Απόστολος Παύλος. Ζούσε σαν ασώματος αν και είχε σώμα

        Τι τέλος πάντων είναι ο άνθρωπος και πόση είναι η ευγένεια της δικής μας φύσης και πόσο ικανό στην αρετή είναι αυ­τό το ον, μας το έδειξε περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους ο Παύλος. Και τώρα σηκώνεται, από εκεί που έχει φθάσει, και με καθαρή φωνή προς όλους εκείνους που κατηγορούν τη φύση μας απολογείται για χάρη του Κυρίου, προτρέπει για αρετή, κλείνει τα αναίσχυντα στόματα των βλάσφημων και αποδεικνύει ότι δεν είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα στους αγγέλους και στους ανθρώπους, αν θέλουμε να προσέχουμε τον εαυτό μας. Γιατί χωρίς να έχει άλλη φύση, ούτε να έχει λάβει άλλη ψυχή, ούτε να κατοίκησε σ’ άλλο κόσμο, αλλά αν και ανατράφηκε στην ίδια γη και τόπο και με τους ίδιους νόμους και συνή­θειες, ξεπέρασε όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν από τότε που έγιναν οι άνθρωποι.

Rublev_Paul1omeros2

Πού είναι λοιπόν εκείνοι που λέ­γουν, ότι είναι δύσκολο πράγμα η αρετή και εύκολο η κακία; Γιατί ο Παύλος τους αντικρούει λέγοντας· «Οι θλίψεις μας που γρήγορα περνούν, προετοιμάζουν σ’ εμάς σε υπερβολικά μεγά­λο βαθμό αιώνιο βάρος δόξας». Εάν όμως τέτοιες θλίψεις περνούν εύκολα, πολύ περισσότερο οι φυσικές ηδονές. Και δεν είναι μόνο αυτό το θαυμαστό του, ότι δηλαδή από πολλή προθυμία δεν αισθανόταν τους κόπους του για την αρετή, αλλ’ ότι άσκουσε αυτήν χωρίς αμοιβή.

Εμείς βέβαια δεν υπομένουμε κόπους γι’ αυτήν αν και υπάρχουν αμοιβές. Εκείνος όμως και χωρίς τα έπαθλα την επιζητούσε και την αγαπούσε, και εκείνα που θεωρούνταν ότι εί­ναι εμπόδιά της τα ξεπερνούσε με κάθε ευκολία. Και δεν επικαλέσθηκε ούτε την αδυναμία του σώματος, ούτε τις δύσκολες περιστάσεις, ούτε την τυραννίδα της φύσης, ούτε τίποτε άλλο. Αν και είχε αναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα από τους στρατη­γούς και όλους τους βασιλείς της γης, αλλ’ όμως κάθε ημέρα ήταν ακμαίος, και ενώ οι κίνδυνοί του επαυξάνονταν, διέθετε νεανική προθυμία. Για να δείξει αυτό ακριβώς έλεγε, «Ξεχνών­τας τα όσα έγιναν στο παρελθόν και φροντίζοντας για εκείνα που είναι μπροστά μου». Και ενώ περίμενε το θάνατο, καλούσε σε συμμετοχή της ηδονής αυτής λέγοντας, «Χαίρετε και να χαίρεστε μαζί μου».

Και ενώ τον απειλούσαν κίνδυνοι και προσβολές και κάθε ατιμία, πάλι σκιρτούσε και όταν έγραφε την επιστολή στους Κορινθίους έλεγε, «Γι’ αυτό και ευφραίνομαι σε ασθένειες, σε προσβολές, σε διωγμούς». Και τα ονόμασε αυτά όπλα της δικαιοσύνης, αποδεικνύοντας ότι και από αυτά είχε πολύ μεγάλες ωφέλειες και από παντού ήταν ακατάβλητος στους εχθρούς του. Και ενώ παντού τον βασάνιζαν, τον περιφρονούσαν, τον κακολογούσαν, σαν να βάδιζε σε θριάμ­βους και να έστησε σταθερά τρόπαια σ’ όλα τα σημεία της γης, έτσι υπερηφανευόταν και ευχαριστούσε το Θεό λέγοντας· «Η ευχαριστία ανήκει στο Θεό ο οποίος πάντοτε μας οδηγεί σε θρίαμβο».

