Το Άγιον Πνεύμα επισκέπτεται τον άνθρωπο ως πύρινη γλώσσα. Με το πέρασμα του χρόνου η παρουσία Του στον άνθρωπο αυξάνεται φωτοβολώντας ολοένα και πιο λαμπρά, ωσότου καταυγάσει σε θαυμάσια και τέλεια ημέρα (Παροιμ. 4,18). Το Άγιο Πνεύμα είναι το ζων ύδωρ που αναβλύζει «αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4,14). Όσοι διψούν γι’ αυτό θα πιούν με ευφροσύνη. Αν όμως δεν μας συνέχει πνευματική δίψα, δεν έχουμε μερίδιο σε Αυτό. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας, πριν φθάσει η δική μας Πεντηκοστή, αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία, ώστε να διεγείρουμε μέσα μας την ευλογημένη αυτή δίψα για τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Πριν από το πάθος και τη Σταύρωσή Του ο Κύριος ανήγγειλε ότι θα πήγαινε στον Πατέρα, αλλά δεν θα άφηνε τους μαθητές Του ορφανούς, δηλαδή απαράκλητους. Υποσχέθηκε ότι θα προσευχόταν στον Πατέρα να τους αποστείλει το Πνεύμα που θα σκήνωνε μέσα τους για πάντα (Ιωάν. 14,16-18). Ωστόσο ακόμη και αυτοί οι μεγάλοι και άγιοι Απόστολοι έμειναν ορφανοί επί δέκα περίπου ημέρες, από την ημέρα της Αναλήψεως του Διδασκάλου τους ως την Πεντηκοστή. Στη διάρκεια των τριών ετών που ήταν μαζί τους ο Κύριος, καθώς και μετά την Ανάσταση, είχαν δεχθεί την ευγενή, τρυφερή και γεμάτη χάρη περιποίηση Του. Είχαν κοσμηθεί με πολλά χαρίσματα: ανάσταση νεκρών, εκδίωξη δαιμονίων, θεραπεία ασθενούντων και εξουθενημένων (Ματθ. 10,8). Εντούτοις και αυτοί έμειναν ορφανοί για λίγο καιρό, ώστε να αποκτήσουν προσωπική εμπειρία των λόγων του Κυρίου: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,5). Ο πρώτος Παράκλητος ήταν ο Ίδιος ο Χριστός· τους είχε παρηγορήσει πάντοτε με τον λόγο Του. Αλλά η εμπειρία της εγκαταλείψεως, της πτωχεύσεως και της μοναξιάς ήταν αναγκαία, ώστε να φουντώσει στις καρδιές τους η δίψα για το ζων ύδωρ της Πεντηκοστής.
Στην Παλαιά Διαθήκη, την ημέρα της Πεντηκοστής οι Εβραίοι εόρταζαν τη μνήμη της παραδόσεως του Νόμου στον προφήτη Μωυσή, εγχαραγμένου σε λίθο από τα χέρια του Θεού. Αλλά ο νόμος εκείνος δεν θα τους οδηγούσε ποτέ στην ελευθερία του Πνεύματος (Β’ Κορ. 3,3-7), αφού κανείς δεν μπορούσε να τελειωθεί με αυτόν (Εβρ. 7,19). Σκοπός του ήταν να προετοιμάσει τους ανθρώπους για το πλήρωμα του χρόνου, οπότε ο νόμος του πνεύματος θα εγχαρασσόταν στις πλάκες της καρδιάς τους. Έτσι, όταν ήλθε η ημέρα της Πεντηκοστής, δέκα ημέρες μετά την Ανάληψη του Κυρίου, συντελέσθηκε ένα αληθινά κοσμοϊστορικό γεγονός. Καθώς οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί αναμένοντας τον Κύριο με πνευματική δίψα, προσευχόμενοι και τελώντας την κλάση του άρτου, όπως Εκείνος τους είχε παραγγείλει, τους επισκίασε το Πνεύμα το Άγιο, ο άλλος Παράκλητος. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το Άγιο Πνεύμα κατήλθε κατά την κλάση του άρτου, την ώρα που οι Απόστολοι τελούσαν την Ευχαριστία, σημείο από τα πολλά που φανερώνουν ότι τη στιγμή εκείνη γεννιόταν στον κόσμο η αποστολική Εκκλησία.
