
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐφθάσαμε εἰς τό τέλος τῆς νηστείας τῶνἉγίων Ἀποστόλων.
Κατ᾽ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε ὅτι ”ἀπόστολος” σημαίνειἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό κάποιον ἄλλον γιά κάποια ἀποστολή. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, ἐστάλθησαν ἀπό τόν ἴδιον τόνἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἑπομένως οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦσαν αὐτόκλητοι, ἀλλάἦσαν ὄντως θεόκλητοι ἐφ᾽ ὅσον ἐδιαλέχθησαν, ὅπως ὁἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ἡμῶν ἸησοῦΧριστό.
Γιά νά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τους ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτιἐτόλμησαν, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φυσικά, νά τά βάλλουν μέ ἀπόρθητες μέχρι τότε αὐτοκρατορίες, μέ παγιωμένους ἀντίθεους κοινωνικούς θεσμούς. Καί ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦΘεοῦ ἐνίκησαν.
Ἡ μοναδική τους ἀξία ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτοί καί μόνον αὐτοί ἦσαν, ὅπως λέμε, οἱ”αὐτόπται τοῦ Λόγου”, ἐφ᾽ ὅσον παρηκολούθησαν ἀπό κοντά βῆμα πρός βῆμα ὅλα τά λόγια, τίς ἐνέργειες καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πῆ στούςἈποστόλους λίγο πρίν ἀναληφθῆ, ἐσεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες…» (Πράξ. α´, 8). ”Θά μοῦεἶσθε δηλαδή μάρτυρες σέ ὅλην τήν οἰκουμένη γιά ὅσα εἴδατε ἀπό μένα, τόν Κύριό σας, καί ἀκούσατε. Αὐτά καί μόνον αὐτά θά πῆτε στούς ἀνθρώπους”. Τίποτε δηλαδή περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο.
Ἔτσι ἀπό τότε ὅλη ἡ μετέπειτα χορεία τῶν Ἁγίων, ἄν τό καλοσκεφθοῦμε, εἴτε αὐτοίἦσαν ὅσιοι, εἴτε ἦσαν μάρτυρες, εἴτε ἦσαν θεολόγοι, ἱεράρχαι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅλη αὐτή ἡ πάνδημος ἐκλεκτή χορεία τῶν Ἁγίων οὐσιαστικά δέν εἶναι παρά ἕνας εὐκλεής πνευματικός γόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐν γένει διδασκαλίας των.
Αὐτοί πρῶτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ᾽ ὅσον αὐτοί πρῶτοι εἶδαν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετέδωσαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί βασιζόμενοι σ᾽ αὐτή τους τήν προσωπικήἀναστάσιμη ἐμπειρία, τήν ὁποία μετέδωσαν ἀπό οἶκτο καί ἀγάπη πρός ὅλους τούςἀνθρώπους, ἐμαρτύρησαν σχεδόν ὅλοι τους καί ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα συνεχές χαρούμενο μαρτύριο. Αὐτοί μόνοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ θάνατος. Καί ὅπως τό καταλαβαίνομε ὅλοι μας, γιά τό μόνο πρᾶγμα πού δέν μποροῦμε νά ὑποκριθοῦμε εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ ζωή.
Ἐκήρυξαν μία νίκη πού ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι ἁπλῶς δέν τήν ἐπεσήμανε,ἀλλά οὔτε κἄν ἐτόλμησε νά τήν σκεφθῆ, ἤ ἔστω νά τήν διανοηθῆ, οὔτε κἄν νά τήν νοσταλγήση.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο λέγομε συνέχεια εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν – δηλαδή οἰκουμενικήν – καί ἀποστολικήνἘκκλησίαν» πιστεύομεν. Πού σημαίνει ὅτι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη γνωρίσματα τῆςἘκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά Της. Ὅτι δηλαδή στηρίζεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Χριστός, ἴσως δέν τό ἔχομε σκεφθῆ, δένἔγραψε τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Πατρός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ”ὁ γραπτός Νόμος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο”, γιατί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Παράδεισο δέν εἶχαν ἀνάγκηἀπό γραπτό νόμο. Ἔτσι ὁ γραπτός Νόμος οὐσιαστικά, ὅσο κι ἄν μᾶς φανῆ παράξενο, εἶναιἕνα μεταπτωτικό κατάντημα. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός τοῦτος Πατήρ: ” Ἕνα δεύτερο μεγαλύτερο κατάντημα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχη ὁ γραπτός Νόμος, ἐμεῖς τόν περιφρονοῦμε”.
Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγραψε οὔτε μία λέξι. Ὅμως κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία φυσικά καί ἐδιδάχθησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί δέν ἔγραψαν τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἐκεῖνο πού ἐδιδάχθησαν. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε ὀλιγώτερο.
Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγομένη ”Ἀποστολική Παράδοσις”, ἡ ὁποία περιλαμβάνει φυσικά τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή τά πρῶτα ἤθη καί χριστιανικά ἔθιμα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο. Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ τρόπος τῆς χειροτονίας διά τῆς χειροθεσίας, ὅπωςὁ πυρῆνας τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ἡ πρώτη τότεἈποστολική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν τό 49 μ.Χ., μέ πρόεδρο ὄχι τόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο – αὐτό διά τούς Λατίνους -, ἀπό τήν ὁποία τότε πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει ὁ λεγόμενος ”συνοδικός θεσμός” τῆς ἁγίας μαςἘκκλησίας.
Τότε οἱ Ἀπόστολοι συνεκεντρώθησαν ἐπί τό αὐτό γιά νά ἐπιλύσουν ὁμόφωνα τά τότε τρέχοντα προβλήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀποστολική Σύνοδοἐκπηγάζει, ὅπως εἴπαμε, ὁ συνοδικός θεσμός. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὡς ὑψίστη αὐθεντία μόνον τήν οἰκουμενική σύνοδο καί ὄχι τήν αὐθεντία κάποιου προσώπου, μεμονωμένα, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Δυτικοί ἔχουν τήν αὐθεντία τοῦ Πάπα. Εἶχε δίκιο ὁμακαριστός Ἅγιος Σέρβος θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς – πού σημειωτέον ἐγνώριζεἄπταιστα Ἑλληνικά -, ὅταν ἔλεγε ὅτι ”τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ μεγάλες πτώσεις τῆςἀνθρωπότητος: Τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Πάπα”.
Ἔτσι διεμορφώθη ἡ Ἀποστολική Παράδοσις. Τώρα, γιά νά ἔχωμε ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως θά πρέπη ὑποχρεωτικά νά στηριχθοῦμε εἰς τήν Πατερική Παράδοσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν Ἀποστολική Παράδοσι εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Καί ἔδωσαν ὀρθή ἑρμηνεία, διότι αὐτοί οἱ Πατέρες εἶχαν καθαρθῆ, εἶχαν φωτισθῆ, εἶχαν θεωθῆ, εἶχαν θεῖες ἐμπειρίες καί θεοπτίες. Καί ὅπως εἴπαμε θά πρέπη νά στηριχθοῦμε,ἐκτός ἀπό τούς Πατέρες, ἐπί πλέον καί εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ Πατερική Παράδοσις εἶναι ἰσοστάσια μέ τήν Ἀποστολική. Ἄν τήν ἀπορρίψωμε, τήν Πατερική Πράδοσι – διότι διάφοροι στίς ἡμέρες μας, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους, εἴτε σκόπιμα θάἤθελαν νά τήν πετάξουν -, τότε θά πέσωμε εἰς τήν ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πού σημαίνει ὅτι ὁ καθένας θά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί θά τά τήν ἑρμηνεύηὅπως θέλει, ἤ καλύτερα, ἐπηρεαζόμενος ἀπό τά πάθη του – εἴτε τά καταλαβαίνει, εἴτε ὄχι – θά ἐνεργῆ ἀνάλογα. Καί θά καταντήσωμε λίγο-πολύ σάν τούς Προτεστάντες, πού εἶναι χίλια καί πλέον κομμάτια.
Καί τέλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τοῦτο: Ἀποστολική Παράδοσις θά πῆ παράδοσις ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμον αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε μόνο, ἤ ἐκήρυξε, ἤ ἐθαυματούργησε,ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος παρέδωσε εἰς τούς αἰῶνας τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Διότι καί κάποιοι ἄλλοι πού ἄκουσανἴσως τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί θά μποροῦσαν νά γράψουν κάποια εὐαγγέλια. Ὅμως αὐτοί οἱ ἄλλοι δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς παραδώσουν τήν Ἐκκλησία.
Καί ὅταν λέμε ”Ἐκκλησία” ἐννοοῦμε τά Μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί πρωτίστως τήν πηγή τῶν Μυστηρίων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ Ἱερωσύνη, διότι οἱἈπόστολοι ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί μετέδωσαν στούς μετέπειτα τήνἹερωσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχη, σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ,ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀνησυχοῦμε γιά τήν τύχη τῆς Ἐκκλησίας.Ἁπλῶς νά ἀνησυχοῦμε, ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα, γιά τήν τύχη τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει αὐτό πού λέμε ”συνεχῆ ἀποστολική διαδοχή”,ἐφ᾽ ὅσον μόνον στούς καταλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει κατατεθειμένηἡ συνεχής ἀποστολική διαδοχή, ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως τῆς σήμερον. Οὔτε δηλαδή στούς Δυτικούς, οὔτε στούς Κόπτες, οὔτε στούς Ἀρμενίους, οὔτε στούς πάσης φύσεως σχισματικούς ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀπεκόπησαν ἀπό τήνἘκκλησία. Εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι καί οἱ ἐντός τῆς Ἑλλάδος Παλαιοημερολογῆται.
Καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία εἶναι ἀβεβαία. Καί ἄν κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίαςἐν ἀγνοίᾳ του, φυσικά ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Κριτής φυσικά εἶναι μόνος ὁ Θεός. Ἐάνὅμως κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό πεποίθησι, ἀπό κακή πρόθεσι, τότε τά πράγματα δυστυχῶς δυσκολεύουν γιά ἐκεῖνον σέ βαθμό ὑπερθετικό.
Εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί νά ἀγωνισθοῦμε, ὄχι ὅπως μᾶς ἀρέση ἐμᾶς ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό πρότυπο, πού ὅπως εἴπαμε, τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦἀποστολικοῦ προτύπου θά τήν βροῦμε στήν Πατερική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, οὕτωςὥστε νά εἰσέλθωμε εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἐν μέσῳ ἁγίων, εὐκλεής καρπός τῶνἉγίων Ἀποστόλων.
Ἀμήν.