Αγία Μακρίνα

Και η έξω ιστορία και η ιστορία της Εκκλησίας μάς διέσωσαν ονόματα όχι μόνο μεγάλων ανδρών, αλλά και μεγάλων γυναικών. Έχει και εδώ εφαρμογή ο λόγος του Αποστόλου, ότι «ούκ ένι άρσεν και θήλυ»· ενώπιον δηλα­δή του Χριστού δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα. Την ιδία αξία έχουν και το ίδιο μεγάλοι και θαυμαστοί είναι και ο άνδρας και η γυναίκα. Οι άνδρες στα δικά τους έργα και οι γυναίκες πάλι στα δικά τους. Γιατί βέβαια για άλλα έργα και δραστηριότητες είναι πλασμένοι οι άνδρες και για άλλα οι γυναίκες. Αφύσικο πράγμα είναι, αλλά και ασύμφορο, να αντιστρέφονται οι όροι και να απασχολούνται οι άνδρες με τα γυναικεία έργα και οι γυναίκες με τα ανδρικά.

Makrin1

Μια γυναίκα, που το όνομά της και το έργο έμειναν πολύ σεβαστά στην ιστορία της Εκκλησίας, είναι η οσία Μακρίνα, της οποίας την ιερή μνήμη εορτάζουμε σήμερα. Η οσία Μακρίνα είναι αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου και πρωτότοκη σε μια οικογένεια με εννέα παιδιά, που έδωκε στην Εκκλησία τρεις επισκόπους. Πατρίδα της εί­ναι η Καππαδοκία, μια επαρχία με πλούσια και μεγάλη εκκλησιαστική παράδοση, πατρίδα πολλών αγίων και με­γάλων ιεραρχών. Η οικογένεια της οσίας Μακρίνας ήταν από τις πιο ξεχωριστές οικογένειες της Καππαδοκίας, με προγόνους αγίους μάρτυρες στα χρόνια των διωγμών και με διδάσκαλο τον άγιο Γρηγόριο το θαυματουργό.

Ο άγιος Γρηγόριος ο επίσκοπος Νύσσης, αδελφός της οσίας Μακρίνας, έγραψε τον βίο της, αλλά και ο άλλος αδελφός της, ο Μέγας Βασίλειος, μας δίνει πλη­ροφορίες, ώστε να γνωρίζουμε πολλά και με ακρίβεια για την οσία του Θεού. Αρχίζοντας τη βιογραφία της αδελφής του, ο άγιος Γρηγόριος γράφει· «Αυτά που γράφω είναι αξιόπιστα, γιατί δεν τα διάβασα, αλλά μου τα δίδαξε η πείρα, και σε όσα με ακρίβεια έχω να σας πω δεν θα επικαλεσθώ ξένη μαρτυρία». Η Μακρίνα λοιπόν ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και ανατράφηκε από τους γονείς της με πολλή επιμέλεια· «και της ψαλμωδουμένης γραφής ουδ’ ο,τιούν ηγνόει», εκτός δηλαδή από τα άλλα, ήξερε και όλο το Ψαλτήριο.

Ο πατέρας της σε μικρή ακόμα ηλικία την αρραβώνιασε με κάποιον καλό νέο, αλλά ο νέος αυτός πέθανε πριν να έλθει ο καιρός για το γάμο. Αυτό ήταν αρκετό· η Μακρίνα, σαν και να είχε γίνει ο γάμος, έμεινε πιστή στη γνώμη του πατέρα της κι αφοσιώθηκε να βοηθήσει τη μητέρα της στην ανατροφή των αδελφών της. Όλα τα αδέλφια στο σπίτι τη σέβονταν σαν δεύτερη μητέρα τους, και είν’ αυτή που κατόρθωσε να πείσει τον Μέγα Βασίλειο να αφήσει τη δικηγορική και να γίνει μοναχός. Όταν μάλιστα πέθανε ο πατέρας της, η Μα­κρίνα ανέλαβε να αναθρέψει και διδάξει τον ένατο αδελφό της Πέτρο, τον έπειτα επίσκοπο Σεβαστείας· «επί πάσαν την υψηλοτέραν ήγαγε παίδευσιν».

Αλλά η οσία Μακρίνα δεν υπήρξε μόνο για την οικογένειά της «του βίου διδάσκαλος» και «μετά την μητέρα μήτηρ», αλλά και μεγάλη οσία και μοναχή. Όταν μεγάλωσαν οι αδελφοί της και πήραν ο καθένας το δρόμο του, η Μακρίνα αποτραβήχθηκε στα οικογε­νειακά τους κτήματα στον Πόντο κι εκεί ίδρυσε μεγάλο και υποδειγματικό γυναικείο κοινόβιο μοναστήρι. Να τι γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο επίσκοπος Νύσσης για το φροντιστήριο αυτό της αρετής, όπως το χαρακτηρίζει· «Χορός ην περί αυτήν παρθένων πολύς, ας αυτή διά των πνευματικών ωδίνων γεννήσασα, και εις τελείωσιν διά πάσης επιμελείας προάγουσα, την των αγγέλων εμιμείτο ζωήν εν ανθρωπίνω σώματι». Άγιες γυναίκες, που έδωσαν το βίο τους για να κερδίσουν τη ζωή.

