Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας, Ιερή Παράδοση

† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)
Μάθημα 6ον
1. Σάν νά μήν ἔχουμε σωστή ἔννοια γιά τήν ἱερή Παράδοση· σάν νά νομίζουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ἱερή Παράδοση ἀποτελοῦν δυό διαφορετικά πράγματα, δυό ξέχωρες πηγές τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας. Καί ὅπως λέει ὁ Ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, ὄχι μόνο μή Ὀρθόδοξοι ἀλλά καί πολλοί Ὀρθόδοξοι υἱοθετοῦν αὐτήν τήν ἄποψη, ὁρίζοντες τήν Παράδοση ὡς τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πού δέν καταγράφηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ὁμιλοῦντες περί δύο διαφορετικῶν πηγῶν τῆς χριστιανικῆς πίστης, τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.1
Ἡ τοποθέτηση αὐτή δέν εἶναι ὀρθόδοξη. Ὁ Θεός ἀποκάλυψε, «παρέδωκε» στήν Ἐκκλησία Του τήν Ἀλήθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ἱερή Παράδοση: Εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια τῆς πίστης μας. Ἕνα ὅμως μέρος ἀπό αὐτή τήν Παράδοση, λόγω ὁρισμένων περιστάσεων, καταγράφηκε καί ἀποτέλεσε τήν Ἁγία Γραφή. Ὥστε ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι μόνο ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς Παράδοσης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς πίστης μας.2 Kαί δέν καταγράφηκε μόνο στήν Ἁγία Γραφή ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς Παράδοσης, δηλαδή τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί σέ ἄλλα μνημεῖα τῆς Ἐκκλησίας μας. «Παράδοση εἶναι ἡ ὀρθή πίστη, πού ἀποκαλύπτεται ἀπό τόν Θεό στούς θεουμένους καί οἱ ὁποῖοι στήν συνέχεια τήν παραδίδουν στόν λαό τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τήν ἁγία Γραφή, τά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, τά μυστήρια καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας» (Ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ, Φαράν καί Ραϊθώ κ. Δαμιανός).3 Δέν εἶναι λοιπόν τό πᾶν ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως λέγουν οἱ Προτεστάντες, ἀλλά τό πᾶν εἶναι ὅλη ἡ ἱερή Παράδοση, ὅπως βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄς φανταστοῦμε τήν πρώτη ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δέν εἶχε γραφεῖ ἀκόμα κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ Ἐκκλησία καί τότε ἀσφαλῶς γνώριζε, κήρυττε καί βίωνε τήν διά τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια καί δέν ἀποκαλύφθηκε αὐτή ἡ Ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία ἀργότερα μέ τήν συγγραφή τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐπειδή φατρίαζαν οἱ Χριστιανοί στήν Κόρινθο καί γιά διάφορα ἄλλα θέματα, ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του· ἐπειδή δέν μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος νά ἐπικοινωνήσει μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μέ ἄλλο τρόπο καί νά συμβουλεύσει τούς χριστιανούς γιά ὁρισμένα θέματα, ἔγραψε σ᾽ αὐτούς τήν πρώτη του ἐπιστολή· καί ἐπειδή παρεξήγησαν τήν ἐπιστολή του αὐτή ἔγραψε σ᾽ αὐτούς καί δεύτερη ἐπιστολή, ὅπου πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι παραπέμπει τούς ἀναγνῶστες του στό προφορικό κήρυγμα σ᾽ αὐτούς (βλ. Β´ Θεσ. 2,5.15). Δηλαδή ἄν δέν συνέβαιναν αὐτές οἱ παρεξηγήσεις καί ἀταξίες στίς τοπικές αὐτές Ἐκκλησίες, δέν θά γράφονταν οἱ ἐπιστολές αὐτές. Τό ἴδιο ἰσχύει περίπου καί μέ τίς ἄλλες ἐπιστολές καί τά ἄλλα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Γι᾽ αὐτό καί γράψαμε παραπάνω ὅτι δέν εἶναι τό πᾶν ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Προτεστάντες, ἀλλά