Στην Παλαιά, όπως και στην Καινή Διαθήκη, η έλευση του Αγίου Πνεύματος συνοδεύεται από ορατή και αισθητή εκδήλωση. Την ημέρα εκείνη, όπως περιγράφει το βιβλίο των Πράξεων, το Άγιο Πνεύμα ήλθε ως «πνοή βιαία». Μετά από τον ισχυρό και ορμητικό αυτό άνεμο, «διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός» κάθισαν σε κάθε έναν από τους μαθητές, προδηλώνοντας την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα τους (Πράξ. 2,2). Τα σημεία αυτά είχαν προτυπωθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Ο προφήτης Ηλίας, πληγωμένος από βαθειά λύπη για την αποστασία του Ισραήλ, είχε αποσυρθεί σε σπήλαιο και θρηνούσε πικρά ενώπιον του Θεού. Αλλά ο Κύριος του υπέδειξε να ανεβεί στην κορυφή του όρους, όπου του αποκάλυψε την παρουσία Του. Πρώτα φύσηξε ισχυρός άνεμος που συνέτριβε τα βράχια, έπειτα ακολούθησε συσσεισμός και στη συνέχεια πυρ· αλλά ο Θεός δεν έκανε ακόμη την εμφάνισή Του. Τότε ήλθε σαν λεπτή αύρα, η γαλήνια, απαλή φωνή του Θεού (Γ΄ Βασ. 19,11-12).
Ώστε την παρουσία του Ίδιου του Θεού προαναγγέλλει το σημείο που προηγείται αυτής· ορμητικός άνεμος, ισχυρός σεισμός και φωτιά. Με άλλα λόγια, η οδός του Κυρίου πρέπει να προετοιμασθεί και να διασαφηνισθεί, για να μπορέσουμε εμείς που είμαστε σάρκες να αντιληφθούμε και να αναγνωρίσουμε την ταπεινή και φωτεινή παρουσία του Αγίου Πνεύματος και με την έλευση Του, να μεταποιηθούμε σε πνευματικές υπάρξεις.
Στο Ευαγγέλιο η οδός του Κυρίου προπαρασκευάζεται συχνά με «σκληρούς λόγους». Για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής αποκαλούσε τα τέκνα των Εβραίων «γεννήματα εχιδνών» (Λουκ. 3,7). Η φράση αυτή ερμηνευόταν από τον Γέροντα Σωφρόνιο ως εξής: Με τον βαρύ αυτό χαρακτηρισμό ο Τίμιος Πρόδρομος παρηγορούσε (Λουκ. 3,18) τον λαό μέσα από τη συντριβή που του προξενούσε. Η συντριβή ταπεινώνει την καρδιά του ανθρώπου, και η ταπείνωση την διευρύνει, ώστε να μπορεί να δεχθεί το Πνεύμα το Άγιο, τη χάρη του Παρακλήτου, που είναι και η μόνη αληθινή παρηγοριά.
Όλοι οι σκληροί λόγοι, τότε, μπορούν να εννοηθούν μέσω των λόγων του αποστόλου Παύλου: «Τις εστιν ο ευφραίνων με, ει μη ο λυπούμενος εξ εμού;» (Β’ Κορ. 2,2) Με τον ίδιο τρόπο, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Απόστολος φέρνει τα πνευματικά του τέκνα σε συντριβή, προκαλώντας μέσα τους τη συναίσθηση ότι η ζωή τους δεν είναι, όπως θα όφειλε. Τους οδηγεί στην ταπείνωση, και, με τη βοήθεια της, στη χάρη. Γιατί ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. 4,6· Α’ Πετρ. 5,5). Στη συνέχεια, όπως λέγεται στην πρώτη ευχή της χειροτονίας πρεσβυτέρου, ακολουθεί «η θεία χάρις, η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα».
Στη ζωή του χριστιανού ένας σκληρός λόγος ισοδυναμεί με τη «βιαία πνοή». Εκδιηγείται τα θαυμάσια του Θεού και προξενεί στην καρδιά του ανθρώπου βαθειά μεταμέλεια. Η συντριβή αυτή είναι ο πρόδρομος της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. Διαλύει τον όγκο της ρυπαρότητας που σκεπάζει την καρδιά. Συντρίβει τους λίθους της σκληρότητας του έσω ανθρώπου και τον βοηθά να ανακαλύψει τη «βαθειά καρδιά» του. Ώστε ο άνθρωπος, όταν υποβάλλεται σε τέτοιες δοκιμασίες, υφίσταται τον αρχέγονο «συσσεισμό», που είναι όμως απαραίτητος, για να τον διδάξει ότι μόνο ένα πράγμα του χρειάζεται: η ανακάλυψη της καρδιάς του.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος είχε ορισμένους δικούς του σκληρούς λόγους. Για παράδειγμα έλεγε: «Αν κάποιος δεν έχει φθάσει το μέτρο της υποστατικής προσευχής –δηλαδή να φέρει μέσα του όλο τον Αδάμ και να προσάγει όλο το ανθρώπινο γένος ενώπιον του Θεού στην προσευχή του υπέρ όλου του κόσμου– τότε ας μην τολμά να αποκαλεί τον εαυτό του χριστιανό χωρίς φόβο και ντροπή».