Η οσία Μακρίνα πέθανε ένα χρόνο μετά το θάνα­το του αδελφού της Μεγάλου Βασιλείου, δηλαδή το 380. Ο άγιος Γρηγόριος, που βρέθηκε παρών στο θάνατό της και της έκλεισε τα μάτια, μας περιγράφει συγκινητι­κά τις τελευταίες στιγμές της. Μας απομνημονεύει και την προσευχή της οσίας πριν παραδώσει το πνεύμα, μια προσευχή γεμάτη πίστη και ελπίδα, που αρχίζει με αυτά τα λόγια· «Συ έλυσας ημίν, Κύριε, του θανάτου τον φό­βον· συ ζωής αληθινής αρχήν ημίν εποίησας το τέλος της ενταύθα ζωής». Η οσία Μακρίνα, με την προσδο­κία της αναστάσεως, έκανε το πέρασμα «εκ του θανά­του εις την ζωήν». Προσευχόταν με πολύ σιγανή φωνή κι έκανε το σταυρό της· «επετίθει την σφραγίδα τοις οφθαλμοίς και τω στόματι και τη καρδία». Αμήν.

 

(Μητροπ. Κοζάνης Διονυσίου (+), Εικόνες Έμψυχοι, Αποστ. Διακονία, σ. 418-420)

Η προσευχή της

«Συ Κύριέ μου, έλεγε, εξαφάνισες από μέσα μας το φόβο του θανάτου.

Συ έκανες, για χάρη μας, το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας ζωής.

Συ για λίγο καιρό αναπαύεις με τον ύπνο του θα­νάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας Σου.

Συ παραδίδεις σαν περιουσία στης γης τα σπλά­χνα πάλι το χωματένιο σώμα μας, που με τα χέρια Σου έπλασες και ξαναπαίρνεις πάλι ό,τι έδωσες στη γη, κάνοντας το θνητό και άσχημο σώμα μας λαμπρό, με την αφθαρσία και τη χάρη Σου.

Συ μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες και τα δύο για τη δική μας σωτηρία.

Συ σύντριψες τις κεφαλές του δράκοντα που με το χάσμα, που έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων, κράταγε γερά από το λαιμό τον άνθρωπο.

Συ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και κατάργησες αυτόν, που ως τότε είχε την εξουσία του θανάτου.

Συ έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται, σαν σημείο δυνάμεως, τον τύπο του Παναγίου Σταυρού Σου, για να νικάμε το διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας.

Πηγή:http://hristospanagia3.blogspot.gr/

Πηγή:http://hristospanagia3.blogspot.gr/

Θεέ αιώνιε,

Σε Σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα,

Εσένα αγάπησε η ψυχή μου, με όλη της τη δύναμη.

Σε Σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι τώρα.

Συ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτει­νό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλάνε τα δροσερά νερά που αναπαύουν τις ψυ­χές, μέσα στην αγκάλη των αγίων πατέρων.

Συ που έπαυσες την ισχύ της πύρινης ρομφαίας κι επανέφερες στον Παράδεισο τον άνθρωπο, που σταυ­ρώθηκε μαζί Σου και πρόσπεσε στην ευσπλαχνία Σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία Σου.

Γιατί και ’γω σταυρώθηκα μαζί Σου, αφού για τον άγιο φόβο Σου κάρφωσα τη χωματένια σάρκα μου και σεβάσθηκα τα θελήματά Σου.

Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα του θανάτου από τους εκλεκτούς Σου.

Στο δρόμο μου να μη σταθεί ο διάβολος εμπόδιο, ούτε η αμαρτία μου να βρεθεί μπροστά Σου, εάν σε κάτι αμάρτησα από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως με λόγια, με πράξεις ή με λογισμούς.

Συ που έχεις εξουσία να συγχωρείς πάνω στη γη τις αμαρτίες, συγχώρεσέ με, για να αναπαυθώ και να βρεθώ μπροστά Σου, όταν χωρισθώ από το σώμα μου, χωρίς ρύπο ή κηλίδα στης ψυχής μου τη μορφή.

Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια Σου, καθαρή και αμόλυντη, ως θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν Σου.»

 

Προς τα Ουράνια σκηνώματα

Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του Σταυρού τα μάτια της, το στόμα της, και το μέ­ρος της καρδιάς της. Σιγά-σιγά και η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμα.

Εν τω μεταξύ όταν σουρούπωσε και κάποια έφε­ρε φως, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέπο­ντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ευχαριστία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της και τα χείλη της τα κινούσε σύμφω­να με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την ευχαριστήρια προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της.

Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέ­γοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φρο­ντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το πα­γωμένο από τη λύπη χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσω­πό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθε­τημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευτρεπίσει.

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης, εκδ. Ι.Μ. Αγίων Πάντων, Σπέτσαι, -απόσπασμα- σ. 56-67)