Η αδράνεια και αδιαφορία των καιρών μας που επικρατούν, μας αποκαρδιώνουν, διότι τα ενδιαφέροντα του κόσμου όλο και περισσότερο περιορίζονται γύρω από το ψυχρό ατομισμό και την εμπαθή ιδιοτέλεια. Σε μια τέτοιου είδους ιδιοτέλεια για ποιά αιωνιότητα και αθανασία να μιλήσει κάποιος; Οι σιδηροδέσμιοι οπαδοὶ της υλοφροσύνης και ματαιότητας αντιμετωπίζουν με πολλή υποψία καθετί αιώνιο. Σκληρά εγκλωβισμένοι στα δεσμά του χρόνου και του χώρου δεν αντέχουν σε παραλληλισμούς, ή ίσως από την αδράνεια που τους αιχμαλωτίζει δεν μπορούν να ασχοληθούν με κάτι το υπερχρονικό, το υπερτοπικό, με κάτι που είναι αιώνιο. Τέτοιες σκέψεις τις θεωρούν ως ξένη εισβολή και επίθεση και απειλούν με πόλεμο. Ο ουμανιστής πολλές φορές θεωρεί μια τέτοια επίθεση ως βία κατά της ελευθερίας του και τη χαρακτηρίζει ως ασυγχώρητο θράσος.
Βυθισμένος ολόκληρος στην ύλη, αφού με τη δύναμη της βαρύτητας είναι δεμένος στο χώρο και το χρόνο, με το πνεύμα του αποκομμένο από την έννοια της αιωνιότητας, δεν προτιμά τις θεωρίες γι’ αυτό το θέμα ως δύσκολες. Φοβάται το χάσμα μεταξύ χρόνου και αιωνιότητας, θεωρώντας το ως αγεφύρωτο, αφού του λείπουν η αναγκαία ικανότητα και δύναμη για να το κοιτάξει. Όλα αυτά προκαλεί ο ακοίμητος και αδιάλλακτος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, ο οποίος μεταμορφώνει τα πάντα στα δικά του φθαρμένα και πρόσκαιρα επιτελεία και ειρωνεύεται καθετί το αιώνιο και διαρκές. Ο ενδοκοσμικός ουμανιστής ερμηνεύει με τα θνητά του αισθητήρια τον θνητό άνθρωπο και ειρωνεύεται την έννοια της αθανασίας.
Η αίσθηση της αθανασίας στον άνθρωπο δεν είναι εξωτερική μάθηση ή επιβολή αλλά εσωτερική κατάσταση και πρέπει κατά κάποιον τρόπο ο άνθρωπος να πάσχει την αθανασία συμμετέχοντας στην αυτοαθανασία του Κυρίου του, του οποίου τα ίχνη ακολουθεί. Για να είναι δε πάλιν αιώνιος, πρέπει με το κέντρο της αυτοσυνειδησίας του να γνωρίζει καλά τον εαυτό του αιώνιο, διότι το κέντρο του στόχου και ενδιαφέροντός του, ο Χριστός, είναι ο μόνος αιώνιος και αθάνατος. Χωρίς αυτά και η αθανασία και η αιωνιότητα είναι κανόνες εξωτερικοί χωρίς νόημα. Οι προηγούμενες γενεές ίσως έτσι να ένοιωθαν. Στη δική μας γενεά έχει ατροφήσει ανησυχητικά, όπως μας πληροφορεί η μυστηριώδης δομή της ανθρώπινης υπάρξεως.
Εκείνο που ενδιαφέρει πραγματικά είναι το πως να αναζωπυρώσει κάποιος μέσα του αυτό το αίσθημα το οποίον είναι σβησμένο και να ανορθώσει την θολωμένη επίγνωση. Τα μέσα και οι φιλοσοφίες των ανθρώπων, δεν είναι ικανά να το πραγματοποιήσουν, παρά μόνο ο Θεός, ο οποίος τον αθάνατο εαυτό του ενσάρκωσε μέσα στην ανθρώπινη αυτοαίσθηση και αυτοσυνείδηση και συνένωσε την θεία και την ανθρώπινη φύση σε ένα, τον Θεάνθρωπο, και μετέδωσε στην ανθρώπινη μηδαμινότητα από τα δικά του θεία γνωρίσματα, την απεραντοσύνη, την αθανασία και την αιωνιότητα. Ναι, με αυτόν τον τρόπο ο Θεάνθρωπος Χριστός με το πρόσωπό του γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ του χρόνου και της αιωνιότητας και αποκατέστησε τις μεταξύ τους σχέσεις.
Γι’ αυτό μόνον ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος ενώνεται οργανικά με τον Θεάνθρωπο Χριστό και με το σώμα του, την Εκκλησία, αισθάνεται τον εαυτό του στα όρια της αθανασίας και της αιωνιότητας. Για τη δική μας φύση ο Χριστός έγινε η μοναδική μετάβαση και διάβαση από το χρόνο στην αιωνιότητα, από την αυτοαίσθηση της θνητότητας στην αίσθηση της αθανασίας, από την αυτογνωσία του προσωρινού και πρόσκαιρου στην αυτοσυνειδησία της χωρίς όρια αιωνιότητας. Η Εκκλησία, ως η αιωνίως ζωντανή υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού, είναι πάντοτε η αιώνια υπόστασή του και στο παρόν και στην αιωνιότητα ως θεανθρώπινη υπόσταση, θεανθρώπινο πνεύμα και σώμα.
Ο ορισμός της Εκκλησίας, η ζωή της, ο σκοπός της, το πνεύμα της, το πρόγραμμά της, οι μέθοδοί της και ό,τι άλλο την αποτελεί, όλα έχουν δοθεί από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Δικαίως η αποστολή της Εκκλησίας είναι να ενώσει και να ενώνει οργανικά και προσωπικά όλα τα μέλη της με το θείο πρόσωπο του Χριστού και να μεταβάλει τα πνευματικά τους αισθητήρια στην θεανθρώπινη χριστοαίσθηση και χριστολογία, να γίνει όλη η ζωή εν Χριστώ και από τον Χριστό· να ζουν όχι οι ίδιοι, αλλά να ζει μέσα τους ο Χριστός ( βλ. Γαλ. 2, 20). Ο Χριστός με την Εκκλησία εξασφαλίζει στους πιστούς την αθανασία και την αιωνιότητα κάνοντάς τους μετόχους θείας φύσεως (βλ. Β΄ Πέτρ. 1, 4). Αποστολή ακόμη της Εκκλησίας είναι να κάνει κάθε μέλος της να συνειδητοποιήσει ότι την κανονική κατάσταση της ανθρώπινης προσωπικότητας αποτελούν η αθανασία και η αιωνιότητα και όχι η εδώ προσωρινή ζωή. Ο άνθρωπος είναι ένας οδοιπόρος, ο οποίος πορεύεται προς την αθανασία, την αιωνιότητα και τις θείες επαγγελίες.
Η Εκκλησία, αν και ευρίσκεται μέσα στα όρια του χρόνου και του χώρου, είναι θεανθρώπινη, και αν και ευρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι όμως απ’ αυτόν ( βλ. Ιω. 18, 36).
Ευρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο, για να τον οδηγήσει προς τα άνω, απ’ όπου και η ίδια προέρχεται. «Η Εκκλησία είναι οικουμενική» κατά το λόγο του μεγάλου μας πατέρα και θεολόγου Ιουστίνου Πόποβιτς· «καθολική, θεανθρώπινη, αιώνια, και γι’ αυτό αποτελεί προδοσία και ασυγχώρητη βλασφημία εναντίον του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος το να υποβιβάζουμε την Εκκλησία σε ένα εθνικό ίδρυμα»(βλ. Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος. Εσωτερική αποστολή της Εκκλησίας μας, σελ. 55). Πράγματι, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι υπερεθνικός, οικουμενικός και πανανθρώπινος, ώστε να ενώνει εν Χριστώ όλους τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις εθνικότητας, φυλής ή κοινωνικού επιπέδου. «Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άνδρας και γυναίκα· όλοι σας είστε ένας χάρη στον Ιησού Χριστό»(Γαλ. 3, 28), διότι «του Χριστού είναι όλα και ο Χριστός είναι σε όλα» (Κολ. 3, 11).
Η Εκκλησία είναι μία. Δεν υπάρχει παρά μία Εκκλησία του Χριστού, η οποία είναι το σώμα του, και ο Χριστός ουδέποτε διαιρείται. Στον σαρκωμένο Χριστό η ενότητα του ανθρώπινου γένους, που διασπάσθηκε από την πτώση και την αμαρτία, αποκαταστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Με το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, εγκαινιάσθηκε εντελώς νέο καθεστώς υπάρξεως. Το κύριο λειτούργημα της Εκκλησίας στον κόσμο είναι να συγκεντρώνει τα χωρισμένα και διασκορπισμένα άτομα και να τα ενώνει μέσα σε μια οργανική και ζωντανή ενότητα εν Χριστώ. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι ταυτοχρόνως η αρχή και το τέλος της υπάρξεώς της· το ίδιο το θεμέλιο και ο σκοπός, το αρχικό δεδομένο και το πρόβλημα προς επίλυση.
«Η ενότητα του Πνεύματος» δόθηκε εξ αρχής, αλλά πρέπει να διατηρείται και να συνεχίζεται «με το σύνδεσμο της ειρήνης»(Εφεσ. 4, 3) με την αδιάκοπη προσπάθεια της πίστεως και της αγάπης με τον Χριστό και με την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Η καθολικότητα της Εκκλησίας είναι ήδη δεδομένη. Η καθολικότητα του σώματος προσδιορίζεται από την ενότητα του αρχηγού της και του Παρακλήτου. Η πλήρης καθολικότητα συνεπάγεται τέλεια μεταμόρφωση της ανθρώπινης ζωής, η οποία δεν πραγματοποιείται παρά με πνευματικές προσπάθειες, με επιτεύγματα αγάπης και αυταπαρνήσεως. Με το μυστήριο της θείας οικονομίας ο Θεός Λόγος άνοιξε σε όλους μας το δρόμο προς την Τριαδική Θεότητα.
Στο θεανθρώπινο αυτό μυστήριο, στο οποίο ολοκληρώθηκε η θεία οικονομία, όλα προέρχονται και υπάρχουν «εκ του Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι Αγίω». Αυτός είναι ο κύριος νόμος στο θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας, ο ύψιστος στόχος στη ζωή της, ο πραγματικός σκοπός στη ζωή κάθε μέλους της, και έτσι ζωή και σωτηρία στην πραγματικότητα είναι διαβίωση στην Παναγία Τριάδα, τον ένα Θεό μας. Όλα αυτά τα έκανε ο Κύριός μας στο σώμα του, την Εκκλησία, με τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψή του. Με τη χάρη του ο Κύριός μας μεταμορφώνει τους ανθρώπους από παλαιούς σε νέους, δίδοντάς τους δύναμη για νέα ζωή.
Ο Θεός Λόγος έλαβε σώμα με τη σάρκωσή του, και όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, της σωτηρίας του κόσμου, «ετελείωσε», δηλ. ολοκληρώθηκε με το σώμα του και στο σώμα του. Έτσι το σώμα του έγινε Εκκλησία, στην οποίαν αδιάκοπα συνεχίζεται όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας, της σωτηρίας του κόσμου από την αμαρτία, τον θάνατο και το διάβολο. Όλη η καινοδιαθηκική επαγγελία, σ’ αυτό έγκειται, δηλαδή στην ειρήνη που ευαγγελίσθηκε σε όλους. Αυτό είναι πάντοτε μια αληθινή και ζωντανή υπόσχεση για τους αυτόπτες μάρτυρες του Κυρίου πριν δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά και για τους σημερινούς και για όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών και των εθνοτήτων. Διά του Κυρίου Ιησού Χριστού όλοι οι άνθρωποι, και οι Ιουδαίοι και όσοι δεν γνωρίζουν τον Θεό, έχουν πρόσβαση στον Πατέρα «με το ένα πνεύμα», επειδή μόνο μέσω του Χριστού έρχονται προς τον Πατέρα(βλ. Ιω. 14, 6).