Πηγή:http://www.agiabarbaradafnis.gr/
Τέτοιοι λόγοι έχουν τη δύναμη να μας σώσουν. Στόχος τους είναι να μας συγκλονίσουν. Η χριστιανική παράδοση του «συσσεισμού» μας βοηθεί να ανακαλύψουμε τη βαθειά καρδιά, χωρίς την οποία είναι αδύνατον να δεχθούμε αληθινά το χάρισμα της Πεντηκοστής, την έκχυση του Πνεύματος πάνω σε κάθε σάρκα (Ιωήλ 2,28). Έχουμε ανάγκη από την απαλή εκείνη και τόσο πολυτελή ενώπιον του Θεού καρδιά, στην οποία αναπαύεται το Πνεύμα Του. Σε αυτήν ακριβώς αναφέρεται το τρίτο παλαιοδιαθηκικό ανάγνωσμα της εορτής της Πεντηκοστής (Ιεζεκ. 36,26). Αλλά και η επίκληση του Ονόματος του Χριστού μέσα στην ευαίσθητη αυτή καρδιά αποβαίνει ικανή να κατεργάζεται τη σωτηρία μας και να προσκομίζει καινή ζωή, σύμφωνα με το θείο λόγιο, «πας ος αν επικαλέσηται το Όνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ιωήλ 3,5). Στην ουσία προσπαθούμε να επωάσουμε τη «νέα ζωή» που φέρουμε στο στέρνο μας, να θραύσουμε το κέλυφος που περικλείει την καρδιά μας, ώστε να εκπηγάσει η νέα αυτή ζωή.
Αν μελετήσουμε προσεκτικά τα αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης στην εορτή της Πεντηκοστής, θα διαπιστώσουμε τρία κυρίως θέματα: την έκχυση του Αγίου Πνεύματος πάνω σε κάθε σάρκα, την αγιαστική επίκληση του Ονόματος, με το Οποίο σωζόμαστε, και το χάρισμα της καινής καρδιάς· της ευαίσθητης σάρκινης καρδιάς, αντί της λίθινης, που είναι ανίκανη να συλλάβει οτιδήποτε το πνευματικό.
Στο πρώτο ανάγνωσμα, το οποίο ενέπνεε ιδιαίτερα τον Γέροντα, διαβάζουμε ότι ο προφήτης Μωυσής κατάρτισε κατάλογο εβδομήντα ανθρώπων, τους οποίους ο Θεός επρόκειτο να χρίσει με το Πνεύμα της προφητείας. Και ο προφήτης Ιεζεκιήλ λέει, «εκ των τεσσάρων πνευμάτων ελθέ και εμφύσησον εις τους νεκρούς τούτους, και ζησάτωσαν» (Ιεζεκ. 37,9). Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Κύριος, όταν αναστήθηκε εκ νεκρών. Ενεφύσησε στους αγίους μαθητές Του και είπε: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. 20,22). Αυτό ήταν στην πραγματικότητα το προοίμιο της Πεντηκοστής, η προετοιμασία για το πλήρωμα της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος πάνω στη γη, τη μεγάλη και επιφανή εκείνη ημέρα των γενεθλίων της Εκκλησίας του Χριστού. Ο προφήτης Ιωήλ επίσης περιγράφει την ημέρα της Πεντηκοστής ως την έκχυση του Αγίου Πνεύματος σε όλη την ανθρωπότητα: «Και έσται μετά ταύτα και εκχεώ από του πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα» (Ιωήλ 3,1) και «πας, ος αν επικαλέσηται το Όνομα Κυρίου, σωθήσεται» (Ιωήλ 3,5).
Δεν είναι βέβαιο ωστόσο ότι θα σωθούν όλοι όσοι απλώς επικαλούνται το Όνομα του Κυρίου. Σύμφωνα με άλλο σκληρό λόγο Του, «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 7,21), δηλαδή αυτός που τηρεί τις εντολές. Και όταν το Άγιο Πνεύμα εισχωρήσει στην καρδιά ως κραταιός και ορμητικός άνεμος, συντρίβοντας τη σκληρότητα της, εκεί στη βαθειά καρδιά, θα απεικονίσει τη μορφή του Κυρίου Ιησού Χριστού. Θα μετουσιώσει και θα καθάρει την καρδιά μας, ώστε να μπορούμε να επικαλούμαστε το Όνομα Του από τα έγκατά της. Ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι όταν η επίκληση προέρχεται από καθαρή καρδιά είναι σωτηριώδης (Β’ Τιμ. 2,22), γι’ αυτό και το Άγιο Πνεύμα προετοιμάζει την καρδιά του ανθρώπου με τα μέσα της συντριβής και της ταπεινώσεως. Ο μεγάλος πόθος του Κυρίου είναι να επικαλούμαστε το άγιο Όνομα Του με τρόπο ευάρεστο σε Εκείνον και συγχρόνως σωτήριο για μας.
