«Πιστεύω, Κύριέ μου, ότι ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε, είναι το άχραντο Σώμα σου, και το Ποτήριο το τίμιο Αίμα σου»
Αναγράφεται στο Λαυσαικό ότι, ένας γέροντας Ασκητής, ενάρετος στην χριστιανική πολιτεία, απλούς και αγράμματος, δεν πίστευε ότι ο Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι Θεός, αλλά τύπος μόνο. Όταν το άκουσαν αυτό δύο γέροντες, οι οποίοι γνώριζαν την ενάρετη πολιτεία του ασκητή αυτού, κατανόησαν ότι το κάνει αυτό εξαιτίας της απλότητάς του. Πήγαν στο κελί του και του είπαν ότι κάποιος αββάς λέγει ότι δεν πιστεύει πως ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε είναι Σώμα του Χριστού, αλλά τύπος.
Αυτός αποκρίθηκε : Εγώ είπα αυτό τον λόγο. Τότε οι δύο γέροντες του συνέστησαν να πάψει να λέγει πλέον τέτοιες βλασφημίες, αφού όλοι οι χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Άρτος που κοινωνούμε μετατρέπεται σε Σώμα Χριστού και ο οίνος σε Αίμα Χριστού. Διότι όπως στη δημιουργία ο Θεός πήρε χώμα από τη γη και έκανε τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιερέας ως επίτροπος του Χριστού, λέγει αντ΄ αυτού τα λόγια : «Τούτο εστί το Σώμα μου». Και αυτό πιστεύουμε ότι αναμφισβήτητα είναι το Σώμα του Χριστού.
Ο γέροντας Ασκητής τους απάντησε : αν δεν το δω αυτό αισθητά δεν το πιστεύω. Οι δύο γέροντες τότε του είπαν : ας προσευχηθούμε στον Θεό με νηστεία και δάκρυα αυτή την εβδομάδα, να μας αποκαλύψει την αλήθεια.
Ο Γέροντας με χαρά συμφώνησε και προσεύχονταν : «Κύριε, γνωρίζεις ότι δεν το λέγω εξαιτίας της πονηρίας, αλλά για την ασφάλειά μου, να βεβαιωθώ για την αλήθεια. Στερέωσέ με τον δούλο σου». Οι άλλοι δύο γέροντες στα κελιά τους προσεύχονταν λέγοντας : «Κύριε Ιησού Χριστέ, φανέρωσε το μυστήριο τούτο στον γέροντα, για να μην χάσει τους κόπους του».
Ο Κύριος, εισάκουσε τις προσευχές των γερόντων και την Κυριακή που πήγαν στη Θεία Λειτουργία οι τρεις μόνο, όταν ήλθε η ώρα ο ιερεύς να διαμερίσει τον Άγιο Άρτο, είδαν ότι έγινε ο Άρτος βρέφος μικρό και ζωντανό και κατήλθε Άγγελος εξ ουρανού, εμέλισε το βρέφος, και έβαλε το αίμα στο Ποτήριο.
Μετά τη Λειτουργία κοινώνησαν οι δύο γέροντες Άρτο και Αίμα. Όταν ήλθε ο Ασκητής και πήρε τη μερίδα του δεσποτικού σώματος, βλέπει – ώ του Θαύματος – ότι ήταν ωμή και έσταζε αίμα. Τότε, φώναξε μετά φόβου :
«Πιστεύω, Κύριέ μου, ότι ο Άγιος Άρτος που μεταλαμβάνουμε, είναι το άχραντο Σώμα σου, και το Ποτήριο το τίμιο Αίμα σου». Τότε, έγινε πάλι η Σάρκα Άρτος και κοινώνησε.
Οι άλλοι δύο γέροντες του είπαν : Ξέροντας ο Θεός ότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να φάγει σάρκα ωμή, ετοίμασε ο Ίδιος το μυστήριο αυτό σε είδος Άρτου και Οίνου, για να το λαμβάνει ο καθένας με πολύ πόθο».