Έτσι η σωτηρία είναι στην πραγματικότητα διαβίωση στην Παναγία Τριάδα. Ό,τι είναι στην Εκκλησία θεανθρώπινο, είναι και Τριαδικό, και διά μέσου του Θεανθρώπου καθετί που είναι της Εκκλησίας οδηγεί στην Τριαδική Θεότητα. «Δεν είστε, λοιπόν, πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού. Προστεθήκατε κι εσείς στο οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες κι ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο τον Χριστό. Μ’ αυτόν δένεται ολόκληρο το οικοδόμημα και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον Κύριο. Ο Κύριος οικοδομεί κι εσάς μαζί με τους άλλους, για να γίνετε πνευματική κατοικία του Θεού»(Εφεσ. 2, 19-22). Η ζωή της Εκκλησίας είναι πάντοτε καθολική «με όλους τους αγίους» (Εφεσ. 3, 18). Γι’ αυτό ο άνθρωπος στις προσπάθειες και τους αγώνες του για την εφαρμογή του ευαγγελίου, έχει στήριγμα τους αγίους, έχει τη βοήθειά τους, τις πρεσβείες τους, είναι συμπολίτης τους.
Οι μέθοδοι της θεανθρώπινης ενώσεως όλων των ανθρώπων με τον Χριστό έχουν δοθεί από την Εκκλησία με τα άγια μυστήριά της και τα θεανθρώπινα έργα, τα οποία είναι οι ασκήσεις των αρετών. Ήρωες αυτού του θριάμβου είναι οι όσιοι μέσα στους αιώνες, οι οποίοι με τις ποικίλες ασκήσεις απέβαλαν ολοκληρωτικά τον παλαιό άνθρωπο, που φθείρεται με τις απατηλές επιθυμίες και φόρεσαν τον καινούργιο άνθρωπο, που σύμφωνα με το σχέδιό του τον έπλασε ο Θεός (βλ. Εφεσ. 4, 22, 24). Με τον τρόπο αυτό έγινε η χριστοποίησή τους, η ενχρίστωσή τους, εφ’ όσον φόρεσαν την εικόνα του επουρανίου (βλ. Α΄ Κορ. 15, 49) και έμειναν «έχοντας τα μάτια τους προσηλωμένα στον Ιησού, που μας έδωσε την πίστη, την οποίαν και τελειοποιεί» (Εβρ. 12, 2).
Με την πρακτική εξάσκηση των θεανθρώπινων αρετών, της πίστεως, της προσευχής, της νηστείας, της αγάπης, της πραότητας, της ευσπλαχνίας, της συμπάθειας, της ελεημοσύνης, ο άνθρωπος στερεώνει τον εαυτό του σ’ αυτήν την ενότητα, διαφυλάσσεται κάτω απ’ αυτή την αγιότητα, ζει ο ίδιος προσωπικά το πρότυπό του, τον Χριστό, με τα άλλα μέλη του αγίου του σώματος, της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, ως υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού, είναι θεανθρώπινος οργανισμός, όχι ανθρώπινη οργάνωση. Η Εκκλησία είναι αδιαίρετη, όπως και το πρόσωπο του ιδρυτή της, όπως και το σώμα του. Γι’ αυτό επαναλαμβάνουμε, αποτελεί βασικό λάθος να διαιρείται ο αδιαίρετος θεανθρώπινος οργανισμός της Εκκλησίας σε μικρές εθνικές οργανώσεις. Εμείς δε οι Αθωνίτες, σ’ αυτή την έσχατη ώρα που σείονται τα θεμέλια της κοινωνίας, παρακαλούμε τους υπεύθυνους της Εκκλησίας να παύσουν να είναι υπηρέτες του εθνικισμού, εφ’ όσον ασφαλώς είναι εκκλησιαστικοί ηγέτες, και να γίνουν οπαδοί και διάκονοι της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.