Ας εξετάσουμε προσεκτικά την πρώτη εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος στη γη. Στην αρχή της δημιουργίας το Πνεύμα του Θεού φερόταν πάνω από τα ύδατα (Γέν. 1,2), όπως η κλώσσα που απλώνοντας τα φτερά σκεπάζει τα αυγά της, για να επωάσει και να φέρει στον κόσμο καινούργια ζωή. Το Πνεύμα του Θεού επωάζει όλη τη δημιουργία, και έτσι ήλθε στην ύπαρξη ολόκληρος ο κόσμος. Ανάλογη διεργασία συντελείται και στην καρδιά μας, όταν επικαλούμαστε άοκνα το Όνομα του Κυρίου. Με την εργασία αυτή οπλίζουμε τους εαυτούς μας με το χάρισμα της Πεντηκοστής, και το Πνεύμα του Κυρίου έρχεται να επισκιάσει την καρδιά, ώστε να εκπηγάσει καινή ζωή.
Πράγματι, αυτή είναι η νέα γέννηση που μας προσφέρεται, χωρίς την οποία, όπως λέει ο Κύριος, δεν μπορούμε να εισέλθουμε στη Βασιλεία Του (Ιωάν. 3,5). Έτσι, όταν ευχόμαστε αδιάλειπτα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με», δεν κάνουμε τίποτε άλλο, παρά να προσδοκούμε στο υπερώο της καρδιάς, όπως και οι Απόστολοι απεκδέχονταν την έλευση του Παρακλήτου που τους είχε υποσχεθεί ο Κύριος. Προσκαρτερώντας στο υπερώο της καρδιάς μας, το Πνεύμα του Θεού επισκιάζει κατ’ επανάληψη το στέρνο μας. Η σκουριά της συσσωρευμένης αμαρτίας αποκαθαίρεται, ωσότου η χάρη επωάσει την καρδιά και εκπηγάσει εκεί καινούργια ζωή.
Ο μέγας προφήτης Ησαΐας επισημαίνει ότι ο πόνος προηγείται της ελεύσεως του Πνεύματος της σωτηρίας· ότι το Πνεύμα συλλαμβάνεται πρώτα μέσα στο φόβο και στην οδύνη της καρδιάς (Ησ. 13,8). Η αλήθεια είναι ότι μας χρειάζεται συντριβή, μας χρειάζεται φόβος, έχουμε ανάγκη από πόνο. Όλα αυτά μας προετοιμάζουν για τη νέα ζωή, ωσότου μια έκρηξη, μια βαθειά τομή διανοίξει την καρδιά. Τότε πραγματοποιείται νέα γέννηση, και ο άνθρωπος, που μεταρσιώνεται πνευματικά, παραδίδεται στα χέρια του ζώντος Θεού. Όπως ισχυριζόταν ο Γέροντας Σωφρόνιος, αν εγκαρτερήσουμε στον πόνο και τη συντριβή, η καρδιά μας θα μεταμορφωθεί κάποια ημέρα σε φωτεινό κέντρο πνευματικής ευαισθησίας.
Ο απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει επίσης ότι η συντριβή της καρδιάς που αληθινά μετανοεί θα ανοίξει στα βάθη της την οδό προς τους αλάλητους στεναγμούς του Πνεύματος, καθώς θα βοά, «αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4,6· Ρωμ. 8,21-26). Επιπλέον θα επισφραγισθεί η υιοθεσία μας ως ελεύθερων τέκνων του Θεού, κάτω από τη χάρη του νόμου του Πνεύματος. Άρα, είναι αναγκαίο να υποφέρουμε με καρτερία τον πόνο, την «περιτομή της καρδίας» (Ρωμ. 2,29). Άλλωστε αυτό σημαίνει να βαστάσουμε τα στίγματα του Κυρίου Ιησού, όπως το θέτει αλλού ο απόστολος Παύλος (Γαλ. 6,17). Ας τα υπομείνουμε όλα αδιαμαρτύρητα, ώσπου να γεννηθεί μέσα μας το Πνεύμα της σωτηρίας, και η οδύνη μας να μετουσιωθεί στην ολοφώτεινη χάρη της υιοθεσίας των τέκνων του Θεού.