ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΠΕΡΙΛΑΜΠΡΟΣ
Δεκέμβρης μὲ τἀ κάλαντα καὶ τὶς χρονιάρες μέρες.
«Δεκέμβρης / κι ἐπιστρέφει ὁ οὐρανὸς / μὲ μιὰν ἑφτάχορδη λύρα / καὶ μ’ ὅλο τὸ ἀσήμι του / ἀλλαγμένος» συλλογιέται ὁ Βαρβιτσιώτης.[1] «Δεκέμβρης / κι ἐπιστρέφει ὁ οὐρανὸς / μὲ μιὰ φάτνη / καὶ μ’ ἕνα δέντρο χριστουγεννιάτικο / στολισμένος».[2] Καιρὸς εὐπρόσδεκτος καὶ ὥρα ἄξια, ἐμπνευστική, γιὰ νὰ συνθέσῃ κανεὶς «Χριστουγεννιάτικη καντάτα σὲ τέσσερεις φωνές»[3] καὶ νὰ κράξῃ: «Φέρτε ψωμὶ γιὰ τὰ πεινασμένα παιδιά. / Φέρτε φωτιὰ γιὰ τοὺς φτωχούς».[4] (Τὸ πετρέλαιο ἀνέβηκε στὰ ὕψη… Οἱ μισθοὶ καὶ οἱ συντάξεις σέρνονται στὰ βάθη… Ὁ «Πειναλέων» καὶ ἡ «Ἀνεργίτσα» τοῦ Μπὸστ κυκλοφοροῦν παντοῦ. Σὲ κάθε βῆμα τοὺς βρίσκεις μπροστά σου…) «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν»,[5] θυμήθηκε τὴν εἰδοποίησι ἀπ’ τὸ κατὰ Ἰωάννην.
Δεκέμβρης, κι «ὁ χειμώνας περίλαμπρος ἁπλώνεται ἐδῶ χάμου, / σὰν ἕνα στρῶμα ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ ἄστρα»[6] κι «ἀνθίζει μαργαριταρένια νύχτα / ραγίζεται ἡ χρόνια ἀπελπισία»[7]. «Μιὰ νύχτα… / Μιὰ νύχτα πῶς μπορεῖ νὰ δώσει τόσο λάμπος;»[8] Ἡ νύχτα τούτη καὶ ἡ Νύχτα ἐκείνη μιὰ ἀδιαίρετη καὶ ὁμοούσια εἶναι: «Ἡ νύχτα ἐκείνη, ἐθνῶν ἀρχὴ καὶ κόσμων / [ποὺ] τὴ χαρμονή της στὴν παλάμη τοῦ μεγάλου αἰώνα / παρθενικὰ σφιχτόκρυβε. Ὅταν κεραυνὸς / καταλυτής, τὴ χώρα φλόγισε ὁ αἶνος –Δόξα / ἐν ὑψίστοις Θεῷ, τὴν ὥρα ποὺ τὸ Βρέφος / στὴ φάτνη χάμω ἀπιθωμένο ἐχαμογέλα [καὶ] /… οἱ καρδιὲς – ἐξομολογησάσθωσάν Σοι / λαοί, ὁ Θεὸς – τὸν ματοστάλαχτο ἵμερο / σέρναν στῆς νέας Διαθήκης τὸν ἐξαίσιο δρόμο».[9]
Δεκέμβρης – ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!.. «Πόσο κοντά μας ὁ οὐρανὸς ἀπόψε, παραμονὴ τῆς Γέννησης, γοργὸς καταπέλτης ἄστρων καὶ φωτεινῶν σημάτων», παρατηρεῖ ἐκστατικὸς στὴ μενεξεδένια πολιτεία ὁ Καραντώνης. «Ἕνας ἕνας κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν Ὑμηττὸ πρὸς τὸ Ζάππειο / γυρεύοντας τὸ σπήλαιο μὲ χειρονομίες ἱερατικὲς / ἐνῶ ἀστράφτουν μέσ’ ἀπὸ τὰ πεῦκα τοῦ Ἀρδηττοῦ / τὰ σπαθιά, τὰ σαντάλια τους καὶ τὰ στρατιωτικὰ παράσημά των. / Λίγο πιὸ πέρα ἀπ’ τὴ ζωή, λίγο πιὸ ‘δῶ ἀπ’ τὸ θάνατο, / κάπου κοντὰ στὴν πιὸ καλὴ καρδιὰ, / θἆναι ἡ σπηλιὰ μὲ τὴ Θεοτόκο ἑτοιμόγεννη Μητέρα…»[10] Αὐτὸ εὶναι σίγουρο. Μὰ νά! «Στὸν ἴσκιο τῶν καμπαναριῶν τὰ δέντρα ἀνάψανε λυχνάρια ἀπὸ βροχοσταλιὲς /…/ σιδηρόδρομοι κι ἀερόπλανα, βαπόρια κι αὐτοκίνητα, γόνδολες κι ἁμαξάκια / ταξιδεύουν