Και την κακοποίηση και την προσβολή για το κήρυγμα επιζητούσε περισσότερο απ’ όσο εμείς την τιμή, και το θάνατο απ’ όσο εμείς τη ζωή, και τη φτώχεια απ’ όσο εμείς τον πλούτο, και τους κόπους περισσότερο απ’ όσο άλλοι τις ανέσεις, και όχι απλά περισσότερο, αλλά πολύ περισσότερο, και τη λύπη πε­ρισσότερο απ’ όσο άλλοι τη χαρά, και το να εύχεται για τους εχθρούς περισσότερο απ’ όσο το να τους καταριούνται οι άλλοι. Και ανάτρεψε την τάξη των πραγμάτων, ή καλύτερα εμείς την ανατρέψαμε, εκείνος όμως, όπως τη νομοθέτησε ο Θεός, έτσι τη φύλασσε. Γιατί όλα αυτά ήταν σύμφωνα με τη φύση, εκείνα όμως αντίθετα. Ποιά είναι η απόδειξη; Το ότι ο Παύλος, αν και ήταν άνθρωπος, ακολουθούσε περισσότερο αυτά παρά εκείνα.

Ένα μόνο πράγμα ήταν φοβερό γι’ αυτόν και απόφευγε, το να αντιμάχεται το Θεό, και τίποτε άλλο. Όπως βέβαια τίποτε άλ­λο δεν του ήταν ποθητό, όσο το να αρέσει στο Θεό. Και δε λέγω τίποτε από τα παρόντα, αλλά ούτε και από τα μέλλοντα. Και μη μου πεις τις πόλεις και τα έθνη και τους βασιλείς και τα στρατόπεδα και τα χρήματα και τις σατραπείες και τις δυνα­στείες, γιατί ούτε ιστό αράχνης τα θεωρούσε αυτά. Αλλά σκέψου αυτά που υπάρχουν στους ουρανούς και τότε θα καταλάβεις τη σφοδρή αγάπη που είχε για το Χριστό. Γιατί ο Παύλος γι’ αυτήν την αγάπη δεν θαύμασε ούτε την αξία των αγγέλων, ούτε των αρχαγγέλων, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο.

Είχε μέσα του το πιο μεγάλο απ’ όλα, την αγάπη του Χρι­στού και μαζί με τούτο θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο ευτυχισμένο απ’ όλους. Και χωρίς αυτό, δεν επιθυμούσε να γίνει ένας από τις κυριότητες, ούτε από τις αρχές και εξουσίες, αλλά μα­ζί με την αγάπη αυτήν ήθελε περισσότερο να είναι ανάμεσα στους τελευταίους και στους κολασμένους, παρά χωρίς αυτήν ανάμεσα στους πρώτους και τιμημένους. Γιατί κόλαση γι’ αυτόν ήταν μία, το να χάσει την αγάπη αυτήν. Αυτό ήταν για τον Παύλο γέεννα, αυτό τιμωρία, αυτό άπειρα κακά· όπως ακριβώς και απόλαυση, το να πετύχει αυτήν την αγάπη. Αυτό ήταν η ζωή του, αυτό ο κόσμος του, αυτό ο άγγελός του, αυτό τα πα­ρόντα, αυτό τα μέλλοντα, αυτό βασιλεία, αυτό υπόσχεση, αυτό τα άπειρα αγαθά.

