα πρόβατα της ποίμνης μου…Να εγώ θα σας τιμωρήσω δίκαια σύμφωνα με τα πονηρά σας έργα»(Ιερ. κγ’ 1-2), γι’ αυτό καλό είναι να τα έχουμε αυτά πάντοτε στη σκέψη μας για να μη μας κυριεύσει η ραθυμία και η αμέλεια.

Βέβαια το όλο έργο του Θεού δε ματαιώνεται από την αμέλεια και την απάθεια των λειτουργικών οργάνων, διότι ο Θεός έχει τη δύναμη να χρησιμοποιήσει και άλλους τρόπους, η ευθύνη αυτού όμως παραμένει ακέραιη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα λόγια του Μαρδοχαίου στην Εσθήρ που φαινόταν απρόθυμη να βοηθήσει στη ματαίωση των σχεδίων του βασιλέα συζύγου της Αρταξέρξη για τη γενική σφαγή των Εβραίων στη Βαβυλώνα. «Μη νομίσης ότι συ μόνη θα σωθής από όλους τους Ιουδαίους. Διότι αν συ σιωπήσεις στην περίσταση αυτή, βοήθεια και προστασία στους Ιουδαίους θα έλθη δι’ άλλου τρόπου, συ όμως και ο οίκος του πατέρα σου θα χαθήτε» (Εσθήρ δ’ 13-14).

Μη γένοιτο όμως, αγαπητοί αδελφοί, τίμιο του Χριστού ιερατείο, μη γένοιτο κάτι τέτοιο ποτέ να συμβεί με μας. Αντίθετα, η ευλογία και η χάρη του Κυρίου μας να συνοδεύει πάντοτε όλες τις σκέψεις και ενέργειές σας, ώστε να τελειώσουμε το δρόμο, να τηρήσουμε την πίστη για να μας δοθεί, κατά δικαιοσύνη, ο θείος στέφανος (Β’ Τιμ. δ’ 7). Ας μη βαρεθούμε, αδελφοί μου, τον εδώ μικρό κόπο, μικρό σε σύγκριση με την αιωνιότητα. Ας μην είσαστε, σύμφωνα με τον Παύλο «οκνηροί σ’ ό,τι πρέπει να δείχνετε ζήλο, να έχετε πνευματικό ενθουσιασμό, να υπηρετείτε τον Κύριο. Η ελπίδα να σας δίνει χαρά. Να έχετε υπομονή στις δοκιμασίες. Να επιμένετε στην προσευχή»(Ρωμ. ιβ’ 11-12). Μη μας τρομάζει η έκσταση της σημερινής αποστασίας και άρνησης· «γιατί τα όπλα με τα οποία πολεμάμε εμείς δεν είναι κοσμικά, αλλά έχουν τη δύναμη από το Θεό να γκρεμίζουν οχυρά»(Β’ Κορ. ι’ 4). Ας μη λησμονούμε ακόμη ότι «(ο Θεός) που ενεργεί μέσα σας είναι ισχυρότερος απ’αυτόν που κυριαρχεί μέσα στον κόσμο» (Α’ Ιω. δ’ 4).

Ας δούμε τώρα σε τι ακριβώς συνίσταται ο αγώνας που όλοι οι πιστοί καλούνται να διεξάγουν, πρωτοστατούντων των ιερέων. Είναι γεγονός ότι όλοι μας ξεκινούμε από μια μη χριστιανική ζωή· όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί στο νου, στην προαίρεση, στην πράξη. Γι’ αυτό όλων μας ο αγώνας συνίσταται στο να «αποβάλουμε» τον παλαιό άνθρωπο με τις πράξεις και τις επιθυμίες του, και να «φορέσουμε» τον καινό, τον «οποίον δημιούργησε ο Θεός»· να μεταμορφωθούμε, να υποστούμε την «καλήν αλλοίωση», να νεκρώσουμε το σώμα της αμαρτίας, για να ενδυθεί από μέσα μας ο Χριστός που στο βάπτισμα ομολογήσαμε και που «διαμορφώνεται» μέσα μας με την «εν Χριστώ» ζωή (Γαλ. δ’ 19).

Και ναι μεν «δυνάμει» φορέσαμε την εικόνα του επουράνιου ανθρώπου (Α’ Κορ. ιε’ 49) αντί εκείνης του χοϊκού που πριν από το βάπτισμα φέραμε· αλλά το «δυνάμει» πρέπει να γίνει και «ενεργεία», για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα. Ο Πανάγαθος Κύριός μας, αφού με το σταυρό Του μας χάρισε την ελευθερία και την είσοδο στην αιώνια ζωή, μας δίδαξε και την πρακτική οδό που πρέπει απαραίτητα να διανύσουμε για να επιτύχουμε την «επαγγελίαν». Ο Πανάρετός Του βίος αποτελεί το μέτρο και το κριτήριο, τον απαράβατο κανόνα ζωής των πιστών για όλες τις εποχές· είναι η λεγόμενη «πρακτική» που οι Πατέρες χαρακτηρίζουν σαν «θεωρίας επίβασιν». Τα λόγια του Λουκά «άρχισε ο Ιησούς να πράττει και να διδάσκει» (Πράξ. α’ 1) αποτελούν το άριστο παράδειγμα συνδυασμού θεωρίας και πράξης.