αἰώνια σὲ κυκλικὲς τροχιὲς μὲ κατεύθυνση τὴ Βηθλεὲμ, / ἐκεῖ ποὔχουν κιόλας μαζευτεῖ χιλιάδες ἄγγελοι Ὀλυμπιονίκες»![11] «Καὶ ξαφνικά», ἀκούει ὁ Καμβύσης, «πάλι ἠχοῦν χριστουγεννιάτικες καμπάνες. / -Λόγχες ἀσημένιες μέσα στὰ σύγνεφα τῶν καυσαερίων˙ / ἀκτῖνες φωτὸς στὰ μελαγχολικὰ διαμερίσματα τῶν πολυκατοικιῶν… / Κάποιος προσπαθεῖ νὰ πείσει γιὰ ὑπάρχουσα εὐτυχία ἀπὸ τοὺς δέκτες τῆς τηλεοράσεως. / Ἀντίκρυ στ’ ἄστρα, / τὰ νεκροραφεῖα τῶν πόλεων. / Ἀντίκρυ στ’ ἄστρα, / τὰ ὁλόκλειστά μας παράθυρα!…».[12] Ναί, ἀλήθεια εἶναι: Γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ «ξημερώνουν Χριστούγεννα / στὴ θολὴ πολιτεία τῶν πεζῶν ρυθμῶν»…[13] Τὸ τραγουδάει ἀκόμα κι ὁ ἀριστοφανικὸς Σουρῆς: «Τὸ σπήλαιον, Χριστέ, κυττῶ, /…/ καὶ τραγουδῶ μ’ ἐλιᾶς κλαδὶ / στὸ βογγητὸ τοῦ πόνου: / Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, / πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου».[14]
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!… «Σκοτοδίνη συμπνίγει τὰ αἰσθητὰ / τώρα ποὺ ὁ Θεὸς τὰ δανείζεται σπαρταρώντας. / Ἀποσφραγίζονται οἱ οὐρανοὶ καὶ μὲ γκρεμίζουν γυμνὸ / στὴν ἀνεκλάλητη θράκα τοῦ μυστηρίου: / ὁ Πλάστης ὡς πλάσμα σὲ φάτνη. / Εἰρήνη»,[15] φωνάζει μ’ αἴσθημα εὐθύνης ὁ Τσιρόπουλος. Ὁ Μουντές, ὁ Μαθθιός, ποὺ εἶχε φάει τὰ ἱερὰ βιβλία μὲ τὰ ‘ξώφυλλα, τοῦ φωνάζει ἀπὸ ἀπέναντι: «ʺΔιέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεέμ…ʺ ναί, ἄς πᾶμε˙/ ὄχι μ’ αὐτὰ τὰ ροῦχα ποὺ φορὰμε. / Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ προσκύνημα στὸ λίκνο τῆς ἀγάπης, / γιατί ‘ναι λασπωμένα, ξεσκισμένα, ματωμένα. / Προσκυνητὲς καθὼς κινᾶμε, πρέπει νὰ φορέσωμε / τὸν βιολετὶ χιτώνα τῆς καρδιᾶς˙/ πρέπει τὸ σκότος τῆς βραδιᾶς / νὰ τὸ φωτίσει σὰν παιδὶ ἡ ψυχή μας /κρατώντας τ’ ἄδολου ματιοῦ τὸ φαναράκι. /Καὶ νά ‘σαι βέβαιος, ἀδελφέ μου: / Τὸ προσκύνημα στὸ λίκνο τῆς ἀγάπης /ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ντυνόμαστε τὴ βιολετιὰ στολή. / Ὦ, νά ‘σαι βέβαιος, ἀδελφέ μου˙ τὸ προσκύνημα / εἶν’ ὅλο κι ὅλο νὰ φορέσεις / τὸν ἄσπιλο χιτώνα τῆς ἁγνότητας. / Εἶν’ ὅλο κι ὅλο νὰ κρατήσεις μέσα σου ἀναμμένο / τὸ φαναράκι τ’ ἁπαλὸ μιᾶς παιδικῆς ψυχῆς».[16] Ἀπὸ κοντὰ ὁ Δεκαβάλες προχωρεῖ σὲ ἑορταστικὴ συμφωνία χρωμάτων: «Τὸ χρῶμα τῆς Γεννήσεως ἐφέτος / εἶναι τὸ μελιτζανί – στιλπνὸ / σὲ ἄπειρες φοῦσκες πλαστικὲς / γιὰ νὰ πληθαίνει στὸ ἄπειρο / μὲ ἄφθονους σελαγισμοὺς / τὴ μυστικὴ δόξα τῶν λαμπτήρων. / Νέα γεννήθηκαν ἐνδύματα / νέες ἀμφιέσεις / καὶ σκύβουν μὲ στοργὴ ἀπὸ πάνω τους / ὁ Σωτήρας καὶ ἡ Παρθένος, / μετροῦν μὲ τὴν ἀφή, χαϊδεύοντας, / τὴν ἀντοχὴ σὲ φάδι καὶ στημόνι. / Τὰ ζῶα τῆς φάτνης μηρυκάζουν / τιμολόγια ἐκπεσμῶν καὶ περιμένουν / τὰ μεσάνυχτα ὅταν θὰ περάσει / ἀπὸ τὴν κεντρικὴ ὁδὸ / ἡ σποδὸς τοῦ ἀνθρώπου».