Και κάθε άλλο που δεν οδηγούσε εδώ, δεν το θεωρούσε ούτε δυσάρεστο, ούτε ευχάριστο. Έτσι όμως περιφρονούσε όλα τα ορατά, όπως το σάπιο χόρτο. Και οι τύραννοι και οι πόλεις που άφριζαν από θυμό του φαίνονταν ότι είναι κουνούπια, ενώ ο θάνατος και οι τιμωρίες και τα πάρα πολλά βασανιστήρια του φαίνονταν παιδικά παιχνίδια. Αλλά βέβαια τα υπόφερε για το Χριστό.

Γιατί τότε τα δεχόταν με χαρά αυτά και στα δεσμά του έ­τσι υπερηφανευόταν, όπως δε θα υπερηφανευόταν ο Νέρων όταν είχε στο κεφάλι του το βασιλικό διάδημα. Και έμεινε στη φυλακή, σαν να ήταν ο ουρανός, και δεχόταν τα κτυπήματα και τις μαστιγώσεις πιο ευχάριστα από εκείνους που αρπάζουν τα βραβεία. Και τους πόνους αγαπούσε όχι λιγότερο από τα έ­παθλα, θεωρώντας τους πόνους ότι είναι έπαθλο. Γι’ αυτό και τους ονόμαζε χάρη. Πρόσεχε όμως. Έπαθλο ήταν, το να πεθάνει και να είναι μαζί με το Χριστό, το να παραμείνει όμως στη ζωή, ήταν αυτός ο αγώνας. Αλλ’ όμως αυτό προτιμά περισσό­τερο από εκείνο και λέγει ότι του είναι αναγκαιότερο. Το να αποχωριστεί από το Χριστό, ήταν αγώνας και κόπος, ή καλύτε­ρα περισσότερο από αγώνα και κόπο· το να παραμείνει μαζί του, ήταν έπαθλο. Αυτό όμως προτιμά περισσότερο από εκείνο για χάρη του Χριστού.

Αλλά θα μπορούσε ίσως να πει κανείς, ότι όλα αυτά του ήταν ευχάριστα για χάρη του Χριστού. Αυτό λοιπόν λέγω και εγώ, ότι δηλαδή εκείνα που για μάς είναι αιτία λύπης, αυτά προκαλούσαν σ’ εκείνον μεγάλη ευχαρίστηση. Και γιατί λέγω τους κινδύνους και τις άλλες ταλαιπωρίες; Αφού πραγματικά ήταν σε διαρκή λύπη· γι’ αυτό και έλεγε «Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ και εγώ μαζί του; ποιός σκανδαλίζεται και δεν δοκιμά­ζομαι και εγώ;». Αλλ’ όμως και τη λύπη θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε σαν ευχαρίστηση. Γιατί πολλοί και όταν χάσουν τα παιδιά τους και τους επιτρέπεται να θρηνούν, παρηγορούνται· όταν όμως εμποδίζονται, στενοχωρούνται.stpol2Έτσι λοι­πόν και ο Παύλος, κλαίοντας νύκτα και ημέρα, παρηγορούνταν. Γιατί κανένας δεν πένθησε έτσι τα δικά του κακά, όπως εκείνος τα ξένα. Πώς λοιπόν θεωρείς ότι συμπεριφέρεται, αφού οι Ιουδαίοι δε σώζονται, για να σωθούν αυτοί, όταν εύχεται να εκπέσει αυτός από την ουράνια δόξα; Επομένως είναι φανερό ότι το να μη σωθούν αυτοί ήταν πολύ χειρότερο γι’ αυτόν. Γιατί αν δεν ήταν χειρότερο, δεν θα ευχόταν εκείνο, αφού το προτί­μησε σαν ελαφρότερο και που έχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Και όχι απλώς ήθελε, αλλά φώναζε λέγοντας, «Ότι υπάρχει μέσα μου λύπη και αδιάκοπος πόνος στην καρδιά μου».