ierxar

Ας θυμηθούμε όμως την περιγραφή που κάνει ο Παύλος για τον «χοϊκόν», τον «παλαιόν άνθρωπον», το «σώμα της αμαρτίας», για να διαπιστώσουμε τι είμαστε και τι υπάρχει μέσα μας, και άρα ποιόν αγώνα έχουμε να διεξάγουμε. «Ξέρουμε —λέει— πως ο νόμος είναι θεϊκός, ενώ εγώ είμαι αδύναμος άνθρωπος, πουλημένος στην αμαρτία. Έτσι δεν ξέρω ουσιαστικά τι κάνω· δεν κάνω αυτό που θα  ήθελα να κάνω αλλά, αντίθετα, ό,τι θα ήθελα να αποφύγω…Και έτσι φτάνω πια στο σημείο να μη διαπράττω εγώ ο ίδιος το κακό αλλά η αμαρτία, που έχει εγκατασταθεί μέσα μου. Και μαρτυρεί γι’ αυτό η ίδια η συνείδησή μου: δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στο είναι μου, το καλό. Απόδειξη, πως θέλω να κάνω το καλό, δεν βρίσκω όμως τη δύναμη να το μετατρέψω σε πράξη. Κι έτσι, δεν κάνω το καλό που θα ήθελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω…».

Και συνεχίζει « Συνεπώς, η πείρα δείχνει ότι, ενώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό. Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται στο νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της». Και καταλήγει στο πένθιμο δίλημμα: «Τι δυστυχισμένος, αληθινά που είμαι! Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή, που έχει υποταχθεί στο θάνατο;»(Ρωμ. ζ’ 14-24).

Η περιγραφή αυτή μαρτυρεί τη διαστροφή που υποστήκαμε από την αμαρτία, και τη θλιβερή καταστροφή του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Ο Παύλος εδώ αποκαλύπτει τη δύναμη της αμαρτίας που βρίσκεται μέσα μας και που όχι μόνο πείθει, αλλά και εκβιάζει την ανθρώπινη θέληση. Την ίδια διαπίστωση βρίσκουμε και στη Γένεση, όπου αναφέρεται ότι η διάνοια του ανθρώπου επιμελώς είναι «συνέχεια στα πονηρά από την νηπιότητά του»(Γέν. η’ 21).

Η διάγνωση αυτή της ασθένειας του ανθρώπου είναι πάρα πολύ χρήσιμη για σας, ευλαβέστατο ιερατείο, γιατί εσείς είσθε και οι γιατροί και οι κριτές από όπου θα περάσει ο παραμορφωμένος αυτός άρρωστος για να φθάσει στην υγεία και στη ζωή. Οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια τέτοια θεραπεία είναι, πρώτο, η διακοπή και απομάκρυνση των αιτίων που ενισχύουν ή που ωθούν στην αμαρτία. Δεύτερο, η ειλικρινής μετάνοια ώστε να πείσουμε τη θεία αγαθότητα ότι μεταμελούμαστε και επιστρέφουμε οριστικά στην πρώτη μας ομολογία. Τρίτο, είναι η εκούσια φιλοπονία όπου υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε αγώνες και πόνους σωματικούς, για αντιστάθμισμα της φιληδονίας όπου παρασυρθήκαμε από την αμαρτία.

Εάν η μετάνοια και η φιλοπονία διατηρηθούν με επιμονή και προθυμία, δεν θα αργήσουν να αυξήσουν το φόβο του Θεού· και όταν ο φόβος του Θεού αυξηθεί, τότε αυξάνει και ο ζήλος και δεν αισθάνεται κόπωση αυτός που μετανοεί. Ο θείος ζήλος με τη σειρά του, όταν άνάψει, βάζει σε κίνηση ό,τι χρήσιμο και ικανό υπάρχει στη φύση μας και τότε ο άνθρωπος με όλες τις δυνάμεις αποδεικνύει στο Θεό ότι και τον φοβάται και τον αγαπά. Εάν ο θείος αυτός ζήλος δεν εξανεμισθεί, αλλά παραμείνει ενεργής —και θα παραμείνει ενεργής αν φυλάγεται η ακρίβεια ως προς τις θείες εντολές—, τότε θα γεννηθεί μέσα μας αληθινή συναίσθηση της αμαρτωλότητας, η συναίσθηση ότι λυπήσαμε το Θεό· από εδώ ακριβώς αρχίζει το πνευματικό πένθος. (Τούτο στους μέν σκληρούς και αυστηρούς χαρακτήρες προξενεί περισσότερη χαρά παρά παρηγοριά, διότι αυτοί πάντοτε αισθάνονται καθαρότερα τη θεία αγάπη παρά τη δικαιοσύνη του Θεού). Όταν το πένθος και το δάκρυ παραμείνουν χωρίς να σκορπισθούν και να φύγουν, μειώνεται η δύναμη των παθών και δυναμώνουν οι αισθήσεις στο να ανθίστανται και να μην υποχωρούν. Ανάλογα δε με τον πόθο και το ζήλο του πιστού αποκαλύπτεται στην καρδιά του η αγάπη του Χριστού.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της θείας χάρης, όταν αυτή τεθεί σε ενέργεια από την επίμονη μετάνοια. Από εδώ και στο εξής είναι απαραίτητη η άσκηση της «ευχής», για να μπορέσει ο νους να μείνει στην αίσθηση της χάρης και να διαφυλαχθεί από το μετεωρισμό, καθώς και για να φυλαχθούν οι αισθήσεις από τη βία των παθών. Χωρίς την προσευχή τίποτε δεν είναι δυνατό να γίνει. Ο χειρότερος εχθρός που επιβουλεύεται όλ’ αυτά είναι η αμέλεια, η λεγόμενη από τους Πατέρες ακηδία —το αντίθετο της φιλοπονίας, του κόπου, του αγώνα, που είδαμε ότι αποτελούν την αρχή της μετανοίας. Αν λοιπόν η ραθυμία διακόψει την καλήν αυτή συνέχεια, τότε όλα χάνονται και η επιστροφή είναι πολύ δύσκολη. Στη μετάνοια, οποιασδήποτε μορφής κι αν είναι, χρειάζεται η συμπαράσταση πεπειραμένου πνευματικού γιατρού, γιατί ο διάβολος, όταν δει τον άνθρωπο να σηκώνεται για να γυρίσει πίσω στο Θεό, τον πολεμά πολύ περισσότερο παρά προηγουμένως, για να τον αποθαρρύνει.

Σκοπός των πρακτικών αυτών είναι να προκαλέσουμε μέσα μας την παρουσία και ενέργεια της Θείας Χάρης· διότι εμείς, μόνοι μας, δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τον «αντίθετο στο νόμον του νοός μας νόμον της αμαρτίας», που είναι ριζωμένος στα μέλη μας. Χωρίς λοιπόν τη χάρη «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε». Η φιλοπονία την προκαλεί, η αμέλεια και η φιληδονία τη διώχνουν. Όταν τα μέλη και οι αισθήσεις παύσουν να δουλεύουν στην αμαρτία και φωτισθούν ο νούς και η καρδία και τα δύο υποταχθούν στην υπακοή του Χριστού, ελευθερώνεται ο άνθρωπος από την αιχμαλωσία του νόμου της φθοράς «στην ελευθερία των τέκνων του Θεού» και γίνεται πλέον «πνευματικός», και σαν τέτοιος είναι ικανός ν’ ακούσει, όπως ο Πέτρος, «Ποίμαινε τα πρόβατά μου» ή «βόσκε τα αρνία μου».

Αυτά όλα ισχύουν για όλους τους πιστούς, αλλά πρώτιστα και σε κύριο λόγο για τους ιερείς και μοναχούς. Σε μας τους ρασοφόρους αυτά πρέπει να γίνουν μόνιμο μέλημα, διότι η πνευματικότητα δεν είναι θέμα προαιρετικής επιλογής. Είναι το κύριο και απαραίτητο καθήκον μας και χωρίς αυτό δεν έχουμε καν λόγο ύπαρξης. Το «πηγαίνετε και κάνετε μαθητές μου όλα τα έθνη» προϋποθέτει μια πνευματική δύναμη που μας κάνει ικανούς να «δέσουμε τον δυνατό και να αρπάξουμε τα πράγματά του», τα λάφυρά του (Ματθ. ιβ’ 29). Τι άλλο είναι οι αμαρτωλοι παρά λάφυρα του διαβόλου που τους κρατά στο δικό του θέλημα; Αυτά λοιπόν τα λάφυρα διαταχθήκαμε από τον Κύριό μας να αρπάξουμε και να τα «μεταφέρουμε στη βασιλεία του υιού της αγάπης αυτού» (Κολ. α’ 13). Πόσο λοιπόν καθαροί και άγιοι οφείλουμε να γίνουμε εμείς για να επιτύχουμε σ’ αυτή την αποστολή μας! Γιατί, ας μη ξεχνούμε ότι, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες μας, «ότι πρώτα πρέπει να φωτισθούμε και έπειτα να φωτίσουμε, πρώτα να καθαριστούμε και έπειτα να καθαρίσουμε».

(Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, εκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, σ. 80-94, σε γλωσσική επεξεργασία)