[17] Βιολετὶ – μελιτζανὶ – μενεξελί, στὸ ἰοστεφὲς Ἄστυ ποὺ πασκίζει νὰ ζήσῃ Χριστούγεννα μ’ ἑκατοντάδες ἄστεγους καὶ μυριάδες ἄπορους καὶ νεοπτώχους νὰ κοιτάζουν μὲ μάτια γεμᾶτα ἀπορία τὸν πλούσιο διάκοσμο, τὶς πλούσιες βιτρίνες, τὶς πάμφτωχες καρδιές. Στὴ «Μενεξεδένια Πολιτεία» τοῦ Τερζάκη, στὸ «Βιτρινλὰρ» τοῦ Μπόστ… Κι ἀπὸ τὸ μισοσκότεινο διασκεδασάδικο τῆς παγερῆς Συγγροῦ, ὅπου ὁ καλὸς ὁ κόσμος κάνει πάρτι «Χριστουγεννιάτικο» ὡς εἴθισται τελευταίως, ἕνας ψαλμὸς ἀκούγεται βαρύς, σὲ μελῳδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου: «Τὰ μελιτζανιά, νὰ μὴν τά βάζεις πιά!…».
Κατὰ τὴ Νεάπολι ὁ Λαπαθιώτης, δίχως τὸ ἀναγκαῖο βιολετὶ ἔνδυμα, διέρχεται καθ’ ἑαυτόν, μόνος, μονώτατος καὶ πάλι, συνισταμένη αὐτὸς τῶν μοναχικῶν, τῶν ʺδιαφορετικῶνʺ καὶ τῶν ʺἀδέκτωνʺ, τὰ πονεμένα του Χριστούγεννα. Στὸ χρυσό, τὴ σμύρνα καὶ τὸ λιβάνι τῶν Μάγων, προσθέτει δῶρο τέταρτο, τὸ δῶρο τὸ δικό του, τὰ δάκρυα: «Ὡς πότε τὴ λαχτάρα μου σιμά Σου θὰ σωπαίνω; / Ὡς πότε θὰ χαμογελῶ μ’ ἕνα λυγμὸ στὰ χείλη; / Πότε θ’ ἀστράψει ὁ πόνος μου καὶ τὸ δυστυχισμένο / παράπονό μου, σὰν τοῦ ἀφροῦ τὸ κλάμα θὰ Σοῦ στείλει;… / Ὡς πότε πιὰ τ’ ἀγριωπὰ τὰ κύματα θὰ πνίγω / ποὺ ξεχειλίζει μέσα μου μιὰ ἀπελπισμένη βρύση; / Μὴ μὲ κοιτᾶς τόσο γλυκά, Χριστέ μου… Ἀκόμα λίγο / καὶ ὁ πόνος μου, ποὺ πνίγεται βαθιά, θὰ ξεφωνίσει… / (…) Δὲ μὲ θωρεῖς, ποὺ ὅλο γελῶ μὴν τύχει καὶ προφτάσει / καμμιὰ δροσιὰ στὸ μέτωπο καὶ μοῦ γλυκοχαράξει; / Καὶ τὰ ματάκια Σου γελοῦν στὸν πόνο μου τριγύρω, / σὰν πεταλοῦδες χαρωπὲς στὸ πεθαμένο κρίνο… / Στὴν ἀγκαλιά μου σὰν τρελὸς μιὰ νύχτα θὰ Σὲ σύρω, / καὶ ὧρες ἐκεῖ τὰ κλάματα, ποὺ Σοῦ ‘κρυψα θὰ χύνω…»[18] Ἀλλὰ δὲν ἀντέχει ν’ ἀποτελῇ παραφωνία (θἆταν ἡ πρώτη δά, αὐτός, ἤ ἡ τελευταία;) στὴ Χριστουγεννιάτικη ἀτμόσφαιρα: «Μ’ ἀπόψε εἶναι Χριστούγεννα!… Δὲν ἔχει τόπο ἡ θλίψη… / Μέσα στὰ γέλια νὰ πονεῖ κανένας εἶναι τρέλα… / Σὲ μιὰ γωνιὰ ἡ ἀγάπη μου τὸ κλάμα της θὰ κρύψει: / Ἄλλη βραδιά, καρδιά μου, κλαῖς… Ἀπόψε, Πόνε, γέλα…»[19]