Αυτόν λοιπόν που υπόφερε καθημερινά, σχεδόν, για όλους τους κατοίκους της οικουμένης, και για όλους μαζί, και για τα έθνη, και για τις πόλεις και για τον καθένα χωριστά, με ποιόν θα μπορέσει να τον συγκρίνει κανείς; με ποιό σίδηρο; με ποιό διαμάντι; Τί θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς την ψυχή εκείνη; χρυσή ή αδαμάντινη; γιατί ήταν σκληρότερη από κάθε δια­μάντι και πολυτιμότερη από το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέ­τρες. Θα ξεπεράσει λοιπόν την αντοχή τού διαμαντιού και την αξία του χρυσού. Με ποιό λοιπόν στοιχείο θα μπορούσε να την συγκρίνει κανείς; Με κανένα από αυτά που υπάρχουν. Αν όμως ο χρυσός μπορούσε να γίνει διαμάντι και το διαμάντι χρυ­σός, τότε κάπως θα μπορέσει να τη συγκρίνει με την εικόνα τους.

Αλλά γιατί να την συγκρίνω με διαμάντι και χρυσό; Σύγκρινε όλο τον κόσμο, και τότε θα δεις ότι η ψυχή του Παύλου έ­χει περισσότερη αξία. Γιατί αφού γι’ αυτούς που διακρίθηκαν φορώντας για ρούχα δέρματα ζώων και ζώντας σε σπήλαια και σε τρύπες της γης λέγει ο Παύλος τούτο, πολύ περισσότερο θα μπορούσαμε εμείς να το πούμε γι’ αυτόν, επειδή πραγματι­κά ήταν πιο άξιος απ’ όλους. Εάν λοιπόν ο κόσμος δεν ήταν ισάξιος του Παύλου, ποιός ήταν ισάξιός του; μήπως ο ουρανός; Αλλά και αυτό είναι μικρό. Γιατί αφού αυτός από τον ουρανό και τα ευρισκόμενα στους ουρανούς προτίμησε την αγάπη του Κυρίου, πολύ περισσότερο ο Κύριος που είναι τόσο αγαθότερος απ’ αυτόν, όσο η αγαθότητα από την πονηρία, θα τον προτιμή­σει αυτόν από άπειρους ουρανούς. Γιατί δεν μας αγαπά με όμοιο τρόπο, που εμείς τον αγαπούμε, αλλά τόσο περισσότερο, όσο ούτε με λόγια δεν είναι δυνατό να το παραστήσουμε.

Πρόσεχε λοιπόν για πόσα τον θεώρησε άξιο και πριν από τη μέλλουσα ανάσταση. Στον παράδεισο τον άρπαξε, στον τρί­το ουρανό τον ανέβασε, του φανέρωσε τέτοια απόρρητα, τα οποία δεν επιτρέπεται σε κανέναν άνθρωπο να πει. Και πολύ σω­στά. Γιατί ενώ βάδιζε στη γη, σαν να περιπολούσε μαζί με τους αγγέλους, έτσι έκαμε τα πάντα, και ενώ είχε θνητό σώμα, πα­ρουσίαζε την καθαρότητα των αγγέλων, και ενώ υπέκειτο σε τόσες ανάγκες, προσπαθούσε να μη φανεί καθόλου κατώτερος από τις ουράνιες δυνάμεις. Γιατί πραγματικά σαν αετός διέσχι­σε την οικουμένη, και σαν ασώματος περιφρονούσε τους πό­νους και τους κινδύνους, και σαν να κέρδισε ήδη τον ουρανό, περιφρονούσε τα γήινα, και σαν να συναναστρεφόταν μαζί μ’ αυτές τις ασώματες δυνάμεις έτσι ήταν σε διαρκή εγρήγορση.

Βέβαια πολλές φορές άγγελοι ανέλαβαν να προστατεύουν διάφορα έθνη. Αλλά κανένας από αυτούς το έθνος, που του παραδόθηκε, δεν το φρόντισε έτσι, όπως ο Παύλος ολόκληρη την οικουμένη. Και μη μου πεις ότι ο Παύλος δεν ήταν αυτός που τα έκαμνε, καθόσον και εγώ το ομολογώ. Γιατί και αν δεν ήταν αυτός που τα εκτελούσε αυτά, αλλά ούτε ήταν τόσο ανάξιος των επαίνων γι’ αυτά, αφού ετοίμασε τον εαυτό του τόσο άξιο αυτής της μεγάλης χάρης. Ο Μιχαήλ ανάλαβε το έθνος των Ιουδαίων, ο Παύλος όμως τη γη και τη θάλασσα και το κατοικούμενο μέρος και το ακατοίκητο. Και αυτά δεν τα λέγω με σκοπό να προσβάλλω τους αγγέλους, μακριά μια τέτοια σκέ­ψη, αλλά για να αποδείξω ότι είναι δυνατό, ενώ είναι κανείς άνθρωπος, να είναι μαζί μ’ εκείνους και να στέκεται κοντά τους.

Και για ποιο λόγο δεν ανέλαβαν αυτά οι άγγελοι; Για να μην έχεις καμία δικαιολογία όταν είσαι αδιάφορος, ούτε να καταφεύγεις στη διαφορά της φύσης όταν παραμένεις άπρα­κτος. Άλλωστε και το θαύμα γινόταν μεγαλύτερο. Πώς λοι­πόν δεν είναι θαυμαστό και παράξενο, ο λόγος που έβγαινε από ανθρώπινη γλώσσα να διώχνει το θάνατο, να συγχωρεί αμαρτίες, να διορθώνει την ανάπηρη φύση και να κάνει ουρανό τη γη;

Γι’ αυτό εκπλήσσομαι με τη δύναμη του Θεού, γι’ αυτά θαυμάζω την προθυμία του Παύλου, επειδή δέχτηκε τόση χά­ρη, επειδή έκαμε τέτοιον τον εαυτό του. Και σας παρακαλώ να μη θαυμάζετε μόνο, αλλά και να μιμείσθε το παράδειγμα αυτό της αρετής, γιατί έτσι θα μπορέσουμε να λάβουμε τα ίδια μ’ εκείνον στεφάνια. Εάν όμως απορείς ακούοντας ότι, αν κατορ­θώσεις τα ίδια, θα πετύχεις τα ίδια με τον Παύλο, άκουσε αυτόν να λέγει τα εξής· «Έχω αγωνιστεί τον καλό αγώνα, έχω φθάσει στο τέλος του δρόμου, έχω διαφυλάξει την πίστη. Λοι­πόν μου επιφυλάσσεται το στεφάνι της δικαιοσύνης, που θα μου δώσει σαν ανταμοιβή ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, κατά την ημέρα εκείνη· και όχι μόνο σ’ εμένα, αλλά και σ’ όλους που έ­χουν αγαπήσει την εμφάνισή του».

Βλέπεις πώς όλους τους καλεί στην ίδια κοινωνία; Επειδή λοιπόν υπάρχουν τα ίδια για όλους, ας φροντίσουμε όλοι να γί­νουμε άξιοι των αγαθών τα οποία μας έχει υποσχεθεί. Και ας μη δούμε μόνο το μέγεθος και την έκταση των κατορθωμάτων, αλλά και το πάθος της προθυμίας, με την οποία απέσπασε τό­ση χάρη, και τη συγγένεια της φύσης, γιατί είχε όλα αυτά τα κοινά μ’ εμάς. Και έτσι και τα υπερβολικά δύσκολα θα μας φανούν εύκολα και ελαφρά, και αφού κοπιάσουμε στο σύντομο αυτό χρόνο, θα φορέσουμε το άφθαρτο και αθάνατο εκείνο στεφάνι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.