ὅλη ἡ ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού τήν λέμε «ἱερή Παράδοση» καί πού βιώνεται ἀπό τήν ἀρχή στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, πολλές ἀλήθειες τῆς πίστης μας, πού βιώνουμε σάν χριστιανοί, πιθανόν νά μήν ἀναπτύσσονται διά πολλῶν στήν Καινή Διαθήκη, ἀκριβῶς γιατί δέν τίς ἀμφισβήτησαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἀδελφοί μας, ὥστε νά ἀναγκαστοῦν οἱ Ἀπόστολοι νά γράψουν εἰδικό κείμενο γι᾽ αὐτές. Ἔτσι δέν λέγεται στήν Καινή Διαθήκη καθαρά ὅτι πρέπει νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιατί αὐτό ἦταν γνωστό στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἔτσι γινόταν καί δέν τό ἀμφισβήτησε κανείς· καί ἀσφαλῶς, ἄν σέ μιά τοπική Ἐκκλησία γινόταν ἀπό μερικούς αὐτή ἡ ἀμφισβήτηση, οἱ Ἀπόστολοι θά ἔγραφαν πρός τήν Ἐκκλησία αὐτή γιά τό θέμα αὐτό. Τό ἴδιο ἔχουμε νά ποῦμε γιά τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Οἱ Προτεστάντες καί Χιλιαστές τό ἀμφισβητοῦν, γιατί νομίζουν ὅτι δέν ὁμιλεῖ ἡ Καινή Διαθήκη γι᾽ αὐτό.4 Ἀλλά δέν ἦταν ἀνάγκη νά γραφεῖ στήν Καινή Διαθήκη, ἀφοῦ ἦταν πίστη τῶν χριστιανῶν ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου. – Εἶναι πολύ ἀνόητο αὐτό πού μᾶς ρωτοῦν οἱ αἱρετικοί, «ποῦ τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή αὐτό πού κάνετε οἱ Ὀρθόδοξοι;». Ἀλλά δέν εἶναι ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή ἡ θεία Ἀποκάλυψη. Ἡ Γραφή εἶναι τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν αὐθεντική, τήν γνήσια Ἀποκάλυψη, ἀλλά ὄχι ἡ θεία Ἀποκάλυψη: «Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ Γραφή δύναται νά ταυτισθῇ πρός τήν Ἀποκάλυψιν εἶναι οὐ μόνον γελοία ἀπό πατερικῆς ἀπόψεως, ἀλλά καί καθαρά αἵρεσις. Ἡ Γραφή δέν εἶναι Ἀποκάλυψις, ἀλλά λόγος περί Ἀποκαλύψεως» (πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης).5
Κλείνουμε τήν παράγραφο αὐτή μέ τά ὅσα ὡραῖα λέει ὁ Ἀρχιμ. Σωφρόνιος, συγγραφέας τοῦ βιβλίου ὁ Γέροντας Σιλουανός: «Ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι βαθύτερη ἤ σπουδαιότερη ἀπό τήν Ἱερή Παράδοση, ἀλλά μιά ἀπό τίς μορφές της. Ἡ μορφή αὐτή εἶναι ἡ πιό πολύτιμη, γιατί εὔκολα διαφυλάσσεται καί εὔκολα χρησιμοποιεῖται. Ἄν ὅμως ἡ Γραφή ἀπομονωθεῖ ἀπό τό ρεῦμα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, δέν μπορεῖ νά γίνη κατανοητή. Ἐνεργοῦν λανθασμένα ὅσοι, ἀφοῦ ἀποκόψουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πορεύονται – ἔτσι νομίζουν – πρός τίς πηγές της, δηλαδή πρός τήν Ἁγία Γραφή. Πηγή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἡ Ἱερή Παράδοση. Τίς πρῶτες δεκαετίες τῆς ἱστορίας της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε τίς Γραφές τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ζοῦσε μόνο μέ τήν Παράδοση, κι αὐτήν καλοῦνται οἱ πιστοί νά τηρήσουν, ὅπως ξέρουμε ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀπ. Παύλου (Β´ Θεσ. β´ 15).
Εἶναι πασίγνωστο πώς ὅλοι οἱ αἱρεσιάρχες στηρίζονταν στήν Ἁγία Γραφή, μέ τήν μόνη διαφορά πώς τήν ἐξηγοῦσαν κατά τήν γνώμη τους. Γιά μιά τέτοια διαστρέβλωση τῆς ἔννοιας τῆς Ἁγίας Γραφῆς κατά τήν αὐθαίρετη ἐξήγησή της μίλησε ἤδη ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Β´ Πέτρ. γ´ 16)».6
2. Ἡ ἱερή Παράδοση, ἡ ἀποκαλυφθεῖσα δηλαδή Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δόθηκε στούς Ἀποστόλους καί κηρύχθηκε ἀπ᾽ αὐτούς στούς πιστούς. Γι᾽ αὐτό καί λέγοντας ἱερή Παράδοση νοοῦμε τήν διδασκαλία πού ἔρχεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων· καί γι᾽ αὐτό στόν δεύτερο μέχρι τόν τέταρτο αἰώνα καλεῖται «ἡ Ἀποστολική Παράδοση».
Πρέπει νά λάβουμε καλά ὑπόψη ὅτι ἡ παλαιά Ἐκκλησία πρόσεχε τήν ἐσωτερική ζωή της ἀπό τούς ἐκτός αὐτῆς· τά ἅγιά της Μυστήρια γίνονταν μυστικά, φυλάσσονταν ἀπό τούς μή χριστιανούς. Ὅταν τελοῦνταν τά Μυστήριά της – τό Βάπτισμα ἤ ἡ θεία Εὐχαριστία – δέν ἦταν παρόντες οἱ μή χριστιανοί. Ἡ τάξη τῆς τελετῆς τῶν Μυστηρίων δέν ἦταν καταγραμμένη, ἀλλά μεταδιδόταν προφορικά· καί ὅ,τι γινόταν μυστικά ἀποτελοῦσε τό οὐσιαστικό μέρος τῆς πίστης. Ὁ ἅγιος Κύριλλος ὁ Ἰεροσολύμων (4ος αἰώνας) μᾶς τό παρουσιάζει αὐτό πολύ καθαρά. Ἀναλαμβάνοντας τήν κατήχηση ἐκείνων πού εἶχαν ἀποφασίσει νά γίνουν χριστιανοί, λέει ὁ ἱεράρχης πρός αὐτούς στήν προκατήχησή του: Ἄν σέ ρωτήσουν αὐτοί πού δέν ἔχουν ἀποφασίσει ἀκόμη νά γίνουν χριστιανοί τί σοῦ διδάξαμε, νά μήν πεῖς τίποτα σ᾽ αὐτούς πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γιατί αὐτό πού σοῦ παραδίδουμε εἶναι Μυστήριο καί τήρησε αὐτό τό Μυστήριο γιά Ἐκεῖνον πού εἶναι μισθαποδότης. Καί ἄν σέ ρωτήσει αὐτός πού εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, «τί πειράζει νά τό μάθω καί ἐγώ τό Μυστήριο αὐτό;», σκέψου ὅτι καί ὁ ἄρρωστος ζητᾶ νά πιεῖ κρασί· ἀλλά ἄν τοῦ δοθεῖ σέ ἀκατάλληλο καιρό τοῦ κάνει ζημιά· καί δέν γίνεται μόνο ζημιά στόν ἄρρωστο, ἀλλά συκοφαντεῖται καί ὁ ἰατρός. Ἔτσι αὐτός πού δέν πῆρε ἀκόμη τήν ἀπόφαση νά γίνει χριστιανός: Ἄν ἀκούσει ἀπό τόν πιστό τό Μυστήριο καί ὁ ἴδιος αὐτός βλάπτεται, γιατί θά μυκτηρίσει τό ἱερό Μυστήριο, καί ὁ πιστός θά κατακριθεῖ ὡς προδότης.7
Σέ μιά ἄλλη ἀπό τίς μετέπειτα ὁμιλίες του ὁ ἅγιος Κύριλλος πάλι λέει στούς πορευομένους γιά τό βάπτισμα ὅτι τούς παραδίδει τήν πίστη σέ λίγους στίχους, γιά νά τούς ἀπομνημονεύσουν καί ὄχι νά τούς καταγράψουν καί φανερωθεῖ στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.8 Καί τελειώνοντας τήν προκατήχησή του ὁ ἅγιος Ἱεράρχης λέει καθαρά σ᾽ αὐτούς πού τήν ἄκουσαν, νά μήν τήν ἀνακοινώνουν σέ ἀνθρώπους πού δέν εἶναι χριστιανοί.9
Τόσο πολύ πρόσεχε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία νά μήν γίνονται γνωστά τά Μυστήριά της στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους.10
3. Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας ἔχει μιά πολύ ὡραία περικοπή στήν ὁμιλία του περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου μιλάει γιά πολλά πού ἔχουμε παραλάβει ἀπό τήν ἱερή Παράδοση καί τά ὁποῖα δέν ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή: Τό νά κάνουμε τόν σταυρό μας, τό νά στρεφόμαστε πρός ἀνατολάς ὅταν κάνουμε τήν προσευχή μας, τά λόγια πού λέμε κατά τόν καθαγιασμό τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου στήν θεία Λειτουργία, ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος τῆς κολυμβήθρας, τό νά βυθίζεται ὁ βαπτιζόμενος τρεῖς φορές σ᾽ αὐτήν καί τόσα ἄλλα ἀκόμη τά ἔχουμε παραλάβει ἀπό τήν ἱερή Παράδοση.11
3. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἄν καί δεχόμαστε μέ ἀπόλυτο σεβασμό τήν αὐθεντικότητα τῆς ἱερῆς Παράδοσης, πού ἔρχεται ὡς ἱερή κληρονομιά ἀπό τό παρελθόν, ὅμως γνωρίζουμε ὅτι δέν ἔχει τήν ἴδια ἰσχύ μέ αὐτήν κάθε τι πού ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν. Κάθε τι πού ἔρχεται ἀπό τό παρελθόν δέν ἔχει πράγματι τήν ἴδια ἀξία μέ τήν ἱερή Παράδοση, οὔτε κάθε τι πού λαμβάνουμε ἀπό τό παρελθόν εἶναι ἀναγκαίως καί ἀληθινό. Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῆς «ἱερῆς Παράδοσης» καί τῶν «παραδόσεων». Πολλές τέτοιες παραδόσεις, πού παραδόθηκαν ἀπό τό παρελθόν, δέν ἀποτελοῦν μέρος τῆς μιᾶς ἀληθινῆς Παράδοσης, τῆς θείας Ἀποκάλυψης.
4. Τήν ἀποκαλυφθεῖσα πίστη μας, δηλαδή τήν ἱερή Παράδοση, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Γραφή τήν βρίσκουμε:
α) Σέ πολλά παλαιά ἔγγραφα τῆς Ἐκκλησίας, στούς Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων,12 στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.13
β) Στά Σύμβολα τῆς πίστης μας τῶν παλαιῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
γ) Στίς λειτουργικές δέλτους καί σέ ἄλλα παλαιά κείμενα τελετῶν καί προσευχῶν.
δ) Στά παλαιά μαρτυρολόγια. Τά κείμενα τῶν πράξεων τῶν Μαρτύρων δόθηκαν πρός χρήση τῶν πιστῶν, ὅταν ἐξετάστηκαν πρῶτα ἀπό τούς κατά τόπους Ἐπισκόπους· καί τά κείμενα αὐτά, ὅπως καί γενικά οἱ βίοι ὅλων τῶν ἁγίων ἀναγινώσκονταν ἀπό τούς χριστιανούς ὑπό τήν ἐπίβλεψη τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτά τά βιβλία, πού περιέχουν τούς βίους τῶν ἁγίων, ἀναγινώσκονταν στίς συνάξεις τῶν πιστῶν λέγονται «Συναξάρια».14 Σ᾽ αὐτά βλέπουμε ὁμολογίες τῶν ἁγίων στήν Ἁγία Τριάδα, στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν πόθο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν σωστή κατά Χριστόν ζωή τους κ.ἄ.
ε) Στά παλαιά κείμενα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα στό σχετικό βιβλίο τοῦ Εὐσεβίου Παμφίλου, Ἐπισκόπου Καισαρείας,15 ὅπου βρίσκονται συγκεντρωμένες πολλές παλαιές ἱεροτελεστίες καί δόγματα, ὅπου δίνεται ὁ κανόνας τῶν ἱερῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.
στ) Στά ἔργα Πατέρων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας.16
ζ) Τελικά, ἡ ἱερή Παράδοση βρίσκεται κυρίως στό πνεῦμα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.17
5. Ἡ ἱερή Παράδοσή μας, αὐτή μαρτυρεῖ γιά τήν ἀλήθεια καί ἐγκυρότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί αὐτή μᾶς βοηθεῖ γιά τήν ὀρθή της ἑρμηνεία, γιά νά ἀποφεύγουμε τίς μονόπλευρες καί ἐσφαλμένες ἑρμηνεῖες. Ἀλλά καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό μοναδικό κριτήριο γιά τήν αὐθεντική Παράδοση καί τήν ἀπόρριψη τῶν ἄλλων παραδόσεων, πού δέν ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἱερῆς Παράδοσης· γιατί, ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ἀποτελεῖ, ὅπως ἤδη γράψαμε, μέρος τῆς ἱερῆς Παράδοσης, συμφωνεῖ μέ τό ὅλο πνεῦμα αὐτῆς. Παράδοση, λοιπόν, πού φαίνεται ὅτι ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τήν Ἁγία Γραφή δέν ἀποτελεῖ ἱερή Παράδοση.