«Φορτώσαμε τὸ Δέντρο ἀστέρια ψεύτικα», γκρινιάζει ἄλλος ἀπὸ μακρυά, «ὅταν ἀπ’ τὴν αἰθαλομίχλη δὲν φαίνονταν πιὰ τ’ ἀληθινά. / Κλίναμε γόνυ στὸν ἀχυρένιο Χριστὸ τῆς Φάτνης / ἀφοῦ δὲν ἤμασταν πιὰ σὲ θέση νὰ πονέσουμε / λιμοκτονοῦντα νήπια τοῦ ἔνσαρκου κόσμου».[20] Ἀχυράνθρωποι, μ’ ἀχυρένιες καρδιές κι ἀχυρένια αἰσθήματα, ἀχυροδίαιτοι πνευματικά, ἀχυρένια θέλουμε καὶ τὴ θρησκεία μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σοφὸς ὁ Μόντης ἀπὸ τὸ Χρυσοπράσινο φύλλο τὸ ριγμένο στὸ πέλαγος, ἐξομολογεῖται ἐκ μέρους ὅλων: «Ναὶ μὲν συγκατανεύσαμε, / ὅμως Τοῦ τὴ νοθεύσαμε / τὴ φάτνη τῶν ἀλόγων, / κι ὅλα Του, αὐτὸ κ’ ἐκεῖνο Του / καὶ τὰ πόδια τὰ ξυπόλυτα».[21] Καὶ καθὼς τὰ ἐγγόνια του τοῦ τραγουδᾶνε τἀ Κάλαντα, αὐτὸς ἀναστενάζει κουνώντας τὸ κεφάλι: «Τὴ Γέννησή Του ἄν τὴ γιορτάζουμε, / τὴ Γέννησή Του ἄν τραγουδᾶμε, / μιὰ φορὰ Τὸν θυμόμαστε / καὶ χίλιες Τὸν ξεχνᾶμε».[22]
Ἀπὸ τὸν χιονισμένο Ἄθωνα, ὁ γερο-Μωυσῆς, ὁ δάσκαλος, ἀναρωτιέται: «Θὰ βγοῦν ἀπόψε οἱ ἄγγελοι ποιμένες ν’ ἀγρυπνοῦν / ἀγραυλοῦντες γιὰ νὰ λάβουν εἰρήνη; / Θἄλθουν Μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ μὲ δῶρα; / Σπήλαιο κενὸ ὑπάρχει; / Ἰωσήφ; / Μαρία; / Ζῶα στὴ φάτνη; / Μὴ ταξιδεύουν ὅλοι / κι ἀπομακρύνονται τῆς Βηθλεὲμ / καὶ φοβᾶνται τὸν Ἡρώδη / καὶ φεύγουν στὴν Αἴγυπτο;»[23] Καὶ γυρνώντας κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἀπιθωμένη στὸ δισκέλι μὲ τὴ γιορτινὴ ποδιά, Τοῦ λέει παραπονετικά: «Κύριε, / ἀπὸ νωρὶς μόνος / ὁ παιδοκτόνος Ἡρώδης / δὲν θέλει παιδικὰ γέλια / γέροι στὴν Ἰουδαία / μάννες νὰ κλαῖνε, νὰ κλαῖνε / ἡ Ραχὴλ ἀπαράκλητη / ἡ νύχτα μεγάλη / ἐπανέρχεσαι στὰ χείρονα / ἀναζητώντας ἕνα παιδάκι / ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὸ μαχαίρι / γιὰ νὰ τὸ ἀσπασθεῖς / νὰ τὸ μυρώσεις / νὰ τοῦ δώσεις τὸν θρόνο Σου / ἕνα παιδάκι…».[24]
Στὸ μικρὸ τὸ ταπεινὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου στὴν παληὰ Ἀθήνα, ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος συνεπαρμένος, ἔνθους, μετάρσιος τῶ πνεύματι, ψάλλει Κοντάκιον θεοπρεπές, ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ καὶ ἐν ποιηταῖς μεγίστου: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν Ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ Ἀπροσίτῳ προσάγει˙ Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι˙ δι΄ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Καὶ ὁ ἁπλόκαρδος σὰν τοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεὲμ παπᾶ-Νικόλας, ὁ Νάξιος, παίρνει καιρὸ γιὰ νὰ προσφέρῃ θυσίαν αἰνέσεως στὸν ἐν σπαργάνοις καὶ φάτνῃ ἀνατέλλοντα Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης…